Σάββατο 2 Δεκεμβρίου 2017

Ένα παραπλανητικό δίλημμα για τις σχέσεις Εκκλησίας-Πολιτείας

Αποτέλεσμα εικόνας για Εκκλησία-Πολιτεία


Ένα παραπλανητικόν δίλημμα δια τας σχέσεις Εκκλησίας-Πολιτείας
Μεγάλη ανησυχία έχει ενσκήψει σε εκκλησιαστικούς κύκλους για το ενδεχόμενο αναθεώρησης του Συντάγματος ως προς  τις σχέσεις Εκκλησίας-Πολιτείας.Επ’ αυτού του θέματος, οι πολιτικοί  εξετάζουν  ποικίλα  ενδεχόμενα  ανάλογα με τις ιδεολογικές η μη αγκυλώσεις τους. Το δίλημμα εμφανίζεται σαν επιλογή είτε της διατηρήσεως της υπάρχουσας συνταγματικής τάξεως η της προώθησης ενός συστήματος χωρισμού.

Είναι γεγονός ότι στα διάφορα εγχειρίδια συνταγματικού και εκκλησιαστικού δικαίου εμφανίζονται  γενικευτικοί όροι, για να περιγράψουν αυτές τις σχέσεις,  που αρχίζουν από τη συνεργασία μέχρι τον χωρισμό.
Όλα αυτά αποτελούν γενικεύσεις και λίγη σχέση έχουν με την καθημερινή νομική πραγματικότητα για τον απλούστατο λόγο ότι πολλά θέματα που ρυθμίζονται από το πολιτειακό δίκαιο π.χ. το πολιτειακό οικογενειακό δίκαιο, ρυθμίζονται και από τους κανόνες της Εκκλησίας… Στην περίπτωση αυτή αυτομάτως τίθεται ζήτημα συμφωνίας η συγκρούσεως  του περιεχομένου των δύο κανονιστικών συστημάτων. Αν περιορίσουμε τη συζήτηση σε πολύ γενικευτικούς όρους τύπου «συνεργασία», «διακριτότης» η «χωρισμός» αυτοπαραπλανούμεθα ως προς κάτι πολύ πιο ουσιώδες: την ευθύνη έναντι της εφαρμογής του Ευαγγελίου.
Ο αληθής  Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας δεν είναι ο λεγόμενος Καταστατικός Χάρτης του 1977 ούτε οι κανόνες της Εκκλησίας, αλλά το Ευαγγέλιο και ιδιαιτέρως η επί του Όρους Ομιλία. Οι κανόνες των Συνόδων αποτελούν εφαρμογή του Ευαγγελίου και δεν πρέπει να ερμηνεύονται αποκεκομμένα  από τον Λόγο του Θεανθρώπου. Ο Λόγος αλλά και τα Έργα του Κυρίου συνιστούν Νόμο και Παράδειγμα προς μίμηση για την ορθόδοξη αυτοσυνειδησία. Όλοι οι βαθείς μελετητές προσπαθούσαν πάντοτε να αποδεικνύουν  αυτές τις αρμονίες του ευαγγελικού λόγου με τον κανονιστικό λόγο των Συνόδων. Παρήγαγαν ακόμη και συμφωνίες κανόνων και νόμων της πολιτείας, για να μη τίθενται θέματα συνειδησιακών διλημμάτων.
