Ἡ
διδασκαλία τῶν Ἁγίων ἀποτελεῖ τὸ ἀπόσταγμα τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς τους καὶ τῆς ἐν Ἁγίῳ
Πνεύματι Θεογνωσίας τους. Ἡ διδασκαλία τους ἀποδεικνύει τὴν ἀληθινὴ καὶ ὀρθὴ
πίστη τους. Ὡς γνήσια τέκνα τοῦ Θεοῦ οἱ Ἅγιοι δὲν κράτησαν γιὰ τὸν ἑαυτό τους ἀλλὰ
μοιράστηκαν μαζὶ μας τὴν ἐν Θεῷ ἐμπειρία καὶ γνώση τους, ὥστε μέσῳ αὐτῆς ὁ κάθε
πιστὸς ἀνὰ τοὺς αἰῶνες νὰ εἶναι σὲ θέση νὰ πολεμήσει τὴν ὁποιαδήποτε πλάνη καὶ αἵρεση
καὶ νὰ ἀγωνιστεῖ γιὰ τὴν σωτηρία του. Ὡς ἐκ τούτου ἡ μίμηση τῶν Ἁγίων ἀποτελεῖ καθῆκον
τῶν πιστῶν ὄχι μόνο γιὰ νὰ τοὺς τιμήσει, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ γνωρίσει τὸ θέλημα τοῦ
Θεοῦ καὶ ἀναλόγως νὰ τὸ διαφυλάξει καὶ νὰ τὸ τηρήσει.
Ἡ
διδασκαλία τῶν Ἁγίων ἀποτελεῖ παράλληλα μάστιγα γιὰ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ μάλιστα
γιὰ τοὺς παναιρετικοὺς Οἰκουμενιστές. Τοὺς ἐλέγχει, τοὺς ἀναδεικνύει καὶ τοὺς
καταδικάζει ἂν συνεχίζουν νὰ πολεμοῦν τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸν τὸν
λόγο οἱ Οἰκουμενιστὲς ἔχουν βάλει σκοπὸ νὰ μειώσουν τὸ κῦρος καὶ τὴν αὐθεντία τῶν
Ἁγίων στὸ πρόσωπο τῶν πιστῶν, γνωρίζοντας, ὅτι οἱ πιστοὶ ποὺ τιμοῦν τοὺς Ἁγίους,
μιμοῦνται τοὺς Ἁγίους καὶ ἀπαγορεύουν μὲ αὐτήν τους τὴν μίμηση στὴν αἵρεση νὰ ἐπικρατήσει.
Ἔτσι μεταχειρίζονται πονηρὰ μέσα γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὸ καταχθόνιο σχέδιό τους. Ἁγιοκατατάσσουν
Ἁγίους, ποὺ εἶναι ὅμως ἤδη κατωχυρωμένοι ὡς Ἅγιοι στὴν συνείδηση τῶν πιστῶν, φαίνονται
ἐξωτερικὰ νὰ τοὺς τιμοῦν μὲ τιμὲς καὶ ἐκδηλώσεις. Στὴν πραγματικότητα ὅμως τοὺς
πολεμοῦν καὶ τοὺς διαβάλλουν ἐμφανίζοντάς τους πεπερασμένους ἢ τοὺς ἀρνοῦνται μὴ
διαδίδοντας ἢ μὴ τηρώντας τὴν διδασκαλία τους. Ξεχνοῦν ὅμως οἱ ἄσωτοι καὶ
θεομάχοι Οἰκουμενιστές, ὅτι «ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται» (Β’ Τιμ. 2, 9). Εἶναι
διαχρονικὸς καὶ ἀκαταμάχητος. Εἶναι γραμμένος μὲ ἀνεξίτηλο πνευματικὸ μελάνι ποὺ
δὲν σβήνεται μὲ κανένα ἀνθρώπινο μέσο.
Ἕνα
τέτοιο παράδειγμα μπορεῖ νὰ μᾶς δώσει ἡ μεταχείριση ἀπὸ μεριὰ τῶν Οἰκουμενιστῶν
τοῦ Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς. Ἐνῶ οἱ Οἰκουμενιστὲς φαίνονται νὰ τὸν τιμοῦν,
στὴν πραγματικότητα προσπαθοῦν νὰ κρύψουν τὴν διδασκαλία του. Μία διδασκαλία
γεμάτη ὀρθόδοξο φρόνημα, θάρρος ἀκρίβεια ἔλεγχο καὶ ἀγάπη, ἀληθινὴ ὅμως καὶ
μαρτυρικὴ ἀγάπη, ἀγάπη Θεοῦ.
Ἂς
πάρουμε μία μικρὴ γεύση τῆς διδασκαλίας του, παρμένη ἀπὸ τὶς ἐπιστολές του
(Δρόμος δίχως Θεὸ δὲν ἀντέχεται..., Ἱεραποστολικὲς ἐπιστολές, Ἐκδόσεις Ἐν Πλῷ,
2009). Ἀκόμα καὶ ἀπὸ αὐτὸ τὸ μικρὸ δεῖγμα θὰ φανεῖ, γιατί οἱ Οἰκουμενιστὲς
προσπαθοῦν —μάταια φυσικά— νὰ σβήσουν τοὺς σύμφωνους μὲ τὴν Ἱ. Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας
λόγους του:
«Μὴ νομίσητε, ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπὶ τὴν γῆν· οὐκ ἦλθον
βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν» (Ματθ. 10, 34). ... Διάβασε σὰν νὰ εἶναι εἰπωμένο:
δὲν ἦλθα νὰ συμφιλιώσω τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ
ψέμα, τὴν σοφία καὶ τὴν βλακεία, τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό, τὸ δίκαιο καὶ τὴν βία, τὴν
κτηνωδία καὶ τὴν ἀνθρωπιά, τὴν ἁγνότητα καὶ τὴν ἀσωτία, τὸν Θεὸ καὶ τὸν μαμωνά,
ἀλλὰ ἔφερα τὸ ξίφος γιὰ νὰ κόψω τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο, γιὰ νὰ μὴν ἀνακατεύονται. Μὲ
τί νὰ κόψεις, Κύριε; Μὲ τὸ ξίφος τῆς ἀληθείας. Ἢ μὲ τὸ ξίφος τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ,
ποὺ εἶναι τὸ ἴδιο. Ἀφοῦ ἡ ἀλήθεια εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι
ἡ ἀλήθεια (ἐπιστ. 9)
Στὸν κόσμο ὅμως οὔτε ὑπῆρξε, οὔτε ὑπάρχει καμία δύναμη, ἡ
ὁποία μπορεῖ νὰ κάνει τὸν ἄνθρωπο τέλεια καλό, παρὰ μόνο ἡ δύναμη τῆς πίστης στὸν Χριστό (ἐπιστ. 10).
Δὲν εἶναι παράξενο ποὺ ἀντιδρᾶτε ἐνάντια στὴν χριστιανικὴ
διδασκαλία περὶ Ἁγίας Τριάδας. Ἡ δική
σας οὐνιτικὴ σέκτα δὲν θεμελιώνεται καὶ δὲν βασίζεται στὴν καθαρὴ ἀλήθεια, ἀλλὰ
βασίζεται στὴν συμφιλίωση ὅλων τῶν θρησκειῶν τοῦ κόσμου. Τὸ γεγονὸς ὅτι εἶναι
δύσκολο νὰ ἐξισώσετε τὸ βουνὸ μὲ τὴν πεδιάδα, σᾶς κάνει νὰ ἐκνευρίζεστε μὲ τὸ βουνό. Ἐπειδὴ σᾶς φαίνεται —ἐντελῶς
λανθασμένα— εὐκολότερο νὰ χαμηλώσετε τὸ σωτήριο βουνὸ ἀπὸ τὸ νὰ ὑψώσετε τὴν
πεδιάδα... Ἐὰν πιστεύετε στὸν Ἰησοῦ
Χριστό, τότε πῶς μπορεῖτε νὰ ὑποστηρίζετε τὴν ἀλήθεια μὲ τὴν ἀναλήθεια; Αὐτὸν τὸν
δρόμο σᾶς ἔδειξε ὁ Χριστός; Μήπως Ἐκεῖνος συμφιλίωσε τὴν διδασκαλία Του μὲ τὴν
Ρωμαϊκὴ εἰδωλολατρεία, μὲ τὸν σκοτεινὸ φετιχισμό, μὲ τὸν Ἰνδικὸ μηδενισμὸ καὶ μὲ
τὸν Ἰουδαϊκὸ φαρισαϊσμό; Ὀφθαλμοφανῶς ὄχι!... Γνωρίζετε, ὅτι ὁ κόσμος δὲν
καρφώνει στὸν σταυρὸ ἐκεῖνον ποὺ συμφιλιώνει τὴν ἀλήθεια μὲ τὸ ψέμα, τὸ φῶς μὲ
τὸ σκοτάδι καὶ τὸ καλὸ μὲ τὸ κακό. Τὸν Χριστὸ ὅμως τὸν σταύρωσε, ἐπειδὴ δὲν ἐξίσωσε,
δὲν ἀνακάτωσε, δὲν ἔκανε πολιτικὴ μὲ τὴν ἀλήθεια. Εἶναι ξεκάθαρο, λοιπόν, ὅτι ἐσεῖς δὲν πιστεύετε στὸν Ἰησοῦ Χριστό (ἐπιστ. 46).
Ἡ Ὀρθοδοξία ἔχει τὸν πάπα της, παλαιότερο ἀπ’ ὅλους τοὺς
πάπες καὶ πατριάρχες στὸν κόσμο. Τὸν εἶχε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καὶ θὰ τὸν ἔχει μέχρι τὸ
τέλος τῶν αἰώνων. Εἶναι ὁ ἴδιος πάπας, τὸν ὁποῖο ἐπικαλέστηκαν καὶ ὅλοι οἱ Ἀπόστολοι
τοῦ Χριστοῦ. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ Πνεῦμα τῆς
Σοφίας καὶ τοῦ Νοῦ, τὸ Πνεῦμα Παραμυθίας καὶ Δύναμης τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς εἶναι ὁ
πραγματικὸς πάπας τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἀνέκαθεν καὶ γιὰ πάντα, χωρὶς
μεταβολὲς καὶ ἀλλαγές, χωρὶς προκατόχους καὶ διαδόχους (ἐπιστ. 48).
Ὁ προορατικὸς Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης προειδοποιεῖ: «Ἀγαπητοί,
μὴ παντὶ πνεύματι πιστεύετε, ἀλλὰ δοκιμάζετε τὰ πνεύματα εἰ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν, ὅτι
πολλοὶ ψευδοπροφῆται ἐξεληλύθασιν εἰς τὸν κόσμον» (Α’ Ἰωάν. 4, 1)... Ἡ Ὀρθοδοξία
σήμερα βρίσκεται ἀνάμεσα στὶς δύο μονόπλευρες ἀναγνωρίσεις: Ἀπὸ τὴν μία εἶναι οἱ
Μουσουλμάνοι οἱ ὁποῖοι ἀναγνωρίζουν τὴ δύναμη τῆς πίστης μας ἀλλὰ δὲν ἀναγνωρίζουν
τὴν Βίβλο τῆς πίστης μας καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη οἱ δυτικοὶ νεόπιστοι, οἱ ὁποῖοι ἀναγνωρίζουν
τὴ Βίβλο ἀλλὰ δὲν ἀναγνωρίζουν τὴν δύναμη τῆς πίστης μας. Γι’ αὐτοὺς τοὺς
τελευταίους ὁ θεϊκὸς Παῦλος γράφει, ὅτι «ἔχοντες μόρφωσιν εὐσεβείας, τὴν δὲ
δύναμιν αὐτῆς ἠρνημένοι» (Β’ Τιμ. 3, 5). Καὶ
συμβουλεύει τὸν Τιμόθεο: «καὶ τούτους ἀποτρέπου» (Β’ Τιμ. 3, 5). Εμεῖς
κρατούσαμε καὶ κρατᾶμε καὶ τὴν Βίβλο, δηλ. τὴν Ἀγία Γραφὴ καὶ τὴν Δύναμη, δηλ.
τὰ σημάδια καὶ τὰ θαύματα τοῦ Θεοῦ μέσῳ ἁγίων, σταυροῦ, εἰκόνων, μέσῳ προσευχῶν
καὶ ὅλων τῶν Ἁγίων Μυστηρίων (ἐπιστ.
68).»
Εἶναι
πιὰ ὀφθαλμοφανές, γιατὶ οἱ Οἰκουμενιστὲς δὲν ἀνέχονται τὸν ὡς μάχαιρα κοφτερὸ
λόγο τοῦ Ἁγίου: Πῶς θὰ μποροῦσαν νὰ τὸν ἀνεχτοῦν αὐτοὶ ποὺ συμφιλιώνουν τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ ψέμα, τὴν σοφία καὶ
τὴν βλακεία, τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό, τὸ δίκαιο καὶ τὴν βία, τὴν κτηνωδία καὶ τὴν ἀνθρωπιά,
τὴν ἁγνότητα καὶ τὴν ἀσωτία, τὸν Θεὸ καὶ τὸν μαμωνά· αὐτοὶ ποὺ πιστεύουν, ὅτι κι
ἄλλες δυνάμεις, ἐκτὸς τοῦ Χριστοῦ, μποροῦν νὰ κάνουν τὸν ἄνθρωπο τέλεια καλό· αὐτοὶ
ποὺ δὲν βασίζονται στὴν καθαρὴ ἀλήθεια, ἀλλὰ προσπαθοῦν νὰ συμφιλιώσουν ὅλες τὶς
θρησκεῖες τοῦ κόσμου· αὐτοὶ ποὺ θέλουν ἄλλο πάπα ἢ πατριάρχη ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα·
αὐτοὶ ποὺ δὲν ἀποτρέπουν τοὺς βλάσφημους· αὐτοὶ ποὺ δὲν πιστεύουν στὸν
πραγματικὸ Χριστό.
Ἐναπόκειται
σὲ μᾶς νὰ ἀποφασίσουμε ποιόν δρόμο θὰ διαλέξουμε: Ἂν θὰ σταυρώσουμε μαζί τους τὸν
Χριστό, γιατὶ δὲν ἀνέχεται τὴν αἵρεση καὶ τὸ ψέμα ἢ ἂν θὰ τὸν ὁμολογήσουμε μαζὶ
μὲ τὸν Ἅγιο. Ἕνα εἶναι ὅμως σίγουρο: «Δρόμος δίχως Θεὸ δὲν ἀντέχεται...».
Ἀδαμάντιος
Τσακίρογλου