Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί
Όταν το πρώτο εξάμηνο του ’20 άρχισε αυτή η δαιμονική επίθεση στην Εκκλησία μας, αλλά και όσο συνεχίζεται, ακούσαμε πολλά από πατριάρχες, αρχιερείς, ιερείς, θεολόγους, δημοσιογράφους, άθεους (!!!) για το ποια πρέπει να είναι η ενδεδειγμένη στάση τον χριστιανών σε αυτή την επιδημία. Επιβλήθηκαν μάσκες, μή προσκύνηση των εικόνων, κλείσιμο εκκλησιών, μέτρα, κουταλάκια… Παρά το ότι η συνείδησή μου εναντιωνόταν σε όλα αυτά, λόγω της αμαρτωλότητάς μου και της αδυναμίας μου έψαχνα να βρω και «χειροπιαστές» αποδείξεις για την πλάνη την οποία ζούμε. Ποια ήταν η στάση των χριστιανών σε ανάλογες περιπτώσεις; Ποια εντέλει οφείλει να είναι η στάση των χριστιανών; Την απάντηση μας την δίνει ο Άγιος Διονύσιος Αλεξανδρείας σε επιστολή του σχετικά με την επιδημία πανώλης που θέρισε την Αλεξάνδρεια το 250 μΧ.
Την επιστολή διασώζει ο Ευσέβειος Καισαρείας, ίσως ο μεγαλύτερος εκκλησιαστικός ιστορικός, στο Z’ βιβλίο της Εκκλησιαστικής Ιστορίας. Δεν ξέρω αν έχει ξαναβγεί προς τα έξω, ωστόσο νομίζω πως πρέπει, προς ενθάρρυνση των αδελφών μας, γι’ αυτό και στην κοινοποιώ. Για μένα είναι συγκλονιστική! Πόσο αλλοιωμένο φρόνημα μας καλούν οι σημερινοί αρχιερείς (πλην ελαχίστων) να έχουμε! Πόσο αντίθετο στις εντολές του Χριστού! Ό,τι έκαναν οι πρώτοι χριστιανοί, εμείς κάνουμε τα αντίθετα… Αντιμετωπίζουμε χειρότερα από λεπρούς τους ασθενείς (μα ακόμα και τους υγιείς ανεμβολίαστους!), τους αποστρεφόμαστε, τους ταπεινώνουμε, τους απομονώνουμε, πετάμε σε σακούλες τους νεκρούς και τους θάβουμε χωρίς τιμές… Ό,τι έκαναν και οι ειδωλολάτρες! Γράφει λοιπόν ο Ευσέβιος εξιστορώντας τη λοιμώδη ασθένεια που ξέσπασε σε χριστιανούς και ειδωλολάτρες ενώ ήταν ακόμη νωπή η ανάμνηση των διωγμών εναντίον των χριστιανών:
«Έπειτα από αυτά, αφού τον πόλεμον διεδέχθη επιδημική νόσος και καθώς επλησίαζεν η εορτή, πάλιν επικοινωνεί με τους αδελφούς (σσ: ο άγιος Διονύσιος) δι’ επιστολής περιγράφων τα πάθη της συμφοράς διά των λόγων τούτων:
«Είς μεν τους άλλους ανθρώπους τα παρόντα δεν θα εφαίνοντο ότι είναι κατάλληλος καιρός δι’ εορτήν˙ δεν είναι δι’ αυτούς, όχι μόνον τους λυπημένους αλλά και τους τυχόν περιχαρείς, καιρός εορτής ούτε ο σημερινός ούτε κανείς άλλος τον οποίον θα ανέμενον εναγωνίως. Τώρα βεβαίως όλα είναι θρήνοι, όλοι πενθούν και εις την πόλιν αντηχούν στεναγμοί διά το πλήθος των αποθανόντων και καθημερινώς αποθνησκόντων. Πράγματι, όπως έχει γραφή περί των πρωτοτόκων των Αιγυπτίων, “ούτω και τώρα έγινε κραυγή μεγάλη, διότι δεν υφίσταται οικία, εις την οποίαν δεν υπάρχει νεκρός”, και είθε να ήτο μόνον εις. Φυσικά πολλά και τρομερά υπήρξαν και τα προηγουμένως συμβάντα. Πρώτον μεν εδίωξαν ημάς και μόνοι ημείς διωκόμενοι από όλους και θανατούμενοι εωρτάσαμεν και τότε, και κάθε ιδιαίτερος τόπος της θλίψεώς μας, αγρός, ερημία, πλοίον, πανδοχείον, δεσμωτήριον, έγινε δι’ ημάς χώρος πανηγυρικός, την φαιδροτέραν δε από όλας τας εορτάς ετέλεσαν οι τέλειοι μάρτυρες, διασκεδάσαντες εις τον ουρανόν. Μετά ταύτα δε ήλθε πόλεμος και πείνα, τα οποία υπεφέραμεν μαζί με τους Εθνικούς, υφιστάμενοι μόνοι όσας κακώσεις μας επέβαλον, αλλά ικανοποιούμενοι από όσα κατέφεραν εναντίον αλλήλων και έπαθον από αλλήλους, και πάλιν ηυφράνθημεν δια την ειρήνην του Χριστού, την οποίαν έδωσε μόνον εις ημάς. Μόλις δε ανεπνεύσαμεν ολίγον και ημείς και αυτοί, ενέσκηψεν η νόσος αύτη, πράγμα δι’ εκείνους φοβερώτερον από πάντα φόβον και σκληρότερον από οποιανδήποτε συμφοράν και, όπως κάποιος συγγραφεύς ιδικός των είπε, “τούτο υπήρξε πράγμα μοναδικόν και ανώτερον από πάσαν προσδοκίαν” ˙ εις ημάς όμως δεν υπήρξε τόσον φοβερόν, αλλ’ ήτο άσκησης και δοκιμασία όχι μικροτέρα από οποιανδήποτε άλλην. Πράγματι δεν έμεινεν εις απόστασιν ούτε από ημάς, αλλά πάντως είχε πολλήν έκτασιν είς τους Εθνικούς».
