Πουλιά μου Λαρισαϊκά,
γιατί λαλείτε θλιβερά
|
Ναός Αγίου Αχιλλίου Λαρίσης |
Πουλιά μου Λαρισαϊκά,
γιατί λαλείτε θλιβερά
στα δένδρα τα ανθισμένα;
Γιατί πουλιά
μου, δεν κελαηδάτε όπως κελαηδούσατε
πρώτα;
Και στου αγίου Αχιλλείου τις εκκλησιές δεν κάθεστε
κανένα και τις φωλιές των αετών τις κατέλαβαν κοράκια;
Βουβάθηκαν τα Ιερά, τα καμπαναριά εσιγήσαν, οι καμπάνες δεν σήμαναν στην Σταύρωση πένθιμα και δεν διαμήνυσαν την Ανάστασιν,
πρωτάκουστη απαγορευτική, κυβερνητική και δεσποτική διαταγή με βεβήλων
υπογραφή.
Χορτάριασαν τα κατώφλια των Ναών, τις πόρτες αμπάρωσε
δειλό προδότου χέρι που κρατά δεσποτικό ραβδί και φέρει λύκου μηλωτή.
Γάμους,
Βαπτίσεις, εξομολογήσεις, μυστηριακή ζωή υπό διωγμό ομού κηρύξανε. Στερήσανε από
τους ετοιμοθάνατους το Εφόδιο Φάρμακο της Ζωής. Στους νεκρούς μας απαγόρευσαν τον ασπασμό του
αποχαιρετισμού, λίγα ανοιξιάτικα άνθη να εναποθέσουμε.
Θέ’ μου, φτωχύναμε και πάλι από δεσπότη και παπά, οι παγκοσμιοποιητές, πιόνια των καταχθονίων
παρέδωσαν την χώρα και τις Εκκλησιές, τους βάλανε και φίμωτρο.
Σε δεσποτάδες και παπάδες φορέσαν χαλινάρια και προσκυνημένοι
σε Λιάπη προδότη αρχιδεσπότη και σε μια κυρά υπουργίνα, που προσκυνά τον Σατανά
μεσ’ την μεγάλη τη στοά τα δώσανε να τα κρατά και να τα κουμαντάρει. Στην ποδιά
της ακούμπησαν την περικεφαλαία και σέρνονται οι «λέοντες» σαν τρομαγμένοι και ταπεινωμένοι χαμαιλέοντες.
Θέ’ μου, φτωχύναμε και πάλι από δεσπότη και παπά, μας
γέμισαν αργυρώνητους και προσκυνημένους.
Ξυπνάτε εγερθείτε,
χριστιανοί μου, το έργο του κωδωνοκρούστη αναλάβατε και πάλι. Βαδίσατε στο
δρόμο που δείξαν οι Πατέρες, ανοίξτε τις
εκκλησιές και στο Χριστό μας προσπέστε και προσκυνήστε.