από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα
ΚΑΤΑΓΩΓΗ – ΕΞΙΣΛΑΜΙΣΜΟΣ: Ο άγιος γεννήθηκε στο Μανδράκι της Νισύρου των Δωδεκανήσων το 1716 από πλούσιους γονείς. Ο πατέρας του ήταν ένας από τους δημογέροντες του νησιού. Κάποτε ο πατέρας του, εξαιτίας κάποιων προστριβών με τους Τούρκους, οδηγήθηκε στο δικαστήριο και επειδή φοβήθηκε τις συνέπειες εξισλαμίστηκε. Φυσικά μαζί του εξισλαμίστηκε και ολόκληρη η οικογένειά του κατά τη συνήθεια των Τούρκων, ενώ μετά απ΄αυτό μετακόμισαν στη Ρόδο. Ο Νικήτας ήταν τότε μωρό και δεν είχε συνείδηση του γεγονότος. Ανατρεφόταν με τουρκικά φρονήματα και μάλιστα έδειχνε ιδιαίτερο ζήλο στην πλάνη της θρησκείας που του επεβλήθη.Ο ΟΝΕΙΔΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΝΙΚΗΤΑ ΑΠΟ ΑΛΛΑ ΠΑΙΔΙΑ: Κάποια μέρα, εκεί που έπαιζε σ΄ένα δρομάκι της Ρόδου, μάλωσε μ’ ένα τουρκόπουλο. Η μητέρα του άλλου παιδιού τον έβρισε και τον ονόμασε μουρτάτη, άπιστο και άλλες βρισιές που συνήθιζαν να λένε οι Τούρκοι σ’ όσους εξισλαμίζονταν. Ο μικρός Νικήτας, μη υποφέροντας αυτά τα σκληρά λόγια, έτρεξε στη μάνα του και ζητούσε εξηγήσεις γιατί τον κορόιδευαν και τον έλεγαν άπιστο. Παρόλο που η μητέρα του προσπαθούσε να τον καθησυχάσει, εκείνος επέμενε και τελικά αναγκάστηκε να του αποκαλύψει την αλήθεια και ποιό ήταν το χριστιανικό του όνομα.
ΑΝΑΝΗΨΗ: Τότε μέσα στην ψυχή του μικρού Νικήτα γεννήθηκε αμέσως ο σωτήριος λογισμός να επιστρέψει στην προγονική χριστιανική πίστη. Μπήκε σε ένα καΐκι και βγήκε σ’ ένα μαστιχοχώρι της Χίου. Ο Θεός οδήγησε τα βήματά του στη Νέα Μονή Χίου. Ο ηγούμενος τον έστειλε να εξομολογηθεί στον νηπτικό Πατέρα, άγιο Μακάριο Νοταρά, ο οποίος ησύχαζε στη Χίο. Κατόπιν επέστρεψε στη Νέα Μονή όπου κατηχήθηκε, μυρώθηκε και ζούσε άγνωστος στους πολλούς στο Μοναστήρι. Ο έφηβος αναγεννημένος Νικήτας προσπαθούσε να μιμηθεί τη ζωή των πατέρων με νηστεία και εγκράτεια. Έδειχνε την ευλάβειά του συχνά με φαινομενικά παιδαριώδεις πράξεις και πολλοί τον θεωρούσαν σαλό.
ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΠΕΡΙ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ: Κάποτε ο Νικήτας άκουσε ότι οι αρνητές πρέπει να ομολογήσουν τον Χριστό και αν χρειαστεί να χύσουν το αίμα τους για την πίστη τους. Αυτόν τον λόγο τον δέχθηκε με πολλή σοβαρότητα και ρίζωσε μέσα του η επιθυμία να μαρτυρήσει για τον Χριστό. Ανέβηκε στο σπήλαιο των κτητόρων της Μονής όπου ασκήτευαν κάποιοι πατέρες και έμεινε μαζί τους κάποιο χρονικό διάστημα. Κατόπιν κατέβηκε πάλι στη Μονή και ζητούσε από τους πατέρες την άδεια να ομολογήσει τον Χριστό και να μαρτυρήσει . Οι πατέρες δίσταζαν να του δώσουν ευλογία λόγω της ηλικίας του, μιας και ήταν τότε μόλις δεκαπέντε ετών. Φοβούνταν μήπως δεν αντέξει τα βασανιστήρια και επιστρέψει πάλι στην πλάνη. Εξάλλου θα μπορούσε ζώντας χριστιανικά να σωθεί. Μαζεύτηκαν λοιπόν οι πατέρες της Μονής να συζητήσουν και να αποφασίσουν τι να κάνουν. Άλλοι είχαν την γνώμη να τον αφήσουν αφού το ήθελε τόσο πολύ, άλλοι είχαν την αντίθετη γνώμη. Τελικά αποφάσισαν να κάνουν μια παράκληση στην Παναγία και να τον αφήσουν.