Πέμπτη 3 Ιουλίου 2025

ΓΙΑΤΙ ΚΑΙ ΠΩΣ ΔΙΑΒΑΖΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς

 


Ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι κατά κάποιον τρόπο ἡ βιογραφία τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο αὐτό. Καί μάλιστα ἀπό τήν Ἁγία Γραφή ἡ Καινή Διαθήκη εἶναι ἡ βιογραφία τοῦ σαρκωθέντος Θεοῦ σ’ αὐτό τόν κόσμο. Μέσα σ’ αὐτήν περιγράφεται πῶς ὁ Θεός, γιά νά δείξει τόν Ἑαυτό Του στούς ἄνθρωπους, ἔστειλε τόν Θεό Λόγο, ὁ ὁποῖος σαρκώθηκε καί ἔγινε ἄνθρωπος, καί σάν ἄνθρωπος εἶπε στούς ἀνθρώπους ὅλα ὅσα ὁ Θεός ἔχει, ὅλα ὅσα ὁ Θεός ἐπιθυμεῖ γιά τόν κόσμο αὐτο καί γιά τούς ἄνθρωπους πού  ζοῦν σ’ αὐτόν. Ἀποκάλυψε ὁ Θεός Λόγος τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ πρός τόν κόσμο. Ὁ Θεός Λόγος μέ τή βοήθεια τοῦ λόγου, ἔδειξε τόν Θεό στούς ἄνθρωπους, ὅσο εἶναι δυνατό ὁ ἀνθρώπινος λόγος νά περιλάβει τόν Ἀπερίληπτο Θεό.

Ὅ,τι εἶναι ἀπαραίτητο στόν κόσμο αὐτό καί στούς ἄνθρωπους ποὐ ζοῦν σ’ αὐτόν, ὁ Κύριος τό ἔδωσε μέσα στήν Ἁγία Γραφή. Μέσα σ’ Αὐτήν ἔδωσε τίς ἀπαντήσεις γιά ὅλα τά ἐρωτήματα. Δέν ὑπάρχουν ἐρωτήματα πού νά βασανίζουν τήν ἀνθρώπινη ψυχή καί γιά τά ὁποῖα νά μήν ἔχει δοθεῖ μέσα στήν Ἁγία Γραφή εἴτε ἄμεση εἴτε ἔμμεση ἀπάντηση. Οἱ ἄνθρωποι δέν μποροῦν νά ἐπινοήσουν περισσότερα ἐρωτήματα ἀπ’ ὅσες ἀπάντησεις ὑπάρχουν μέσα στήν Ἁγία Γραφή. Τό ὅτι δέν βρίσκεις στήν Ἁγία Γραφή ἀπάντηση σέ κάποιο σου ἐρώτημα, σημαίνει ἤ ὅτι ἔθεσες ἀσήμαντο ἐρώτημα ἤ ὅτι δέν μπόρεσες νά διαβάσεις τήν Ἁγία Γραφή καί νά πάρεις τήν τελική ἀπάντηση.

Στήν 'Αγία Γραφή ό Θεός ἔδειξε:

1) Τί εἶναι ὁ κόσμος, ἀπό ποϋ προέρχεται, γιά ποιό λόγο ὑπάρχει, πρός τά ποῦ πορεύεται, ποῦ θά καταλήξει.

2) Τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ἀπό ποῦ ἔρχεται, ποῦ πηγαίνει, ποιά εἶναι ἡ οὐσία του, γιά ποιό λόγο ὑπάρχει,πῶς θά τελειωθεῖ.

3) Τί εἶναι τά ζῶα, τί εἶναι τά φυτά, γιά ποιό λόγο ὑπάρχουν, τί ἐξυπηρετεῖ ἡ ὕπαρξή τους, τί προσφέρουν.

4) Τί εἶναι τό καλό, ἀπό ποῦ προέρχεται, ποῦ ὁδηγεῖ, γιά ποιό λόγο ὑπάρχει, πῶς ἀποκτᾶται.

5) Τί εἶναι τό κακό, ἀπό ποῦ προέρχεται, πῶς ὑπάρχει, γιά ποιό λόγο ὑπάρχει, πῶς θά τελειώσει.

