Κυριακή 10 Σεπτεμβρίου 2017

ΕΛΕΙΨΕ Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ…Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου

Κυριακὴ πρὸ τῆς Ὑψώσεως (Ἰωάν. 3,13-17)
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΚΤΥΠΑ ΤΗΝ ΘΥΡΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

«Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον…» (Ἰωάν. 3,16)

ΟΣΟΙ εἶσθε ἐδῶ, θὰ διαβάζετε διάφορα περιοδικὰ καὶ βιβλία, ἀλλὰ δὲν ξέρω ἂν ἀγαπᾶτε τὸ ἅγιο καὶ ἱερὸ Εὐαγγέλιο. Ὑπάρχουν Χριστιανοὶ ποὺ ἀκοῦνε τὸ Εὐαγγέλιο μόνο μιὰ φορὰ τὴ ᾿βδομάδα, τὴν Κυριακὴ στὴν ἐκκλησία. Ὑπάρχουν ἄλλοι ποὺ ἀκοῦνε τὸ Εὐαγγέλιο δυὸ – τρεῖς φορὲς τὸ χρόνο, ὅταν πηγαίνουν στὴν ἐκκλησία τὰ Χριστούγεννα καὶ τὴ Λαμπρή. Ὑπάρχουν δὲ καὶ Χριστιανοὶ ποὺ οὐδέποτε ἀκοῦνε τὸ Εὐαγγέλιο, παρὰ μόνο μιὰ φορά, ὅταν εἶνε στὸ μέσον τοῦ ναοῦ νεκροὶ στὸ φέρετρο… Ἐσεῖς σὲ ποιά κατηγορία ὑπάγεσθε; Ξέρω ὅμως, ὅτι καὶ σ᾿ αὐτὰ τὰ σατανικὰ χρόνια ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ἄντρες καὶ γυναῖκες, ποὺ ἀγαποῦν τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸ διαβάζουν καθημερινῶς. Ἔτσι ἦταν ἄλλοτε, στὰ εὐλογημένα χρόνια, στὴ Μικρὰ Ἀσία. Μαζευόταν στὸ σπίτι ἡ οἰκογένεια ὅταν πιὰ βασίλευε ὁ ἥλιος, καὶ πρὶν πέσουν νὰ κοιμηθοῦν ἔπιανε ὁ πατέρας καὶ διάβαζε τὸ Εὐαγγέλιο· κι ἀκούγανε τὰ παιδιά, καὶ ἅγιαζε ὁ τόπος. Τότε τὸ σπίτι ἤτανε ἐκκλησία. Μάλιστα.
Τὸ Εὐαγγέλιο λοιπὸν εἶνε γεμᾶτο νοήματα πολύτιμα. Ἂν ἀνοίξουμε τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο, θὰ δοῦμε μπροστά μας ἕνα διαμάντι πρώτου μεγέθους, ποὺ φωτίζει. Λένε, ὅτι τὸ διαμάντι καὶ μέσα στὸ σκοτάδι λάμπει· τὴ νύχτα τὴν κάνει μέρα. Ἕνα τέτοιο διαμάντι ἀπείρου ἀξίας, ἕνα χωρίο στὸ ὁποῖο συγκεφαλαιοῦται ὅλο τὸ βάθος τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ μας, εἶνε αὐτὸ ποὺ ἀκούσαμε σήμερα. Τί λέει;

