Ὅσοι, ἀγαπητοί μου, βρισκόμαστε στὸ ναὸ εἴμαστε
βαπτισμένοι «εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος», στὸ
ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος.
Ἀλλὰ φτάνει αὐτό, φτάνει ὅτι ἔχουμε βγῆ ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα; Ὄχι βέβαια· χρειάζεται καὶ κάτι ἄλλο. Ποιό; Ἂν ὑποθέσουμε ὅτι πηγαίνεις σ᾽ ἕνα ἄλλο μέρος ὅπου δὲν ζοῦν Χριστιανοὶ καὶ σὲ ρωτήσουν «Ἐμεῖς ἐδῶ ἔχουμε τὴ θρησκεία μας, ἐσὺ τί πιστεύεις;», θ᾿ ἀπαντήσῃς βέβαια ὅτι πιστεύεις στὸ Χριστό· «ἡμεῖς εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν ἐπιστεύσαμεν» ὅπως λέει σήμερα ὁ ἀπόστολος (Γαλ. 6,16). Ἂν ὅμως σὲ ρωτήσουν «Καὶ γιατί πιστεύεις στὸ Χριστό; τί εἶδες στὸ Χριστὸ καὶ τὸν πιστεύεις;», θὰ βρεθῇς σὲ δυσκολία. Πᾶμε σὲ σχολειὰ καὶ πανεπιστήμια, παίρνουμε διπλώματα, ἀλλὰ δὲν γνωρίζουμε οὔτε τὸ ἀλφάβητο τῆς πίστεώς μας· δὲν καθίσαμε νὰ μάθουμε τὴν ἁγία μας πίστι.
Ἂν εἴχαμε ἐνδιαφέρον ὅπως οἱ Χριστιανοὶ τῶν πρώτων αἰώνων, θὰ γνωρίζαμε τὴν πίστι μας καὶ θὰ εἴχαμε πολλοὺς λόγους νὰ αἰτιολογήσουμε τὴν ὁμολογία μας. Τότε κάθε Χριστιανὸς ἦταν κ᾽ ἕνας κήρυκας τοῦ εὐαγγελίου· τώρα αὐτὸ θεωρεῖται δουλειὰ τῶν κληρικῶν.
Ἂν ρωτούσαμε τοὺς ἀποστόλους Πέτρο καὶ Παῦλο ἢ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχας «Γιατί πιστεύετε στὸ Χριστό;», θὰ ἄνοιγαν τὰ χρυσᾶ τους χείλη καὶ θὰ μᾶς ἔλεγαν μύριους λόγους. Ἀπὸ τοὺς λόγους αὐτούς, μὲ τοὺς ὁποίους ἕνας συνετὸς καὶ φρόνιμος ἄνθρωπος αἰτιολογεῖ γιατί πιστεύει στὸ Χριστό, κυριώτεροι εἶνε τέσσερις.
Ἀλλὰ φτάνει αὐτό, φτάνει ὅτι ἔχουμε βγῆ ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα; Ὄχι βέβαια· χρειάζεται καὶ κάτι ἄλλο. Ποιό; Ἂν ὑποθέσουμε ὅτι πηγαίνεις σ᾽ ἕνα ἄλλο μέρος ὅπου δὲν ζοῦν Χριστιανοὶ καὶ σὲ ρωτήσουν «Ἐμεῖς ἐδῶ ἔχουμε τὴ θρησκεία μας, ἐσὺ τί πιστεύεις;», θ᾿ ἀπαντήσῃς βέβαια ὅτι πιστεύεις στὸ Χριστό· «ἡμεῖς εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν ἐπιστεύσαμεν» ὅπως λέει σήμερα ὁ ἀπόστολος (Γαλ. 6,16). Ἂν ὅμως σὲ ρωτήσουν «Καὶ γιατί πιστεύεις στὸ Χριστό; τί εἶδες στὸ Χριστὸ καὶ τὸν πιστεύεις;», θὰ βρεθῇς σὲ δυσκολία. Πᾶμε σὲ σχολειὰ καὶ πανεπιστήμια, παίρνουμε διπλώματα, ἀλλὰ δὲν γνωρίζουμε οὔτε τὸ ἀλφάβητο τῆς πίστεώς μας· δὲν καθίσαμε νὰ μάθουμε τὴν ἁγία μας πίστι.