6) Τί εἶναι δίκαιοι καί τί ἁμαρτωλοί, πῶς ἀπό ἔναν ἁμαρτωλό βγαίνει δίκαιος καί πῶς ἕνας ἐπηρμένός δίκαιος μπορεῖ νά καταντήσει ἁμαρτωλός∙ πῶς ὁ ἄνθρωπος ὑπηρετεῖ τόν Θεό καί πῶς τόν διάβολο∙ ὁλόκληρος ὁ δρόμος ἀπό τό ἄγαθο ὡς τό κακό, ἀπό τόν Θεό ὡς τόν διάβολο.

7) Ὅλα, ἀπό τήν ἀρχή ὡς τό τέλος, ὁλόκληρος ὁ δρόμος τοῦ ἀνθρώ που ἀπό τήν σάρκα ὡς τόν Θεό, ἀπό τήν σύλληψή του μέχρι τήν ἐκ νεκρῶν ἀναστασή του.

8) Τί εἶναι ἡ ἱστορία τοῦ κόσμου, ἡ ἱστορία τοῦ οὐρανοΰ καί τῆς γῆς, τί εἶναι ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος, ποιός ὁ δρόμος τους, ὁ σκοπός καί ἡ τελείωσή τους.

Γε­νι­κά, ὁ Θε­ός στήν Ἁ­γί­α Γρα­φή εἶ­πε ὅ­σα χρει­α­ζό­ταν νά πεῖ στούς ἀν­θρώ­πους. Στήν Ἁ­γί­α Γρα­φή βρί­σκε­ται ἡ βι­ο­γρα­φί­α τοῦ κά­θε ἀν­θρώ­που, τοῦ κα­θε­νός μας ἀ­νε­ξαι­ρε­τως. Σ’ αὐ­τήν ὁ κα­θέ­νας μας μπο­ρεῖ νά βρεῖ ὁ­λό­κλη­ρο τόν ἑ­αυ­τό του νά πα­ρου­σι­ά­ζε­ται καί νά πε­ρι­γρά­φε­ται λε­πτο­με­ρῶς: ὅ­λες οἱ ἀ­ρε­τές σου καί τά ἐ­λατ­τώ­μα­τα πού ἔ­χεις καί δέν ἔ­χεις. Θά βρεῖς τούς δρό­μους μέ­σω τῶν ὁ­ποί­ων ἡ ψυ­χή σου καί ἡ ψυ­χή κά­θε ἀν­θρώ­που, βα­δί­ζει ἀ­πό τήν ἁ­μαρ­τί­α στήν τε­λει­ό­τη­τα καί ὁ­λό­κλη­ρο τόν δρό­μο ἀ­πό τόν ἄν­θρω­πο ὡς τόν Θε­ό καί ἀ­πό τόν ἄν­θρω­πο ὡς τόν δι­ά­βο­λο. Στήν Ἁ­γί­α Γρα­φή θά βρεῖς τρό­πους πῶς ν’ ἀ­πε­λευ­θε­ρω­θεῖς ἀ­πό τήν ἁ­μαρ­τί­α, θά βρεῖς μέ μιά λέ­ξη, ὅ­λη τήν Ἱ­στο­ρί­α τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καί τῆς ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τος, καί ὅ­λη τήν ἱ­στο­ρί­α τῆς ἀ­ρε­τῆς καί τῶν δι­καί­ων.

Εἶ­σαι θλιμ­μέ­νος; στήν Ἁ­γί­α Γρα­φή θά βρεῖς πα­ρη­γο­ριά. Εἶ­σαι λυ­πη­μέ­νος; τήν χα­ρά∙ εἶ­σαι θυ­μώ­δης; τήν γα­λή­νη∙ εἶ­σαι ἔμ­πα­θης; τήν σω­φρο­σύ­νη∙ εἶ­σαι ἄ­φρων; τήν σο­φί­α∙ εἶ­σαι κα­κός; τήν κα­λο­σύ­νη∙ εἶ­σαι ἐγ­κλη­μα­τί­ας; τό ἔ­λε­ος καί τή δι­και­ο­σύ­νη∙ εἶ­σαι μι­σάν­θρω­πος; τήν ἀ­γά­πη. Σ’ αὐ­τήν θά βρεῖς φάρ­μα­κο γιά ὅ­λες σου τίς ἀ­τέ­λει­ες καί τά ἐ­λατ­τώ­μα­τα, καί τρο­φή γιά ὅ­λες σου τίς ἀ­ρε­τές καί τίς ἀ­σκή­σεις. Εἶ­σαι ἄ­γα­θος; Ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή θά σέ μά­θει νά γί­νεις ἀ­γα­θό­τε­ρος καί ἀ­γα­θό­τα­τος. Εἶ­σαι εὐ­αί­σθη­τος; αὐ­τή θά σέ μά­θει τήν ἀγ­γε­λι­κή τρυ­φε­ρό­τη­τα∙ εἶ­σαι ἔ­ξυ­πνος; αὔ­τη θά σέ μά­θει τήν σο­φί­α∙ ἀ­γα­πᾶς τήν ὀ­μορ­φιά καί τήν ὡ­ραι­ό­τη­τα τοῦ τρό­που καί τοῦ λό­γου; Δέν ὑ­πάρ­χει ὡ­ραι­ό­τε­ρος καί συγ­κι­νη­τι­κό­τε­ρος ἀ­πό τόν λό­γο πού ὑ­πάρ­χει στό βι­βλί­ο τοῦ Ἰ­ώβ, καί τοῦ Σο­λο­μῶν­τος, καί τοῦ Δα­βίδ, καί τοῦ Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Θε­ο­λό­γου, καί τοῦ Ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου... Ἐ­δῶ ἡ μου­σι­κή, ἡ ἀγ­γε­λι­κή μου­σι­κή τῆς αἰ­ώ­νιας ἀ­λή­θειας τοῦ Θε­οῦ, ντύ­θη­κε μέ ἀ­θρώ­πι­νες λέ­ξεις.

