Κων/νος Οικονόμου Δασκαλος και συγγραφέας
Ένα πρωτότυπο διήγημα του Α. Παπαδιαμάντη θα αναδείξουμε σήμερα, με το κείμενό του αλλά και σε μορφή ηχοβιβλίου. Το έργο γράφτηκε το 1900 αλλά δημοσιεύθηκε μετά το θάνατο του αγίου των Γραμμάτων [1911]. Καλή ανάγνωση ή ακρόαση!
![]() |
Τὴν ἑσπέραν τῆς Παρασκευῆς, 25 Σεπτεμβρίου, ὡδεύομεν ὁμοῦ ἀνὰ τὴν ἀμπελόφυτον πεδιάδα, ἀπερχόμενοι εἰς τὸν ναΐσκον τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, μετόχιον τοῦ ἱεροῦ Κοινοβίου τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Ἐτελεῖτο ἐκεῖ μικρὰ πανήγυρις. Ἔμελλε νὰ γίνῃ παννυχὶς ἀπὸ τῆς ἐνάτης ὥρας μέχρι τῆς τρίτης τοῦ ὄρθρου, εἶτα δέ, μετὰ δίωρον διάλειμμα, θὰ ἐτελεῖτο λειτουργία.
Δὲν εἴχομεν συμφωνήσει νὰ ὑπάγωμεν ὁμοῦ. Ἀλλὰ σχεδὸν πάντοτε, χωρὶς νὰ συνεννοηθῶμεν, ὁμοῦ ἐπηγαίναμεν. Οὐδ᾽ ἦτο αὕτη ἡ μόνη παννυχίς, εἰς τὴν ὁποίαν παρευρισκόμεθα. Εἰς τὰς 8 Σεπτεμβρίου, ὥραν 3ην μετὰ τὰ μεσάνυκτα, μετὰ τὴν ἀπόλυσιν τοῦ ὄρθρου, εἰς τὴν πανήγυριν τῆς Παναγίας τῆς Λιμνιᾶς, ἡ ἐξαδέλφη Μαχούλα κ᾽ ἐγώ, ὁμοῦ κατηρχόμεθα τὸ ὀλισθηρὸν λιθόστρωτον, τὸ ἀρχόμενον ἀπὸ τῆς μεγάλης οἰκίας τοῦ καπεταν-Νικόλα τοῦ Ματαρώνα καὶ φθάνον μέχρι τῆς παραθαλασσίας ἀγορᾶς. Ἐνίοτε ἦτο σελήνη, συνήθως ὅμως ἦτο σκότος βαθύ. Ἀλλὰ τὸ μελιχρὸν φέγγος ἐπέχριε
Ἦτον βαρεῖα καὶ παχεῖα, ὠχρὰ καὶ νοσώδης. Αἱ ἐγκυμοσύναι ἆρα τῆς εἶχον ἀφήσει τὸν ὄγκον ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ἐπαραμόρφωνε τὴν μέσην της; Ὄπισθέν μας ἤρχετο ἡ Ἀνδρεόλα ἡ Μπαρμπερού, γραῖα εὐλαβής, κρατοῦσα φανάριον. Παρεμπρός μας ἐφαίνετο ὄγκος τις ἀποφράττων τὸν στενὸν δρομίσκον. Ἡ γραῖα Δεσποινιὼ ἡ Μπλήχαινα, τῆς εἶχε σβήσει ὁ ἄνεμος τὸ ἀπόκερον, τὸ ὁποῖον εἶχε λάβει ἀπὸ τὸ μανουάλι τῆς ἐκκλησίας, καὶ βυθισθεῖσα εἰς σκότος αἰφνίδιον, εἶχε ριζωθῆ ἐκεῖ, καταμεσῆς εἰς τὸν δρόμον, ἀδυνατοῦσα νὰ βαδίσῃ δεξιὰ ἢ ἀριστερά.
