Τετάρτη 3 Νοεμβρίου 2021

Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης και η συμμετοχή του στον αγώνα (1821-1827) β΄μέρος (τελευταίο)

από τον Κων/νο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο

    Οι διενέξεις του με την Κεντρική Διοίκηση: Μετά την προηγούμενή του νίκη [μάχη Σοβολάκου] ο Καραϊσκάκης απαίτησε από την κεντρική διοίκηση το αρματολίκι των Αγράφων, πράγμα που η “Γερουσία της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος”, απέρριψε, δίνοντας αντ' αυτού τη θέση του αρματολού στον Γιάννη Ράγκο. Αποτέλεσμα αυτής της απόφασης ήταν η ανοιχτή σύγκρουση Ράγκου και Καραϊσκάκη. Πίσω από την απόφαση αυτή της διοίκησης ήταν ο Μαυροκορδάτος ο οποίος ποτέ δεν έκρυψε την αντιπάθειά του προς τον Θεσσαλό οπλαρχηγό.

 Το καλοκαίρι του 1823 έφτασε στα Τρίκαλα ο πασάς της Σκόδρας Μουσταής ή Μαχμούτ και απαίτησε από τον Καραϊσκάκη υποταγή. Εκείνος αρνήθηκε αλλά, επειδή δεν διέθετε ισχυρές δυνάμεις, εγκατέλειψε τα Άγραφα στέλνοντας ενισχύσεις στα στρατεύματα του Μάρκου Μπότσαρη στο Καρπενήσι. Ο ίδιος χτυπημένος από φυματίωση κατέφυγε στη Μονή του Προυσού, προσωρινά και τον Οκτώβριο του ίδιου έτους στην Κεφαλονιά για να εξεταστεί από γιατρούς, οι οποίοι τον ενημέρωσαν ότι η αρρώστια του ήταν ανίατη. 

Το Δεκέμβριο του ίδιου έτους είδε για μια φορά ακόμη την οικογένειά του στην Ιθάκη. Τον επόμενο μήνα ο Καραϊσκάκης διορίστηκε από το Μαυροκορδάτο, για να εξουδετερωθεί κατά κάποιον τρόπο, στρατιωτικός διοικητής Μεσολογγίου. Εδώ ο Καραϊσκάκης έπεσε σε ένα παράπτωμα, οι συνέπειες του οποίου τον ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια. Το 1824, λοιπόν, ο Καραϊσκάκης ήλθε σε αντιπαλότητα με τη διοίκηση Στ. Ελλάδας. Κατά τη διάρκεια της συνέλευσης στο Μεσολόγγι, είχε ασθένησει και μεταφερθεί στο Ανατολικό, παραμένοντας εκεί μέχρι να αναρρώσει, ενώ οι υπόλοιποι οπλαρχηγοί συνέχισαν τον αγώνα. Ο Καραϊσκάκης φαινόταν δυσαρεστημένος επειδή η επιτροπή υπολόγισε για λογαριασμό του λιγότερους μισθωτούς στρατιώτες κι επειδή συνεχώς δεχόταν παρατηρήσεις για τις καθημερινές αταξίες τους. Στις 19/3 ένας ανιψιός του λογομάχησε με δυο ψαράδες απ' το Μεσολόγγι, οι οποίοι τον χτύπησαν και εν συνεχεία εξαφανίστηκαν. Την επομένη ο Καραϊσκάκης έστειλε μερικούς στρατιώτες του στο Μεσολόγγι για να συλλάβουν τους ενόχους. Αυτοί επειδή δεν βρήκαν τους ψαράδες, συνέλαβαν δυο προκρίτους και τους παρέδωσαν στον Καραϊσκάκη στο Ανατολικό. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά επιπλέον διέταξε τους στρατιώτες του να καταλάβουν το Βασιλάδι, όπου βρίσκονταν και επτά τουρκικά πλοία. Συγχρόνως, σαν σε συνεννόηση, 300 Οθωμανοί ερχόμενοι από τη Ναύπακτο, κατέλαβαν, προωθούμενοι, τη θέση Κακιά Σκάλα. Αργότερα, ο Καραϊσκάκης κατηγορήθηκε ότι την ίδια περίοδο είχε στείλει ένα πρωτοπαλίκαρό του, τον Κ. Βουλπιώτη, στα Γιάννενα για συνομιλίες με τον Ομέρ Βρυώνη. 

