Σάββατο 27 Αυγούστου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ[: Ματθ. 18,23-35] Γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου «ΑΣ ΜΑΘΟΥΜΕ ΝΑ ΣΥΓΧΩΡΟΥΜΕ» [30-8-1992] (Β267)

 


ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ[: Ματθ. 18,23-35]

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία μακαριστοῦ γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου

μὲ θέμα:

«ΑΣ ΜΑΘΟΥΜΕ ΝΑ ΣΥΓΧΩΡΟΥΜΕ»

[ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στὶς 30-8-1992]

(Β267)

Πάντοτε, ἀγαπητοί μου, στὶς ἀνθρώπινες σχέσεις θὰ ὑπάρχουν διαφορές. Καὶ πολλὲς φορὲς ὁ ἕνας θὰ εἶναι ὁ ἀδικῶν καὶ ὁ ἄλλος ὁ ἀδικούμενος. Καὶ ἐν στενῇ καὶ ἐν εὐρείᾳ ἐννοίᾳ. Καὶ τίθεται τὸ ἐρώτημα: Τὸ πῶς θὰ μποροῦν αὐτὲς οἱ σχέσεις νὰ ἀποκαθίστανται, πρᾶγμα πολὺ ἀναγκαῖον γιὰ τὴν ὁμαλὴ συνύπαρξη τῶν ἀνθρώπων. Πῶς ἀλλιῶς παρὰ μὲ τὴν ἀνεξικακία ἢ μὲ τὴν ἀμνησικακία, νὰ μὴν θυμᾷται κανεὶς τὴν κακία τοῦ ἄλλου, ποὺ ἐκφράζονται μέ τὴν ἐκ βάθους καρδίας συγχωρητικότητα. Κι ἂν συμβαίνουν, ὑποτίθεται, ἀπεριόριστες προστριβές, πόσο μπορεῖ νὰ ἰσχύει αὐτὴ ἡ συγχωρητικότητα; Ἀπεριόριστα. Ἀρκεῖ φυσικά, ὁ ἀδικῶν, ὁ πταίων, νὰ ζητᾷ συγγνώμη.

Κατὰ τὴν ἑβραϊκὴ ἀντίληψη, ἡ συγγνώμη, ἔστω καὶ ἂν ἐζητεῖτο, περισσότερο περιορίζετο ὡστόσο στὶς τρεῖς φορές. Ἐννοεῖται τὴν ἡμέρα. Ὄχι σὲ ὅλη του τὴ ζωή. Τὴν ἡμέρα. Καὶ ὁ Ἀπόστολος Πέτρος κάποτε ἄκουσε τὸν Κύριο νὰ λέγει: «᾿Εὰν δὲ ἁμαρτήσῃ εἰς σὲ ὁ ἀδελφός σου, ὕπαγε καὶ ἔλεγξον αὐτὸν· ἐάν σου ἀκούσῃ, ἐκέρδησας τὸν ἀδελφόν σου». Δηλαδὴ ὑποτίθεται ὅτι τὸν συγχωρεῖς. Καὶ ὄχι μόνον αὐτὸ ἀλλὰ τὸν κερδίζεις κιόλας. Καὶ μὲ μεγαλοψυχία ὁ ἀπόστολος Πέτρος νόμιζε ὅτι ἂν ξεπερνοῦσε τὸ ἑβραϊκὸν ὅριον -αὐτὸ τὸ ὁποῖον ὑπῆρχε, δὲν ἦταν γραμμένο στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὄχι, ὑπῆρχε ὡς ἀντίληψις εἰς τοὺς Ἑβραίους, ἦτο διδασκαλία τῶν Ραββίνων· ἐρωτᾷ λοιπὸν τὸν Κύριον: «Κύριε, ἕως ἑπτὰ φορὲς ἐὰν ἁμαρτήσῃ σὲ μένα ὁ ἀδελφός μου, θὰ τὸν συγχωρήσω;». Θὰ ἐπαναλάβω· τὴν ἡμέρα 7 φορές. Καὶ ὁ Κύριος τοῦ ἀπαντᾷ: «Ὄχι ἑπτὰ φορές, ὅπως νομίζεις, ἀλλὰ ἕως ἐβδομηκοντάκις ἑπτά».  Δηλαδὴ ἑβδομῆντα φορές τὸ ἑπτά. Δὲν εἶναι 7×7= 49=490. Ἀλλὰ σημαίνει: Εἶπες ἑπτά; Ἐγώ σοῦ λέω ἑβδομῆντα φορές τὸ ἑπτά. Εἶναι ἔκφρασις ποὺ δείχνει τὸ ἀπεριόριστον. Ὅσες φορὲς καὶ ἂν ἁμαρτήσει ὁ ἀδερφός σου, κι ἔρθει καὶ σοῦ ζητήσει συγγνώμη, ὀφείλεις νὰ τὸν συγχωρήσεις. Προσέξτε. Ὀφείλεις νὰ τὸν συγχωρήσεις.