Κατ’ αρχήν, και μέσα στον χώρο της Εκκλησίας, όταν χρησιμοποιούμε τον όρο Εκκλησία, δεν ομιλούμε για κάτι άμορφο, απρόσωπο και συμπαγές αλλά για μεγάλη ποικιλία εκατοντάδων φορέων με εν πολλοίς διάφορα πλαίσια, ιστορικό, και κανονιστικές ρυθμίσεις. Ο Βαλσαμών, μέγας κανονολόγος και Πατριάρχης Αντιοχείας, έθεσε το θέμα του συμβατού των διατάξεων των τυπικών των Ιερών Μονών με τους Κανόνες της Εκκλησίας. Πολλοί σύγχρονοι αλλά και παλαιοί ερευνητές του εκκλησιαστικού και του κανονικού δικαίου έθεσαν πολλάκις το θέμα της συμβατότητος των διατάξεων του εκκλησιαστικού δικαίου με τους κανόνες της Εκκλησίας.  Όταν εψηφίζετο ο ισχύων Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος στη Βουλή των Ελλήνων, η αντιπολίτευση  διετύπωσε οξύτατη κριτική κατηγορώντας μεταξύ άλλων τους συντάκτες του προς ψήφιση  σχεδίου νόμου ότι «συνιστά  Καταστατικό Χάρτη Μητροπολιτών», δηλαδή χάρτη που εξασφαλίζει μόνον τα δικαιώματα των Μητροπολιτών και όχι αληθινό καταστατικό χάρτη της Εκκλησίας,  που να μεριμνά και για τα δικαιώματα του λοιπού κλήρου, των μοναχών και του λαού.
Ας έλθουμε τώρα στο Ευαγγέλιο. Η βιβλική επιστήμη μας έχει δείξει ότι η Αγία Γραφή  παρουσιάζει μία πολυεπιπεδικότητα στην περιγραφή των σχέσεων με τον κόσμο. Οι σχέσεις  με τον κόσμο και τους καίσαρες αυτού του κόσμου κινούνται σε ένα φάσμα που αρχίζει από την αποδοχή μέχρι την τελεία άρνηση υπακοής, αναλόγως με το εάν τίθεται θέμα  παραβιάσεως κανόνος πίστεως η ήθους. Οι σχέσεις με τις εγκόσμιες εξουσίες άλλοτε παρίστανται ως χωρισμός, άλλοτε ως συνεργασία, άλλοτε ως αντίθεση, άλλοτε ως πόλεμος, άλλοτε ως υπέρβαση και άλλοτε ως διαλεκτικές συσχετίσεις του ναι και του όχι ταυτόχρονα ως προς διάφορα επίπεδα  αναφοράς. Αυτός ο πλου­τος διακρίσεων του ευαγγελικού λόγου δεν μπορεί να περιοριστεί σε ένα απλοποιημένο δίλημμα  με όρους, όπως «συνεργασία», «διακριτότητα» η «χωρισμός», διότι κατά περίπτωση και κατά τομέα η στάση του ευαγγελικά και εκκλησιαστικά σκεπτομένου διαφοροποιείται.  Το «απόδοτε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι» πρέπει να διαβάζεται πάντοτε εκ παραλλήλου  με το «πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον η  ανθρώποις» η έτι πλέον «μη γίνεσθε δούλοι ανθρώπων».  Η σύγχρονη εποχή της ανομίας έχει ανάγκη όχι μόνο  από κατευναστικού λόγου αλλά και λόγο θαρραλέας κριτικής στην ιδεοληπτική χρήση των νόμων, οι οποίοι δημιουργούν μία αδιαφανή χοάνη  νομικού θετικισμού, εντός της οποίας πολτοποιούνται οι ανθρώπινες συνειδήσεις, καταπιέζεται η ελευθερία  και εμπαίζεται  η ιερή αναζήτηση του  ανθρώπου για  νοηματοδότηση του βίου.
