Κάποια καρακαηδόνα τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας, άρπαξε τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, ὄχι γιὰ νὰ τὴν προσκυνήση, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὴν πετάξη στὰ σκουπίδια! Ἀναγνώρισε ὅτι ὁ κάδος εἶναι πολὺ μικρός, γιὰ νὰ πετάξη τὸν ἑαυτό της στὰ σκουπίδια, ἀλλὰ πολὺ μεγάλος, γιὰ νὰ ρίξη τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Δὲν ἀναλογίσθηκε ποτὲ αὐτὴ ἡ γυναίκα τὴν θέση ποὺ πῆρε στὸν κόσμο ἀπὸ τὴν Παναγία.
Του Γέροντα Γρηγορίου
Ηγουμένου της Ιεράς Μονής Δοχειαρίου
Τὴν ἡμέρα αὐτὴν ἑορτάζουμε τὰ γενέθλια τῆς Παναγίας.
Ὁ ἑλληνικὸς λαὸς αὐτὴν τὴν ἡμέρα ἀποκαλεῖ τὴν Παναγία σὲ ἄλλα μέρη Παναγούδα,
ποὺ σημαίνει μικρὴ Παναγία, καὶ σὲ ἄλλα μέρη Θεοσκέπαστη Κόρη. Καὶ ὁ ἱερὸς
Δαμασκηνὸς αὐτὴν τὴν ἡμέρα μᾶς ἔδωσε τὸν θεολογικώτερο λόγο γιὰ τῆς Παναγίας τὸ
μυστήριο. Μέσα ὅμως σ᾽ αὐτὴν τὴν μεγάλη χαρά, δοκιμάζουμε, ὅλοι ἐμεῖς ποὺ
προστρέχουμε στὴν Παναγία, καὶ θλίψεις καὶ ἀπογοητεύσεις καὶ περάσματα
πρωτότυπα καὶ ἀνήκουστα γιὰ τὴν ἱστορία τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους. Πρῶτοι ποὺ
πέταξαν στὰ σκουπίδια τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, καὶ μάλιστα ἀπὸ αὐτὲς ποὺ ἔφεραν
οἱ πρόγονοί τους μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς τους ἀπὸ τὶς χαμένες πατρίδες, ἦταν οἱ Ἰεχωβάδες.
Αὐτοὶ εἶναι οἱ πρῶτοι ποὺ βλαστήμησαν τὴν Παναγία, γιατὶ ἔτσι τοὺς ὑπαγόρευσε ἡ
διδασκαλία τῶν Ἑβραίων. Καὶ ὅμως ἡ ἀτολμιὰ καὶ ἡ δειλία τῶν κρατούντων ἐν τῷ
κράτει ἡμῶν, καθόλου δὲν τοὺς ἀπέρριψε. Δὲν τάραξε τὴν ἡσυχία τῆς ἀσέβειάς
τους. Ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ προσκρούσουμε στὰ δεδομένα τοῦ ἄπιστου κόσμου, τοὺς ἀφήσαμε
ἐλεύθερους νὰ καθυβρίζουν τὴν Παναγία, τὸν Σταυρὸ καὶ τοὺς Ἁγίους. Αὐγὰ πουλάει
στὸν πάγκο τῆς ἀγορᾶς ἡ κυρα-Λιόντρα, καὶ ἀντιλαλεῖ ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι
Θεός, ἄρα καὶ ἡ Παναγία δὲν εἶναι Θεοτόκος. Ἔχουν δὲ τόση θρασύτητα καὶ ἀναίδεια,
ποὺ σὲ προκαλοῦν νὰ χειροδικήσης. Αὐτὴ εἶναι μιὰ ἱστορία πονεμένη πολλῶν ἐτῶν.
Ἐφέτος ὅμως, φρεσκαρίστηκε ἡ ἀσέβεια στήν Παναγία ἀπὸ
κάποια καρακαηδόνα τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας. Ἅρπαξε τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, ὄχι
γιὰ νὰ τὴν προσκυνήση, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὴν πετάξη στὰ σκουπίδια! Ἀναγνώρισε ὅτι ὁ
κάδος εἶναι πολὺ μικρός, γιὰ νὰ πετάξη τὸν ἑαυτό της στὰ σκουπίδια, ἀλλὰ πολὺ
μεγάλος, γιὰ νὰ ρίξη τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Δὲν ἀναλογίσθηκε ποτὲ αὐτὴ ἡ
γυναίκα τὴν θέση ποὺ πῆρε στὸν κόσμο ἀπὸ τὴν Παναγία. Χωρὶς τὴν ἐλπίδα στὴν
Παναγία, τί θὰ ἦταν ὁ κόσμος; Καράβι ξαρμάτωτο καὶ ἀτιμόνευτο. Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ
στοιχειώδη εὐγένεια δὲν θὰ πᾶς τὸ σέβας ἑνὸς λαοῦ νὰ τὸ πετάξης, ἀφοῦ μάλιστα
πληρώνεσαι ἀπὸ τὸ κράτος γιὰ τὴν διακονία αὐτοῦ τοῦ λαοῦ. Γυναίκα ποὺ διδάχθηκε
τὰ περὶ Παναγίας καὶ ἤκουσε τὰ θαυμάσια ποὺ ἐπετέλεσε καὶ ἐπιτελεῖ κάθε μέρα στὸν
λαὸ τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀπιστεῖ καὶ καθυβρίζει συνειδητὰ τὴν Παναγία εἶναι τέρας
δυσειδέστατο ἐπάνω στὴν γῆ.
Δὲν μοῦ ἄρεσε τῆς ἱερᾶς Συνόδου ἡ ἐπιστολή. Ἂν ἡ ἀδικία
καὶ τὸ μῖσος εἶναι στὸ πρόσωπό μας, ἀλήθεια πρέπει νὰ τὴν συγχωρέσουμε. Ἅμα ὅμως
ἀναφέρεται στὰ τῆς πίστεως ἀπὸ ἄτομο βαπτισμένο καὶ μυρωμένο, δὲν ὑπάρχει «Τοῖς
μισοῦσι καὶ ἀδικοῦσιν ἡμᾶς συγχώρησον, Κύριε», ἀλλὰ πετιέται στὰ τάρταρα καὶ στὶς
ἀβύσσους καὶ ὑπόκειται στοὺς ἀναθεματισμοὺς τῶν ἁγίων Πατέρων. Ὁ πατέρας ἔχει τὸ
δικαίωμα καὶ νὰ εὔχεται καὶ νὰ καταρᾶται. Ἡ Παναγία δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὴν ὑπεράσπιση
τὴν δική μας.
Ἐμεῖς ὅμως ἔχουμε ἀνάγκη κάθε ἕναν ποὺ βλασφημεῖ τὴν Θεοτόκο Μαρία νὰ τὸν ἀπορρίπτουμε. Αὐτὸ εἶναι ὑποχρέωσή μας. Αὐτὸ τὸ ἔχουμε ἐμεῖς ἀνάγκη καὶ δὲν θὰ φεισθοῦμε νὰ λέμε κάθε μέρα «μοῦτζα σου καὶ τύφλα σου». Ἐμεῖς τὴν Παναγία τὴν ἔχουμε μετὰ τὸν Χριστὸ στὶς ἐκκλησίες μας, στὰ εἰκονίσματά μας, στὰ φυλακτά μας. Αὐτὴ ἡ πίστη δὲν ἔχει τέλος. Αὐτὴ ἡ πίστη ἐνισχύεται κάθε μέρα μὲ τὶς Παρακλήσεις, μὲ τοὺς Χαιρετισμούς, μὲ τὴν ἀπέραντη λατρευτικὴ πορεία τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐμεῖς ὅμως ἔχουμε ἀνάγκη κάθε ἕναν ποὺ βλασφημεῖ τὴν Θεοτόκο Μαρία νὰ τὸν ἀπορρίπτουμε. Αὐτὸ εἶναι ὑποχρέωσή μας. Αὐτὸ τὸ ἔχουμε ἐμεῖς ἀνάγκη καὶ δὲν θὰ φεισθοῦμε νὰ λέμε κάθε μέρα «μοῦτζα σου καὶ τύφλα σου». Ἐμεῖς τὴν Παναγία τὴν ἔχουμε μετὰ τὸν Χριστὸ στὶς ἐκκλησίες μας, στὰ εἰκονίσματά μας, στὰ φυλακτά μας. Αὐτὴ ἡ πίστη δὲν ἔχει τέλος. Αὐτὴ ἡ πίστη ἐνισχύεται κάθε μέρα μὲ τὶς Παρακλήσεις, μὲ τοὺς Χαιρετισμούς, μὲ τὴν ἀπέραντη λατρευτικὴ πορεία τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀλλὰ ἡ λύπη μας γίνεται πιὸ βαθειὰ καὶ πιὸ μεγάλη,
γίνεται τρανή, γιατὶ αὐτὴ δὲν εἶναι γραμμὴ μόνον αὐτῆς τῆς ἐλαχίστης ὑπαλλήλου,
ἀλλὰ τοῦ ἴδιου τοῦ κρατοῦντος συστήματος. Ἂν παρακολουθήσης σὲ ἐκκλησιαστικὴ
τελετὴ προσφώνηση πολιτικοῦ, θὰ ἐννοήσης ὅτι συστηματικὰ ἀποφεύγει κάθε λέξη ποὺ
ἀναφέρεται στὸν χῶρο τῆς πίστεως. Μπορεῖ νὰ χαρακτηρίση τὸν λαὸ φίλεργους,
φιλότιμους, εὐγενεῖς, φιλόξενους, ἐκτὸς ἀπὸ πιστούς. Χρόνια ἔχουμε νὰ ἀκούσουμε
ἀπὸ πολιτικό: «Μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ θὰ προχωρήσουμε». Τελείως ἀλλοτριωμένος ὁ
λόγος τους ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς πίστεως. Μὲ μουσκεμένο σφουγγάρι σβήσαμε κάθε ἀναφορὰ
ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς πίστεως. Καψίλες καὶ καπνοὺς γέμισε ὁ κόσμος ἀπ᾽ τὰ κεριὰ τῶν
πατέρων μας, ποὺ τά σβήνει τῶν κρατούντων ἡ ἀπιστία. Ὁ Σταυρὸς τοὺς πειράζει, ἡ
Παναγία τοὺς ἐνοχλεῖ, οἱ καμπάνες κάνουν ἠχορρύπανση, ἐνῶ τὰ ντάπα-ντούπα τῶν
κέντρων καταστροφῆς τοῦ κόσμου δὲν μολύνουν τὴν ἀτμόσφαιρα! Ἀπὸ τὸ μεσαῖο πόδι
τῆς Χαλκιδικῆς τὸ ντάπα-ντούπα φτάνει κάθε βράδυ στὸ τρίτο πόδι. Ὅσο πάει καὶ αὐξάνει
ἡ συρμαγιὰ τοῦ διαβόλου. Καί πᾶνε νὰ βάλουνε ὅρια καὶ νὰ μεταθέσουνε ὅρια στῆς
πίστης τὶς χαρὲς καὶ στὶς ἀναπαύσεις τοῦ λαοῦ. Τὸ χίλια ἑπτακόσια τόσο, στὸ
καθολικὸ τοῦ μοναστηριοῦ τῆς Θεοσκεπάστου Παναγίας στὸν Πόντο, συνάχθηκαν οἱ Ἕλληνες,
γιὰ νὰ ὁμολογήσουν ὅτι δὲν εἶναι μουσουλμάνοι, εἶναι «ρούμ», καὶ ζήτησαν νὰ
κτυποῦν τὶς καμπάνες καὶ νὰ γιορτάζουν τὸ Πάσχα στὸ προαύλειο τῆς ἐκκλησίας καὶ
τὰ Θεοφάνεια στὰ νερά.
Φωτοβολίδες εἶστε καὶ γρήγορα θὰ σβήσετε καὶ
κορνιαχτὸς θὰ γίνουν τὰ ἔργα σας. Ἀρκετὰ ταλαιπωρήσατε τοὺς ἀνθρώπους τοῦ
μόχθου καὶ τοῦ κόπου. Κάτω τὰ εἴδωλά σας. Τραβηχθῆτε ἐκεῖ ποὺ δὲν ἐπισκοπεῖ ὁ
Θεὸς καὶ δὲν ζοῦν ἄνθρωποι, ἀλλὰ δυνάμεις δαιμονικὲς καὶ καταστρεπτικές.
Σχίστηκε ἡ σημαία σας, κουρελιάστηκε, δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ κυματίζη. Φοβηθῆτε τὸν
Θεὸν καὶ ἐξαφανισθῆτε.
Ἀλλὰ αὐτὴν τὴν ὥρα μοῦ βγαίνει καὶ μιὰ κραυγὴ πόνου
γιὰ τὸ Ὄρος ποὺ ἐγκαταβιῶ. Ὅλα τὰ σκηνώματα, ὅλες οἱ σπηλιὲς καὶ οἱ ὀπὲς τῆς γῆς
γέμισαν ψάρια. Γι᾽ αὐτὸ δὲν μποροῦμε καὶ στὴν θάλασσα νὰ βροῦμε ψάρια. Ἡ ἀφωνία
τῶν ἐνασκουμένων μοῦ θυμίζει τῶν ψαριῶν τὴν κατάσταση. Δὲν ἀσημίζουν πιὰ οἱ
κέφαλοι στοῦ πελάγους τὰ νερά. Παντοῦ σιωπὴ καὶ ἀφωνία. Ἐπιτέλους κράξατε καὶ
φωνάξατε: «Μιὰ τέτοια Ἑλλάδα δὲν τὴν θέλουμε. Καὶ κάτω ἀπὸ μιὰ τέτοια ἄπιστη ἐπικράτεια
δὲν θέλουμε νὰ ζήσουμε. Ψάχνουμε ἄρχοντες πιστοὺς νὰ τοὺς πολυχρονίσουμε καὶ νὰ
ζητήσουμε τὴν ἀρωγή τους.»
Γρηγόριος ὁ Ἀρχιπελαγίτης