Καὶ γιὰ νὰ ἑδραιώσει ὁ Κύριος αὐτὴν τὴν σπουδαιοτάτην ἠθικὴν θέσιν, ποὺ καθορίζει τίς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων μεταξύ των, εἶπε τὴν παραβολὴ τῶν μυρίων ταλάντων καὶ τοῦ χρεώστου δούλου, ποὺ ἀκούσαμε, ἀγαπητοί μου, στὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή.

Πῶς ἄρχισε ὁ Κύριος τὸν λόγο Του, γιὰ νὰ δείξει τὴ μεγάλη αὐτὴ ἀλήθεια τῆς συγχωρητικότητος; Εἶπε: «Διὰ τοῦτο ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν...». «Γι᾿ αὐτὸ τὸν λόγο ἔμοιασε ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν...».... Καὶ ἀκολουθεῖ ἡ παραβολή. Πολὺ συχνὰ ὁ Κύριος ἀναφέρεται σὲ αὐτὴ τὴ φράση. Δηλαδὴ περίπου στερεότυπη. Ὅπως: «Τίνι ὁμοιώσω τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν; -«Μὲ τί νὰ τὴν παρομοιάσω τὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν;»- ἢ «ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». «Ἔμοιασε, μοιάζει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν», κλπ. Αὐτό τό «Τίνι ὁμοιώσω», «μὲ τί νὰ τὴν παρομοιάσω τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ», δείχνει τὴν προσπάθεια τοῦ Κυρίου νὰ μεταφέρει μιὰ οὐράνια πραγματικότητα πάνω στὴ Γῆ. Ἔχει πεῖ ὁ Κύριος ἑπτὰ παραβολές, ἀποτελοῦν μία δέσμη αὐτὲς οἱ ἑπτὰ παραβολές, κι ὅλες ἀρχίζουν ἔτσι: «Τίνι ὁμοιώσω τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν;»· ποὺ δείχνει ὅτι αὐτὲς οἱ ἑπτὰ παραβολὲς δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἑπτὰ πτυχὲς μιᾶς πραγματικότητος. Τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἢ ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν εἶναι μιὰ οὐρανία πραγματικότητα. Ἐνῶ ἐδῶ στὴ Γῆ ζοῦμε μέσα σὲ μιὰ γήινη πραγματικότητα. Αὐτὴ ἡ μεταφορά -γι᾿ αὐτὸ λέει ὁ Κύριος «Τίνι ὁμοιώσω»- αὐτῇ ἡ μεταφορὰ οὐρανίων πραγμάτων σὲ γήινες πραγματικότητες, μὲ ποιά γλῶσσα θὰ γίνει; Ποιά εἶναι ἡ γλῶσσα ποὺ θὰ μιλήσουμε; Καὶ ποιά αὐτὴ ἡ γλῶσσα θὰ μπορεῖ νὰ μεταφέρει αὐτὲς τίς οὐράνιες πραγματικότητες; Εἶναι δύσκολο. Εἶναι ἀδύνατον. Λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ποὺ εἶδε οὐράνια πράγματα, ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μεταφέρει κανεὶς τὰ οὐράνια πράγματα ἐδῶ στὴ Γῆ. Δὲν ὑπάρχει περιγραφή. «Οὐκ ἐξὸν ἐστὶν  ἀνθρώπῳ λαλῆσαι». Δὲν εἶναι δυνατόν, ἐκφεύγουν, ἡ περιγραφὴ οὐρανίων πραγμάτων, δὲν μπορεῖ νὰ μεταφερθεῖ. Κι ὅμως αὐτὴ ἡ μεταφορὰ εἶναι ἀνάγκη νὰ γίνει. Καὶ πῶς γίνεται; Γίνεται μὲ παρομοιώσεις. Ἡ γλῶσσα τῶν παρομοιώσεων. Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν μία παραβολὴ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μία παρομοίωσις, παρὰ μία εἰκόνα, ἕνας τρόπος νὰ ἐκφραστοῦμε γιὰ πράγματα ἀνέκφραστα, μέσα στὸν χῶρο τῶν γηίνων πραγματικοτήτων. Καὶ ἕν προκειμένω ἔχομε τὴν παραβολὴ ποὺ ἀκούσαμε σήμερα.