Ἂν εἴχαμε ἐνδιαφέρον ὅπως οἱ Χριστιανοὶ τῶν πρώτων αἰώνων, θὰ γνωρίζαμε τὴν πίστι μας καὶ θὰ εἴχαμε πολλοὺς λόγους νὰ αἰτιολογήσουμε τὴν ὁμολογία μας. Τότε κάθε Χριστιανὸς ἦταν κ᾽ ἕνας κήρυκας τοῦ εὐαγγελίου· τώρα αὐτὸ θεωρεῖται δουλειὰ τῶν κληρικῶν.
Ἂν ρωτούσαμε τοὺς ἀποστόλους Πέτρο καὶ Παῦλο ἢ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχας «Γιατί πιστεύετε στὸ Χριστό;», θὰ ἄνοιγαν τὰ χρυσᾶ τους χείλη καὶ θὰ μᾶς ἔλεγαν μύριους λόγους. Ἀπὸ τοὺς λόγους αὐτούς, μὲ τοὺς ὁποίους ἕνας συνετὸς καὶ φρόνιμος ἄνθρωπος αἰτιολογεῖ γιατί πιστεύει στὸ Χριστό, κυριώτεροι εἶνε τέσσερις.
* * *
⃝ Πρῶτον γιὰ τὰ χρυσᾶ του λόγια. Σὰν
αὐτὰ δὲν ὑπάρχουν πουθενά, οὔτε στὸ Κοράνιο, οὔτε στὸ Βούδδα, οὔτε στὴν
ἀρχαία οὔτε στὴ σύγχρονη γραμματεία. Ὅλα αὐτὰ νὰ τὰ διαβάσῃς, δὲν ἱκανοποιεῖσαι
ὅπως ὅταν ἀνοίξῃς τὸ μικρὸ βιβλίο ποὺ λέγεται Εὐαγγέλιο. Τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ
εἶνε θεϊκά, διαμάντια ποὺ ἀστράφτουν, λόγια ποὺ ἀκούγοντάς τα θά ᾽λεγες κ᾽
ἐσύ· «Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος» (Ἰω. 7,46).
Θέλεις νὰ δῇς τὸ μεγαλεῖο τοῦ Εὐαγγελίου; Διάβασε δύο παραβολές, τοῦ Ἀσώτου καὶ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου (βλ. Λουκ. 15,11-32· 10,25-37). Στὴν παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου θὰ δῇς τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο, στὴν παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου θὰ δῇς τὴν ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν πλησίον καὶ πρὸς τὸν ἐχθρὸ ἀκόμη. Τὰ λόγια τοῦ Κυρίου εἶνε αἰώνια. Ὅσα χρόνια καὶ αἰῶνες καὶ χιλιετίες ἂν περάσουν, μένουν ἄφθαρτα. Κάποτε καὶ τὰ ποτάμια θὰ ξεραθοῦν, κι ὁ ἥλιος καὶ τὸ φεγγάρι θὰ σβήσουν ὅπως τὰ καντήλια, καὶ τ᾽ ἀστέρια νὰ πέσουν ὅπως τὰ φύλλα τῆς συκιᾶς (βλ. Ματθ. 24,29. Μᾶρκ. 13,24-25) κι ὅλα θὰ γίνουν ἄνω καὶ κάτω· ἕνα μόνο θὰ μείνῃ αἰώνιο. Ποιό; ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, τὸ Εὐαγγέλιο. «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι» (Ματθ. 24,35).
Πιστεύουμε λοιπὸν στὸ Χριστό, γιατὶ τὸ Εὐαγγέλιό του μένει ἀπαράλλαχτο, ὑπεράνω χρόνου καὶ τόπου, ἱκανοποιεῖ κάθε ψυχή.
