Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου 2017

ΓIATI ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου


Ὅσοι, ἀγαπητοί μου, βρισκόμαστε στὸ ναὸ εἴμαστε βαπτισμένοι «εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος», στὸ ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος.
Ἀλλὰ φτάνει αὐτό, φτάνει ὅτι ἔχουμε βγῆ ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα; Ὄχι βέβαια· χρειάζεται καὶ κάτι ἄλλο. Ποιό; Ἂν ὑποθέσουμε ὅτι πηγαίνεις σ᾽ ἕνα ἄλλο μέρος ὅπου δὲν ζοῦν Χρι­στιανοὶ καὶ σὲ ρωτήσουν «Ἐμεῖς ἐδῶ ἔχου­με τὴ θρησκεία μας, ἐσὺ τί πιστεύεις;», θ᾿ ἀπαν­τή­σῃς βέβαια ὅτι πιστεύεις στὸ Χριστό· «ἡμεῖς εἰς Χριστὸν Ἰ­ησοῦν ἐ­πιστεύσαμεν» ὅπως λέει σή­μερα ὁ ἀ­πόστολος (Γαλ. 6,16). Ἂν ὅμως σὲ ρωτή­σουν «Καὶ γιατί πιστεύεις στὸ Χριστό; τί εἶ­δες στὸ Χριστὸ καὶ τὸν πιστεύεις;», θὰ βρε­θῇς σὲ δυσ­κολία. Πᾶμε σὲ σχολειὰ καὶ πανεπιστήμια, παίρνουμε διπλώματα, ἀλλὰ δὲν γνωρίζουμε οὔτε τὸ ἀλ­φάβητο τῆς πίστεώς μας· δὲν καθί­σαμε νὰ μάθουμε τὴν ἁγία μας πίστι.


Ἂν εἴχαμε ἐνδιαφέρον ὅπως οἱ Χριστιανοὶ τῶν πρώτων αἰώνων, θὰ γνωρίζαμε τὴν πίστι μας καὶ θὰ εἴχαμε πολλοὺς λόγους νὰ αἰ­τιολογήσουμε τὴν ὁμολογία μας. Τότε κά­θε Χρι­στι­ανὸς ἦταν κ᾽ ἕ­νας κήρυκας τοῦ εὐαγγε­λίου· τώρα αὐτὸ θεωρεῖται δουλειὰ τῶν κληρικῶν.
Ἂν ρωτούσαμε τοὺς ἀποστόλους Πέτρο καὶ Παῦλο ἢ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχας «Γιατί πιστεύε­τε στὸ Χριστό;», θὰ ἄνοιγαν τὰ χρυσᾶ τους χεί­­λη καὶ θὰ μᾶς ἔλεγαν μύριους λόγους. Ἀ­πὸ τοὺς λόγους αὐτούς, μὲ τοὺς ὁποίους ἕνας συνε­τὸς καὶ φρόνιμος ἄνθρωπος αἰτιολογεῖ γιατί πι­στεύει στὸ Χριστό, κυριώτεροι εἶνε τέσσερις.

* * *
Πρῶτον γιὰ τὰ χρυσᾶ του λόγια. Σὰν αὐ­τὰ δὲν ὑπάρχουν πουθενά, οὔτε στὸ Κορά­νιο, οὔτε στὸ Βούδδα, οὔτε στὴν ἀρχαία οὔτε στὴ σύγχρονη γραμματεία. Ὅλα αὐτὰ νὰ τὰ διαβά­σῃς, δὲν ἱ­κανοποιεῖσαι ὅπως ὅταν ἀνοίξῃς τὸ μικρὸ βιβλίο ποὺ λέγεται Εὐαγγέλιο. Τὰ λόγια τοῦ Χρι­στοῦ εἶνε θεϊκά, διαμάντια ποὺ ἀ­στράφτουν, λόγια ποὺ ἀκούγοντάς τα θά ᾽λεγες κ᾽ ἐσύ· «Οὐ­δέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος» (Ἰω. 7,46).
Θέλεις νὰ δῇς τὸ μεγαλεῖο τοῦ Εὐαγγελίου; Διάβασε δύο πα­ραβολές, τοῦ Ἀσώτου καὶ τοῦ καλοῦ Σαμαρεί­του (βλ. Λουκ. 15,11-32· 10,25-37). Στὴν πα­ραβολὴ τοῦ Ἀ­σώτου θὰ δῇς τὴν ἀ­γάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο, στὴν παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρεί­του θὰ δῇς τὴν ἀγάπη τοῦ ἀν­θρώπου πρὸς τὸν πλησίον καὶ πρὸς τὸν ἐχθρὸ ἀκόμη. Τὰ λόγια τοῦ Κυρί­ου εἶνε αἰώνια. Ὅσα χρόνια καὶ αἰῶνες καὶ χι­­λι­ετίες ἂν περάσουν, μένουν ἄ­φθαρτα. Κάποτε καὶ τὰ ποτάμια θὰ ξεραθοῦν, κι ὁ ἥλιος καὶ τὸ φεγγάρι θὰ σβήσουν ὅ­πως τὰ καντήλια, καὶ τ᾽ ἀστέρια νὰ πέσουν ὅ­πως τὰ φύλλα τῆς συκιᾶς (βλ. Ματθ. 24,29. Μᾶρκ. 13,24-25) κι ὅλα θὰ γίνουν ἄνω καὶ κάτω· ἕνα μόνο θὰ μεί­νῃ αἰώνιο. Ποιό; ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, τὸ Εὐαγγέλιο. «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσον­ται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι» (Ματθ. 24,35).
Πιστεύουμε λοιπὸν στὸ Χριστό, γιατὶ τὸ Εὐ­­αγγέλιό του μένει ἀπαράλλαχτο, ὑπεράνω χρό­νου καὶ τόπου, ἱκανοποιεῖ κάθε ψυχή.
Γιὰ τί ἄλλο πιστεύουμε; Γιὰ τὴ ζωή του, ποὺ δὲν ὅπως ἡ ζωὴ τοῦ Μωάμεθ καὶ τῶν ἄλλων ἱ­δρυτῶν θρησκειῶν· λάμπει ἀπὸ συνέπεια. Ὅ,τι εἶπε ὁ Χριστός, τὸ ἔ­κανε· τήρη­σε καὶ ἐφήρμοσε καὶ τὰ πιὸ δύσ­κολα τῆς διδα­σκαλίας του.
Ἂν ρωτήσετε, ποιά εἶ­­νε ἡ δυσ­κο­­λώτερη ἐν­τολή, θὰ σᾶς ποῦν οἱ πνευματικοί. Ἐ­γὼ τοὐλά­χιστον κρέμασα τὸ πετραχήλι. Γιατί; Γιατὶ ἔρ­χεται ὁ ἐξομολογούμενος καὶ ἐνῷ ὅ,τι ἄλλο τοῦ πῇς τὸ κάνει, ἕνα πρᾶγμα ἀρ­νεῖται νὰ τὸ κάνῃ. Ποιό; Τὸ νὰ συγχωρήσῃ καὶ νὰ πάῃ νὰ συμφιλιωθῇ μὲ τὸν ἐ­χθρό του. Ὅ­ρισέ μου, παπούλη, ὅ,τι ἄλλο θέλεις, ἀλλ᾽ αὐτὸ ὄχι!… Νὰ πάω ἐγὼ στὴν πεθερά μου; λέει ἡ νύφη, καὶ ἡ ἔχθρα μένει. Ἐκεῖ ὅμως εἶνε τὸ ὕ­ψος τοῦ Εὐαγγελίου, ἐκεῖ ποὺ ὁ Χριστὸς λέει ὅτι πρέπει νὰ συγχωροῦμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο (βλ. Ματθ. 6,12,14-15. Λουκ. 11,4).
Αὐτὸ λοιπόν, ποὺ εἶνε ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη, αὐ­τὸ ὁ Χριστὸς τὸ ἔκανε. Πότε; Τὴν ὥρα ποὺ ἦ­ταν πάνω στὸ σταυρό. Ἐνῷ ἀπὸ κάτω οὔρλιαζαν οἱ σταυρωταί του σὰν σκυλιά, προσευχήθηκε γι᾽ αὐτούς· «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴ­δα­σι τί ποιοῦσι» (Λουκ. 23,34). Συγχώρησε!
Πιστεύω λοιπὸν στὸ Χριστὸ γιὰ τὰ ἅγια λόγια του καὶ γιὰ τὴν ἄψογη ζωή του, πιστεύω ἀ­­κόμη – γιὰ τί; Γιὰ τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε. Ὅ­που ἅπλωνε τὸ χέρι του, ὅπου ἀ­κουγόταν ἡ προσ­ταγή του, ἐκεῖ κουτσοὶ ἀναπη­δοῦ­σαν σὰν τὰ ἐ­λάφια, παράλυτοι σηκώνον­ταν καὶ περπατοῦ­σαν, λεπροὶ κα­θαρίζονταν, δαιμονιζόμενοι ἀ­παλλάσσονταν, ἐκεῖ καὶ νεκροὶ ἀκόμα ἀνασταί­νονταν. Καὶ μόνο αὐτά; Ἦρ­θε ὥρα στὸ Θαβὼρ ποὺ τὸ πρόσω­πό του ἔλαμψε σὰν τὸν ἥλιο, καὶ ἦρθε ὥρα στὸ Γολγοθᾶ ποὺ ἡ γῆ σείστηκε καὶ ἄνοιξαν τάφοι νὰ βγοῦν οἱ νεκροί. Δὲν εἶπα τίποτα. Τὸ μεγαλύτερο θαῦ­μα του εἶνε αὐτὸ ποὺ ψάλλουμε ὅλο τὸ χρόνο κάθε Κυ­ριακή· «Τὴν ἀνάστασίν σου, Χριστὲ Σωτήρ…» (ἦχ. πλ. β΄ Σάβ. ἑσπ.). Ὁ Κύριος δὲν εἶνε σὰν τὸ Μωάμεθ· ζῇ καὶ βασιλεύει εἰς τοὺς αἰῶνας, γιατὶ ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν, νίκησε τὸ θάνατο, τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν ᾅδη· γι᾿ αὐτὸ τὸν πιστεύουμε.
Ἀλλὰ τώρα θὰ προχωρήσω περισσότερο, θὰ σᾶς πῶ ἕνα λόγο μυστικό, ποὺ ὅ­ποιος τὸν αἰ­σθανθῇ, αὐτὸς πιστεύει· εἶνε αὐτὸ ποὺ λέει ὁ ἀπόστολος σήμερα. Τὸ προσέξατε; «Ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀ­γα­πήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐ­μοῦ» (Γαλ. 2,20). Τί σημαίνουν αὐτά; Τὸν πιστεύω τὸ Χριστὸ γιὰ τὴν ἀγάπη ποὺ μοῦ ἔδειξε. Ποιά ἀγάπη; Μὴ μοῦ μιλᾶτε γιὰ ἀγάπες τῆς γῆς· εἶνε ψεύτικες καὶ μαραίνονται. Μιὰ ἀγάπη εἶνε αἰώνια, ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Πῶς νὰ σᾶς τὴν παραστήσω; Θὰ φέρω ἕνα παράδειγμα.
Στὰ χρόνια τῆς Κατοχῆς ἔξω ἀπὸ ἕνα χωριὸ τῆς Μακεδονίας βρέθηκαν 4 – 5 Γερμανοὶ σκοτωμένοι. Ἀμέσως κατέφθασε μία γερμανι­κὴ μεραρχία, ἔκανε μπλόκο, δὲν ἄφησε καν­ένα νὰ φύγῃ, καὶ ἔθεσε διορία· Ἐὰν σὲ μία ὥρα δὲν μᾶς παραδώσετε αὐτὸν ποὺ ἔκανε τὸ ἔγκλημα, θὰ κάψουμε ὅλο τὸ χωριό, θὰ τὸ ἐξαφανί­σουμε. Ποιός τώρα νὰ παρουσιαστῇ; Κανένας. Καὶ οἱ Γερμανοὶ ἔστησαν τὰ πολυβόλα ἕτοιμοι γιὰ ἐκδίκησι. Τότε –δὲν εἶνε παραμύθι, εἶ­νε ἀ­λη­θινὸ γεγονός– ἕνας νέος 20 χρονῶν, χωρὶς αὐτὸς νὰ ἔχῃ σκοτώσει, τελεί­ως ἀθῷος, βλέποντας ὅτι τὸ χωριὸ θ᾽ ἀφανιστῇ, παρουσιάστηκε στὸ Γερμανὸ στρατηγὸ καὶ λέει· Ἐγὼ τοὺς σκότωσα. Ἀνέλαβε τὴν εὐθύνη καὶ θυσιάστηκε, τὸν κρέμασαν σ᾽ ἕνα δέντρο· ἔτσι οἱ Γερμανοὶ ἔ­φυγαν καὶ σώθηκε τὸ χωριό.
Θαυμάζετε, ἀγαπητοί μου, τὴν ἀγάπη αὐτή; δακρύζουν τὰ μάτια σας; Ἔ, ἀναλογισθῆτε κά­τι ἄλλο. Ποιό; Ἐμεῖς εἴμαστε τὸ ἔνοχο χωριό, οἱ ἄθλιοι ἀντάρτες ποὺ ἐπαναστατήσαμε κατὰ τοῦ Θεοῦ τοῦ εὐεργέτου μας. Ὅλοι φταίξαμε· ἄλλος μὲ τὴν πορνεία, ἄλλος μὲ τὴ μοιχεία, ἄλ­λος μὲ τὴν κακοήθεια, ἄλλος μὲ τὴν ψευτιά, μὲ τὸ ἕνα ἢ τὸ ἄλλο ἁμάρτημα. Ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ κρέμεται πάνω ἀπ᾽ τὰ κεφάλια μας, κ᾽ ἔπρεπε νὰ τιμωρηθοῦμε. Μὰ ξαφνι­κὰ ἀκούγεται Ἄλτ! Σταματᾷ ἡ ὀργή, σταματᾷ ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, γιατὶ βρέθηκε ἕνας ἀθῷος, ἕ­νας ἅγιος. Ποιός; «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, (ὁ) Ἰ­ησοῦς Χριστός» (Φιλ. 2,11· θ. Λειτ.). Αὐτὸς ἀ­νέλαβε νὰ πληρώσῃ τὸ χρέος μας, τὸ χρέος ὅλων· αὐ­τὸς εἶνε «ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ἰω. 1,29), εἶνε τὸ «ἀρνίον τὸ ἐσφα­γμένον» τῆς Ἀποκαλύψεως (Ἀπ. 5,6). «Ἦρθε ἐκεῖ­νος γιὰ νὰ σηκώσῃ τὶς δικές μας ἁμαρτίες» (Α΄ Ἰω. 3,5). Γράφε ἐ­σύ, διάβολε, στὸ μαῦρο πίνακα τ᾿ ἁ­μαρτήματά μου· αὐτὸς μὲ τὸ αἷμα του πῆρε σφουγγάρι καὶ τὰ σβήνει. Μᾶς ἔκανε χάρι, δὲν σῳζόμαστε ἀ­πὸ τὶς καλωσύνες μας, ἀπὸ τὰ ἔρ­γα τοῦ νόμου (βλ. ῾Ρωμ. 3,20,28· 4,2-6. Γαλ. 2,16. Ἐφ. 2,9. Τίτ. 3,5)· τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ σβήνει τὰ ἁμαρτήματά μας· φτάνει μιὰ σταγόνα τοῦ αἵματός του γιὰ νὰ σβήσουν ὅλα τὰ ἁμαρτήματα τοῦ ἀνθρώπου. «Αἷμα Χριστοῦ εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν».
Μὲ ρωτᾶτε, γιατί πιστεύω στὸ Χριστό; Νά γιατί· Γιατὶ μὲ ἀγάπησε καὶ παρέδωσε τὸν ἑ­αυτό του θῦ­μα ἐξιλαστήριο «ὑ­πὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καὶ σωτηρίας» (θ. Λειτ. Μ. Βασ., καθαγ.).
* * *
Γι᾽ αὐτό, ἀγαπητοί μου, εἶνε δυστυχισμένοι ὅσοι δὲν ἀγαποῦν τὸ Χριστό, ὅσοι τὸν προδίδουν, ὅσοι τὸν ἀρνοῦνται, κι ἀ­κόμα πιὸ δυστυ­χισμένοι ὅσοι τὸν βλασφημοῦν. Γιὰ τὸν βλάσφημο ταιριάζει ὁ βα­ρὺς ἐ­κεῖνος λόγος τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὸν Ἰούδα· «προτιμότερο νὰ μὴ γεννιόταν» στὸν κόσμο (βλ. Ματθ. 26,24. Μᾶρκ. 14,21). Καὶ τέ­τοιοι Ἰ­οῦδες δυστυχῶς εἶνε σήμερα πολλοί.
Ἀλλὰ ἐμεῖς ὄχι ἔτσι, «οὐχ οὕτως ἡμεῖς» (Ἐφ. 4,20). Ἐμεῖς μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους καὶ τοὺς ἀγγέ­λους ἂς κάψουμε λιβάνι μπροστὰ στὸ Χρι­­στό, ἂς κόψουμε λουλούδια γι᾽ αὐτόν, ἂς τοῦ ἀ­νοίξουμε τὶς καρδιές μας, κι ἂς κάνουμε ὅ,τι μποροῦμε γιὰ νὰ σβήσῃ ἀπὸ τὸν τόπο μας ἡ βλασφημία, νὰ παύσῃ νὰ βλασφημῆται ὁ Χριστός· καὶ ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα μέχρι τὶς καλύβες, στὰ βουνὰ καὶ στὰ λαγκάδια, στὴ στεριὰ καὶ στὰ καράβια μας, παντοῦ ν᾿ ἀκούγεται «Αἰνεῖ­τε τὸν Κύριον», «ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ψαλμ. 146,1· 148,1. Δαν. 3 ὕμν.,34-65)· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος