Οἱ Γεροντάδες μου καλὰ δόμησαν αὐτὸ τὸ κτίσμα. Δὲν ἔχει βέβαια ἐπιχρίσματα, δὲν ἔχει σοβάδες,... Ἂς φαίνεται, εἶπα, ἡ
ξερολιθιά,
ὅπως στὰ
πεζούλια
καὶ
στὰ
δαμάκια
τῆς πατρίδας μου· κρατάει τὸ χῶμα καὶ ριζώνει τ᾽ ἀμπέλι κι ἡ ἐλιά.
Μπήκαμε, μὲ τοῦ Θεοῦ τὴν βοήθεια, στὸ
φθινόπωρο. Σὲ πολλὰ
μέρη
τῆς πατρίδας μας τὴν Παναγία ποὺ γιορτάζουμε στὶς 8 Σεπτεμβρίου τὴν ὀνομάζουν Παναγία ἡ Βροντιανή, γιατὶ
αὐτὴν τὴν ἐποχὴ ἀρχίζουν τὰ προμηνύματα τοῦ
χειμῶνα· ὄχι μόνο τοῦ
φυσικοῦ
χειμῶνα, ἀλλὰ
τώρα
καὶ
τοῦ
πνευματικοῦ.
Πολλοὶ
μπουμπουνίζουν ὅτι ἑτοιμάζονται νὰ κάνουν ἐπίθεση δριμύτατη στὸν Δοχειαρίτη ἡγούμενο. Πράγματι, τὴν χρειάζομαι. Γνωρίζω ὅτι εἶμαι ἕνα ξεροντούβαρο καὶ κάθε λυσσαλέος ἄνεμος μπορεῖ νὰ μὲ διαπεράση, ἀλλὰ
-δόξα
τῷ
Θεῷ-
πιστεύω
ὅτι οἱ Γεροντάδες μου καλὰ δόμησαν αὐτὸ τὸ κτίσμα. Δὲν ἔχει βέβαια ἐπιχρίσματα, δὲν ἔχει σοβάδες, γιατὶ
αὐτοὺς ἔπρεπε νὰ τοὺς τοποθετήσω ἐγώ. Ράθυμος ὤν, οὐδέποτε τὸ ἐπεχείρησα. Ἂς φαίνεται, εἶπα, ἡ
ξερολιθιά,
ὅπως στὰ
πεζούλια
καὶ
στὰ
δαμάκια
τῆς πατρίδας μου· κρατάει τὸ χῶμα καὶ ριζώνει τ᾽ ἀμπέλι κι ἡ ἐλιά.
Κάποιο «βῆμα» ἀρνήθηκε νὰ βάλη ἐπώνυμα ἄρθρα καὶ ἔβαλε ἀνώνυμα, γιὰ
νὰ
εἶναι συνεπὲς μὲ τὴν ὀντολογία τῆς δημοσιογραφίας! Τὰ ἀνώνυμα ἄρθρα εἶναι ρόμπες ποὺ φορᾶνε ἄνδρες. Τὸ «βῆμα» πολὺ
εὔστοχα τὸν ὀνομάζει ἐπισκέπτη καὶ ὄχι προσκυνητή. Ἄλλη ἡ
ψυχολογία
τοῦ
προσκυνητῆ
καὶ
ἄλλη τοῦ
ἐπισκέπτη. Στὰ
τριάκοντα
ἔτη ποὺ ἐπισκέπτεται τὸ Ἅγιον Ὄρος δὲν ἔλαχε νὰ περάση καὶ
ἀπὸ
τὴν Μονὴ Δοχειαρίου; Σίγουρα εἶναι καλοζωισμένος καὶ δὲν εἰσέρχεται στὸ Ὄρος ἐκεῖ ποὺ τὸν κατευθύνει ὁ Θεός, ἀλλὰ
ἡ
καλοπέρασή του. Ἐκεῖ
ποὺ
δὲν θὰ βρῆ τὸν παραδοσιακὸ
ξενῶνα, ἀλλὰ
πανσιόν.
Κάποιες μοναχὲς πῆγαν σὲ γιορτὲς ποὺ ἐτελοῦντο σὲ νησί. Τὶς ὡδήγησαν σὲ ἕνα μοναστηράκι καὶ προθυμοποιήθηκαν οἱ δύο μοναχὲς νὰ τὶς φιλοξενήσουν στὸ ἡσυχαστήριό τους. Ἡ
ἀπάντηση τῆς προϊσταμένης ἦταν: «Μᾶς ἔχουν κλείσει πανσιὸν στὴν πρωτεύουσα τοῦ
νησιοῦ».