* * *

«Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰωάν. 3,16). Ὁ Κύριος ἐδῶ ὁμιλεῖ περὶ ἀγάπης. Ὑπάρχουν λογιῶν – λογιῶν ἀγάπες· ἀγάπες ποὺ καῖνε καὶ ἀγάπες ποὺ δροσίζουν, ἀγάπες τοῦ διαβόλου καὶ ἀγάπες τοῦ Θεοῦ. Διαλέξτε καὶ πάρτε.
Χωρὶς ἀγάπη δὲ᾿ ζῇ ὁ κόσμος. Ἀγαπάει ὁ πατριώτης τὸν πατριώτη του, ὁ φίλος τὸ φίλο του, ὁ συγγενὴς τὸ συγγενῆ του, ὁ ἄντρας τὴ γυναῖκα του κ᾿ ἡ γυναίκα τὸν ἄντρα της, ἀγαποῦν τὰ παιδιὰ τὸν πατέρα κι ὁ πατέρας τὰ παιδιά του· προπαντὸς ὅμως ἀγαπάει ἡ μάνα τὸ παιδί, καὶ δίνει γι᾿ αὐτὸ τὰ πάντα. Ἀλλὰ πέρα καὶ πάνω ἀπὸ τὶς ἀγάπες αὐτὲς εἶνε μιὰ ἄλλη ἀγάπη, ποὺ δὲν τὴ νιώθουμε καὶ γι᾿ αὐτὸ εμαστε δυστυχεῖς. Ὅλες τὶς ἄλλες ἀγάπες τὶς γευόμεθα στὸν κόσμο αὐτόν, καὶ στὸ τέλος μᾶς πικραίνουν καὶ μᾶς φαρμακώνουν· ἀλλ᾿ αὐτὴ δὲν τὴ γευόμεθα. Ποιά εἶνε ἡ ἀγάπη αὐτή; Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ! Γι᾿ αὐτὴν ἀκούσαμε σήμερα· «Οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον…».
Ὁ Θεός, ἀδελφοί μου, ἀγαπάει τὸν ἄνθρωπο. Ποῦ φαίνεται αὐτὴ ἡ ἀγάπη; Τυφλὸς ὅποιος δὲ᾿ βλέπει τὸν ἥλιο, μὰ πιὸ τυφλὸς ἐκεῖνος ποὺ δὲ᾿ βλέπει τὶς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ. Ὅπου κι ἂν στραφοῦμε, συναντοῦμε τὰ δείγματα μιᾶς ἀπείρου ἀγάπης του. Ὁ ἥλιος ποὺ μᾶς φωτίζει καὶ μᾶς θερμαίνει, τὸ νεράκι ποὺ μᾶς ποτίζει, ὁ ἀέρας καὶ τὸ ὀξυγόνο ποὺ χωρὶς αὐτὸ δὲ᾿ ζοῦμε, τὰ δέντρα μὲ τοὺς καρπούς, τὰ πουλιὰ ποὺ κελαηδοῦν, τὰ ψάρια στὴ θάλασσα, τὰ ζῷα ποὺ μᾶς ὑπηρετοῦν, τὰ πάντα τοῦ Θεοῦ εἶνε. Κι ἂν ῥίξουμε μιὰ ματιὰ στὸν ἑαυτό μας, πάλι θὰ δοῦμε τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Τὰ μάτια, τὰ αὐτιά, ὅλες οἱ αἰσθήσεις, ἡ καρδιά, ὁ ἐγκέφαλος, τὸ μυαλὸ ποὺ λύνει προβλήματα καὶ κάνει ἐφευρέσεις, ὅλα τοῦ Θεοῦ εἶνε.
Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ αὐτὲς τὶς ὑλικὲς εὐεργεσίες, ὑπάρχουν, ἀδελφοί μου, ἄλλες εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ, ἀκόμη μεγαλύτερες καὶ σπουδαιότερες, ἀνεκτίμητες. Δὲν εἶνε αὐτὰ ποὺ βλέπουμε. Εἶνε κάτι ἄλλο· καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς ὑπενθυμίζει σήμερα τὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο.
Τί εἴμεθα ὅλοι μας; Βγάλε τὰ γράμματα καὶ τὶς τέχνες μας, βγάλε ὅλ᾿ αὐτὰ τὰ μπιχλιμπίδια ποὺ φέρουμε. Ἂν μᾶς ξεγυμνώσῃ ὁ ἄγγελος, τί εμεθα; Σκουλήκια βρώμερα καὶ ἀκάθαρτα. Τί εμεθα; Κἂν βασιλεῖς, κἂν μεγιστᾶνες, κἂν στρατηγοί, κἂν πλούσιοι, κἂν μεγάλοι… Ὅ,τι νά ᾿σαι, ἕνα βρωμερὸ σκουλήκι εἶσαι, ἁμαρτωλὸς εἶσαι. Τί μᾶς ἁρμόζει; Νὰ γίνουν τὰ ἄστρα ἀστροπελέκια καὶ νὰ μᾶς κάψουν, νὰ φουσκώσῃ ἡ θάλασσα καὶ νὰ μᾶς πνίξῃ, νὰ σεισθῇ τὸ ἔδαφος καὶ νὰ μὴ μείνῃ λίθος ἐπὶ λίθον. Καὶ ὅμως ὁ Θεὸς μακροθυμεῖ. Δόξα τῇ μακροθυμίᾳ σου, Κύριε! Μᾶς ἀνέχεται ὁ Θεός, μᾶς ἀγαπᾷ ὁ Θεός. Καὶ ἡ ἀγάπη του ποῦ ἔφθασε; Ἂν τὸ πῶ, δὲν τὸ αἰσθανόμεθα, κάποιος σως καὶ θὰ χασμουρηθῇ. Δὲν ὑπάρχει μέτρο, δὲν ὑπάρχει ζυγαριὰ νὰ ζυγίσῃς ἐκείνη τὴν ἄπειρον ἀγάπη. Εἶνε ἡ ἀγάπη ποὺ θὰ δοῦμε στὶς 14 Σεπτεμβρίου. Τὰ λουλούδια, τὰ ζῷα, τὰ πουλιά, ἡ θάλασσα, ὁ ἥλιος, τὰ ἄστρα, ὅλα φωνάζουν ἀγάπη. Ὅταν ὅμως ῥίξῃς τὸ βλέμμα στὸ σταυρό, τότε ἡ ἀγάπη φθάνει σὲ τέτοιο ὕψος, ποὺ ἰλιγγιᾷ ὁ νοῦς, ἰλλιγιοῦν καὶ οἱ ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι, καὶ ὁ ἄνθρωπος πέφτει προσκυνεῖ καὶ λέγει· Χριστέ, σ᾿ εὐχαριστῶ.
Ὤ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μας! Δὲν ἔστειλε ἐδῶ στὸν κόσμο κάποιον ἄγγελο ἢ ἀρχάγγελο· ἔστειλε τὸ μονάκριβο παιδί του, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ποὺ δέχτηκε νὰ σταυρωθῆ. Πῶς, ἀδελφοί μου, νὰ περιγράψω αὐτὸ τὸ μυστήριο; Μὲ ποιά γλῶσσα νὰ σᾶς κάνω νὰ αἰσθανθῆτε αὐτὴ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μας, ποὺ ἀπέθανε πάνω στὸ σταυρὸ γιὰ μένα καὶ γιὰ σᾶς καὶ γιὰ ὁλόκληρο τὸν κόσμο;
Μιὰ σκιὰ τῆς μυστηριώδους αὐτῆς ἀληθείας εἶνε αὐτὸ ποὺ συνέβη στοὺς Ἑβραίους ὅταν ἦταν στὴν ἔρημο. Γιὰ τὴν ἀχαριστία τους ὁ Θεὸς εἶχε τότε ἐπιτρέψει οἱ πέτρες νὰ γίνουν φίδια. Τοὺς δάγκωναν, καὶ μένανε νεκροί. Τρόμος καὶ φόβος τοὺς ἔπιασε. Πῶς σώθηκαν; Κατ᾿ ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ στήθηκε τότε, 1500 χρόνια πρὸ Χριστοῦ, μέσα στὴν ἔρημο ἐκείνη ὁ τίμιος σταυρός. Κι ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη, μόλις ὁ Ἑβραῖος ἔρριχνε τὰ μάτια του στὸ σταυρό, τὸ δηλητήριο τῶν φιδιῶν ἐξουδετερώνετο, δὲν μποροῦσε νὰ τοῦ κάνῃ τίποτε.
Μὰ κάτι τέτοιο συμβαίνει καὶ σ᾿ ἐμᾶς. Ὅλοι, ἀδέρφια μου, εἴμαστε δαγκωμένοι μὲ δαγκώματα χειρότερα ἀπὸ τῶν φιδιῶν. Ὅλους μᾶς δαγκώνει ὁ νοητὸς ὄφις. Χύνει μέσα μας τὸ φαρμάκι ποὺ λέγεται ἁμαρτία. Καὶ τὸ μόνο ἀντίδοτο ποὺ μπορεῖ νὰ ἐξουδετερώσῃ τὸ φαρμάκι αὐτό, εἶνε ὁ σταυρὸς τοῦ Κυρίου. Διὰ μέσου τοῦ σταυροῦ σῴζεται ὁ ἄνθρωπος.
ἄνθρωπε ἀχάριστε, γκρινιάρη, βλάσφημε! Ἔχεις μυαλό, ἔχεις καρδιά, ἔχεις μάτια; Κάθησε κάτω, πάρε μολύβι καὶ σὲ μιὰ κόλλα κάνε δύο στῆλες. Στὴ μία γράψε εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ ποὺ δέχθηκες ἀπὸ μικρὸς μέχρι τώρα – μερικοὶ εἶδαν καὶ θαύματα στὴ ζωή μας. Καὶ στὴ διπλανὴ στήλη γράψε, τί προσέφερες ἐσὺ στὸ Θεὸ ἔναντι ὅλων αὐτῶν. Κάποιος ἅγιος λέει, ὅτι ὄχι μιὰ ζωή, ἀλλὰ χίλιες ζωὲς νὰ εἴχαμε καὶ νὰ τὶς θυσιάζαμε, δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ ἐξοφλήσουμε τὸ χρέος τῆς ἀγάπης πρὸς τὸ Χριστό. «Τί ἀνταποδώσωμεν τῷ Κυρίῳ περὶ πάντων ὧν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν;…» (Παρακλητ. ἦχ. βαρύς, Κυριακή, αἶν.).

