Τα στασίδια άδεια. Μόνα. Άψυχα κούτσουρα. Αυτά τα στασίδια που αιώνες τώρα, μέσα σε μπαρούτια και πολέμους, δέχονταν να σηκώσουν το βάρος των καιρών, τον πόνο και τον καημό, την χαρά και την αισιοδοξία των χωριανών μου. Αυτά τα στασίδια, σήμερα, άψυχα κούτσουρα.
Ψάλαμε χθες τους τρίτους Χαιρετισμούς.
Όλα στη θέση τους. Κατά πως οφείλουμε.
Η Κυρία Θεοτόκος, η Μάννα μας, στο κέντρο του
μεγαλόπρεπου Ναού του Πρωτομάρτυρος, να μας κοιτά με ‘κείνο το διαπεραστικό Της
βλέμμα.
Ο Δέσποτας στον θρόνο του. Οι παπάδες και οι διάκοι
λαμπροφορεμένοι τα ιερά τους να λιβανίζουν με αγιορείτικο μοσχοθυμίαμα. Οι
ψαλτάδες τυλιγμένοι στο ράσο τους να ψέλνουν με πόθο τα αργά μαθήματα.
Όντως, όλα στη θέση τους.
Κι όμως…
Οι καμπάνες βουβές, γεμάτες απορία για την σιωπή τους.
Οι πόρτες διπλοκλειδωμένες. Στέκουν υπερήφανα, έτοιμες
θαρρείς να εκδιώξουν με το σπαθί τους τον εχθρό.
Τα στασίδια άδεια. Μόνα. Άψυχα κούτσουρα. Αυτά τα
στασίδια που αιώνες τώρα, μέσα σε μπαρούτια και πολέμους, δέχονταν να σηκώσουν
το βάρος των καιρών, τον πόνο και τον καημό, την χαρά και την αισιοδοξία των
χωριανών μου. Αυτά τα στασίδια, σήμερα, άψυχα κούτσουρα.
Οι Χριστιανοί μας αμπαρωμένοι. Κατά τα αυστηρά
κελεύσματα του άρχοντος του κόσμου τούτου.
(Δε τους κρίνω, δε τους κακολογώ, δε τους κακίζω. Ναι, οφείλουμε να
προσέχουμε και πολύ μάλιστα. Αλλά από πού;)
Η ακολουθία προχωρά. Τα «γράμματα» φτάνουν κοντά στη
μέση.
Ερημιά και ταυτόχρονα περίεργη ανησυχία.
Η Μάννα, δε μας κοιτά όπως κάθε φορά… Το πρόσωπό Της
σα να ‘ναι παγερό, απόμακρο, απρόσιτο. Σα να γυρνά το βλέμμα Της δεξιά κι
αριστερά. Κι η ανησυχία Της αυτή καλό δε φέρνει. Στεναγμός στην ψυχή. Θλίψη
στην καρδιά. Δάκρυα στα μάτια…
Κι όπως κλεφτά-κλεφτά Την θωρεί με βρεγμένους
οφθαλμούς ο διακονητής Της, σαν και το βλέμμα Της κάπου στυλώθηκε!
Ακολουθεί την θωριά Της. Τι παράξενο! Δε στέκει μήτε
στον ένθρονο Δεσπότη, μήτε στους λαμπροφορεμένους παπάδες, μήτε στους
αηδονόφωνους ψάλτες. Στρέφει το βλέμμα Της μακρυά από το κέντρο του Ναού. Κάπου
σκοτεινά. Σ’ ένα στενό παραθύρι του νάρθηκα!
Γυρνά ο διακονητής προς το μέρος ‘κείνο. Κάτι είναι.
Ένα ζαρωμένο κουβάρι που στο κάθε άκουσμα του στίχου του κανόνα, «Υπεραγιά
Θεοτόκε σώσον ημάς», σαλεύει. Σέρνει διακριτικά τα βήματά του προς τον νάρθηκα,
κι όσο πλησιάζει σιγουρεύεται. Το κουβάρι έξω από το παραθύρι είν’ άνθρωπος και
στο άκουσμα απ’ τα ηχεία της αυλής του στίχου, χαράσει το σημείο του Σταυρού
επάνω του.
Ανοίγει ο διακονητής δειλά την υπερήφανη
διπλοκλειδωμένη πόρτα, κι αυτή σα να παραμερίζει το σπαθί της για να μπει ο
δούλος της Μάννας.
«Έλα (τάδε), μπες.» Για να ακουστεί η μεγαλόπρεπη,
αρχοντική απόκριση «Κάνει, πάτερ; Δε θέλω να σας φέρω σε δύσκολη θέση.»!!!
Και τότες!
Τότες θαρρείς έλαμψε απ’ άκρη σ’ άκρη ο Ναός του
Αρχιδιακόνου!
Τότες θαρρείς γλύκανε το βλέμμα της Μάννας, κι έγινε
εκείνο το γνώριμο από αιώνες.
Τότες θαρρείς άνοιξε άλλος κόσμος μέσα στον διακονητή
Της.
Έφυγε ο στεναγμός. Έσβησε η θλίψη. Άλλαξαν τα δάκρυα…
Μάννα, σ’ ευχαριστώ.
Ένας! Από σχεδόν 2.200 βαπτισμένους Ορθόδοξους
Χριστιανούς κατοίκους!
Ένας! Από σχεδόν 350 εκκλησιαζόμενους κάθε Κυριακή,
μέχρι προχθές!
Ένας! Νέος. Γονέας. Με πάθη, αδυναμίες, λάθη.
Ένας!
Ναι, Μάννα μου, έτσι είναι όπως το λες, γι’ αυτόν τον
έναν αξίζει να πεθάνω στην διακονία Σου…
Σ’ ευχαριστώ που μου έδειξες για μια ακόμη φορά τον
δρόμο.
Εις πείσμα πολλών ταγών πάσης φύσεως…
Αδελφοί μου, Στώμεν καλώς!
Πόσοι από εμάς κάναμε χθες ότι έκανε αυτός ο ένας;
Πόσοι από εμάς πήγαμε, έστω και για πέντε λεπτά, έξω
από τον Ναό να πούμε στη Μάννα μας, Χαίρε;
Πόσοι από εμάς είμαστε έτοιμοι να κάνουμε την Κυριακή
ότι έκανε αυτός ο ένας;
Ευχαριστώ αυτόν τον έναν, τον (τάδε), γιατί μου έδωσε
τόση δύναμη όση μου έδινε η ευχή του Μακαριστού Γέροντα όταν έφευγα από την
εξομολόγηση! Και δεν υπερβάλω.
Έχουμε πολύ δρόμο ακόμη… Όλοι μας!!!
21 Μαρτίου 2020