Πέμπτη 5 Ιουνίου 2025

Η Ορθόδοξος Πατερική Εκκλησία


 


Αρχιμ. Κυρίλλου Κωστοπούλου, Ιεροκήρυκος Ι. Μ. Πατρών - Δρος Θεολογίας

   Η Ορθόδοξος Εκκλησία στηρίζεται σε δύο κίονες: Την Αγία Γραφή και την Ιερά Παράδοση. Αυτό σημαίνει ότι βάση της είναι η Θεία Αποκάλυψη, εφόσον η μεν Αγία Γραφή εμπεριέχει την Θεία Αποκάλυψη, η δε Ιερά Παράδοση, αποτελούμενη από όσα απεφάνθησαν οι Οικουμενικές Σύνοδοι και εδίδαξαν οι Άγιοι Πατέρες, συνθέτει την αυθεντική ερμηνεία της Αγίας Γραφής. Γι᾽ αυτό και για την Ορθόδοξo Θεολογία υφίσταται πλήρης αλληλοεξάρτηση των δύο αυτών μορφών της Θείας Αποκαλύψεως.

    Η Αποκαλυφθείσα Αλήθεια, όπως εκφράζεται μέσα από την Αγία Γραφή και την Ιερά Παράδοση, όπως διδάχθηκε από τους Αγίους Αποστόλους και διδάσκεται αδιάκοπα από τους Αγίους Πατέρες, διαφυλάττεται από την Ορθόδοξο Εκκλησία μας ανόθευτη και απαραχάρακτη. Για τον λόγο αυτό η Αποστολική Εκκλησία μας ημπορεί να ονομασθή και Πατερική.

   Δεν είναι δυνατόν να διαχωρίσουμε τις δύο αυτές έννοιες «Αποστολική» και «Πατερική», αφού η Εκκλησία, όταν είναι Πατερική, είναι αληθώς και Αποστολική και όταν είναι Αποστολική, είναι όντως και Πατερική. Γι᾽ αυτό η Πατερική μαρτυρία είναι κάτι πολύ περισσότερο από απλό ιστορικό γεγονός η ιστορικό χαρακτηριστικό η μία φωνή από το παρελθόν.

    Η διδασκαλία των Αγίων Πατέρων, η γενικότερη και ειδικώτερη δογματική, είναι το ίδιο το Αποστολικό κήρυγμα, το οποίο εξέφραζε την Αποκαλυφθείσα υπό του Θεανθρώπου Κυρίου Αλήθεια. Είναι το «απλούν μήνυμα» του ουρανού, το οποίο, αφού διεφυλάχθη από τους Αγίους Αποστόλους και μετεδόθη στους Αγίους Πατέρες, βιώθηκε από αυτούς μέσα στον χώρο της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας και κατέστη εμπειρική μαρτυρία αυτής.

    Αυτή η Πατερική θεολογία και Πατερική εκκλησιαστική ζωή πόρρω απέχει από την Σχολαστική ανελεύθερη Παπική θεολογία και από την ορθολογική και πλήρη ασυδοσιών Προτεσταντική τοιαύτη. Έτσι η διδασκαλία των Αγίων Πατέρων αποτελεί το σταθερό μέτρο και το αλάθητο κριτήριο της ορθής πίστεως των μελών της Εκκλησίας, κληρικών και λαικών.

    Κατά συνέπειαν όποιος κληρικός –ανεξαρτήτως βαθμού– η λαικός φρονεί και διδάσκει κάτι έξω από την Πατερική διδασκαλία η –το χειρότερο– περιφρονεί αυτήν, πορευόμενος κατά την δική του εμπαθή γνώμη και ζωή, αυτός βρίσκεται εκτός Εκκλησίας και, κατά τους ιερούς Κανόνες, δεν πρέπει να τον ακούουμε ούτε να τον ακολουθούμε.

    Ακολούθως οι Άγιοι Πατέρες μας καθίστανται αυθεντικοί μάρτυρες της αληθούς πίστεως. Οι «μυστικές του Αγίου Πνεύματος σάλπιγγες», οι θεοφόροι και ουρανόφρονες Πατέρες, οι «μελωδήσαντες εν μέσω της Εκκλησίας μέλος εναρμόνιον θεολογίας», αυτοί, με την θεόγραφο διδασκαλία τους, είναι οι οδηγοί μας προς την αληθινή, την Ορθόδοξο πίστη, την Θεανθρώπινη ζωή, την λύτρωση και την κατά Χάριν θέωσή μας. Γι᾽ αυτό και κοινωνούμε με τον λόγο των Αγίων Πατέρων, αφού αυτοί έγιναν μάρτυρες και κοινωνοί της «επιφανείας» του Σαρκωθέντος Λόγου. Κοινωνούμε μαζί τους, μελετώντας τα κείμενά τους, όχι ως ιστορικές πληροφορίες, αλλά εντρυφούμε στα έργα τους, δεχόμενοι την μαρτυρία τους, ως εμπειρία της Θείας Αποκαλύψεως και ως αλάνθαστο οδοδείκτη στην ζωή μας.

    Σε αντίθετη περίπτωση, αν, δηλαδή, προσεγγίσουμε το έργο τους μόνον επιστημονικώς, με την ψυχρή και κοσμική έννοια της λέξεως, τότε τίποτε δεν θα μας εμποδίση να προχωρήσουμε στην καθιέρωση κοινού εορτασμού του Πάσχα μετά των αιρετικών και να διαπράξουμε την ύψιστη μορφή συμπροσευχής, η οποία ρητά και κατηγορηματικά απαγορεύεται από τους ιερούς Κανόνες. Ακόμη, θα φθάσουμε στο απαράδεκτο σημείο των κοινών εκδηλώσεων – «εορτασμών» με τους αιρετικούς για την συμπλήρωση 1700 ετών από την σύγκληση της Α´ εν Νικαία Οικουμενικής Συνόδου, στην οποία οι Άγιοι Πατέρες μας αγωνίσθηκαν να διαφυλάξουν ανόθευτη την αλήθεια της Εκκλησίας, απομακρύνοντας τους αιρετικούς ως «λύκους βαρείς» και όχι προσκαλώντας τους σε κοινωνία και κοινή πορεία.

    Η Εκκλησία μας δεν είναι μουσείο νεκρών αποθεμάτων ούτε εταιρεία ερευνών. Η αποθεματική δύναμή της είναι ζωντανή, «εγγεγραμμένη ου μέλανι αλλά πνεύματι θεού ζώντος, ουκ εν πλαξίν λιθίναις αλλ᾽εν πλαξίν καρδίαις σαρκίναις» (Β´ Κορ. 3, 3). Η δε Ορθόδοξος πίστη μας δεν είναι κειμήλιο του παρελθόντος, αλλά είναι η «μάχαιρα του Πνεύματος» (Εφεσ. 6, 17), κινούμενη από τους Πατέρες της Εκκλησίας μας, οι οποίοι ήταν πάντοτε και εξακολουθούν να είναι όλο και πιο επίκαιροι, περισσότερο από πολλούς σύγχρονους δυτικίζοντες θεολόγους, κληρικούς και λαικούς.

     Η Εκκλησία μας είναι Πατερική, διότι πορεύεται έχοντας ως απαράβατη αρχή το «επόμενοι τοις Αγίοις Πατράσι». Γι᾽ αυτό και είναι ανάγκη όλοι οι θεολόγοι μας να ξαναγυρίσουν στις ρίζες της Παραδοσιακής - Πατερικής ευσεβείας και διδασκαλίας, για να ανακτήσουν το Πατερικό, δηλαδή το Εκκλησιαστικό, φρόνημα. Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα αποφευχθή η εντελώς ξένη προς την Ιερά μας Παράδοση δυτικίζουσα θεολογία, θα διατηρήσουμε την ακεραιότητά μας και θα ημπορέσουμε να βοηθήσουμε ουσιαστικά τον απελπισμένο και ανερμάτιστο σύγχρονο άνθρωπο. Μοναδική ελπίδα του κόσμου είναι η Πατερική Εκκλησία μας.