Μίαν ἀπ᾽ αὐτὰς τὰς νύκτας, τῆς 8ης Σεπτεμβρίου -δὲν ἐνθυμοῦμαι εἰς τὰ πόσα ἦτον- μᾶς συνέβη, εἰς ἐμὲ καὶ τὴν ἐξαδέλφην μου Μαχούλαν, παράδοξον μικρὸν συμβάν. Αὐτή, καίτοι εἰς τὴν καθ᾽ ἡμᾶς γενεὰν ἀνήκουσα, ἐξηκολούθει ἀκόμη νὰ στέργῃ καὶ νὰ θάλπῃ τὰ παλαιά. Ἐκαυχᾶτο ὅτι ἦτον «πρωτινὴ» γυναίκα. Ἂν καὶ ἡ παραθαλασσία ἀγορὰ ἦτο ἔρημος, ἐπειδὴ δὲν νομίζεται καλὸν εἰς τὰς γυναῖκας νὰ διέρχωνται διὰ τῆς ἀγορᾶς, δὲν ἤθελε, καὶ νύκτα ἀκόμη, νὰ περάσῃ ἐκεῖθεν. Ἐπέμενε νὰ τὴν συνοδεύσω ἀπὸ τὸν μέσα δρόμον μέχρι τῆς οἰκίας της. Ἀφήσαμεν λοιπὸν τὴν ἄλλην συνοδίαν, καὶ ἐστράφημεν πρὸς τὸν μέσα δρόμον. Ἐκεῖ, καθὼς διηρχόμεθα κάτωθεν ἀπὸ ἕνα μπαλκόνι, ἄνωθεν τοῦ ὁποίου ἐφαίνοντο ἀσπρόρρουχα ἁπλωμένα, δὲν ἠξεύρω πῶς, μακρὰ χιονόλευκος σινδὼν ἀπεσπάσθη ἀπὸ τὸ σχοινίον ἐφ᾽ οὗ ἐκρέματο· ἔπεσεν ἐπάνω εἰς τὰς κεφαλάς μας· ἡπλώθη εἰς τὰς ὠμοπλάτας μας, καὶ «μᾶς ἐκουκούλωσεν», ἤ, μᾶς ἐσαβάνωσε καὶ τοὺς δύο, ὡς νὰ τὴν ἥπλωσεν ἐπάνω μας ἀόρατος χείρ. Ἐγὼ ἀκουσίως ἐγέλασα, ἂν καὶ τὸ πρᾶγμα μοῦ ἐφάνη μᾶλλον κακὸς οἰωνός. Ἡ ἐξαδέλφη μου ἔκαμε τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ, κ᾽ ἐψιθύρισε:
― Τὴν ἴδια τύχη θὰ ἔχουμε... τὴν ἴδια τύχη!
*
Τέλος, ἐφθάσαμεν εἰς τὸ Μετόχι. Ὁ ναΐσκος τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου, κομψός, εὐωδίαζεν ἀπὸ τὸ τέμπλον τὸ κυπαρίσσινον καὶ ἀπὸ τὰ ἄνθη τὰ ὁποῖα εἶχον φέρει ἡ Σουλτανιὼ ἡ Μάρκαινα, ἡ γραῖα Παντεχοὺ καὶ ἡ Κατερινιὼ τῆς Ἀλέξαινας καὶ δύο ἢ τρεῖς ἄλλαι εὐλαβητικαί, αἱ μόναι ἐλθοῦσαι. Ἀπὸ τὸ μοναστήριον τοῦ Εὐαγγελισμοῦ εἶχον κατέλθει ὁ παπα-Δανιὴλ καὶ Ἰωακεὶμ ὁ περιπλανώμενος, ὅστις καθ᾽ ὅλας σχεδὸν τὰς ἑορτὰς ἐπέστρεφεν εἰς τὸ μοναστήρι, καὶ ὁ γέρων Θεόκλητος, γεμᾶτος ἀπὸ νοστίμους ἰδιοτροπίας, πρὸς τὸν ὁποῖον τρὶς ἔλαβα τὴν τιμὴν νὰ φιλονικήσω ἐν καιρῷ τοῦ δείπνου.