Ἡ παραβολή, μιλῶντας γενικὰ τώρα, θὰ ἤθελα νὰ τὸ γνωρίζετε ὅτι ἔχει τὸ μειονέκτημα τῆς ἀπουσίας ὁρισμοῦ. Πῶς νὰ ὁρίσεις; Οὐράνια πράγματα ὁρίζονται; Τί εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὁρίζεται; Τί ὑπάρχει στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὁρίζεται; Δὲν ὁρίζεται. Δὲν εἶναι δυνατὸν δηλαδὴ νὰ χρησιμοποιηθεῖ ὁρισμός. Τὸ λέει ἡ λέξις. Ὁρίζω. Ὁρίζω θὰ πεῖ βάζω ὅρια. Ἀλλὰ ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν ὁρίζεται, δὲν ἔχει ὅρια. Δὲν μπορεῖ νὰ μπεῖ λοιπὸν μέσα στὰ καλούπια ὁρίων. Γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν ὁρίζεται. Εἶναι γνωστό, καὶ μάλιστα κατ᾿ ἐπιστήμην ὁμιλοῦντες, ὅτι ὅταν θέλομε νὰ δώσομε ἀκριβῆ περιγραφὴ ἑνὸς πράγματος, δίδομε ὁρισμόν. Ἐὰν δὲν δώσομε ὁρισμόν, δὲν μιλᾶμε κατ᾿ ἐπιστήμην. Τὸ ξέρομε αὐτὸ τὸ πρᾶγμα. Αὐτὸ λοιπὸν εἶναι ἕνα μειονέκτημα, ὅτι ἀπουσιάζει ὁ ὁρισμός. Ἀλλὰ ἐκ τῆς φύσεως τῶν πραγμάτων, δὲν εἶναι δυνατόν, ὅπως εἴπαμε, νὰ τεθεῖ ὁρισμός. Κι ἔτσι μιλᾶμε μὲ πολλὲς παρομοιώσεις, μὲ πολλὲς εἰκόνες. Αὐτὸ εἶναι ἕνα πλεονέκτημα· διότι μποροῦμε νὰ δοῦμε μὲ πολλοὺς τρόπους, πολλὲς πτυχὲς ἑνὸς πράγματος καὶ συνεπῶς ἔχομε ἕναν πλοῦτον ἑρμηνευτικόν. Εἶναι πάρα πολὺ σπουδαῖο αὐτό. Ἔτσι ἔχομε τὸ μειονέκτημα τοῦ ὁρισμοῦ, τῆς ἀπουσίας τοῦ ὁρισμοῦ, ἔχομε ὅμως τὸ πλεονέκτημα μιᾶς πληθωρικῆς ἑρμηνείας. Γι᾿ αὐτὸ βλέπετε ποὺ λέμε, ὅταν ἑρμηνεύομε τὸ Εὐαγγέλιο, ἕνας πατὴρ τὸ ἑρμηνεύει ἔτσι, ἄλλος τὸ ἑρμηνεύει ἔτσι, ἄλλος τὸ ἑρμηνεύει ἔτσι. Τί σημαίνει αὐτό; Ἀντιφάσεις; Ἐλλείψεις; Ὄχι. Οὐράνιες πραγματικότητες ἑρμηνεύομε. Συνεπῶς ἔχομε τὴ δυνατότητα νὰ ποῦμε πάρα πολλὰ πράγματα. Τόσα πολλά, ἐπιτρέψατέ μου νά σᾶς τὸ πῶ, ἀνεξαντλήτως. Ὅσο σκάβεις, βρίσκεις. Ναί. Ὅσο ἐρευνᾷς, γνωρίζεις.

Ἔτσι, στὴν παραβολὴ ποὺ ἀκούστηκε, ποὺ εἴπαμε σήμερα, εὐαγγελικὴ περικοπή, ἐδῶ ξεδιπλώνεται σ᾿ αὐτὴν τὴν παραβολὴ τῶν μυρίων ταλάντων, μία πτυχὴ τῆς βασιλείας τῶν Οὐρανῶν· ποὺ εἶναι ἡ συγχωρητικότης καὶ ἡ ἀμνησικακία. Ἔχομε ἐδῶ μία ὡραία καὶ βαθιὰ ἀποκάλυψη τοῦ πνεύματος τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Τί εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ; Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀγάπη. Τί εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ; Εἶναι ἐλπίδα. Τί εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ; Εἶναι ἡ θέα τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ. Τί εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ; Ἡ συγχωρητικότης καὶ ἀνεξικακία. Κ.ὅ.κ. Βλέπετε λοιπὸν ὅτι ἐδῶ ἡ παραβολὴ αὐτὴ δίδει σὲ μία πτυχή, τὸ πνεῦμα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Καὶ πρέπει ἀκόμη νὰ ποῦμε ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἔχει δύο σκέλη. Μία, ἑνιαία εἶναι. Μία εἶναι, τὸ ξαναλέγω. Ἔχει δύο σκέλη. Τὸ οὐράνιον σκέλος καὶ τὸ γήινον σκέλος. Τὸ οὐράνιον σκέλος εἶναι οἱ οὐράνιες πραγματικότητες. Τὸ γήινο σκέλος εἶναι ἐδῶ στὴ Γῆ. Καὶ ξέρετε τί εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ; Ὦ, ἂν ξέραμε! Ξέρομε. Ἀλλὰ ποτὲ δὲν τὸ σκεφθήκαμε. Εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία μέσα στὴν Ἱστορία εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, στὸ γήινον σκέλος.