Ὅ­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο ὁ ἄν­θρω­πος δι­α­βά­ζει καί με­λε­τᾶ τήν Ἁ­γί­α Γρα­φή, τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο βρί­σκει αἰ­τί­ες «βά­λει τόν σπό­ρον ἐ­πί τῆς γῆς, καί κα­θεύ­δει καί ἐ­γεί­ρε­ται νύ­κτα καί ἡ­μέ­ραν, καί ὁ σπό­ρος βλα­στᾶ καί μη­κύ­νε­ται ὡς οὐκ οἶ­δεν αὐ­τός» (Μάρκ. 4, 26-29). Βα­σι­κό εἶ­ναι νά σπεί­ρεις καί ὁ Θε­ός εἶ­ναι Ἐ­κεῖ­νος πού κά­νει ν’ αὐ­ξά­νε­ται ἡ σπο­ρά (Α' Κορ. 3, 6). Μό­νο μή βι­ά­ζε­σαι γιά τήν ἐ­πι­τυ­χί­α, ὥ­στε νά μήν μοιά­σεις μέ τόν ἄν­θρω­πο ἐ­κεῖ­νο πού σή­με­ρα σπέρ­νει καί τήν ἑ­πο­μέ­νη θέ­λει ἤ­δη νά θε­ρί­σει.

Δι­α­βά­ζον­τας τήν Ἁ­γί­α Γρα­φή με­τα­φέ­ρεις τό φύ­ρα­μα στήν ζύ­μη τῆς ψυ­χῆς καί τοῦ σώ­μα­τός σου, τό ὁ­ποῖ­ο στα­δια­κά αὐ­ξά­νε­ται, δι­α­περ­νᾶ τήν ψυ­χή μέ­χρις ὅ­του δι­εισ­δύ­σει σ’ αὐ­τήν καί ζυ­μω­θεῖ μέ τήν Εὐ­αγ­γε­λι­κή Ἀ­λή­θεια καί Δι­και­ο­σύ­νη. Τε­λι­κά ἡ πα­ρα­βο­λή τοῦ Σω­τῆ­ρος πε­ρί τοῦ σπο­ρέ­ως καί τοῦ σπό­ρου μπο­ρεῖ νά ἐ­φαρ­μο­σθεῖ στόν κα­θέ­να μας. Σέ μᾶς δό­θη­κε μέ­σα στήν Ἁγ. Γρα­φή ὁ σπό­ρος τῆς Θε­ϊ­κῆς Ἀ­λή­θειας. Δι­α­βά­ζον­τάς την, σπεί­ρου­με τόν σπό­ρο αὐ­τό στήν ψυ­χή μας. Καί αὐ­τός πέ­φτει καί σέ πε­τρώ­δη καί σέ ἀ­καν­θώ­δη μέ­ρη τῆς ψυ­χῆς, ἀλ­λά κά­τι πέ­φτει καί στήν κα­λή γῆ τῆς καρ­διᾶς μας καί φέ­ρει καρ­πό. Καί ὅ­ταν θά δεῖς τόν καρ­πό καί τόν δο­κι­μά­σεις τό­τε ἀ­πό τήν γλυ­κύ­τη­τα καί τήν χα­ρά θά βια­στεῖς νά κα­θα­ρί­σεις καί τά πε­τρώ­δη καί τά ἀ­καν­θώ­δη μέ­ρη τῆς ψυ­χῆς σου, νά ὀρ­γώ­σεις καί νά σπεί­ρεις τό σπό­ρο τοῦ λό­γου τοῦ Θε­οῦ. Ξέ­ρε­τε πό­τε ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι σο­φός μπρο­στά στά μά­τια τοῦ Κυ­ρί­ου μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ; Ὅ­ταν ἀ­κού­ει τούς λό­γους καί τούς ἐ­κτε­λεῖ. Ἡ ἀρ­χή της σο­φί­ας εἶ­ναι ἡ ὑ­πα­κο­ή στόν λό­γον τοῦ Θε­οῦ (Μάτθ. 7,24). Κά­θε λό­γος τοῦ Σω­τῆ­ρος ἔ­χει τήν ἰ­σχύ καί τήν δύ­να­μη νά θε­ρα­πεύ­σει καί τίς φυ­σι­κές καί τίς ψυ­χι­κές ἀ­σθέ­νει­ες. «Εἰ­πέ λό­γῳ, καί ἰ­α­θή­σε­ται ὁ παῖς μου» (Ματθ. 8, 8).