⃝ Γιὰ τί ἄλλο πιστεύουμε; Γιὰ τὴ ζωή του, ποὺ δὲν ὅπως ἡ ζωὴ τοῦ Μωάμεθ καὶ τῶν ἄλλων ἱδρυτῶν θρησκειῶν· λάμπει ἀπὸ συνέπεια. Ὅ,τι εἶπε ὁ Χριστός, τὸ ἔκανε· τήρησε καὶ ἐφήρμοσε καὶ τὰ πιὸ δύσκολα τῆς διδασκαλίας του.
Ἂν ρωτήσετε, ποιά εἶνε ἡ δυσκολώτερη ἐντολή, θὰ σᾶς ποῦν οἱ πνευματικοί. Ἐγὼ τοὐλάχιστον κρέμασα τὸ πετραχήλι. Γιατί; Γιατὶ ἔρχεται ὁ ἐξομολογούμενος καὶ ἐνῷ ὅ,τι ἄλλο τοῦ πῇς τὸ κάνει, ἕνα πρᾶγμα ἀρνεῖται νὰ τὸ κάνῃ. Ποιό; Τὸ νὰ συγχωρήσῃ καὶ νὰ πάῃ νὰ συμφιλιωθῇ μὲ τὸν ἐχθρό του. Ὅρισέ μου, παπούλη, ὅ,τι ἄλλο θέλεις, ἀλλ᾽ αὐτὸ ὄχι!… Νὰ πάω ἐγὼ στὴν πεθερά μου; λέει ἡ νύφη, καὶ ἡ ἔχθρα μένει. Ἐκεῖ ὅμως εἶνε τὸ ὕψος τοῦ Εὐαγγελίου, ἐκεῖ ποὺ ὁ Χριστὸς λέει ὅτι πρέπει νὰ συγχωροῦμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο (βλ. Ματθ. 6,12,14-15. Λουκ. 11,4).
Αὐτὸ λοιπόν, ποὺ εἶνε ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη, αὐτὸ ὁ Χριστὸς τὸ ἔκανε. Πότε; Τὴν ὥρα ποὺ ἦταν πάνω στὸ σταυρό. Ἐνῷ ἀπὸ κάτω οὔρλιαζαν οἱ σταυρωταί του σὰν σκυλιά, προσευχήθηκε γι᾽ αὐτούς· «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. 23,34). Συγχώρησε!
⃝ Πιστεύω λοιπὸν στὸ Χριστὸ γιὰ τὰ ἅγια λόγια του καὶ γιὰ τὴν ἄψογη ζωή του, πιστεύω ἀκόμη – γιὰ τί; Γιὰ τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε. Ὅπου ἅπλωνε τὸ χέρι του, ὅπου ἀκουγόταν ἡ προσταγή του, ἐκεῖ κουτσοὶ ἀναπηδοῦσαν σὰν τὰ ἐλάφια, παράλυτοι σηκώνονταν καὶ περπατοῦσαν, λεπροὶ καθαρίζονταν, δαιμονιζόμενοι ἀπαλλάσσονταν, ἐκεῖ καὶ νεκροὶ ἀκόμα ἀνασταίνονταν. Καὶ μόνο αὐτά; Ἦρθε ὥρα στὸ Θαβὼρ ποὺ τὸ πρόσωπό του ἔλαμψε σὰν τὸν ἥλιο, καὶ ἦρθε ὥρα στὸ Γολγοθᾶ ποὺ ἡ γῆ σείστηκε καὶ ἄνοιξαν τάφοι νὰ βγοῦν οἱ νεκροί. Δὲν εἶπα τίποτα. Τὸ μεγαλύτερο θαῦμα του εἶνε αὐτὸ ποὺ ψάλλουμε ὅλο τὸ χρόνο κάθε Κυριακή· «Τὴν ἀνάστασίν σου, Χριστὲ Σωτήρ…» (ἦχ. πλ. β΄ Σάβ. ἑσπ.). Ὁ Κύριος δὲν εἶνε σὰν τὸ Μωάμεθ· ζῇ καὶ βασιλεύει εἰς τοὺς αἰῶνας, γιατὶ ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν, νίκησε τὸ θάνατο, τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν ᾅδη· γι᾿ αὐτὸ τὸν πιστεύουμε.
