Ο Γέροντας πολύ συμπονούσε τις ψυχές των βρεφών των εκτρώσεων μετά από ένα φρικτό όραμα που είδε...
http://paterikiparadosi.blogspot.gr/
…Ἀναξίως,
ἀλλὰ κάνοντας ὑπακοή, ἦλθα νὰ δώσω μιὰ προσωπικὴ μαρτυρία γιὰ ἕναν θαυμαστὸν Ἅγιο
ποὺ ἡ Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἔβαλε στὴν ζωή μου, ποὺ δὲν ἀξιώθηκα νὰ τὸν μιμηθῶ, ἀλλὰ προσπαθῶ
νὰ ζῶ μὲ τὴν εὐχή του.
Μέσα
στὴν χαρὰ τῆς σημερινῆς παρουσιάσεως ἐπιτρέψτε μου νὰ σᾶς ἀναπτύξω μερικὲς ἐμπειρίες
ποὺ βίωσα καὶ δὲν εἶναι καταγεγραμμένες στὸν τόμο ποὺ ἐκδίδεται σήμερα.
Ἡ
μικρὴ μαρτυρία ποὺ σᾶς καταθέτω ἀρχίζει ἀπὸ τὸ 1972 ποὺ σὰν φοιτητής, στὴν
δεύτερη ἐπίσκεψί μου στὸ Ἅγιον Ὄρος, γνώρισα ἕναν Ἄνθρωπο, ὅπως ὁ Θεὸς θέλει τὸν
Ἄνθρωπο, Εἰκόνα Του ζωντανὴ μπροστά μου, τὸν Ἅγιο Παΐσιο. Κάθε φορὰ ποὺ συναντοῦσα
τὸν Γέροντα, εἶχα τὴν συναίσθησι ὅτι μοῦ μιλοῦσε ὁ Θεός. Ὁ ἴδιος ἐξαφανιζόταν
μέσα στὴν Ἀγάπη, στὴν Ταπείνωσι, στὴν Πραότητα, στὴν Διάκρισι. Δὲν στεκόταν
μπροστά μου σὰν μία προσωπικότητα, ἀλλὰ ἦταν διάφανος, ὥστε μέσω αὐτοῦ νὰ βλέπω
καὶ νὰ ἀκούω τὸν Θεό, διότι «ζοῦσε οὐκέτι αὐτός, ἀλλὰ ζοῦσε ἐν αὐτῷ ὁ Χριστός».
Σὲ
μία ἀπὸ τὶς πρῶτες συναντήσεις μας, στὸ Κελλὶ τοῦ Τιμίου
Σταυροῦ, μοῦ ἐξηγοῦσε
πὼς τὰ ἄγρια ζῶα δὲν φοβοῦνται, ἀλλὰ σέβονται καὶ ἀναγνωρίζουν τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔχει
Χάριν Θεοῦ, ἐνῶ τὰ ἥμερα ζῶα παίρνουν τὶς συνήθειες καὶ τὸν χαρακτήρα τοῦ
κυρίου τους. Μεταξὺ ἄλλων μοῦ ἔλεγε ὅτι τὸν πλησιάζουν τὰ λαγουδάκια καὶ τὰ ἀγριογούρουνα
καὶ τὰ σταυρώνει στὸ μέτωπο καὶ δὲν τὰ πιάνουν τὰ βόλια τῶν κυνηγῶν. Μιὰ ἡμέρα
τὸν ἀκολουθούσα σὲ ἕνα μονοπάτι στὴν Καψάλα κοντὰ στὸ Κελλί του. Βάδιζε σὰν κουρασμένος
πατώντας μιὰ δεξιὰ καὶ μιὰ ἀριστερὰ στὸ μονοπάτι. «Γέροντα, σᾶς πονοῦν τὰ πόδια
σας;» τὸν ἐρώτησα. «Δὲν βλέπεις, εὐλογημένε», μοῦ ἀπάντησε «τὰ μυρμήγκια ποὺ προχωροῦν
στὴν μέση του μονοπατιοῦ;».
Μοῦ
εἶχε συστήσει τότε νὰ διαβάσω τοὺς ἀσκητικοὺς λόγους τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ. Δὲν εἶχα ὅμως
χρόνο, γιατί σπούδαζα στὸ Πολυτεχνεῖο. Πῆρα ἀργότερα τὸ βιβλίο μαζί μου στὸ
Παρίσι, ὅπου ἔκανα μεταπτυχιακά. Ἐκεῖ, σὲ μία ἥσυχη σοφίτα, βλέποντας τὰ
καμπαναριὰ τῆς Παναγίας τὸ 1977, ὁ Ἀββᾶς Ἰσαὰκ μὲ βοήθησε νὰ ἀποφασίσω νὰ ζήσω
σὰν Μοναχὸς κοντὰ στὸν Γέροντα. Ὅταν ἐπέστρεψα στὴν Ἑλλάδα, ἐκεῖνος μὲ
προέτρεψε νὰ ὑπηρετήσω πρῶτα τὴν στρατιωτική μου θητεία καὶ μετὰ νὰ πάω στὸ Ἅγιον
Ὄρος.
Ὅσο
ὑπηρετοῦσα στὸν στρατό, μὲ παρηγοροῦσε μὲ τὴν προσευχή του καὶ τὶς ἐμπειρίες
του ποὺ μοῦ διηγεῖτο. Πολλάκις ἔχουν γραφεῖ τὰ θαύματα ποὺ ἔζησε, ἡ αὐτοθυσία, ὁ
τρόπος καὶ τὸ φιλότιμο μὲ τὸ ὁποῖο ὑπηρέτησε. Στὴν διάρκεια τῶν μαχῶν, μέσα στὸν
ἐμφύλιο, μοῦ εἶπε ὅτι τὸν ἔστειλαν κάποτε σὲ ἕνα κοντινὸ χωριὸ νὰ ἀγοράση
τρόφιμα γιὰ τὴν διμοιρία του. Ἀφοῦ ψώνισε, τράβηξε γιὰ τὸ βουνό. Τότε βγῆκε ἡ γυναίκα
ποὺ εἶχε τὸ μπακάλικο καὶ τοῦ φώναξε ἀπὸ μακρυά: «Στρατιώτη, γύρνα πίσω,
ξέχασες τὸ ὅπλό σου». Τὸ ἀληθινὸ ὅπλο τοῦ Γέροντα ἦταν ὁ στρατιωτικὸς καὶ ὁ πνευματικὸς
ἀσύρματος, μὲ τὸν ὁποῖον ἔσωζε σώματα καὶ ψυχές.