Ὁ Σω­τήρ «εἶ­πε λό­γῳ» καί θε­ρα­πεύ­θη­κε ὁ δοῦ­λος τοῦ ἑ­κα­τον­τάρ­χου. Ὅ­πως τό­τε, ἔ­τσι καί τώ­ρα, ὁ Κύ­ριος ἀ­δι­ά­κο­πα ἐ­πα­να­λαμ­βά­νει τούς λό­γους Του καί σέ σέ­να καί σέ μέ­να καί σ’ ὅ­λους μας. Μό­νο πρέ­πει νά στα­θοῦ­με, νά ἐμ­βα­θύ­νου­με σ’ αὐ­τούς καί νά τούς δε­χθοῦ­με μέ τήν πί­στη τοῦ ἑ­κα­τον­τάρ­χου. Καί τό θαῦ­μα θά γί­νει καί σέ μᾶς. Καί θά θε­ρα­πευ­θεῖ ἡ ψυ­χή μας ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς θε­ρα­πεύ­θη­κε ὁ δοῦ­λος τοῦ ἑ­κα­τον­τάρ­χου. Για­τί στό Εὐ­αγ­γέ­λιο εἶ­ναι γραμ­μέ­νο καί τό ἀ­κό­λου­θο: «προ­σή­νεγ­καν αὐ­τῷ δαι­μο­νι­ζο­μέ­νους πολ­λούς καί ἐ­ξέ­βα­λε τά πνεύ­μα­τα λό­γῳ, καί πάν­τας τούς κα­κῶς ἔ­χον­τας ἐ­θε­ρά­πευ­σεν» (Ματθ. 8, 16). Αὐ­τό κά­νει καί σή­με­ρα, για­τί ὁ Κύ­ριος «Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός χθές καί σή­με­ρον ὁ Αὐ­τός, καί εἰς τούς αἰ­ῶ­νας»  (Ἑ­βρ.13, 8)