⃝ Ἀλλὰ τώρα θὰ προχωρήσω περισσότερο, θὰ σᾶς πῶ ἕνα λόγο μυστικό, ποὺ ὅποιος τὸν αἰσθανθῇ, αὐτὸς πιστεύει· εἶνε αὐτὸ ποὺ λέει ὁ ἀπόστολος σήμερα. Τὸ προσέξατε; «Ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ» (Γαλ. 2,20). Τί σημαίνουν αὐτά; Τὸν πιστεύω τὸ Χριστὸ γιὰ τὴν ἀγάπη ποὺ μοῦ ἔδειξε. Ποιά ἀγάπη; Μὴ μοῦ μιλᾶτε γιὰ ἀγάπες τῆς γῆς· εἶνε ψεύτικες καὶ μαραίνονται. Μιὰ ἀγάπη εἶνε αἰώνια, ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Πῶς νὰ σᾶς τὴν παραστήσω; Θὰ φέρω ἕνα παράδειγμα.
Στὰ χρόνια τῆς Κατοχῆς ἔξω ἀπὸ ἕνα χωριὸ τῆς Μακεδονίας βρέθηκαν 4 – 5 Γερμανοὶ σκοτωμένοι. Ἀμέσως κατέφθασε μία γερμανικὴ μεραρχία, ἔκανε μπλόκο, δὲν ἄφησε κανένα νὰ φύγῃ, καὶ ἔθεσε διορία· Ἐὰν σὲ μία ὥρα δὲν μᾶς παραδώσετε αὐτὸν ποὺ ἔκανε τὸ ἔγκλημα, θὰ κάψουμε ὅλο τὸ χωριό, θὰ τὸ ἐξαφανίσουμε. Ποιός τώρα νὰ παρουσιαστῇ; Κανένας. Καὶ οἱ Γερμανοὶ ἔστησαν τὰ πολυβόλα ἕτοιμοι γιὰ ἐκδίκησι. Τότε –δὲν εἶνε παραμύθι, εἶνε ἀληθινὸ γεγονός– ἕνας νέος 20 χρονῶν, χωρὶς αὐτὸς νὰ ἔχῃ σκοτώσει, τελείως ἀθῷος, βλέποντας ὅτι τὸ χωριὸ θ᾽ ἀφανιστῇ, παρουσιάστηκε στὸ Γερμανὸ στρατηγὸ καὶ λέει· Ἐγὼ τοὺς σκότωσα. Ἀνέλαβε τὴν εὐθύνη καὶ θυσιάστηκε, τὸν κρέμασαν σ᾽ ἕνα δέντρο· ἔτσι οἱ Γερμανοὶ ἔφυγαν καὶ σώθηκε τὸ χωριό.
Θαυμάζετε, ἀγαπητοί μου, τὴν ἀγάπη αὐτή; δακρύζουν τὰ μάτια σας; Ἔ, ἀναλογισθῆτε κάτι ἄλλο. Ποιό; Ἐμεῖς εἴμαστε τὸ ἔνοχο χωριό, οἱ ἄθλιοι ἀντάρτες ποὺ ἐπαναστατήσαμε κατὰ τοῦ Θεοῦ τοῦ εὐεργέτου μας. Ὅλοι φταίξαμε· ἄλλος μὲ τὴν πορνεία, ἄλλος μὲ τὴ μοιχεία, ἄλλος μὲ τὴν κακοήθεια, ἄλλος μὲ τὴν ψευτιά, μὲ τὸ ἕνα ἢ τὸ ἄλλο ἁμάρτημα. Ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ κρέμεται πάνω ἀπ᾽ τὰ κεφάλια μας, κ᾽ ἔπρεπε νὰ τιμωρηθοῦμε. Μὰ ξαφνικὰ ἀκούγεται Ἄλτ! Σταματᾷ ἡ ὀργή, σταματᾷ ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, γιατὶ βρέθηκε ἕνας ἀθῷος, ἕνας ἅγιος. Ποιός; «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, (ὁ) Ἰησοῦς Χριστός» (Φιλ. 2,11· θ. Λειτ.). Αὐτὸς ἀνέλαβε νὰ πληρώσῃ τὸ χρέος μας, τὸ χρέος ὅλων· αὐτὸς εἶνε «ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ἰω. 1,29), εἶνε τὸ «ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον» τῆς