Ἡ Μαχούλα, ἀφοῦ ἐπροσκύνησε καὶ προσέφερε τὰ ἄνθη της, τὸ ἔλαιον καὶ τὸ θυμίαμά της, ἐκάθισεν εἰς μίαν ἄκραν ἔξω τοῦ ναΐσκου, μὲ τὸ καλάθιόν της καὶ τὸ μικρὸν κανατάκι της. Ἦτο παρὰ τὴν ρίζαν τῆς ἐλαίας, ἥτις μὲ τοὺς κλῶνάς της, βαρυφορτωμένους καρπόν, ἐσκίαζεν καὶ περιέστεφε τὴν θύραν τοῦ ναΐσκου, ἐνθυμίζουσα τὸν στίχον τοῦ προφητάνακτος: «ὡς ἐλαία κατάκαρπος ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Θεοῦ».
Εἶχα διψήσει καὶ ἰδὼν τὸ μικρὸν ὑδροδοχεῖον, τὸ ὁποῖον ἵστατο πλησίον εἰς τὸ καλαθάκι τῆς Μαχούλας, ἐζήτησα νὰ πίω ἀλλὰ τὸ εὗρον κενόν.
― Νά, δὲν ἦρθε αὐτὸς ὁ Σταμάτης, μοῦ εἶπεν ἡ ἐξαδέλφη μου. Ποιὸς νὰ πάῃ ὣς τὴ βρύση νὰ τὸ γεμίσῃ;... Ἀπόστασα, καὶ δὲν μπορῶ... Ὁ Σταμάτης ἦτο ὀρφανὸν παιδίον, πρόθυμον νὰ τρέχῃ εἰς ὑπηρεσίαν παντοῦ ὅπου ἐγίνοντο θρησκευτικαὶ ἐκδρομαὶ καὶ συνάξεις. Εἶχε τόσον ἔνθεον ζῆλον, ὥστε βλέπων τὴν εὐλάβειαν τῶν πιστῶν νὰ ἐκπίπτῃ, ἐθλίβετο τόσον, ὥστε ἀπεφάσισε νὰ βοηθήσῃ αὐτὸς τοὺς ἁγίους νὰ θαυματουργήσωσι. Καὶ μίαν φορὰν ἄλειψε μὲ λάδι ὅλας τὰς εἰκόνας τοῦ τέμπλου ἑνὸς ἐξωκκλησίου· ὅθεν διεδόθη, καὶ παρὰ πολλοῖς ἐπιστεύθη, ὅτι οἱ ἅγιοι «ἵδρωναν» ἢ ὅτι ἐδάκρυζαν ἴσως καὶ ἀπὸ τὴν ἐπιχείρησιν αὐτὴν ὠφελήθησαν ὄχι ὀλίγας προσφορὰς οἱ πτωχοὶ οἱ παπάδες τοῦ χωρίου μας. Ἦτο δὲ τότε ὁ Σταμάτης δωδεκαέτης.
Ἐκοίταξα νὰ ἴδω τὸν Σταμάτην, ἀλλὰ δὲν ἐφαίνετο πουθενά. Ἴσως ἦτο εἰς ἄλλην ὑπηρεσίαν. Ἡ Μαχούλα ὄχι μόνον εἶχεν ἀποστάσει, καθὼς ἔλεγεν, ἀλλὰ θὰ ἐφοβεῖτο νὰ ὑπάγῃ. Ἡ βρύσις ἀπεῖχεν ὣς δέκα λεπτῶν τῆς ὥρας δρόμον, καὶ εὑρίσκετο μέσα εἰς ἓν βαθὺ ρεῦμα, ὅπου θὰ ἦτο σκότος ἤδη. Ὁ ἥλιος εἶχε δύσει καὶ ἦτο ἀμφιλύκη φθινοπώρου μελαγχολική.
Ἀπεφάσισα νὰ ἐκτελέσω ἐγὼ ἔργα «Σταμάτη». Ἔλαβα τὸ κανάτι κ᾽ ἐξεκίνησα.