Στήν μέλλουσα Κρίση θά κριθοῦν ἐκεῖνοι πού δεν ύπάκουσαν στόν λόγο τοῦ Θεοῦ

    Καί θά εἶ­ναι ἀ­νε­κτό­τε­ρη ἡ γῆ τῶν Σο­δό­μων καί τῆς Γομ­μό­ρας ἀ­π’ ὅ,τι ἡ ἡ­μέ­ρα τῆς κρί­σε­ως γι’ αὐ­τούς (Μάτθ. 10, 14-15). Πρό­σε­ξε! Στήν τε­λι­κή κρί­ση θά σοῦ ζη­τη­θεῖ λό­γος, γιά τό τί ἔ­κα­νες μέ τούς λό­γους τοῦ Θε­οῦ, γιά τό ἄν τούς ὑ­πά­κου­σες καί υἱ­ο­θέ­τη­σες, ἄν χαι­ρό­σουν ἤ ντρε­πό­σουν γι’ αὐ­τούς. Ἄν ντρε­πό­σουν γι’ αὐ­τούς, καί ὁ Θε­ός θά ντρα­πεῖ γιά σέ­να «ὅ­ταν ἔλ­θη ἐν τῇ δό­ξη τοῦ Πα­τρός Αὐ­τοῦ με­τά τῶν ἀγ­γέ­λων τῶν ἁ­γί­ων» (Μάρκ. 8, 38). Λί­γες εἶ­ναι οἱ λέ­ξεις τῶν ἀν­θρώ­πων πού δέν εἶ­ναι ἔ­ρη­μες καί κε­νές, γι’ αὐ­τό καί εἶ­ναι λί­γες ἐ­κεῖ­νες γιά τίς ὁ­ποῖ­ες δέν θά κρι­θοῦ­με (Μάτθ. 12, 36). Γιά ν’ ἀ­πο­φύ­γει αὐ­τό ὁ ἄν­θρω­πος πρέ­πει νά με­λε­τή­σει καί νά μά­θει τά λό­για τοῦ Θε­οῦ ἀ­πό τήν Ἁ­γί­α Γρα­φή, νά τά οἰ­κει­ο­ποι­η­θεῖ. Για­τί γι’ αὐ­τό τόν λό­γο ὁ Θε­ός τά ἀ­να­κοί­νω­σε στούς ἀν­θρώ­πους, γιά νά τά κά­νουν κτῆ­μα τους καί μέ­σω αὐ­τῶν νά κά­νουν δι­κή τους καί τήν ἴ­δια τήν Ἀ­λή­θεια τοῦ Θε­οῦ.

Σέ κάθε λόγο τοῦ Σωτῆρος ὑπάρχει περισσότερη αἰωνιότητα καί ἀφθαρσία, ἀπ’ ὅ,τι σ’ ὁλόκληρο τόν οὐρανό καί σ’ ὁλόκληρη τήν γῆ μέ ὁλό κληρη τήν ἱστορία τους. Γι’ αὐτό ὁ Κύριος εἶπε: «ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δέ λόγοι μου οὐ μή παρέλθωσιν» (Ματθ. 24, 35). Αὐτό σημαίνει ὅτι στούς λόγους τοῦ Σωτῆρος ὑπάρχει ὁ Θεός καί κάθε τί θεϊκό, γι’ αὐτό δέν θά παρέλθουν. Ὁ ἄνθρωπος πού τούς οἰκειοποιεῖται γίνεται πιό ἄφθαρτος ἀπό τόν οὐρανό καί τήν γῆ, γιατί μέσα σ’ αὐτούς ὑπάρχει μία δύναμη πού κάνει τόν ἄνθρωπο ἀθάνατο καί αἰώνιο.

Ἡ ἐκ­μά­θη­ση τῶν λό­γων τοῦ Θε­οῦ καί ἡ ἐκ­πλή­ρω­σή τους κά­νει τόν ἄν­θρω­πο - συγ­γε­νῆ τοῦ Κυ­ρί­ου. Αὐ­τός ὁ Ἴ­διος τό δή­λω­σε ὅ­ταν εἶ­πε: «Μή­τηρ μου καί ἀ­δελ­φοί μου οὗ­τοί εἰ­σιν οἱ τόν λό­γον τοῦ Θε­οῦ ἀ­κού­ον­τες καί ποι­οῦν­τες» (Λουκ. 8, 2). Τοῦ­το ση­μαί­νει: ἀ­κοῦς, δι­α­βά­ζεις τόν λό­γο τοῦ Θε­οῦ; εἶ­σαι κα­τά τό ἥ­μι­συ ἀ­δελ­φός τοῦ Χρι­στοῦ∙ τόν ἐ­κτε­λεῖς; εἶ­σαι ὁ­λό­κλη­ρος ἀ­δελ­φός τοῦ Χρι­στοῦ. Καί αὐ­τό εἶ­ναι χα­ρά καί προ­νό­μιο με­γα­λύ­τε­ρο κι ἀ­πό τά ἀγ­γε­λι­κά προ­νό­μια. Μέ τήν ἐκ­μά­θη­ση τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς ξε­χει­λί­ζει μί­α μα­κα­ρι­ό­τη­τα στήν ψυ­χή πού δέν μοιά­ζει μέ τί­πο­τα τό γή­ϊ­νο. Ὁ Σω­τή­ρας αὐ­τήν ἐν­νο­οῦ­σε ὅ­ταν εἶ­πε: «Μα­κά­ριοι οἱ ἀ­κού­ον­τες τόν λό­γον τοῦ Θε­οῦ καί φυ­λάσ­σον­τες αὐ­τόν»  (Λουκ. 11, 28).