Ἀποκαλύψεως (Ἀπ. 5,6). «Ἦρθε ἐκεῖνος γιὰ νὰ σηκώσῃ τὶς δικές μας ἁμαρτίες» (Α΄ Ἰω. 3,5). Γράφε ἐσύ, διάβολε, στὸ μαῦρο πίνακα τ᾿ ἁμαρτήματά μου· αὐτὸς μὲ τὸ αἷμα του πῆρε σφουγγάρι καὶ τὰ σβήνει. Μᾶς ἔκανε χάρι, δὲν σῳζόμαστε ἀπὸ τὶς καλωσύνες μας, ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ νόμου (βλ. ῾Ρωμ. 3,20,28· 4,2-6. Γαλ. 2,16. Ἐφ. 2,9. Τίτ. 3,5)· τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ σβήνει τὰ ἁμαρτήματά μας· φτάνει μιὰ σταγόνα τοῦ αἵματός του γιὰ νὰ σβήσουν ὅλα τὰ ἁμαρτήματα τοῦ ἀνθρώπου. «Αἷμα Χριστοῦ εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν».
Μὲ ρωτᾶτε, γιατί πιστεύω στὸ Χριστό; Νά γιατί· Γιατὶ μὲ ἀγάπησε καὶ παρέδωσε τὸν ἑαυτό του θῦμα ἐξιλαστήριο «ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καὶ σωτηρίας» (θ. Λειτ. Μ. Βασ., καθαγ.).
Θέλεις νὰ δῇς τὸ μεγαλεῖο τοῦ Εὐαγγελίου; Διάβασε δύο παραβολές, τοῦ Ἀσώτου καὶ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου (βλ. Λουκ. 15,11-32· 10,25-37). Στὴν παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου θὰ δῇς τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο, στὴν παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου θὰ δῇς τὴν ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν πλησίον καὶ πρὸς τὸν ἐχθρὸ ἀκόμη. Τὰ λόγια τοῦ Κυρίου εἶνε αἰώνια. Ὅσα χρόνια καὶ αἰῶνες καὶ χιλιετίες ἂν περάσουν, μένουν ἄφθαρτα. Κάποτε καὶ τὰ ποτάμια θὰ ξεραθοῦν, κι ὁ ἥλιος καὶ τὸ φεγγάρι θὰ σβήσουν ὅπως τὰ καντήλια, καὶ τ᾽ ἀστέρια νὰ πέσουν ὅπως τὰ φύλλα τῆς συκιᾶς (βλ. Ματθ. 24,29. Μᾶρκ. 13,24-25) κι ὅλα θὰ γίνουν ἄνω καὶ κάτω· ἕνα μόνο θὰ μείνῃ αἰώνιο. Ποιό; ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, τὸ Εὐαγγέλιο. «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι» (Ματθ. 24,35).
Πιστεύουμε λοιπὸν στὸ Χριστό, γιατὶ τὸ Εὐαγγέλιό του μένει ἀπαράλλαχτο, ὑπεράνω χρόνου καὶ τόπου, ἱκανοποιεῖ κάθε ψυχή.
⃝ Γιὰ τί ἄλλο πιστεύουμε; Γιὰ τὴ ζωή του, ποὺ δὲν ὅπως ἡ ζωὴ τοῦ Μωάμεθ καὶ τῶν ἄλλων ἱδρυτῶν θρησκειῶν· λάμπει ἀπὸ συνέπεια. Ὅ,τι εἶπε ὁ Χριστός, τὸ ἔκανε· τήρησε καὶ ἐφήρμοσε καὶ τὰ πιὸ δύσκολα τῆς διδασκαλίας του.