Εις την συνέχειαν αυτών προσθέτει:
«Οι περισσότεροι λοιπόν από τους αδελφούς μας ΑΨΗΦΟΥΝΤΕΣ ΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟΝ διά τους εαυτούς των και αφοσιωνόμενοι εις αλλήλους από υπερβολικήν αγάπην και φιλαδελφίαν, επισκεπτόμενοι τους ασθενείς ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΦΥΛΑΞΙΝ, υπηρετούντες λαμπρώς, περιποιούμενοι εν Χριστώ, ΣΥΝΑΠΕΘΝΗΣΚΟΝ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩΣ με εκείνους, ΜΟΛΥΝΟΜΕΝΟΙ με το πάθος από εκείνους και ελκύοντες προς τους εαυτούς των την νόσον από τους πλησίον και λαμβάνοντες εις τους εαυτούς των τους πόνους ΕΚΟΥΣΙΩΣ. Πολλοί, αφού ενοσοκόμησαν και εθεράπευσαν άλλους, απέθανον οι ίδιοι, μεταφέροντες εις εαυτούς τον θάνατον εκείνων και πραγματοποιήσαντες εις την πράξιν το λαϊκόν λόγιον, το οποίον φαίνεται ότι ήτο πάντοτε απλή φιλοφρόνησις, “απερχόμενοι ωσάν σκουπίδι τους”.
«Οι άριστοι λοιπόν από τους αδελφούς μας απεχώρησαν του βίου με αυτόν τον τρόπον, μερικοί πρεσβύτεροι και διάκονοι και λαϊκοί, ΕΠΑΙΝΟΥΜΕΝΟΙ ΜΕΓΑΛΩΣ, διότι το είδος τούτο του θανάτου, προκαλούμενον από ΠΟΛΛΗΝ ΕΥΣΕΒΕΙΑΝ και ΙΣΧΥΡΑΝ ΠΙΣΤΗΝ, δεν εθεωρείτο ότι απείχε καθόλου από το Μ Α Ρ Τ Υ Ρ Ι Ο Ν. Ελάμβανον δε τα σώματα των ΑΓΙΩΝ με ηπλωμένας χείρας εις τα στήθη, εκαθάριζον τους οφθαλμούς, έκλειον τα στόματα, τους έφερον επί των ώμων και τους ετακτοποίoυν. Εγγίζοντες αυτούς, εναγκαλιζόμενοι με αυτούς, στολίζοντες αυτούς με λουτρά και ενδύματα, έπειτα από ολίγον έπετύγχανον τα ίσα, και πάντοτε οι επιζώντες ηκολούθουν τους προηγηθέντας αυτών. Οι δε Εθνικοί ακριβώς το αντίθετον. Απώθουν και απέφευγον τους φιλτάτους μόλις προσεβάλλοντο από την νόσον, τους έρριπτον ημιθανείς εις τάς οδούς, και τους απέρριπτον ως σκύβαλα ατάφους νεκρούς, αποστρεφόμενοι την μετάδοσιν και επαφήν του θανάτου, την οποίαν δεν ήτο εύκολον να απομακρύνουν, όσα μηχανεύματα και αν εχρησιμοποίουν»».
ΕΥΣΕΒΙΟΥ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΕΡΓΑ 3, ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Ζ-Ι, Τόμος 30 ΕΠΕ, σελ. 54-60
Εστάλη στο ιστολόγιο από αδελφό αναγνώστη.