* * *

Ἀδελφοί μου! «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον…». Ἀπὸ τότε ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς τὰ λόγια αὐτὰ πέρασαν αἰῶνες. Ῥῖξτε μιὰ ματιὰ στὸ σημερινὸ κόσμο, ποὺ καυχᾶται γιὰ τὰ ἐπιτεύγματά του. Ἐπληθύνθη ἡ γνῶσις καὶ ἡ ἐπιστήμη. Ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ θὰ ἔλεγε κανεὶς ὅτι ζοῦμε στὶς πιὸ εὐτυχεῖς ἡμέρες. Καὶ ὅμως ὁ κόσμος σήμερα εἶνε δυστυχέστερος. Γιατί; Ἔχει τηλέφωνα, ἀεροπλάνα, πυραύλους, τὰ πάντα· τί τοῦ λείπει; Δὲν ὑπάρχει ἀγάπη. Ἔλειψε ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ θυσιάζεται γιὰ τὸν ἄλλο. Μέσα στὶς καρδιὲς ὁ διάβολος ἔχυσε τὸ φαρμάκι του. Φαρμάκωσε φτωχούς, πλουσίους, ἄντρες, γυναῖκες, παιδιά, κλῆρο, λαό· φαρμάκωσε τὰ ἔθνη, φαρμάκωσε τὰ πάντα. Πικρὸ φαρμάκι πίνει ὁ κόσμος. Τί νὰ τὰ κάνῃς τὰ ἄλλα; Πάνω ἀπ᾿ τὰ κεφάλια, ἀπὸ μιὰ τρίχα ἀλόγου, ὁ διάβολος κρέμασε τώρα τὸ σπαθί του. Ἔπεσε; Ἀλλοίμονο. Αὐτὸ συμβαίνει σήμερα. Κι ὅπως τὰ παλιὰ τὰ χρόνια ἔβαλε τὸν Κάϊν νὰ μισήσῃ καὶ νὰ σκοτώσῃ τὸν ἀδερφό του, ἔτσι καὶ τώρα ἔρριξε τὸ φαρμάκι του καὶ ὁ κόσμος μισεῖται θανασίμως. Ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα, ὤ συμφορά! Μιὰ προφητεία λέει, ὅτι θ᾿ ἀραιώσῃ ὁ κόσμος τόσο, ποὺ θὰ περπατᾷς 100 χιλιόμετρα καὶ ἄνθρωπο δὲ᾿ θὰ βλέπῃς.
Ὦ ἀδέρφια μου· τὴν ἡμέρα τῆς Ὑψώσεως, ποὺ θὰ κτυπήσουν οἱ καμπάνες καὶ ὁ σταυρὸς τοῦ Κυρίου μας σὰν ἥλιος θ᾿ ἀκτινοβολῇ, ὅσοι πιστεύετε ἀκόμα, ἄντρες καὶ γυναῖκες, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἐλᾶτε στὴν ἐκκλησία νὰ γονατίσουμε μπροστὰ στὸν Ἐσταυρωμένο καὶ νὰ ποῦμε· «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42)· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγίου Γεωργίου Ν. Ἰωνίας – Ἀθηνῶν τὴν 10-9-1961.