Ἀλλὰ τὰ δύο σκέλη κρατοῦν ἕνα σῶμα. Μία εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς ποὺ εἶμαι ἐδῶ, στὸ γήινο σκέλος τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, αὐτὸς θὰ εἶμαι καὶ ἐκεῖ. Δὲν μπορῶ νὰ εἶμαι κάτι διαφορετικὸ ἐδῶ καὶ κάτι διαφορετικὸ ἐκεῖ. Γι᾿ αὐτό, ἂν φύγω ἅγιος, θὰ ζήσω ἐν ἁγιότητι στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἄν δὲν φύγω ἅγιος, ἀλλὰ μοχθηρός, κακοήθης, παραβάτης τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ κλπ., δὲν μπορῶ νὰ μπῶ στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶναι δυνατόν. Γιατί δὲν μπῆκα ἤδη στὴ γηίνη πραγματικότητα. Δὲν μπῆκα στὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, μέσα στὴν πνευματικὴ ζωή, στὴ ζωὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Ἢ μέσα στὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Δὲν μπῆκα. Δὲν μπορῶ λοιπὸν νὰ μπῶ, οὔτε σὲ ἐκείνη τὴν οὐράνια πραγματικότητα.

Μὲ τί λοιπὸν ὡμοιώθη ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν; «Ἀνθρώπῳ βασιλεῖ, ὃς ἠθέλησε συνᾶραι λόγον μετὰ τῶν δούλων αὐτοῦ». «Μὲ κάποιον βασιλέα ἄνθρωπον, ποὺ θέλησε νὰ λογαριαστεῖ μὲ τοὺς δούλους του». Νὰ τοῦ δώσουν λογαριασμό, ποῦ βρίσκονται στὰ οἰκονομικά. Πράγματι καὶ ἐνῶ ἐδίδετο ὁ λόγος, βρέθηκε κάποιος δοῦλος, μᾶς λέγει ἡ παραβολή, ὁ ὁποῖος χρωστοῦσε στὸ ἀφεντικό του, στὸν κύριό του μύρια τάλαντα! Ὁ ἀριθμὸς μύρια, ὅπως θὰ γνωρίζετε εἶναι ὁ δέκα χιλιάδες(10.000). Συνεπῶς μύρια τάλαντα σημαίνει ἕνα ποσὸν 10.000 ταλάντων. Πρέπει ὅμως εὐθὺς ἐξαρχῆς νὰ ποῦμε ὅτι στὴν παραβολὴ αὐτὴ βλέπομε ὅτι ὁ κάθε ἄνθρωπος ἔχει νὰ δώσει λόγο στὸν Θεὸ γιὰ τὰ πεπραγμένα του. Εἶναι μία μεγάλη ἀλήθεια, εἶναι μία μεγάλη πραγματικότης, ποὺ δυστυχῶς διαφεύγει σὲ πολλοὺς χριστιανούς μας. Ὅσο γιὰ κείνους ποὺ μιλᾶνε γιὰ ἐλευθερία, μία ἐλευθερία κατασκεύασμα τοῦ δικοῦ τους τοῦ μυαλοῦ, λένε ὅτι... «ἀφοῦ εἶμαι ἐλεύθερος, γιατί θὰ πρέπει νὰ δώσω λόγο τῶν πεπραγμένων μου; Διότι αὐτὸ θὰ πεῖ εἶμαι ἐλεύθερος. Δὲν ἔχω λόγο νὰ δώσω λόγο πουθενά. Οὔτε σὲ ἀνθρώπους οὔτε στὸν Θεό». Ἀλλὰ θὰ βρεθοῦν πρὸ ἐκπλήξεως οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, ὅταν ἀντιληφθοῦν ὅτι ἡ ἔννοια τῆς ἐλευθερίας δὲν εἶναι ὅπως αὐτοὶ νόμισαν, δίδοντες μία διάσταση φιλοσοφική. Ἀλλὰ ὅπως τὴν νοεῖ τὴν ἐλευθερία ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ἡ κρίσις τοῦ Θεοῦ, ἀγαπητοί μου, εἶναι μία φοβερὴ πραγματικότητα. Καὶ εἶναι ἡ κρίσις τόσο προσωπική, ὅσο καὶ γενική. Ὁ καθένας ποὺ φεύγει ἀπὸ τὸν παρόντα κόσμον, κρίνεται. Καὶ ὅταν ἔλθει ὁ Χριστός, θὰ κριθεῖ ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα, στὴ γενικὴ κρίση.