Μέγα είναι τό μυστήριο τοῦ λόγου

   Τό­σο με­γά­λο ὥ­στε αὐ­τό τό ἴ­διο τό Δεύ­τε­ρο Πρό­σω­πο τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος, ὁ Κύ­ριος Ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, ὀ­νο­μά­ζε­ται στήν Ἁ­γί­α Γρα­φή Λό­γος. Ὁ Θε­ός εἶ­ναι Λό­γος (Ἰ­ω­αν. 1, 1). Ὅ­λοι οἱ λό­γοι, πού ἀ­πορ­ρέ­ουν ἀ­πό τόν αἰ­ώ­νιο καί ἀ­πό­λυ­το αὐ­τό Λό­γο, εἶ­ναι γε­μά­τοι Θε­ό, Θε­ϊ­κή Ἀ­λή­θεια, Αἰ­ω­νι­ό­τη­τα, Δι­και­ο­σύ­νη. Ἀ­κοῦς τούς λό­γους αὐ­τούς; Ἀ­κοῦς τόν Θε­ό; Τούς δι­α­βά­ζεις; Δι­α­βά­ζεις ἀ­π’ εὐ­θεί­ας τούς λό­γους τοῦ Θε­οῦ. Ὁ Θε­ός - Λό­γος ἔ­γι­νε σάρξ, ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος (Ἰ­ω­αν. 1, 14) καί ὁ βου­βός καί βρα­δύ­γλωσ­σος ἄν­θρω­πος ἄρ­χι­σε νά ὀρ­θώ­νει λέ­ξεις αἰ­ώ­νιας ἀ­λή­θειας καί δι­και­ο­σύ­νης τοῦ  Θε­οῦ.
  Στούς λό­γους τοῦ Θε­οῦ ὑ­πάρ­χει κά­ποι­ος χυ­μός ἀ­θα­να­σί­ας, ὁ ὁ­ποῖ­ος μέ τήν ἀ­νά­γνω­σιν τῶν λό­γων Του πέ­φτει στα­γό­να - στα­γό­να στήν ψυ­χή τοῦ ἀν­θρώ­που καί τήν ζω­ο­γο­νεῖ ἀ­πό τόν θά­να­το καί τήν φθο­ρά. Αὐ­τό ἀ­πο­κα­λύ­πτει ὁ Σω­τήρ ὅ­ταν λέ­ει: «Ἀ­μήν, ἀ­μήν ὑ­μῖν, ὅ­τι ὁ τόν λό­γον μου ἀ­κού­ων καί πι­στεύ­ων τῷ πέμ­ψαν­τί με ἔ­χει ζω­ήν αἰ­ώ­νιον... καί με­τα­βέ­βη­κε ἐκ τοῦ θα­νά­του εἰς τήν ζω­ήν» (Ἰ­ω­αν. 5, 24). Τοῦ­το ση­μαί­νει ὅ­τι μέ τήν ἀ­νά­γνω­ση, καί τήν ἐκ­μά­θη­ση τῶν λό­γων τοῦ Θε­οῦ δι­δά­σκε­σαι τήν ἀ­θα­να­σί­α καί τήν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα, δι­δά­σκε­σαι τήν ἀ­θά­να­τη καί αἰ­ώ­νια ζω­ή. Ἄν πί­στεύ­εις σ’ αὐ­τούς τούς λό­γους μ’ ὅ­λη σου τήν πί­στη, ἔ­μα­θες ἤ­δη τί εἶ­ναι αἰ­ώ­νια ζω­ή καί πέ­ρα­σες ἀ­πό τόν θά­να­το στή ζω­ή. Γι’ αὐ­τό ὁ Σω­τήρ ἐ­πι­μέ­νει ἀ­πο­φα­σι­στι­κά: «Ἀ­μήν, ἀ­μήν λέ­γω ὑ­μῖν, ἐ­άν τις τόν ἐ­μόν λό­γον τη­ρή­ση, θά­να­τον οὐ μή θε­ω­ρή­σῃ εἰς τόν αἰ­ῶ­να» (Ἰ­ω­άν. 8, 51).