Μία από τις μεγαλειοδέστερες φράσεις του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού υπήρξε  η φράση «το Σάββατο έγινε για τον άνθρωπο και όχι ο άνθρωπος για το Σάββατο». Εάν όλοι αυτοί οι απρόσωποι νομικοί μηχανισμοί δημιουργούν τον απελπισμένο, τον άβουλο και τον φοβισμένο άνθρωπο, τότε το κακό γίνεται κοινοτοπία και ο μόνος πρέπων εκκλησιαστικός λόγος  έναντι  αυτού  του ριζικού κακού είναι το ριζοσπαστικό ΟΧΙ.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος είπε το περίφημο «… ορθοδοξείν είναι το αεί σχοινοβατείν…». Το έργον του θαρραλέου εκκλησιαστικού φρονήματος είναι να επαναφέρει ενώπιον της συνειδήσεως ατόμων και λαών την αρχή της συν­υπευθυνότητας τόσο για τη συλλογική δράση όσο και του καθενός ατομικά έναντι καταστάσεων που αντινομοθετούν κατά παράβαση του Θείου Νόμου. Κάθε άτομο ανά πάσαν στιγμήν προβαίνει σε ασύλληπτης έκτασης ηθικές επιλογές . Η καλλιέργεια υψηλού επιπέδου διακρίσεως, του πως δηλαδή θα ισορροπεί ανάμεσα σε ακρότητες, πότε θα συν­αινεί και πότε θα ανθίσταται,  είναι όροι της πρα­γματικής αντοχής και ελευθερίας. Δυστυχώς ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες .Ως εκ τούτου η χριστιανική ευφυΐα δεν πρέπει να χάσει την ικανότητα να διακρίνει το γεγονός ότι και μικρές λεπτομέρειες σε απίθανες διατάξεις νομοσχεδίων μπορούν να καταστρέψουν τη συνολική αρμονία ολόκληρων τομέων  του ιδιωτικού και του δημόσιου βίου. Η εκκλησιαστική ιστορία είναι πλήρης αγώνων ιδίως των αποκαλουμένων  κοινωνικών πατέρων τόσο εναντίον του εκκλησιαστικού κακού όσο και εναντίον του πολιτικοκοινωνικού κακού.
Οι αγώνες του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου εναντίον της αυτοκράτειρας Ευδοξίας και των καταχρήσεων της αυλής της  είναι περιώνυμοι. Προφανώς ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος δεν κατανοούσε την ύπουλη ερμηνεία περί διακριτών ρόλων,  ότι δηλαδή  ο δημόσιος βίος δεν πρέπει να αφορά στην Εκκλησία και ότι η Εκκλησία πρέπει να περιορίζεται αυστηρώς στα του ιδιωτικού και μάλιστα του στενά ερμηνευόμενου θρησκευτικού βίου των ανθρώπων.
Η δημιουργία ναρκωμένων και επαναπαυμένων  ορθοδόξων συνειδήσεων  των σαλονιών δεν συνιστά μαρτυρία, αλλά απογοήτευση μαρτυρίας. Κανείς χριστιανός δεν  στερείται ευθύνης ούτε για την ατομική και  συλλογική ενεργοποίηση ούτε για την ένοχη συλλογική και  ατομική αδράνεια. Δεν ελεγχόμεθα  μόνον, γιατί δεν πράξαμε το καλό ως άτομα, αλλά και γιατί δεν ευαισθητοποιηθήκαμε, όταν το κακό έπληττε τον συν­άνθρωπό μας. Εδώ ισχύει το αξίωμα του ρωμαϊκού δικαίου qui pacis consentire (ο σιωπών συναινεί). Όλη η ιστορία της κανονικής συνείδησης της Εκκλησίας και μεγάλων Πατέρων αυτής είναι η εμπειρία του διαρκούς  ελέγχου, επικυρωτικού η ακυρωτικού του νομοθετείν από τον κίνδυνο του αντινομοθετείν ως προς το Ευαγγέλιο. Το βαθύτερο πρόβλημα της Εκκλησίας δεν πρέπει να θεωρείται το εάν θα αναθεωρηθούν η μη οι διατάξεις του Συντάγματος, αλλά το εάν η ίδια  θα αποτρέψει τον αυτοπεριορισμό της  στον ρόλο που της επιφυλάσσουν σκοτεινά γεωπολιτικά κέντρα εν ονόματι  του «ορθολογισμού». Ο ρόλος που αυτά τα κέντρα επιφυλάσσουν στην Εκκλησία είναι ρόλος εκτελεστού  λειτουργικών τύπων  με φολκλορικό χαρακτήρα. Αυτός ο φολκλορικός ρόλος θα απευθύνεται σε περιορισμένο αριθμό πιστών, οι οποίοι δεν θα έχουν τη δυνατότητα να συνειδητοποιήσουν τον προφητικό χαρακτήρα της λειτουργίας, δηλαδή της λειτουργίας μετά τη λειτουργία. Επιπλέον, όλο το βάρος θα δοθεί στην οικονομική και ευρύτερα επιχειρηματική διάσταση του εκκλησιαστικού έργου πράγμα όχι ευκαταφρόνητο, αλλά επ ουδενί πρέπει να υποκαθιστά τον κοσμοθεωρητικό της Λόγο. Έργον της Εκκλησίας είναι να κρατά φιλοσοφική απόσταση από τα κράτη και να είναι έτοιμη τόσο για μερικές συνεργασίες όσο και για μεγάλες ρήξεις. Άλλως  εκπίπτουμε σε παλαιού τύπου λουθηρανισμό της θεωρίας των δύο βασιλείων  (zwei reiche lehre), σύμφωνα με την οποία ο καίσαρας είναι ανεξέλεγκτος  στο  πεδίο του, την οποία θεωρία  ήλεγξε και ο  Καλβίνος και την οποία γελοιοποίησε στον 20ο αιώνα η ομολογούσα  εν Γερμανία θεολογία έναντι της προσπάθειας του ναζισμού να παράξει γηγενή ναζιστικοποιημένο  και υποταγμένο  Χριστιανισμό. Η εμπειρία  των ολοκληρωτισμών του περασμένου αιώνα αποτελεί το καλύτερο μάθημα για το κατά πόσον μπορεί να γελοιοποιηθεί και να απαξιωθεί ο Χριστιανισμός, όταν παύσει  να ελέγχει το δομικά θεσμοθετημένο δημόσιο κακό και αυτοπεριορίζεται στην ατομική ηθική των πιστών και μάλιστα σ’αυτή της περισκελίδος.Όταν λέμε άνοιγμα στον κόσμο, δεν εννοού­με παθητικό άνοιγμα, αλλά κριτικό άνοιγμα. Ο Λόγος του Ευαγγελίου είναι δίστομος μάχαιρα της ειρήνης του Πνεύματος, ο οποίος λόγω και έργω ήλθε κατά τη φράση του Προφήτου Ησαΐα και ο οποίος επανελήφθη από τον Κύριον Ημών Ιησούν Χριστόν στη Συναγωγή  «ευαγγελίσασθαι πτωχοίς, ιάσασθαι τους συντετριμμένους την καρδίαν, κηρύξαι αιχμαλώτοις άφεσιν και τυφλοίς ανάβλεψιν, αποστείλαι τεθραυσμένους εν αφέσει, κηρύξαι ενιαυτόν Κυρίου δεκτόν».( Λουκ.,κεφ. δ 18-19)
Μόνοι μας  πρέπει να ενεργοποιήσουμε ένα διαρκή διπλό έλεγχο (και προς τούτο δεν έχουμε χρείαν ουδεμιάς κρατικής εγκρίσεως)  α. Ενδοεκκλησιαστικό έλεγχο ημών των ιδίων πρωτίστως για την ποιότητα της πίστεως και του έργου μας β. διαρκή έλεγχο κάθε νομοθετήματος όσο και ασήμαντο και εάν φαίνεται, ώστε να αντιμετωπίζεται κάθε απόπειρα  αυτού που οι κοινωνιολόγοι της θρησκείας ονομάζουν θεσμοθέτηση του δομικού κακού, του κακού δηλαδή  που υπάρχει μέσα στους θεσμούς. Ο μείζων κίνδυνος για το ορθόδοξο ήθος δεν είναι  μόνον η αναθεώρηση ορισμένων άρθρων του Συντάγματος. Είναι  η προσπάθεια δια της επιβολής ενός εμπαθούς οικογενειακού δικαίου, ενός εμπαθέστερου οικονομικού δικαίου, ενός συγχυτικού εκπαιδευτικού δικαίου και ενός εξίσου προβληματικού διοικητικού δικαίου να δημιουργηθεί ένας αντεστραμμένος ως προς το ορθόδοξο ήθος ανθρωπότυπος, ο οποίος   αδυνατεί να ελέγξει έστω και στοιχειωδώς τα θηριώδη πάθη του ανθρώπου,  τη φιλαργυρία, τη φιλοδοξία και τη φιληδονία.. Όχι μόνον αδυνατεί να έχει επίγνωση αυτών των υπαρξιακών κινδύνων που συσκοτίζουν δια βίου το νόημα της ζωής του, αλλά και καυχάται ότι η παιδεία και οι νόμοι τον «απελευθέρωσαν» από παρόμοιους  προβληματισμούς. Το κακό εισέρχεται ως θεσμός δια περιφερειακών νομοθετημάτων και όχι μόνον δια συνταγματικών αναθεωρήσεων και ίσως είναι καταστροφικότερο, διότι, για να εντοπιστεί χρειάζονται  επαρκείς και   εξειδικευμένες γνώσεις και ικανότητα να  ενεργοποιήσουμε αυτό που ο Νόαμ Τσόμσκι ονόμαζε θεσμική ανάλυση της σύγχρονης νεοδουλείας.