Καὶ τότε ἐμφανίζεται, ὅπως λέγει ἡ περικοπή, ἕνας ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων. Δὲν ξέρω ἂν γνωρίζετε τί ἦταν τὸ τάλαντο. Ἦταν τὸ μεγαλύτερο νόμισμα, τὸ ὁποῖον δὲν εἶχαν μόνον οἱ Ἕλληνες, εἶχαν κι ἄλλοι λαοὶ καὶ ἦταν τριῶν ποιοτήτων. Ἦταν τὸ χρυσοῦν τάλαντον, ἦταν τὸ ἀργυροῦν, ἦταν καὶ τὸ χαλκοῦν. Μάλιστα ὅταν ὁ Τωβὶτ στέλνει τὸν γιό του στοὺς Ράγους τῆς Μηδίας, μὲ ἕνα παλιὸ χρέος ἑνὸς φίλου, θὰ τοῦ ἔδινε λοιπὸν τὸ χρέος αὐτό, γιατί ἦταν κάποια τάλαντα. Τὸ τάλαντο τὸ χρυσοῦν ἦταν βεβαίως κι ἐκεῖνο ποὺ εἶχε τὴ μεγαλύτερη ἀξία. Εἶχε πολὺ βάρος. Ἦτο ἀσήκωτο. Καὶ ἡ ἀξία ἑνὸς χρυσοῦ ταλάντου, ἀττικοῦ ταλάντου, ἀττικοῦ -σᾶς εἶπα τὸν Τωβίτ, γιὰ νὰ σᾶς πῶ ὅτι καὶ στὴν Ἀνατολὴ χρησιμοποιοῦσαν τὸ τάλαντο· τὸ ἀττικὸ τάλαντο ἦταν... ὄχι ἀρχαιολογικὴ ἀξία, ἀλλὰ πραγματική, εἰς χρυσόν, ἦτο, παρακαλῶ, διακόσιες σαράντα χρυσὲς λίρες Ἀγγλίας. Ἦταν τὸ τάλαντο τὸ ἀττικόν. Μύρια τάλαντα σημαίνει δύο ἑκατομμύρια τετρακόσιες χιλιάδες χρυσὲς λίρες Ἀγγλίας! Μὲ τὴν πραγματικὴ ἀξία, τὴ σημερινή. Αὐτὸ δείχνει πόσο χρεώστης ἦταν αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἔναντι τοῦ Θεοῦ.

Ναί. Τὸ χρέος εἶναι οἱ ἁμαρτίες. Γι᾿ αὐτὸ λέμε στὴν Κυριακὴ προσευχή: «καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν», καὶ ἄφησέ μας, δηλαδὴ συγχώρεσέ μας, δηλαδὴ νὰ διαγράψεις, τί; Τὰ ὀφειλήματα«Ὀφείλημα» θὰ πεῖ χρέος. Νὰ διαγράψεις τὰ χρέη μας. Καὶ τὰ ὀφειλήματα αὐτὰ εἶναι, ὀφειλήματα παραβάσεων καὶ ὀφειλήματα παραλείψεων. Τί παρέβῃν καὶ τί ἔπρεπε νὰ κάνω καὶ δὲν τὸ ἔκανα. Πόσο βαθὺ σκοτάδι ἀγαπητοί μου ὑπάρχει σὲ πολλοὺς ποὺ νομίζουν ὅτι εἶναι ἀθῶοι ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ! «Ἐγώ», λέει, «ἐγὼ δὲν ἔχω ἁμαρτίες». Κι ἂν βέβαια κάποιες εἰπωθοῦν... «Καὶ τί εἶναι αὐτό; Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι κάνουν αὐτό, κάνουν ἐκεῖνο». Φοβερὸ πρᾶγμα, φοβερόν! Τὸ χρέος μένει ἀνεξόφλητον. Κάποτε εἶχα πεῖ..., πολλὲς φορὲς τὸ ἔχω πεῖ, δὲν πειράζει ἂν γρήγορα γρήγορα τὸ ξαναπῶ ἐν παρενθέσει, ὅτι τὸ χρέος μεγαλώνει ἀπέναντι στὸν Θεό, γιατί εἶναι ὁ Θεός. Ἀνάλογα μὲ τὸ πρόσωπο εἶναι καὶ ἡ ἐκτίμηση τοῦ χρέους. Δηλαδή· γιὰ νὰ τὸ καταλάβομε... Τί εἴπαμε εἶναι τὸ χρέος; Παράβασις. Καὶ ἀκόμη τί εἶναι; Παράλειψις. Νὰ πάρω μία παράβαση ἐντολῆς. Παραβαίνω μία ἐντολή. Ἐὰν σὲ ἕνα μικρὸ παιδὶ δώσω ἕνα χαστούκι, δὲν ἔχει καὶ πολλὴ σημασία αὐτό. Θὰ κλάψει αὐτό, τὸ πολὺ νὰ μοῦ διαμαρτυρηθοῦν οἱ γονεῖς του. Ἄν δώσω τὸ ἴδιο χαστούκι στὸν Δήμαρχο τῆς πόλεως, τὸ πρᾶγμα διαφέρει. Ἐὰν δώσω στὸν Πρόεδρο τῆς Δημοκρατίας ἕνα χαστούκι δημοσίως, τὸ πρᾶγμα ἀκόμη διαφέρει. Ἐὰν τώρα κάνω μία προσβολὴ στὸν Θεό, πόση εἶναι ἡ προσβολή; Ὅσο εἶναι τὸ πρόσωπον. Ὁ Θεὸς εἶναι ἄπειρος καὶ ἡ προσβολὴ εἶναι ἄπειρος. Ὁ Θεὸς εἶναι αἰώνιος καὶ ἡ προσβολὴ εἶναι αἰώνιος.

Λέει κάποιος, ἐρωτᾷ ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, λέει κάποιος: «Καλά, ἐγὼ ἁμάρτησα γιὰ ἕνα λεπτό, καὶ θὰ τιμωροῦμαι αἰώνια;». Ναί. Γιατί; Γιατί σὲ Ἐκεῖνον ποὺ ἁμάρτησες, εἶναι ἄπειρος καὶ αἰώνιος. Γιὰ νὰ καταλάβομε, γιατί μὲ τὸ ποσὸν αὐτὸ ὁ Κύριος θέλει νὰ δείξει πὼς ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι χρεώστης. Καὶ μὴ λέμε, ἀγαπητοί μου, ἐκεῖνο τὸ παραμύθι κυριολεκτικὰ τοῦ διαβόλου παραμύθι, ὅτι δὲν ἔχομε ἁμαρτίες καὶ ὅτι δὲν κάνομε τίποτα καὶ ὅτι εἴμεθα ἀθῶοι ἄνθρωποι. Ἔτσι, ποιός μπορεῖ νὰ ἐξοφλήσει αὐτὸν τὸν ὄγκον τοῦ χρέους; Ἕνας μόνον. Ὁ Θεός. Ὅπως ἐδῶ ἔρχεται ὁ δοῦλος καὶ τὸν παρακαλεῖ τὸν Κύριό του: «Κύριε», λέει, «μακροθύμησον ἐπ᾿ ἐμοὶ», «μακροθύμησε σὲ μένα, θά σοῦ τὸ ἐξοφλήσω». Τί θὰ ἐξοφλήσεις, ἄνθρωπε; Τί θὰ ἐξοφλήσεις; Δοῦλος εἶσαι καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ δουλεύεις γιὰ νὰ δίνεις χρήματα στὸ ἀφεντικό. Δοῦλος εἶσαι. Τί θὰ κάνεις; Ἕνας τὸ ξόφλησε τὸ χρέος γιὰ τὸν καθένα μας. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Λέει στοὺς Κολοσσαεὶς ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Καὶ ὑμᾶς, νεκροὺς ὄντας ἐν τοῖς παραπτώμασι -νεκροῖ στὰ παραπτώματα-, συνεζωοποίησεν ὑμᾶς σὺν αὐτῷ -μαζὶ μὲ τὸν Χριστόν, ὁ Πατὴρ μᾶς ἐζωοποίησε-, χαρισάμενος ἡμῖν πάντα τὰ παραπτώματα -μᾶς χάρισε ὅλα μας τὰ παραπτώματα- ἐξαλείψας τὸ καθ᾿ ἡμῶν χειρόγραφον -Ξέρετε ὅτι τὸ χρέος εἶναι μὲ ἕνα χειρόγραφο, μὲ μία συναλλαγματική, μὲ ἕνα συμβόλαιο, μὲ ἕνα χαρτί. Μὲ ἕνα χαρτί, ποὺ λέμε «σὲ τυλίγει σὲ μία κόλλα χαρτὶ ὁ δανειστής σου». Χειρόγραφον χρέους. , λέγει, μᾶς  τὸ ἐξάλειψε αὐτό- προσηλώσας αὐτὸ -Ποιό; Τὸ χειρόγραφο προσηλώσας, τὸ κάρφωσε- τῷ σταυρῷ». Ἐκεῖ τὸ χρέος. Σὰν νὰ εἶναι ὁ δανειστὴς στὸν ὁποῖον χρωστᾶμε καὶ νὰ μᾶς πεῖ: «Τὸ βλέπεις; Στὸ χέρι μου τὸ κρατάω. Μοῦ χρωστᾷς. Τὸ βλέπεις;». Καὶ νὰ πάει μπροστὰ στὰ μάτια μας νὰ τὸ σχίσει. Αὐτὸ θὰ πεῖ τὸ κάρφωσε πάνω εἰς τὸν σταυρό. Ἐκπληκτικόν.

Καὶ μὴ ἔχων ὁ δοῦλος νὰ ἐξοφλήσει τὸ χρέος στὴν παραβολή, τί κάνει ὁ κύριος; Δὲν εἶχε. «Ἐκέλευσεν πραθῆναι». «Διέταξε νὰ πουληθεῖ». «Νὰ πουληθεῖ», λέει, «ἡ γυναῖκα, του...-ἔτσι ἐγίνετο στὴν ἀρχαιότητα. Τὸ ὑλικὸ τῆς παραβολῆς εἶναι παρμένο ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα καὶ ἀπὸ τὴν πραγματικότητα-, τὰ παιδιά του, ὅ,τι εἶχε καὶ δὲν εἶχε καὶ νὰ προσμετρηθεῖ». Ξέρετε πόσο κόστιζε ἕνας δοῦλος; Πάμφθηνος. Ἡ γυναῖκα δὲ ἀκόμα πιὸ φθηνή. Λοιπόν; Τί νὰ ἐξοφλήσεις ἄνθρωπε; Καὶ τί γίνεται τώρα; Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ δοῦλος πωλούμενος... κι αὐτὸς ἀκόμη θὰ ἐπωλεῖτο ὁ δοῦλος γιὰ νὰ εἰσπράξει τὸ ἀφεντικὸ τὸ χρέος ποὺ τοῦ ὄφειλε. Τί σήμαινε; Ὅτι θὰ ὑφίστατο ἀλλοτρίωσιν. Θὰ ἀλλοτριώνετο ἀπὸ τὸν κύριόν του. Τί θὰ πεῖ αὐτό; Αὐτὴ ἡ ἀλλοτρίωσις εἶναι ἡ αἰωνία κόλασις. Σὲ πουλάει τὸ ἀφεντικό. Σὲ διώχνει ὁ Θεός. Ὅταν σὲ διώχνει ὁ Θεός, ποῦ θὰ πᾶς; Ποῦ ἀλλοῦ; Δὲν ὑπάρχει πουθενὰ ἀλλοῦ, παρὰ ἡ κόλασις. Αὐτὴ ἡ ἀλλοτρίωσις.