Ἂν ρωτήσετε, ποιά εἶνε ἡ δυσκολώτερη ἐντολή, θὰ σᾶς ποῦν οἱ πνευματικοί. Ἐγὼ τοὐλάχιστον κρέμασα τὸ πετραχήλι. Γιατί; Γιατὶ ἔρχεται ὁ ἐξομολογούμενος καὶ ἐνῷ ὅ,τι ἄλλο τοῦ πῇς τὸ κάνει, ἕνα πρᾶγμα ἀρνεῖται νὰ τὸ κάνῃ. Ποιό; Τὸ νὰ συγχωρήσῃ καὶ νὰ πάῃ νὰ συμφιλιωθῇ μὲ τὸν ἐχθρό του. Ὅρισέ μου, παπούλη, ὅ,τι ἄλλο θέλεις, ἀλλ᾽ αὐτὸ ὄχι!… Νὰ πάω ἐγὼ στὴν πεθερά μου; λέει ἡ νύφη, καὶ ἡ ἔχθρα μένει. Ἐκεῖ ὅμως εἶνε τὸ ὕψος τοῦ Εὐαγγελίου, ἐκεῖ ποὺ ὁ Χριστὸς λέει ὅτι πρέπει νὰ συγχωροῦμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο (βλ. Ματθ. 6,12,14-15. Λουκ. 11,4).
Αὐτὸ λοιπόν, ποὺ εἶνε ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη, αὐτὸ ὁ Χριστὸς τὸ ἔκανε. Πότε; Τὴν ὥρα ποὺ ἦταν πάνω στὸ σταυρό. Ἐνῷ ἀπὸ κάτω οὔρλιαζαν οἱ σταυρωταί του σὰν σκυλιά, προσευχήθηκε γι᾽ αὐτούς· «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. 23,34). Συγχώρησε!
⃝ Πιστεύω λοιπὸν στὸ Χριστὸ γιὰ τὰ ἅγια λόγια του καὶ γιὰ τὴν ἄψογη ζωή του, πιστεύω ἀκόμη – γιὰ τί; Γιὰ τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε. Ὅπου ἅπλωνε τὸ χέρι του, ὅπου ἀκουγόταν ἡ προσταγή του, ἐκεῖ κουτσοὶ ἀναπηδοῦσαν σὰν τὰ ἐλάφια, παράλυτοι σηκώνονταν καὶ περπατοῦσαν, λεπροὶ καθαρίζονταν, δαιμονιζόμενοι ἀπαλλάσσονταν, ἐκεῖ καὶ νεκροὶ ἀκόμα ἀνασταίνονταν. Καὶ μόνο αὐτά; Ἦρθε ὥρα στὸ Θαβὼρ ποὺ τὸ πρόσωπό του ἔλαμψε σὰν τὸν ἥλιο, καὶ ἦρθε ὥρα στὸ Γολγοθᾶ ποὺ ἡ γῆ σείστηκε καὶ ἄνοιξαν τάφοι νὰ βγοῦν οἱ νεκροί. Δὲν εἶπα τίποτα. Τὸ μεγαλύτερο θαῦμα του εἶνε αὐτὸ ποὺ ψάλλουμε ὅλο τὸ χρόνο κάθε Κυριακή· «Τὴν ἀνάστασίν σου, Χριστὲ Σωτήρ…» (ἦχ. πλ. β΄ Σάβ. ἑσπ.). Ὁ Κύριος δὲν εἶνε σὰν τὸ Μωάμεθ· ζῇ καὶ βασιλεύει εἰς τοὺς αἰῶνας, γιατὶ ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν, νίκησε τὸ θάνατο, τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν ᾅδη· γι᾿ αὐτὸ τὸν πιστεύουμε.
⃝ Ἀλλὰ τώρα θὰ προχωρήσω περισσότερο, θὰ σᾶς πῶ ἕνα λόγο μυστικό, ποὺ ὅποιος τὸν αἰσθανθῇ, αὐτὸς πιστεύει· εἶνε αὐτὸ ποὺ λέει ὁ ἀπόστολος σήμερα. Τὸ προσέξατε; «Ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ» (Γαλ. 2,20). Τί σημαίνουν αὐτά; Τὸν πιστεύω τὸ Χριστὸ γιὰ τὴν ἀγάπη ποὺ μοῦ ἔδειξε. Ποιά ἀγάπη; Μὴ μοῦ μιλᾶτε γιὰ ἀγάπες τῆς γῆς· εἶνε ψεύτικες καὶ μαραίνονται. Μιὰ ἀγάπη εἶνε αἰώνια, ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Πῶς νὰ σᾶς τὴν παραστήσω; Θὰ φέρω ἕνα παράδειγμα.