Οι διαπιστώσεις δεν αρκούν. Εάν τη διαπίστωση δεν ακολουθεί η ενεργοποίηση, τότε όλα τα ανωτέρω έχουν απλώς φιλολογική σημασία.  Εν τελευταία αναλύσει το μεγαλύτερο πρόβλημα του ορθόδοξου λαού είναι ο εφησυχασμός.
Η εν Χριστώ ζωή συνιστά αρμονικό όλον, συν­ιστά συμμετρία αρετών και βίου, όπως γράφει ο Αββάς Δωρόθεος. Η ικανότητα του να διακρίνουμε τι ευνοεί η τι εμποδίζει την προαγωγή της Χριστιανικά εναρμονισμένης ζωής πρέπει να αποτελεί ένθεη επιδίωξη κάθε ορθόδοξου χριστιανού για την πρόληψη του πνευματικού θανάτου. Η υπερβολική εμπλοκή ταις του βίου πραγματείαις δεν μπορεί να συνυπάρχει με την ευαρέστηση του Χριστού. Η διαρκής ενημέρωση για τους υπαρξιακούς κινδύνους της σύγχρονης επιβολής κανόνων εκ των άνω είναι ιδιαίτερα δύσκολο πνευματικό έργο οφειλόμενο τόσο σε μας τους ιδίους όσο και στους συνανθρώπους μας που στενάζουν υπό τα αόρατα η ορατά δεσμά των συγχρόνων κρατισμών και των δημοσίων η ιδιωτικών οικονομισμών. Στόχος μας δεν πρέπει να είναι μόνο η ιδιωτική-προσωπική απελευθέρωση από τα πάθη, αλλά και να μη διευκολύνουμε ως εργαζόμενοι η ως υφιστάμενοι την προαγωγή των δημοσίων παθών. Και μία υποσημείωση χριστιανικής αυτοκριτικής. Η πιο επικίνδυνη μορφή υποδούλωσης δεν είναι αυτή που μας επιβάλλουν οι κοσμοκράτορες του αιώνος τούτου, αλλά αυτή που προκύπτει, όταν εμείς οι ίδιοι παραδίνουμε με τη θέλησή μας σ’ αυτούς τα πρωτοτόκια της εν Χριστώ ελευθερίας έναντι πινακίου φακής.
Το ερώτημα περί της αναθεωρήσεως του Συντάγματος πρέπει να γίνει ευκαιρία για την ανάδειξη του πραγματικού προβλήματός μας. Την αναθεώρηση δηλαδή της παθητικής μας στάσης έναντι της ανεξέλεγκτης υιοθέτησης ετερογενών διατάξεων, οι οποίες προσβάλλουν βάναυσα το ανθρώπινο δικαίωμα της ελευθερίας της συνειδήσεως του ορθοδόξου χριστιανού δια του αντινομοθετείν.
Είναι κακή η στρατηγική να είμαστε ηττοπαθείς απολογητές δήθεν κεκτημένων ενώ κατ’ ουσίαν πρέπει να διεκδικήσουμε κάτι πιο μεγάλο που υπερβαίνει κάθε ευκαιριακή συνταγματική αναθεώρηση, ΤΗΝ ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΜΑΣ.
 ΕΡΗΜΟΠΟΛΙΤΗΣ

Ορθόδοξος Τύπος