  Κά­θε λό­γος τοῦ Χρι­στοῦ εί­ναι γε­μά­τος Θε­ό, γι’ αύ­τό ὅ­ταν ει­σέρ­χε­ται στήν ψυ­χή τοῦ άν­θρώ­που, τήν κα­θα­ρί­ζει ά­πό κά­θε ρύ­πο. Ἀ­πό κά­θε του λό­γο βγαί­νει δύ­να­μη, ή ό­ποί­α κα­θα­ρί­ζει ά­πό τήν ά­μαρ­τία. Γι’ αύ­τό ὁ Σω­τήρ στό

Μυ­στι­κό Δεῖ­πνο εἶ­πε στούς πάν­τα πα­ρόν­τές ἀ­κρο­α­τές του, στούς μα­θη­τές Του, τούς λό­γους Του ἐ­κεί­νους: «ἤ­δη ὑ­μεῖς κα­θα­ροί ἐ­στε διά τόν λό­γον, ὅν λε­λά­λη­κα ὑ­μῖν» (Ἰ­ω­αν. 15, 3). Ὅ,τι εἶ­ναι γραμ­μέ­νο μέ­σα στήν Ἁ­γί­α Γρα­φή, ὁ Κύ­ριος καί οἱ Ἀ­πό­στο­λοί Του ὀ­νό­μα­σαν λό­γο Θε­οῦ, λό­γο Κυ­ρί­ου (Ἰ­ω­αν. 17, 13- Πραξ. Ἀπ. 6, 2-13, 46-16, 32-19, ΙΟ-Β' Κορ. 2, 17 -Κολ. 1, 15-Β' Θεσ. 3, 1). Καί ἄν δέν τόν δι­α­βά­ζεις καί δέν τόν δέ­χε­σαι σάν τέ­τοι­ον, τό­τε θά μεί­νεις στό σκο­τά­δι τῶν βου­βῶν καί βρα­δύ­γλωσ­σων ἀν­θρώ­πι­νων λέ­ξε­ων, τῶν κε­νῶν καί ἐ­ρή­μων.

Κά­θε λό­γος τοῦ Σω­τῆ­ρος εἶ­ναι γε­μά­τος Ἀ­λή­θεια καί ὅ­ταν εἰ­σέλ­θει στήν ψυ­χή τήν ἁ­γιά­ζει σ’ ὅ­λη τήν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα. Γι’ αὐ­τό ὁ Σω­τήρ ἀ­πευ­θύ­νει τήν προ­σευ­χή Του, πρός τόν Οὐ­ρά­νιο Πα­τέ­ρα Του: «Πά­τερ! ἁ­γί­α­σον αὐ­τούς ἐν τῇ ἀ­λη­θεί­α∙ ὁ λό­γος ὁ σός ἀ­λή­θειά ἐ­στιν» (Ἰ­ω­αν. 17, 17). Δέν δέ­χε­σαι τόν λό­γο τοῦ Χρι­στοῦ σάν λό­γο τοῦ Θε­οῦ, σάν λό­γο Ἀ­λή­θειας; Αὐ­τό εἶ­ναι ψέμ­μα καί ὁ πα­τήρ τοῦ­ ψέμ­μα­τος πού βρί­σκε­ται μέ­σα σου, ἐ­πα­να­στα­τε­ϊ κα­τ’ αὐ­τῆς τῆς Ἀ­λή­θειας.

Σέ κά­θε λό­γο τοῦ Σω­τῆ­ρος ὑ­πάρ­χουν πολ­λές ὑ­περ­φυ­σι­κές ἀ­λή­θει­ες καί εὐ­λο­γί­ες. Καί αὐ­τό εἶ­ναι πού χα­ρι­τώ­νει τήν ψυ­χή τοῦ ἀν­θρώ­που, ὅ­ταν ὁ λό­γος τοῦ Χρι­στοῦ τήν ἐ­πι­σκε­φτεῖ. Γι’ αὐ­τό ὁ Ἅ­γιος Ἀ­πό­στο­λος ὁ­λό­κλη­ρη τήν οἰ­κο­νο­μί­α τῆς σω­τη­ρί­ας ὀ­νο­μά­ζει: «λό­γον τῆς Χά­ρι­τος τοῦ Θε­οῦ»  (Πράξ. Απ. 20, 32), «λό­γον Ἀ­λη­θεί­ας» (Ἐφ. 1, 13), «λό­γον ζω­ῆς» (Φι­λιπ.2, 16). Σάν ζῶ­σα χα­ρο­ποι­ός δύ­να­μη, ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ ἐ­νερ­γεῖ θαυ­μα­τουρ­γι κά καί ζω­ο­δο­τι­κά, ὅ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος τόν ἀ­κού­ει καί τόν δέ­χε­ται μέ πί­στη (Α' Θεσ. 2,13). Ὅ­λα ἔ­χουν σπι­λω­θεῖ ἀ­πό τήν ἁ­μαρ­τί­α, ἀλ­λά καί ὅ­λα κα­θα­ρί­ζον­ται μέ τόν λό­γο τοῦ Θε­οῦ καί τήν προ­σευ­χή, τά πάν­τα, κά­θε δη­μι­ούρ­γη­μα τοῦ Θε­οῦ ἀ­πό τόν ἄν­θρω­πο ὡς τό σκου­λί­κι (Α' Τιμ. 4, 6).

Μέ τήν Ἀ­λή­θεια πού φέ­ρει μέ­σα του, μέ τήν Δύ­να­μη πού ἔ­χει μέ­σα του, ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι «το­μώ­τε­ρος ὑ­πέρ πᾶ­σαν μά­χαι­ραν δί­στο­μον καί δι­ι­κνού­με­νος ἄ­χρι με­ρι­σμοῦ ψυ­χῆς τε καί πνεύ­μα­τος, ἀρ­μῶν τε καί μυ­ε­λῶν, καί κρι­τι­κός ἐν­θυ­μή­σε­ων καί ἐν­νοι­ῶν καρ­δί­ας»  (Ἑ­βρ. 4, 12). Δέν ὑ­πάρ­χει τί­πο­τα τό μυ­στι­κό μπρο­στά σ’ αὐ­τόν καί γι’ αὐ­τόν. Για­τί κά­θε θεῖ­ος λό­γος ἔ­χει μέ­σα του κά­τι ἀ­πό τόν αἰ­ώ­νιο Λό­γο τοῦ Θε­οῦ, ἔ­χει τήν δύ­να­μη νά γεν­νᾶ καί ἀ­να­γεν­νᾶ πνευ­μα­τι­κά τούς ἀν­θρώ­πους. Καί γεν­νώ­με­νος ἀ­π’ αὐ­τον ὁ ἄν­θρω­πος, γεν­νι­έ­ται ἀ­πό τήν ἀ­λή­θεια. Πά­νω σ’ αὐ­τό βα­σι­ζό­με­νος καί ὁ Ἅ­γιος Ἀ­πό­στο­λος Ἰ­ά­κω­βος γρά­φει πρός τούς χρι­στια­νούς, ὅ­τι ὁ Θε­ός τούς «ἀ­πε­κύ­η­σε λό­γῳ ἀ­λη­θεί­ας» (1, 18), καί ὁ ἅ­γιος Πέ­τρος τούς λέ­ει ὅ­τι εἶ­ναι «ἀ­να­γε­γεν­νη­μέ­νοι διά λό­γου ζῶν­τος Θε­οῦ καί μέ­νον­τος» στούς αἰ­ῶ­νες (Α' Πέ­τρ. 1, 23). Ὅ­λοι οἱ λό­γοι, πού εἶ­πε ὁ Θε­ός στούς ἀν­θρω­πους, προ­έρ­χον­ται ἀ­πό τόν Αἰ­ώ­νιο Λό­γο, πού εἶ­ναι Λό­γος ζω­ῆς καί πα­ρέ­χει Αἰ­ώ­νια ζω­ή. Ζών­τας μέ τόν Λό­γο αὐ­τό ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­να­γεν­νᾶ­ται ἀ­πό τόν θά­να­το στή ζω­ή. Γε­μί­ζον­τας τόν ἑ­αυ­τό του μέ τήν αἰ­ώ­νια ζω­ή, ὁ ἄν­θρω­πος γί­νε­ται νι­κη­τής τοῦ θα­νά­του καί κοι­νω­νός θεί­ας φύ­σε­ως (Β' Πέ­τρ. 1, 4) καί ἡ μα­κα­ρι­ό­τη­τά του δέν θά ἔ­χει τέ­λος.

Σ’ ὅ­λα αὐ­τά τό βα­σι­κό, τό βα­σι­κό­τε­ρο, εἶ­ναι ἡ πί­στη καί τό αἴ­σθη­μα ἀ­γά­πης πρός τόν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό. Για­τί μέ τήν θαλ­πω­ρή αὐ­τοῦ τοῦ αἰ­σθή­μα­τος ἀ­νοί­γε­ται τό μυ­στή­ριο κά­θε λό­γου τοῦ Θε­οῦ, ὅ­πως μέ τήν θαλ­πω­ρή τῶν ἀ­κτί­νων τοῦ ἡ­λί­ου ἀ­νοί­γει ὁ κά­λυ­κας τοῦ εὔ­ο­σμου λου­λου­διοῦ. Ἀ­μήν.