Στὰ χρόνια τῆς Κατοχῆς ἔξω ἀπὸ ἕνα χωριὸ τῆς Μακεδονίας βρέθηκαν 4 – 5 Γερμανοὶ σκοτωμένοι. Ἀμέσως κατέφθασε μία γερμανικὴ μεραρχία, ἔκανε μπλόκο, δὲν ἄφησε κανένα νὰ φύγῃ, καὶ ἔθεσε διορία· Ἐὰν σὲ μία ὥρα δὲν μᾶς παραδώσετε αὐτὸν ποὺ ἔκανε τὸ ἔγκλημα, θὰ κάψουμε ὅλο τὸ χωριό, θὰ τὸ ἐξαφανίσουμε. Ποιός τώρα νὰ παρουσιαστῇ; Κανένας. Καὶ οἱ Γερμανοὶ ἔστησαν τὰ πολυβόλα ἕτοιμοι γιὰ ἐκδίκησι. Τότε –δὲν εἶνε παραμύθι, εἶνε ἀληθινὸ γεγονός– ἕνας νέος 20 χρονῶν, χωρὶς αὐτὸς νὰ ἔχῃ σκοτώσει, τελείως ἀθῷος, βλέποντας ὅτι τὸ χωριὸ θ᾽ ἀφανιστῇ, παρουσιάστηκε στὸ Γερμανὸ στρατηγὸ καὶ λέει· Ἐγὼ τοὺς σκότωσα. Ἀνέλαβε τὴν εὐθύνη καὶ θυσιάστηκε, τὸν κρέμασαν σ᾽ ἕνα δέντρο· ἔτσι οἱ Γερμανοὶ ἔφυγαν καὶ σώθηκε τὸ χωριό.
Θαυμάζετε, ἀγαπητοί μου, τὴν ἀγάπη αὐτή; δακρύζουν τὰ μάτια σας; Ἔ, ἀναλογισθῆτε κάτι ἄλλο. Ποιό; Ἐμεῖς εἴμαστε τὸ ἔνοχο χωριό, οἱ ἄθλιοι ἀντάρτες ποὺ ἐπαναστατήσαμε κατὰ τοῦ Θεοῦ τοῦ εὐεργέτου μας. Ὅλοι φταίξαμε· ἄλλος μὲ τὴν πορνεία, ἄλλος μὲ τὴ μοιχεία, ἄλλος μὲ τὴν κακοήθεια, ἄλλος μὲ τὴν ψευτιά, μὲ τὸ ἕνα ἢ τὸ ἄλλο ἁμάρτημα. Ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ κρέμεται πάνω ἀπ᾽ τὰ κεφάλια μας, κ᾽ ἔπρεπε νὰ τιμωρηθοῦμε. Μὰ ξαφνικὰ ἀκούγεται Ἄλτ! Σταματᾷ ἡ ὀργή, σταματᾷ ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, γιατὶ βρέθηκε ἕνας ἀθῷος, ἕνας ἅγιος. Ποιός; «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, (ὁ) Ἰησοῦς Χριστός» (Φιλ. 2,11· θ. Λειτ.). Αὐτὸς ἀνέλαβε νὰ πληρώσῃ τὸ χρέος μας, τὸ χρέος ὅλων· αὐτὸς εἶνε «ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ἰω. 1,29), εἶνε τὸ «ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον» τῆς Ἀποκαλύψεως (Ἀπ. 5,6). «Ἦρθε ἐκεῖνος γιὰ νὰ σηκώσῃ τὶς δικές μας ἁμαρτίες» (Α΄ Ἰω. 3,5). Γράφε ἐσύ, διάβολε, στὸ μαῦρο πίνακα τ᾿ ἁμαρτήματά μου· αὐτὸς μὲ τὸ αἷμα του πῆρε σφουγγάρι καὶ τὰ σβήνει. Μᾶς ἔκανε χάρι, δὲν σῳζόμαστε ἀπὸ τὶς καλωσύνες μας, ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ νόμου (βλ. ῾Ρωμ. 3,20,28· 4,2-6. Γαλ. 2,16. Ἐφ. 2,9. Τίτ. 3,5)· τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ σβήνει τὰ ἁμαρτήματά μας· φτάνει μιὰ σταγόνα τοῦ αἵματός του γιὰ νὰ σβήσουν ὅλα τὰ ἁμαρτήματα τοῦ ἀνθρώπου. «Αἷμα Χριστοῦ εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν».