Ἂν μπορῆς, ἀνώνυμε, μέτρα καὶ
λογάριασε
μοναχισμό.
Φιλοξενήθηκα
σὲ
κάποια γιορτὴ
σὲ
ἁγιορείτικο μοναστήρι. Μοῦ
παραχώρησαν
κελλὶ
μὲ
μπάνιο καὶ
μὲ
σαμπουάν. Ἔκτοτε, οὔτε ξαναπῆγα οὔτε ξαναφιλοξενήθηκα. Ἐπεσκέφθηκα μητροπολίτη. Ἔμεινα κατάπληκτος.
- Σεβασμιώτατε, δὲν ἔχετε ἕνα στρωσίδι στὸ γραφεῖο σας μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ χειμῶνα;
- Δὲν ὑπάρχει.
Ζήτησα
τουαλέτα.
Κι
ἐκεῖ
βρῆκα σαπούνι πράσινο, σὰν αὐτὸ ποὺ εἶχα καὶ στὸ χωριάτικο σπίτι μου. Κέκλικεν ἡ
ἡμέρα. Μᾶς παρακαλεῖ
νὰ
μᾶς φτιάξη ὁ ἴδιος μία σούπα, καυχώμενος μάλιστα ὅτι τὶς πετυχαίνει πολὺ
καλά.
Αὐτὸν τὸν μητροπολίτη μὲ ποιόν νὰ τὸν συγκρίνω;
Ἀντικαθιστώντας γιὰ
λίγη
ὥρα στὸ
γραφεῖο του ἕναν παραγγελιοδόχο τοῦ
Ὄρους, πῆρα παραγγελίες ἀπὸ
τὴν βαθειὰ τὴν ἔρημο γιὰ ἐδώδιμα ποὺ ἐγὼ οὔτε ἤξερα οὔτε γνώριζα οὔτε γεύθηκα ποτέ μου.
- Ἄνθρωπέ μου -τοῦ
λέω-
πῶς αὐτοὶ οἱ ἐρημίτες γνωρίζουν τόσες ποικιλίες τροφίμων;
- Γέροντα, ἐδῶ δὲν μιλοῦμε, δὲν σηκώνει συζήτηση.
Καὶ
αὐτά, ὅταν ἐγὼ στὸ μοναστήρι μου στερούμουνα καὶ τὸν ἐπιούσιο ἄρτο. Βάστα με, ἐπισκέπτα τοῦ
Ὄρους, γιατὶ
ἐγὼ ὁ «λαϊκιστὴς» θὰ πέσω κάτω.
Ἀποκαλεῖ
τὴν ἀπλότητα τῶν λόγων μου «λαϊκισμούς». Ἀλήθεια, ζῶ μέσα στὸν λαὸ καὶ προτιμῶ
νὰ
ἀκροάζωμαι τοὺς κτύπους τῆς καρδιᾶς τῶν πονεμένων ἀνθρώπων, παρὰ
νὰ
εἶμαι αἰθέριος καὶ νὰ γράφω τὰ κατάλοιπα τοῦ Δὸν Κιχώτη. Ἡγούμενος εἶπε ὅτι στὴν ἐκταφὴ τοῦ ὁσίου Ἀμφιλοχίου εὐωδίασε ὅλη ἡ νῆσος Πάτμος. Κανεὶς ἀπὸ τοὺς παρόντες δὲν ὡμολόγησε τέτοιο πρᾶγμα. Ὁ
ἴδιος προλογίζει βιβλιαράκι μὲ ὀπτασίες καὶ ὑπέρθεες ὁράσεις, σὰν αὐτὸ ποὺ διηγοῦνται καὶ διατυμπανίζουνε κάποια ὑπερφίαλα μυαλὰ τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἐδῶ καὶ μερικὰ χρόνια, ὅτι στὶς ἐρημιὲς τοῦ Ὄρους κυκλοφοροῦν ἕξι-ἑπτὰ γυμνοὶ μοναχοί. Καὶ
λέγονται
κατὰ
κόρον
αὐτά, γιατὶ
ξέρουν
πολὺ
καλὰ
ὅτι ὁ
λαὸς ἀρέσκεται στὰ ὑπερφυσικά. Καὶ
δὲν ἀρνοῦμαι ὅτι ὑπάρχουν καὶ στὴν ἐποχή μας, ἀλλὰ
φοβᾶμαι ὅτι θὰ ξεπεράσουμε καὶ τὶς ὁράσεις καὶ τὶς προρρήσεις ἑνὸς λαοῦ βόρειου ποὺ εὐσεβίζει καὶ μᾶς γέμισε μὲ βιβλία θείων ὁράσεων, ποὺ οὔτε οἱ Ἀπόστολοι δὲν μᾶς ἄφησαν στὴν Γραφὴ καταγεγραμμένα. Δὲν μπορῶ νὰ πιστεύσω ὅτι ἡγούμενος εὑρισκόμενος στὴν Θεσσαλονίκη βλέπει καὶ παρακολουθεῖ
τοὺς μοναχούς του στὸ μοναστήρι. Δὲν μπορῶ νὰ χωνέψω ὅτι ἡγούμενος λειτουργοῦσε στὶς μέρες μας καὶ στεκότανε μισὸ μέτρο ἀπὸ τὴν γῆ.
Στὸν παρακείμενο ἀρσανᾶ
τῆς Μονῆς Δοχειαρίου πρὸ καιροῦ βρέθηκαν δύο μοναχοὶ νὰ ἔχουν ὑπὸ τὴν κατοχή τους εἰκόνα ποὺ τάχατες μυρόβλυζε. Καραβάνια μοναχῶν, καὶ
πεπαιδευμένων μάλιστα, κατέφευγαν νὰ προσκυνήσουν. Δίπλα ἤμουνα καὶ
τσάπιζα τὸ μπαΐρι μου. Καὶ
οὔτε ἀπ᾽
ἔξω δὲν σκέφθηκα νὰ περάσω. Σὲ λιγάκι ἦρθε ἔνας ἀπ᾽ αὐτοὺς καὶ μοῦ ἀποκάλυψε ὅλη τὴν τραγικότητα τῆς ζωῆς μεταξύ τους καὶ τὸ κόλπο τῆς ἀνάβλυσης τοῦ μύρου στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Ἀληθινὰ
οἴκτιρα, κρατώντας τὴν παράδοση τοῦ
ὁσίου Ἀμφιλοχίου, τοὺς μοναχοὺς ποὺ ἤθελαν νἀ ὀσφρανθοῦν μῦρο γιὰ νὰ ἐνισχυθῆ ἡ πίστη τους καὶ
ὁ
ἀσκητικὸς ἀγῶνας τους. Αὐτά, ἐπισκέπτα τοῦ
Ἁγίου Ὄρους, εἶναι λαϊκισμοί, εἶναι φαντασίες; Βάλε κόσκινο μπροστὰ στὸ πρόσωπό σου, γιὰ
νὰ
μὴν ἐντρέπεσαι.
Ἀφοῦ
ἔχουμε τόσες ἀλήθειες, γιατί προσπαθοῦμε μὲ θρύλους καὶ μυθεύματα νὰ διδάξουμε τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ; Οἱ ἄνθρωποι ἄφησαν τὴν μελέτη τῆς Γραφῆς καὶ μελετοῦνε σύγχρονους Γεροντάδες, ποὺ προσφέρουν προφητεῖες ἐθνικὲς καὶ θρησκευτικές, καὶ
διδαχὲς πρωτάκουστες, ποὺ κι ἐμᾶς, ὅταν μᾶς ρωτᾶν οἱ ἄνθρωποι γι᾽ αὐτὰ ποὺ διάβασαν, βρισκόμαστε σὲ δύσκολη θέση ν᾽ ἀπαντήσουμε. Ὁ
«χαμογελαστὸς» Γέροντας πόσες φορὲς εἶπε στοὺς ἀνθρώπους «Συνάξετε τρόφιμα, γιατὶ
σὲ
λίγο
θὰ
γίνη
πόλεμος».
Ἀπήντησα πραγματικὰ
εἰρωνικά: «Ἐσεῖς, ἀφοῦ
πιστεύετε
αὐτὸν τὸν προφήτη, ἀγοράστε τρόφιμα. Ἀλλά, ἂν δῆτε ὅτι πέρασε ὁ
καιρὸς τοῦ πολέμου καὶ
πόλεμος
δὲν ἔγινε, δῶστε τα σὲ μένα κι ἐγὼ τὰ τρώγω καὶ ληγμένα».