Ὁ δοῦλος εἶδε ὅτι δὲν ὑπάρχει σωτηρία. «Πεσὼν οὖν ὁ δοῦλος -Καὶ τὸν παρακαλοῦσε, Μακροθύμησε- λέει -σὲ μένα». Ἔπεσε, γονάτισε κάτω. Καὶ τὸ ἀφεντικό: «Σπλαγχνισθεὶς δὲ ὁ κύριος...».... Τί ὡραῖες εἰκόνες! Εἶναι μία ἁπλὴ πράξη αἰτήσεως μακροθυμίας· ποὺ εἶπε ὁ δοῦλος: «Μακροθύμησον ἐπ᾿ ἐμοὶ». Καὶ αὐτὸ ὅλο ἐπέφερε τὴν ἀλλαγή, τὴν ἐξόφληση τοῦ χρέους. «Λυπήσου με». «Στὰ χαρίζω». «Λυπήσου με». «Στὰ χαρίζω!». Αὐτὸ δείχνει περίτρανα ὅτι ἡ μετάνοια καὶ ἡ αἴτησις συγχωρήσεως, ἀγαπητοί μου, μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὴν αἰώνια καταδίκη.

Ἀλλὰ ἂς προσέξομε καὶ κάτι ἑρμηνευτικό. Ὅταν ὁ Κύριος λέγει «ἐκέλευσεν πραθῆναι», διέταξε νὰ πουληθεῖ, αὐτὸ ἐκφράζει τὸ πνεῦμα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Διότι «πᾶσα παράβασις καὶ παρακοὴ ἔλαβεν ἔνδικον μισθαποδοσίαν». Παρέβῃς; Θὰ τιμωρηθεῖς. Ἀντίθετα τὸ «σπλαχνισθεῖς» ἐκφράζει τὸ πνεῦμα τῆς Καινῆς Διαθήκης.     Αὐτὰ βέβαια ὡς πρὸς τίς σχέσεις ἀνθρώπου-Θεοῦ. Μένουν ὅμως καὶ οἱ σχέσεις μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων.

Καὶ σημειώνει ἡ παραβολή: «Ἐξελθὼν δὲ ὁ δοῦλος ἐκεῖνος...». Μόλις βγῆκε ἀπὸ τὸν χῶρο, τὸ γραφεῖο τοῦ ἀφεντικοῦ, κατεβαίνει τὰ σκαλοπάτια βρίσκει ἕναν σύνδουλό του. «Ἄ, ἔλα ἐδῶ, ἔλα ἐδῶ. Μοῦ χρωστᾷς 100 δηνάρια». Ἑκατὸ δηνάρια... δύο λίρες. «Ἔλα δῶ. Ξόφλησέ μου τὸ χρέος ποὺ μοῦ ὀφείλεις». Ἐκεῖ βάζει τὴ λέξη: «Ἒπνιγεν αὐτὸν». Αὐτὸ ποὺ λέμε στὴ γλῶσσα μας: «Μὲ ἔπνιξε ὁ δανειστής μου». Αὐτὸ εἶναι κυριολεξία. Δὲν εἶναι μεταφορικό. Διότι ὁ δανειστὴς ἔβαλε τὸν ἀντίχειρα, τὸ μεγάλο δάχτυλο, ἐδῶ στὸ καρύδι τοῦ χρεοφειλέτου καὶ τὸ ζουλοῦσε τὸ δάχτυλό του καὶ κυριολεκτικὰ τὸν ἔπνιγε. «Δώσ᾿ μου αὐτὰ ποὺ μοῦ χρωστᾷς». «Ἒπνιγεν αὐτὸν».  «Σὲ παρακαλῶ», τοῦ λέει, «μακροθύμησε σὲ μένα, θά σοῦ τὰ πληρώσω». Τί εἶναι 100 δηνάρια; Δύο λίρες. Ἔ, εὔκολο εἶναι. «Ὄχι· τώρα!». Καὶ τὸν ἔβαλε στὴ φυλακή. Εἶδαν τὴ συμπεριφορὰ αὐτὴ οἱ ἄλλοι σύνδουλοι, τρόμαξαν καὶ πῆγαν καὶ διασάφησαν εἰς τὸν κύριόν των αὐτὰ ποὺ εἶδαν καὶ ἄκουσαν. Τότε βέβαια ὁ κύριος ἐκάλεσε τὸν δοῦλον καὶ τοῦ λέει: «Δοῦλε ἀχρεῖε καὶ πονηρέ, ἐγώ σοῦ χάρισα τόσο ὑπέρογκο ποσόν, ἐσὺ δὲν μποροῦσες νὰ μακροθυμήσεις εἰς τὸν σύνδουλόν σου;». Ἐδῶ ὅμως δείχνει τὴν πελώρια διαφορὰ τῶν ὅσων χρεωστοῦμε στὸν Θεὸ καὶ τῶν ὅσων μᾶς χρωστοῦν οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι σὲ μᾶς. Ἐν τούτοις, ἐνῶ τὸ ποσὸν εἶναι μικρό... δηλαδὴ τί θὰ πεῖ; Ἄνθρωπος καὶ ἄνθρωπος. Μοῦ δίνουν ἕνα σκαμπίλι... αὐτὸ ποὺ σᾶς εἶπα τὸ παράδειγμα προηγουμένως. Τὸ ἴδιο εἶναι μὲ τὸ σκαμπίλι ποὺ θὰ δώσω στὸν Θεὸ καὶ θὰ Τὸν προσβάλλω; Εἶναι μικρὸ πρᾶγμα, εἶναι πολὺ μικρό. Ἐν τούτοις, δὲν μποροῦμε νὰ ξεπεράσουμε τὸν ἑαυτό μας, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ συγχωρήσουμε τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους γιὰ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα μᾶς ἔχουν κάνει. Πολὺ δὲ παραπάνω ὅταν μᾶς ζητοῦν ἐπίμονα τὴ συγγνώμη.

Τὸ συμπέρασμα τῆς παραβολῆς; Ὦ, τὸ συμπέρασμα τῆς παραβολῆς τὸ ἐξάγει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: «Οὕτω καὶ ὁ πατὴρ μου ὁ ἐπουράνιος ποιήσει ὑμῖν -Ἔτσι θὰ σᾶς κάνει καὶ ὁ Πατέρας μου ὁ ἐπουράνιος-, ἐὰν μὴ ἀφῆτε ἕκαστος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ἀπὸ τῶν καρδιῶν ὑμῶν τὰ παραπτώματα αὐτῶν». «Ἐὰν δὲν ἀφήσετε», λέει, «τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἄλλων ἀπὸ τὴν καρδιά σας, μὲ τὴν καρδιά σας».

Ἀγαπητοί μου, ὁ Θεὸς ἀπεκάλυψε τὸ πνεῦμα τῆς βασιλείας Του. Ἀλλὰ οἱ ἄνθρωποι δὲν συμμορφώνονται μὲ αὐτό. Καὶ τίθεται τὸ ἐρώτημα: Μᾶς συμφέρει; Νὰ μὴν συμμορφωθοῦμε; Δὲν θὰ μποῦμε στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Μᾶς συμφέρει; Κι ἂν ὑποτεθεῖ ἀκόμη ὅτι ὁ Θεὸς παρὰ ταῦτα μᾶς συγχωροῦσε, κι ἂν δὲν συγχωρούσαμε τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ἐμεῖς, θὰ εἴχαμε εἰρήνη, ἐρωτῶ, θὰ εἴχαμε εἰρήνη στὴν ψυχή μας, καὶ οἱ σχέσεις μας θὰ ἦταν ἀγαθὲς μὲ τὸν πλησίον μας; Ὄχι. Μᾶς συμφέρει; Ὄχι. Μήπως δημιουργεῖ αὐτοτιμωρία ἕνας ποὺ δὲν συγχωρεῖ καὶ αὐτοβασανίζεται; Καὶ αὐτοτιμωρεῖται; Μᾶς συμφέρει; Ὄχι. Ἔτσι λοιπόν, δὲν μᾶς συμφέρει. Διότι οὔτε ὁ Θεός μᾶς συγχωρεῖ, οὔτε ἀγαθὲς σχέσεις μποροῦμε νὰ ἔχουμε, νὰ ἀναπτύξουμε μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ἂν δὲν μάθουμε νὰ ζητοῦμε τόσο τὴ συγχώρηση τοῦ Θεοῦ, ὅσο καὶ νὰ δίδομε συγχώρηση εἰς τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Ἐμπρὸς λοιπόν, ἀγαπητοί μου, ἐμπρὸς λοιπόν, ἂς μάθομε νὰ συγχωροῦμε ἀπεριόριστα. Καὶ εὔκολο εἶναι καὶ μᾶς συμφέρει.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή

μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,

μεταφορὰ τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας σὲ ἠλεκτρονικὸ κείμενο καὶ ἐπιμέλεια:

Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

•   Ἀπομαγνητοφώνηση ὁμιλίας διὰ χειρὸς τοῦ ἀξιοτίμου κ. Ἀθανασίου Κ.

•   http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p athanasios/omiliai kyriakvn/omiliai kyriakvn 539.mp3

__________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»