Η πραγματικότητα όμως είναι πως ο Μαυροκορδάτος υπέδειξε τον Καραϊσκάκη να έρθει σε πρόσκαιρη συμφωνία με τους Τούρκους, τα λεγόμενα “καπάκια” που ήταν γενικά συνηθισμένα κατά την περίοδο του Αγώνα. Όλα αυτά έδωσαν λαβή για υποψίες επιβουλής του αγώνα από μέρους του Θεσσαλού οπλαρχηγού. Η διοίκηση έδωσε εντολή στον Καραϊσκάκη να αφήσει τους προκρίτους, ελευθερώνοντας συγχρόνως κάποιους δικούς του που κρατούνταν στο Μεσολόγγι, ενισχύοντας συγχρόνως την άμυνα της πόλης. Λίγο αργότερα ο Μαυροκορδάτος και άλλοι οπλαρχηγοί πήγαν στο Ανατολικό και κατόπιν οδήγησαν τον Καραϊσκάκη στο Μεσολόγγι για ανακρίσεις, ενώ διορίστηκε ειδική επιτροπή για να τον δικάσει με την κατηγορία της προδοσίας. Η επιτροπή αυτή στις 2 Απριλίου έβγαλε τη απόφασή της, σύμφωνα με την οποία ο Καραϊσκάκης καταδικαζόταν ως προδότης της πατρίδας.[Ας μην ξεχνάει ο αναγνώστης ότι βρισκόμαστε στην περίοδο των εμφυλίων πολέμων] Εκείνος όμως μαζί με αρκετούς από το σώμα του, ξέφυγε από το Μεσολόγγι και εισέβαλε στον Ασπροπόταμο λεηλατώντας κάποια χωριά1. Στη συνέχεια, με διαταγή της τουρκικής αρχής, εκδιώχτηκε από τους αρματολούς της περιοχής. Από εκεί καταδιωκόμενος κατέφυγε αρχικά στα Άγραφα κι έπειτα από συγκρούσεις με τους “κυβερνητικούς”, που ενισχύθηκαν και από οθωμανικές δυνάμεις υπό την ηγεσία του δερβέναγα Σούλτζια Κόρτζια, στο Καρπενήσι, όπου κλείστηκε πολιορκούμενος στον Ναό του Αγίου Αθανασίου, όμως κι από εκεί κατάφερε να ξεφύγει. Λίγο αργότερα, μην αντέχοντας τις συνεχείς διώξεις, έστειλε επιστολή συγγνώμης στον Μαυροκορδάτο, όπου μεταξύ άλλων έγραφε: “Δεν ηξεύρω, αν είναι από τα κρύα τα πολλά όπου αρρώστησα πάλιν, ή από τους τόσους αφορισμούς όπου μου εκάματε. Και σε παρακαλώ να με συγχωρέσει η διοίκησις και όλοι οι Χριστιανοί, και να μου στείλει μια συγχωρητική ευχή από τον αρχιερέα2” Όμως η αίτηση αυτή δεν έγινε δεκτή αρχικά. Πάντως λίγους μήνες αργότερα ο Καραϊσκάκης έγινε και πάλι δεκτός με τιμές από τους υπόλοιπους οπλαρχηγούς και τη διοίκηση. Λίγους μήνες αργότερα συμμετείχε στις εμφύλιες συγκρούσεις στο πλευρό του Κωλέττη και των κυβερνητικών. Μάλιστα στη διάρκεια μιας εκστρατείας στα Καλάβρυτα λεηλάτησε σπίτια της οικογένειας των Ζαΐμηδων. Αυτό σίγουρα είναι η μελανότερη σελίδα στην ένδοξη ιστορία του Θεσσαλού ήρωα.

 Το Μάιο του 1825 ο Καραϊσκάκης έφτασε στο Δίστομο μετά από οδηγίες της κυβέρνησης για να ανασυγκροτήσει τον επαναστατικό αγώνα που έπνεε τα λοίσθια στη Ρούμελη. Εκεί αντιμετώπισε με επιτυχία την πολιορκία της κωμόπολης απ' τους Τούρκους της Άμφισσας, ενώ στη συνέχεια απάλλαξε τους κατοίκους της ορεινής Ευρυτανίας από τους Τούρκους. Έπειτα κατευθύνθηκε στο Μεσολόγγι για να βοηθήσει τους πολιορκημένους κατοίκους του, προσφέροντες μεγάλες υπηρεσίες στην ανακούφιση των εξαντλημένων ελληνικών δυνάμεων της πόλης. Στα τέλη Οκτωβρίου είδε για τελευταία φορά την οικογένειά του στον Κάλαμο, πριν επιστρέψει ξανά στο Μεσολόγγι για την τελική σύγκρουση. Κατά τη διάρκεια της εξόδου των πολιορκημένων ο Καραϊσκάκης ήταν άρρωστος από φυματίωση. Μετά την ατυχή εξέλιξη στο Μεσολόγγι ο Ζαΐμης παραβλέποντας την παλιά διαμάχη του με το Θεσσαλό ήρωα, διόρισε τον Καραϊσκάκη αρχιστράτηγο της Ρούμελης (Ιούλιος 1826). Τον ίδιο μήνα ο νέος αρχιστράτηγος οργάνωσε στην Ελευσίνα στρατόπεδο με δύναμη 660 ανδρών με στόχο να ανακουφίσει τους πολιορκημένους Έλληνες στην Ακρόπολη, που απειλούνταν από τον ισχυρό κλοιό του Κιουταχή. Τους επόμενους μήνες αντιμετώπισε τους Τούρκους στη Δόμβραινα, στον Όσιο Λουκά, στην Αράχωβα, στο Κερατσίνι και στο Τουρκοχώρι, προσθέτοντας και άλλες μεγάλες επιτυχίες στη νικηφόρα αρχιστρατηγία του. Η ήττα μάλιστα των Τούρκων στην Αράχωβα μπορεί να συγκριθεί μόνο με τη νικηφόρα μάχη των Δερβενακίων, μιας και οι Οθωμανοί εγκατέλειψαν στα πεδία του Παρνασσού περισσότερους από 1.700 νεκρούς συμπολεμιστές τους. Στο μεταξύ αρχιστράτηγος των ελληνικών δυνάμεων τοποθετήθηκε από την Γ΄ Εθνοσυνέλευση ο Άγγλος Ριχ. Τσωρτς, ενώ αρχιναύαρχος ο Τόμας Κόχραν.

 Σύντομα οι δυο τους ήρθαν σε ρήξη με τον Καραϊσκάκη για τον τρόπο αντιμετώπισης του Κιουταχή, που επιδράμοντας στη Αττική απειλούσε την Ακρόπολη των Αθηνών, το μοναδικό οχύρωμα που είχαν ακόμη υπό την κατοχή τους οι επαναστάτες. Στις 21 Απριλίου του 1827 οι δυο πλευρές ήρθαν σε συνεννόηση και βρήκαν τον “κοινό τόπο” που γεφύρωνε τις διαφωνίες τους. Όμως την επομένη, κι ενώ ο Έλληνας αρχιστράτηγος παρουσίασε υψηλό πυρετό λόγω της έξαρσης της νόσου του, μερικοί μεθυσμένοι Κρητικοί3 που τους είχε προσλάβει με μισθό ο Κόχραν, αφού επιτέθηκαν τελείως ανοργάνωτα στις δυνάμεις του Κιουταχή, άρχισαν να υποχωρούν. Για να μην πάρει έκταση αυτή η απρόοπτη και όχι οργανωμένη σύγκρουση, ο Καραϊσκάκης όρμησε στο πεδίο της, όπου όμως τραυματίστηκε σοβαρά στη βουβωνική χώρα. Αμέσως κάποιοι στρατιώτες του τον μετέφεραν στο πλοίο του Τσωρτς. Την προηγουμένη του θανάτου του ο ήρωας είπε στους συμπολεμιστές του που βρίσκονταν στο πλευρό του: “Να η διαθήκη μου: στο γιο μου αφήνω το όπλο μου, το μόνο χτήμα μου αυτή τη στιγμή. Τη θυγατέρα μου την παραδίδω σε σας, παλιοί μου σύντροφοι. Αυτά για μένα. Τι να σας πω; Ήθελα να είχα όλο το έθνος εδώ για να του ειπώ τι αξίζετε... Αύριο το πρωί ελάτε να σας ξαναειδώ. Ο Καραϊσκάκης εξέπνευσε στις 23 Απριλίου του 1827, ανήμερα του Άη-Γιωργιού, παρά τις προσπάθειες των γιατρών.

