Σ
|
χεδὸν
δύο χιλιάδες χρόνια ἡ ἐπὶ γῆς στρατευομένη Μία Ἁγία Καθολικὴ καὶ
Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἰς τὴν καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολὴ σφυρηλατεῖ
καὶ διαφυλάττει τὴν ἰδιοπροσωπία τῆς Ρωμῃοσύνης· τὸ ὅμαιμον, τὸ
ὁμόθρησκον, τὸ ὁμόγλωσσον καὶ τὸ ὁμότροπον τοῦ Ἔθνους,[1]
χαρακτηριστικὰ ποὺ μεταποιεῖ στὴν μεγαλωσύνη τῆς πνευματικότητος
τοῦ Ὀρθοδόξου Γένους.
Ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ
παράδοση διασώζει τὴν εὐσεβεία πρὸς τὸ θεῖο, ἀλλὰ ἀποβάλλει τοὺς ψεύτικους
θεοὺς καὶ τὶς δεισιδαιμονίες· υἱοθετεῖ τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ παραδοσιακοῦ
τυπικοῦ τῆς λατρείας καὶ τὸ γεμίζει μὲ τὴν ἀποκεκαλυμμένη Ἀλήθεια
τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, μὲ τὴν ἀγάπη Του καὶ μὲ τὴ διδασκαλία Του περὶ
τοῦ μόνου καὶ ἀληθινοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου
διὰ τῆς Ἐκκλησίας Του εἰς τὴν ἐπουράνιο βασιλεία Του. Ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ
φιλοσοφία διατηρεῖ τὴ μέθοδο τῆς συζητήσεως/ἀναζητήσεως καὶ τὸ
σύστημα τῶν λογικῶν κατηγοριῶν, ἀλλὰ ἀπορρίπτει τὶς δαιμονικὲς καὶ
ἐφάμαρτες ἀντιλήψεις. Διασώζει τὴν μοναδικὴ σὲ λεκτικὸ πλοῦτο, νοηματοδότηση
καὶ δομὴ ἑλληνικὴ γλῶσσα, μὲ τὴν ὁποίαν ἀποκλειστικὰ καὶ μόνον εἶναι
δυνατὸν νὰ ἐκφραστοῦν στὴν αὐθεντικότητά τους τὰ βαθειά, λεπτοφυῆ
καὶ ὑψηπετῆ ―κυρίως καὶ πρὶν ἀπ’ ὅλα θεόπνευστα― θεολογικὰ νοήματα
τῆς Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς Πίστεως.
Δομεῖται στὴν Ἀλήθεια Του
καὶ στὴν Ἀγάπη Του μὲ τὸ ―θείᾳ προνοίᾳ― προϋπάρχον ἑλληνικὸ φιλότιμο· μία ψυχικὴ κατάσταση ποὺ δύσκολα
περιγράφεται, ἀλλὰ ἀποτελεῖ τὴ βάση κάθε καλοῦ καὶ μεγάλου, πνευματικοῦ-ψυχικοῦ-ὑλικοῦ
ἔργου ποὺ ἐπιτελεῖ τὸ Ἑλληνικὸ Ἔθνος, εἶτε σὲ προσωπικὸ εἴτε σὲ ἐθνικὸ
ἐπίπεδο. Δὲν εἶναι ἀκριβῶς τὸ «καλὸν κἀγαθόν» καὶ τὸ «μέγα»· εἶναι τὸ
«κάτι» ποὺ προσδίδει ἕναν μοναδικὸ
χαρακτῆρα εἰς τὸ «καλὸν κἀγαθόν» καὶ τὸ «μέγα».
Εἶναι αὐτὸ τὸ «κάτι» ποὺ προσδιόρισε
τὴν εἰδοποιὸ διαφορὰ μεταξὺ τοῦ Ἑβραϊκοῦ λαοῦ καὶ τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔθνους.
Εἰς τοὺς Ἑβραίους «κατὰ χάριν» παραχωρήθηκε
ἡ δυνατότητα/εὐκαιρία νὰ καταστοῦν ὁ περιούσιος λαὸς τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ
τοὺς ἔλλειπε αὐτὸ τὸ «κάτι» καὶ ἡ ἔλλειψή του τοὺς ὁδήγησε στὴν ἄρνηση
τοῦ Θεανθρώπου, δευτέρου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ
Πατρός. Εἰς τοὺς Ἕλληνες πλεόναζε αὐτὸ τὸ «κάτι» καὶ αὐτὴ ἡ περίσσεια
τοὺς ἐπέτρεψε «καθ’ ὁμοίωσιν»
νὰ καταστοῦν ὁ ἐκλεκτὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ· ὥστε διὰ τοῦ πολιτισμοῦ τους
―ἰδιαιτέρως τῆς γλώσσας τους, εἰς τὴν ὁποίαν συμποσοῦται ἡ πεμπτουσία
τοῦ πολιτισμοῦ ἑνὸς λαοῦ― καὶ κυρίως διὰ τῆς θυσιαστικῆς καὶ μαρτυρικῆς
ἀφοσιώσεώς τους εἰς τὸν Κύριο καὶ Θεό μας Ἰησοῦ Χριστό, κατέκτησαν
ὡς ἔθνος τὸν στέφανο τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ· τὸν ὁποῖον καὶ διατηροῦν ἐφόσον
―καὶ στὸν βαθμὸ πού― συνεχίζουν νὰ ἐμμένουν στὴ θυσιαστικὴ καὶ μαρτυρικὴ
ἀφοσίωσή τους!... Διότι αὐτὸ τὸ «κάτι» τοὺς ἐπέτρεψε ὄχι μόνον νὰ
δεχθοῦν ἀλλὰ καὶ νὰ ἀσκήσουν τὶς ὑπέρτατες δωρεὲς τοῦ Κυρίου: τὴν ἐλευθερία τοῦ προσώπου καὶ τὸ αὐτεξούσιο τῆς συνειδήσεως· δωρεὲς
ποὺ μόνον στὴν ἑλληνικὴ ἔκφανσή τους
καὶ μόνον μέσῳ αὐτῆς κατέστη ἐφικτὸ νὰ τὶς ἀντιληφθεῖ καὶ νὰ τὶς κατανοήσει
τὸ πλάσμα τοῦ Δημιουργοῦ Θεοῦ· αὐτὴ ἦταν ἡ οἰκονομία Του!...
Εἶναι τὸ ρωμαίϊκο φιλότιμο αὐτὸ τὸ «κάτι»,
ποὺ τὸ ἀναγνωρίζουμε τόσο ὅταν ὑπάρχει ὅσο καὶ ὅταν δὲν ὑπάρχει. Εἶναι
αὐτὸ τὸ «κάτι», ποὺ μᾶς τιμᾶ ὅταν τὸ ἔχουμε καὶ μᾶς ἀτιμάζει ὅταν δὲν
τὸ ἔχουμε· κι ὅταν τό ’χουμε διπλὰ μᾶς τιμᾶ ἐὰν ἐλεύθερα τὸ ἐκδηλώνουμε
στὰ ἔργα μας, ἐνῶ διπλὰ μᾶς ἀτιμάζει ἐὰν τὸ φυλακίζουμε στὴν σιωπή
μας ἢ καὶ στὰ λόγια μας!!! Εἶναι αὐτὸ τὸ «κάτι» ποὺ ὅταν ὑπάρχει πηγάζει
κατευθείαν ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας κι ἐκδηλώνεται ἀποκλειστικὰ
καὶ μόνον στὰ ἔργα μας καὶ στὶς πράξεις μας!...