Τα στασίδια άδεια. Μόνα. Άψυχα κούτσουρα. Αυτά τα
στασίδια που αιώνες τώρα, μέσα σε μπαρούτια και πολέμους, δέχονταν να σηκώσουν
το βάρος των καιρών, τον πόνο και τον καημό, την χαρά και την αισιοδοξία των
χωριανών μου. Αυτά τα στασίδια, σήμερα, άψυχα κούτσουρα.
«Ένας!»
Ψάλαμε χθες τους τρίτους Χαιρετισμούς.
Όλα στη θέση τους. Κατά πως οφείλουμε.
Η Κυρία Θεοτόκος, η Μάννα μας, στο κέντρο του
μεγαλόπρεπου Ναού του Πρωτομάρτυρος, να μας κοιτά με ‘κείνο το διαπεραστικό Της
βλέμμα.
Ο Δέσποτας στον θρόνο του. Οι παπάδες και οι διάκοι
λαμπροφορεμένοι τα ιερά τους να λιβανίζουν με αγιορείτικο μοσχοθυμίαμα. Οι
ψαλτάδες τυλιγμένοι στο ράσο τους να ψέλνουν με πόθο τα αργά μαθήματα.
Όντως, όλα στη θέση τους.
Κι όμως…
Οι καμπάνες βουβές, γεμάτες απορία για την σιωπή τους.
Οι πόρτες διπλοκλειδωμένες. Στέκουν υπερήφανα, έτοιμες
θαρρείς να εκδιώξουν με το σπαθί τους τον εχθρό.
Τα στασίδια άδεια. Μόνα. Άψυχα κούτσουρα. Αυτά τα
στασίδια που αιώνες τώρα, μέσα σε μπαρούτια και πολέμους, δέχονταν να σηκώσουν
το βάρος των καιρών, τον πόνο και τον καημό, την χαρά και την αισιοδοξία των
χωριανών μου. Αυτά τα στασίδια, σήμερα, άψυχα κούτσουρα.
Οι Χριστιανοί μας αμπαρωμένοι. Κατά τα αυστηρά
κελεύσματα του άρχοντος του κόσμου τούτου.
(Δε τους κρίνω, δε τους κακολογώ, δε τους κακίζω. Ναι, οφείλουμε να
προσέχουμε και πολύ μάλιστα. Αλλά από πού;)
Η ακολουθία προχωρά. Τα «γράμματα» φτάνουν κοντά στη
μέση.
Ερημιά και ταυτόχρονα περίεργη ανησυχία.
Η Μάννα…