Πόσο
εὐλαβικὰ
αὐτὸς ὁ Γέροντας ἔλεγε τὸ τοῦ Παύλου «ἔχοντες τροφὰς καὶ σκεπάσματα ἀρκετόν ἐστι». Οἱ πιστοὶ
ρωτοῦσαν:
- Αὐτοὶ γιατὶ δὲν ἀρκοῦνται στὶς τροφὲς καὶ στὰ σκεπάσματα;
- Ρωτῆστε τὸν ἴδιο ποὺ σᾶς τὰ δίδαξε.
Ὅσο μὲ κρατοῦσαν οἱ δυνάμεις μου ἐπισκεπτόμουνα τὰ ἱερὰ σκηνώματα. Στὰ
χέρια
τῶν παλιῶν οὔτε εὐωδιάζανε οὔτε μυροβλύζανε τὰ ἱερὰ καὶ ὅσια. Πιστεύω ἀκράδαντα ὅτι, ὅπως ὑπάρχει τὸ αἰσθητὸ μῦρο, ὑπάρχει καὶ
τὸ
νοητό.
Αὐτὸ ὅμως τὸ νοητὸ ἀναδίδεται σὲ ἔκτακτες περιπτώσεις, ποὺ δὲν ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὸν σκευοφύλακα τοῦ μοναστηριοῦ, ἀλλὰ
ἀπὸ
τὴν πίστη τῶν προσερχομένων. Δὲν μπορῶ νὰ κοροϊδεύω οὔτε τὸν Θεὸν οὔτε τοὺς πονεμένους πιστούς. Οὔτε ἀνευλαβὴς εἶμαι, οὔτε ἀσεβὴς εἶμαι, ἀλλὰ
κρατῶ
τὴν διδασκαλία τῆς Γραφῆς «μὴ πολυευσεβήσῃς, ἵνα μὴ ἀσεβήσῃς». Γι᾽
αὐτό, οὐδέποτε συνώδευσα ἀντίγραφο τῆς ἁγίας εἰκόνος τῆς Γοργοϋπηκόου, ὅπου καὶ
νὰ
πῆγε.
Τὸ
ὑπερφυσικὸ
στοιχεῖο ὑπάρχει στὴν Ἐκκλησία. Ἐμεῖς ὅμως ποὺ φορᾶμε τὰ ράσα νὰ μὴ γινώμαστε κατεργαραῖοι, ἀλλὰ
νὰ
θυμώμαστε
τὸ
ἀποστολικὸ
καὶ
πατροπαράδοτο λόγιο «Μέγας πορισμὸς ἡ εὐσέβεια» καὶ
νὰ
εἴμαστε συγκρατημένοι. Γι᾽
αὐτό, παρακαλῶ
τὸν ἀνώνυμο ἐπιστολογράφο νὰ μαζέψη τὶς φτεροῦγες του, προτοῦ
λυώσει
τὸ
κερὶ
ποὺ
τὶς κόλλησε στὰ φτερά του. Αὐτὰ ποὺ οἱ αἰῶνες δὲν διατυπώσανε, τὰ διατυπώσαμε καὶ τὰ διαλαλήσαμε στὸν κόσμο τὰ τελευταῖα ὀλίγα χρόνια. Ἂν κάποιος μοῦ διηγεῖτο σ᾽ αὐτὸν τὸν τόπο τοὺς κόπους καὶ τοὺς ἀγῶνες τῆς μετάνοιας, σημαία θὰ τὰ ἔκανα στὴν ζωή μου. Αὐτὰ θέλω ν᾽ ἀκούσω: τὰ δάκρυα τῆς μετάνοιας, τὴν τήξη τοῦ σώματος, τῆς ἀληθινῆς ἀγρυπνίας τὴν καρτερία καὶ τὴν ὑπομονή. Στὰ
πανηγύρια
πιὰ
σ᾽
αὐτὸν τὸν τόπο ἔχει ἐμφιλοχωρήσει τόσο κοσμικὸ πνεῦμα, ποὺ ὅποιος τὸ συναισθάνεται κάμπτει γόνυ καὶ λέγει: «Κύριε, συγχώρεσέ με».
Ἀδελφοί μου, τὴν ἀλήθεια νὰ δώσουμε καὶ μόνον αὐτήν. Ὄχι φιέστες, ὄχι προβολές, ἀλλὰ
ἀφάνεια. Ἀγαπήσατε τὰ φυτὰ ποὺ βγαίνουν στὶς ἀκτὲς τῶν νησιῶν καὶ οἱ ἄνθρωποι τὰ ὀνομάζουν «ἀφάνες».
Ὄχι θεραπεῖες δυσαπόδεικτες καὶ ἀορίστου τόπου καὶ χρόνου. Καὶ
ὄχι θαύματα ἀνώνυμα καὶ
τόσο
μακριὰ
ἀπὸ
μᾶς, ποὺ οὔτε οἱ Ἄγγελοί μας δὲν μποροῦν νὰ τὰ φέρουν κοντά μας. Διαβάζω ἐδῶ καὶ χρόνια τὰ θαύματα τῆς Γοργοϋπηκόου ποὺ ἔγραψαν οἱ παλιοί. Ἔγιναν σὲ συγκεκριμένο τόπο, σὲ συγκεκριμένο πρόσωπο καὶ τὴν ἀνάμνησή τους γιορτάζουμε οἱ πιστοὶ
μέχρι
σήμερα.
Ἡ
νεοφανὴς Παναγία ἡ Παντάνασσα θεράπευσε καρκινοπαθῆ πίσω ἀπὸ
τὰ
Καρπάθια ὄρη. Πίστευε καὶ
μὴ
ἐρεύνα, γιὰ
νὰ
μὴ
σκανδαλίζης
τὸν ἀνώνυμο ἐπιστολογράφο τοῦ Ὀρθοδόξου Βήματος. Βρέ, ὁ
ἄρχοντας τοῦ
κόσμου
τούτου
εἶναι ὁ
μαμωνᾶς, ἐσὺ θὰ τὸν ἀλλάξης;
Τὸν καίσαρα τὸν τιμῶ, αὐτὸν ποὺ συνεχίζει τὴν ἑλληνικὴ καὶ ὀρθόδοξη παράδοση. Ὄχι βέβαια μὲ Εὐαγγέλια καὶ κωδωνοκρουσίες καὶ
λιβάνια
καὶ
κεριά,
γιατὶ
πολλοὶ
ἀπὸ
αὐτοὺς δὲν ἀσπάζονται τὸ Εὐαγγέλιο. Ἐὰν ὅμως ὑπογράφη νόμους ἀντίθεους καὶ ἀντίχριστους, κρατάω τὸ τυπικὸ τῆς Μονῆς Δοχειαρίου, πῶς ὑποδεχότανε τὸν καϊμακάμη τὰ χρόνια τῆς σκλαβιᾶς.
Καὶ
τὸν ἐπίσκοπο τιμῶ. Ὁ
μακαριστὸς Σωτήριος Γυθείου ὡμολόγησε: «Σ᾽ αὐτὴν τὴν Μονὴ αἰσθάνθηκα πραγματικὸς ἐπίσκοπος». Αὐτὸς βέβαια εἶναι κεκοιμημένος. Μπορεῖς νὰ ρωτήσης ἐπιζῶντας, Καρυστίας Σεραφείμ, Δράμας Παῦλο κ.ἄ., ἂν ἔτυχαν τῶν τιμητικῶν διακρίσεων, ὁσάκις προΐσταντο στὶς ἑορτὲς τῆς Μονῆς.
Ὁμολογεῖς ὅτι εἶδες σκαφτιάδες στὸ Ὄρος. Αὐτοὺς ποὺ εἶδες νὰ σκάπτουν μέσα στοὺς κήπους τοὺς μέτρησες καλά; Πόσοι ἦταν οἱ μοναχοὶ καὶ πόσοι οἱ Ἀλβανοί;
Ἐάν, ἀνώνυμε ἐπιστολογράφε, ζῆς στὸ Ὄρος, φόρεσε τριβώνιο. Ἂν ζῆς στὸν κόσμο, κατέβα μὲ τὰ παιδιὰ
τῆς γειτονιᾶς σου καὶ παῖξε σβοῦρες καὶ μπίλιες· παλιὰ
παιγνίδια
τῆς φτωχολογιᾶς.
Γρηγόριος ὁ Ἀρχιπελαγίτης