― Ἀτός σου θὰ πᾷς;... Τουλόου σ᾽; ἔκραξεν ἡ Μαχούλα. Πῶς γένεται;
Ἐπεθύμουν νὰ ὑπάγω, καὶ διότι ἐδίψων, καὶ διότι ἤθελα νὰ προσφέρω ἐκδούλευσιν εἰς τὴν καλὴν καὶ συμπαθῆ ἐξαδέλφην μου.
―Ἡσύχασε, θὰ πάω, τῆς εἶπα· τώρα, σὲ λίγο ἔφτασα...
*
Ἦτο μικρά, βαθεῖα ρεματιά, εἰς τὸ μέσον ἑνὸς ἐλαιῶνος κατέχοντος ὅλην τὴν κλιτὺν τοῦ λόφου δεξιόθεν καὶ ἑνὸς λεμονεῶνος τοιχογυρισμένου στολίζοντος τὸν κάμπον, ἀριστερόθεν. Καταρχὰς ἐβυθίζετο, κατήρχετο χαμηλὰ καὶ ἐχαράσσετο στενὸς δρομίσκος, μονοπάτι κρυπτὸν ἐν μέσῳ βάτων καὶ θάμνων. Ἀκολούθως ἀνηφόριζεν ἠρέμα καὶ ἀνήρχετό τις εἰς τὴν βρύσιν, ἥτις ἀνέβλυζεν ἔκ τινος τοίχου παλαιοῦ, μὲ μεγάλους πρασινισμένους καὶ μουσκλιασμένους λίθους. Δύο πεζοῦλες ἢ πλίνθινα ἑδώλια ὑπῆρχον ἔνθεν καὶ ἔνθεν τῆς κρήνης, ἥτις εὑρίσκετο ἐπὶ τοῦ ὑψηλοτέρου μέρους τῆς ὅλης ρεματιᾶς.
Ὅταν εἰσῆλθον εἰς τὸ βαθὺ ρεῦμα καὶ ἐπάτησα εἰς τὸ στενὸν μονοπάτι, τὸ φέρον πρὸς τὴν πηγήν, τότε ἤρχισα ν᾽ ἀναλογίζωμαι τί εἶχα κάμει, ἕως τότε δὲν εἶχα σκεφθῆ.
ᾘσθάνθην αἰφνίδιον φόβον. Ἀπὸ εἰκοσαετίας ἦτο ἡ πρώτη φορὰ καθ᾽ ἣν εἰσηρχόμην εἰς τὸ ρεῦμα ἐκεῖνο, ὁλομόναχος, ἐν ὥρᾳ ἀμφιλύκης, καὶ ἐπικειμένης νυκτός...
Ἀνῆλθον πρὸς τὴν βρύσιν μὲ τρέμοντα γόνατα. Ἔκαμνα πολλοὺς σταυροὺς καὶ προσηυχόμην. Ἀλλ᾽ ἡ γλῶσσά μου ἐδεσμεύετο καὶ ὁ οὐρανίσκος μου ἐξηραίνετο. ᾘσθανόμην, ὅτι δὲν ἤμην ἄξιος νὰ ψιθυρίζω οὔτε ἐνδιαθέτως οὔτε στοματικῶς τὰ ἱερὰ λόγια. Ἔφθασα ἐν τοσούτῳ εἰς τὴν κρήνην. Ὅταν ἐδοκίμασα νὰ τοποθετήσω τὸ μικρὸν ἀγγεῖον κάτωθεν τοῦ κρουνοῦ διὰ νὰ γεμίσῃ, τοῦτο μοῦ ἔφυγεν ἀπὸ τὰς χεῖρας. Ἐστάθη μοναχόν του ἐντὸς τῆς λεκάνης τοῦ νεροῦ καὶ δὲν ἐθραύσθη.
Ἄνωθεν τῆς κρήνης εἶδα, μὲ τοὺς ὀφθαλμούς μου, πρᾶγμά τι ἐναέριον νὰ ἵσταται. Δὲν εἶχε πυκνωθῆ ἀκόμη τὸ σκότος. Ἀλλὰ τὸ πρᾶγμα τὸ ὁρώμενον ἦτο τόσον μικρόν, ὥστε ...
Η συνέχεια και Το ΒΙΝΤΕΟ με το AUDIOBOOK