Μὲ ρωτᾶτε, γιατί πιστεύω στὸ Χριστό; Νά γιατί· Γιατὶ μὲ ἀγάπησε καὶ παρέδωσε τὸν ἑαυτό του θῦμα ἐξιλαστήριο «ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καὶ σωτηρίας» (θ. Λειτ. Μ. Βασ., καθαγ.).
* * *
Γι᾽ αὐτό, ἀγαπητοί μου, εἶνε δυστυχισμένοι ὅσοι δὲν
ἀγαποῦν τὸ Χριστό, ὅσοι τὸν προδίδουν, ὅσοι τὸν ἀρνοῦνται, κι ἀκόμα πιὸ δυστυχισμένοι
ὅσοι τὸν βλασφημοῦν. Γιὰ τὸν βλάσφημο ταιριάζει ὁ βαρὺς ἐκεῖνος λόγος τοῦ
Χριστοῦ γιὰ τὸν Ἰούδα· «προτιμότερο νὰ μὴ γεννιόταν» στὸν κόσμο (βλ. Ματθ.
26,24. Μᾶρκ. 14,21). Καὶ τέτοιοι Ἰοῦδες δυστυχῶς εἶνε σήμερα πολλοί.
Ἀλλὰ ἐμεῖς ὄχι ἔτσι, «οὐχ οὕτως ἡμεῖς» (Ἐφ. 4,20). Ἐμεῖς μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους καὶ τοὺς ἀγγέλους ἂς κάψουμε λιβάνι μπροστὰ στὸ Χριστό, ἂς κόψουμε λουλούδια γι᾽ αὐτόν, ἂς τοῦ ἀνοίξουμε τὶς καρδιές μας, κι ἂς κάνουμε ὅ,τι μποροῦμε γιὰ νὰ σβήσῃ ἀπὸ τὸν τόπο μας ἡ βλασφημία, νὰ παύσῃ νὰ βλασφημῆται ὁ Χριστός· καὶ ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα μέχρι τὶς καλύβες, στὰ βουνὰ καὶ στὰ λαγκάδια, στὴ στεριὰ καὶ στὰ καράβια μας, παντοῦ ν᾿ ἀκούγεται «Αἰνεῖτε τὸν Κύριον», «ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ψαλμ. 146,1· 148,1. Δαν. 3 ὕμν.,34-65)· ἀμήν.
Ἀλλὰ ἐμεῖς ὄχι ἔτσι, «οὐχ οὕτως ἡμεῖς» (Ἐφ. 4,20). Ἐμεῖς μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους καὶ τοὺς ἀγγέλους ἂς κάψουμε λιβάνι μπροστὰ στὸ Χριστό, ἂς κόψουμε λουλούδια γι᾽ αὐτόν, ἂς τοῦ ἀνοίξουμε τὶς καρδιές μας, κι ἂς κάνουμε ὅ,τι μποροῦμε γιὰ νὰ σβήσῃ ἀπὸ τὸν τόπο μας ἡ βλασφημία, νὰ παύσῃ νὰ βλασφημῆται ὁ Χριστός· καὶ ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα μέχρι τὶς καλύβες, στὰ βουνὰ καὶ στὰ λαγκάδια, στὴ στεριὰ καὶ στὰ καράβια μας, παντοῦ ν᾿ ἀκούγεται «Αἰνεῖτε τὸν Κύριον», «ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ψαλμ. 146,1· 148,1. Δαν. 3 ὕμν.,34-65)· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος