Το ἀθέμιτο τοῦ ὅρκου
Τοῦ Ἀρχιμ. Κυρίλλου Κωστοπούλου*
Ὁ ἄνθρωπος διακατέχεται ἀπὸ ἕναν βαθὺ πόθο: Νὰ ἠμπορῆ νὰ κατακτᾶ τὴν ἀλήθεια. Δὲν ἀναπαύεται στὴν λήθη. Ἀγωνιᾶ, θέλει νὰ βρίσκη τὴν ἀλήθεια (ἀ - λήθη). Τότε ἀναπαύεται σ᾽ αὐτήν. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, ὅταν εὑρίσκεται στὴν ἀνάγκη νὰ ἀπονείμη δικαιοσύνη, χρειάζεται τὴν ἀλήθεια. Ἡ δικαιοσύνη εἶναι ἀρρήκτως συνδεδεμένη μὲ τὴν ἀλήθεια, διότι δικαιοσύνη χωρὶς ἀλήθεια εἶναι ἀδικία.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος ἐφεῦρε ποικίλους τρόπους καὶ μεθόδους γιὰ τὴν ἀνεύρεση τῆς ἀληθείας. Ἕνας ἀπὸ τοὺς τρόπους αὐτοὺς εἶναι καὶ ὁ ὅρκος, ὁ ὁποῖος χρησιμοποιεῖται στὴν Βουλή, στὰ Δικαστήρια, στὶς δημόσιες ὑπηρεσίες, ἀλλὰ καὶ στὴν ἰδιωτικὴ ζωή.
Ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε, ὁ ὅρκος εἶναι πανάρχαιος καὶ θεωροῦνταν ἀπὸ τοὺς θεοὺς καὶ τοὺς ἀνθρώπους ὡς ἐγγύηση γιὰ τὴν διασφάλιση τῆς ἀληθείας. Στὴν Ἰλιάδα εὑρίσκουμε τὸ ἑξῆς: «Τοιούτων ὅρκων μάρτυς ἦν ὁ Ζεύς» (Η´, 69). Σὲ ἄλλο σημεῖο ὁ Ὅμηρος μᾶς ὁμιλεῖ γιὰ τὰ «ὅρκια», ἀναφερόμενος στὶς ἱεροτελεστίες καὶ στὶς θυσίες, οἱ ὁποῖες ἐλάμβαναν χώρα κατὰ τὴν ὁρκωμοσία συνομολογήσεως κάποιας σοβαρῆς συνθήκης: «κήρυκες ἀγαυοὶ ὅρκια πιστὰ θεῶν σύναγον» (Ἰλιάδα Γ´, 269). Ὁ δὲ Θουκυδίδης σὲ πολλὰ σημεῖα τῆς Ἱστορίας του διασώζει στοιχεῖα ποὺ φανερώνουν τὴν εὐρεία χρήση τοῦ ὅρκου στὴν ἐποχή του, ὡς μέσου ἀξιοπιστίας καὶ ἐγγυητικῆς βεβαιότητος: «Ὥρκωσαν πάντας τοὺς στρατιώτας τοὺς μεγίστους ὅρκους» (Η, 75, 25). Κατὰ τὴν μυθολογία ὁ Ὅρκος εἶναι γιὸς τοῦ Αἰθέρα καὶ τῆς Γῆς. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἄμεση σχέση μὲ αὐτόν.
Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη χρησιμοποιεῖται ὁ ὅρκος «κατ᾽ ἀνοχήν». Ὁ Θεὸς δὲν τὸν ἐπέβαλε ποτέ. Ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ ἦταν: «Οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίῳ» (Ἔξ. 20, 7). Ἡ ἀνοχὴ αὐτὴ τοῦ Θεοῦ ὑπῆρχε ἐπειδὴ ὁ λαὸς βρισκόταν στὸν χῶρο τοῦ Νόμου καὶ ὄχι τῆς Χάριτος καὶ ἔτσι ὁ ὅρκος γινόταν ἀνεκτὸς ὡς ἀναγκαῖο κακό. Ὁ Ἴδιος ὁ Θεὸς λέγει στὸν προφήτη Ἱερεμία: «Οἱ υἱοί σου ἐγκατέλιπόν με καὶ ὤμνυον ἐν τοῖς οὐκ οὖσι θεοῖς» (5, 7). Παρὰ ταῦτα ὑπάρχει αὐστηρὴ ἀπαγόρευση τῆς ἐπιορκίας. Στὸ βιβλίο τῶν Ἀριθμῶν διαβάζουμε: «Ἄνθρωπος ὅς [...] ὀμόση ὅρκον [...] πάντα ὅσα ἂν ἐξέλθῃ ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ, ποιήσει» (Ἀριθμ. 30, 3). Ἑπομένως διαπιστώνουμε ὅτι στὴν Παλαιὰ Διαθήκη διαφοροποιεῖται τὸ φαινόμενο τοῦ ὅρκου σὲ μιὰ διάσταση ἐντελῶς ξένη πρὸς ἐκείνη τῆς Ἀρχαίας Ἑλλάδος.
Στὴν Καινὴ Διαθήκη ἡ ἀνοχὴ αὐτὴ τοῦ Θεοῦ ὡς πρὸς τὸν ὅρκο δὲν συνεχίζεται. Ἐδῶ τὰ πάντα συμπληρώνονται καὶ ὁλοκληρώνονται ἀπὸ τὸν Σαρκωθέντα Λόγο τοῦ Θεοῦ Πατρός. Αὐτὸς ὁ Θεάνθρωπος εἶπε: «Πάλιν ἠκούσατε ὅτι ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις, Οὐκ ἐπιορκήσεις [...] ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ὀμόσαι ὅλως· μήτε ἐν τῷ οὐρανῷ [...] μήτε ἐν τῇ γῇ [...] μήτε ἐν τῇ κεφαλῇ σου ὀμόσῃς» (Ματθ. 5, 33-36). Σὲ ἀντικατάσταση δὲ τοῦ ὅρκου, ὁ ὁποῖος ἐθεωρεῖτο ἀναγκαῖος γιὰ τὴν κατοχύρωση τῆς ἀληθείας, θεσπίζει ὁ Χριστὸς ὡς ἰσοδύναμο, τὸν ἁπλοῦν λόγο. «Ἔστω δὲ ὁ λόγος ὑμῶν ναὶ ναί, οὒ οὔ, τὸ δὲ περισσὸν τούτων ἐκ τοῦ πονηροῦ ἐστιν» (Ματθ. 5, 37). Ἀκολούθως ὁ Ἀδελφόθεος Ἰάκωβος παραγγέλλει: «μὴ ὀμνύετε, μήτε τὸν οὐρανὸν μήτε τὴν γῆν μήτε ἄλλον τινὰ ὅρκον· ἤτω δὲ ὑμῶν τὸ Ναὶ ναὶ καὶ τὸ Οὒ οὔ, ἵνα μὴ ὑπὸ κρίσιν πέσητε» (Ἰάκ. 5, 12). Ἀβιάστως, λοιπόν, ἐξάγεται τὸ συμπέρασμα ὅτι ὁ ὅρκος στὴν Καινὴ Διαθήκη, στὴν Θεανθρώπινη ζωή, ἀπαγορεύεται ὡς ἀθέμιτος.
Οἱ αὐθεντικοὶ ἑρμηνευτὲς τῆς Ἁγίας Γραφῆς, οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, ἀπαγορεύουν τὸν ὅρκο παντελῶς. Ἡ Πενθέκτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος (691) στὸν 94ο κανόνα της διαλαμβάνει τὰ ἑξῆς: «Τοὺς ὀμνύοντας ὅρκους ἑλληνικοὺς ὁ κανὼν ἐπιτιμίοις καθυποβάλλει καὶ ἡμεῖς τούτοις ἀφορισμὸν ὁρίζομεν» (Πηδάλιον, σ. 301). Ὁ δὲ Μ. Βασίλειος στὸν 64ο κανόνα του ἐπιβάλλει στοὺς ἐπιόρκους δεκαετῆ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴν Θεία Κοινωνία. Ἐπίσης ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος στὴν Η´ Ὁμιλία του μᾶς λέγει: «Τί λέγεις; Ὁ Θεὸς διέταξε νὰ μὴν ὁρκίζεσαι καὶ τολμᾶς νὰ ἐρωτήσῃς ἐὰν εἶναι δυνατὸν νὰ φυλάξῃς τὸν νόμον; Ἀδύνατον εἶναι τὸ νὰ μὴν τὸν φυλάξῃς» (ΕΠΕ 32, 233).
Ὅπως ἔγινε κατανοητὸ ἀπὸ τὰ ὅσα συντόμως παρετέθησαν ὁ ὅρκος καὶ πολὺ περισσότερο ἡ ἐπιορκία ἀντιστρατεύονται στὴν ὅλη Ὀρθόδοξη διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῆς Πατερικῆς διδασκαλίας.
* Ὁ Ἀρχιμανδρίτης Κύριλλος Κωστόπουλος εἶναι Ἱεροκήρυκας της Ἱ. Μ. Πατρῶν και δρ. Θεολογίας.