Σύμφωνα με νεώτερες ιστορικές έρευνες ο θάνατος του ίσως να μην οφείλονταν σε εχθρικό βόλι, αλλά σε κάποια δολοφονικά χέρια. Άλλωστε η βρετανική πολιτική την εποχή εκείνη ενδιαφερόταν για τον περιορισμό της επανάστασης στην περιοχή της Πελοποννήσου και μόνον, πράγμα το οποίο είναι βέβαιον ότι δεν θα δεχόταν ποτέ ο Καραϊσκάκης. Η ουσία είναι πως με το θάνατό του επικράτησε η ολέθρια πολιτική των Άγγλων, που οδήγησε με τα τεχνάσματά τους στην απώλεια τελικά της Ακρόπολης από τους Έλληνες.

Ο Σπ. Τρικούπης για το τέλος του Καραϊσκάκη

Όταν ο Καραϊσκάκης ξαναγύρισε στη σκηνή του (μετά το θανάσιμο τραυματισμό του) τον μετέφεραν στο γιατρό, ο οποίος τον εξέτασε και διαπίστωσε ότι είχε τραυματιστεί θανάσιμα στο βουβώνα. Τότε τον πήγαν στο πλοίο του Τσορτς στο Φάληρο (..) ο Καραϊσκάκης αντιλήφθηκε όχι μόνο ότι η πληγή του ήταν θανάσιμη αλλά και ότι δεν του έμενε ακόμα πολλή ζωή. Για το λόγο αυτό κάλεσε αμέσως στο πλοίο τον ιερέα, εξομολογήθηκε, μετέλαβε, ζήτησε συγχώρεση από όλους τους παρόντες και ζήτησε να τον θάψουν στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου της Σαλαμίνας. Αφού τέλειωσε όλα όσα έπρεπε να κάνει σα χριστιανός, μίλησε στους υπόλοιπους σαν πατριώτης και σαν πατέρας. Σαν πατριώτης τους είπε να μη δειλιάζουν, να έχουν τις ελπίδες τους στη βοήθεια του Θεού, να συνεχίζουν να δοξάζουν την Ελλάδα όπως έκαναν ως τότε και να είναι βέβαιοι ότι η πατρίδα θα αποτινάξει τελικά το ζυγό της, όσα κι αν πάθει. Σαν πατέρας παράγγειλε να ζητήσουν εξ ονόματός του αγάπη και προστασία για τα παιδιά του από την κυβέρνηση. Παρά τους δυνατούς πόνους κατάφερε να κρατήσει τη σκέψη του καθαρή και τα λόγια του σωστά ως την τρίτη ώρα μετά τα μεσάνυχτα. Πέθανε μια ώρα αργότερα και την επομένη η σορός του μεταφέρθηκε στη Σαλαμίνα για να ταφεί στο μέρος που είχε ζητήσει. (..) αυτό ήταν το περιστατικό που τερμάτισε τη ζωή του Καραϊσκάκη τη στιγμή ακριβώς που η χώρα είχε τόσο μεγάλη ανάγκη από τις υπηρεσίες του.” Σπ. Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, Εκδ. Λιβάνη, 1992, τόμος 4, σσ. 144-5.

1Σπ. Τρικούπης, 3ος τόμος, ό. π., σσ. 120-1.

2 . Σπ. Τρικούπης, 3ος τόμος, ό. π., σ. 121.

3Καρλ Μέντελσον- Μπαρτόλντι, Επίτομη Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Κυριακάτικη 2011, σ.177.