Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου 2017

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΓΝΑΤΙΟΣ Ο ΘΕΟΦΟΡΟΣ

Σήμερα, ἀγαπητοί μου, ἑορτάζει ἕνας ἅγιος ἄγνωστος δυστυχῶς στοὺς πολλούς. Εἶνε ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος ἐπίσκοπος Ἀν­τιοχείας. Γι᾿ αὐτὸν θὰ σᾶς πῶ λίγες λέξεις.

* * *

Ἕνα ἀπὸ τὰ ὡραιότερα ἐπεισόδια τῶν Εὐ­αγγελίων εἶνε τὸ ἑξῆς. Μιὰ μέρα πλησίασαν τὸ Χριστὸ κάτι φτωχὲς μανάδες μὲ τὰ παιδιά τους στὴν ἀγκαλιά, γιὰ νὰ τὰ εὐλογήσῃ. Οἱ μα­θηταὶ τὶς ἔδιωχναν, νὰ μὴν τὸν ἐνοχλοῦν. Ὁ Χριστὸς ὅμως εἶπε· «Ἄφετε τὰ παιδία ἔρ­χε­σθαι πρός με», ἀφῆστε τὰ παιδιὰ νὰ ᾿ρθοῦν σ᾽ ἐμένα (Μᾶρκ. 10,14). Καὶ τὰ πῆρε στὴν ἀγκαλιά του τὰ φτωχὰ παιδιὰ τῶν ψαράδων, τὰ εὐλόγησε καὶ τοὺς εἶπε λόγια πατρικά.
Γιατί τὰ λέω αὐτά; Γιατὶ ἕνα ἀπὸ τὰ παιδιὰ ἐκεῖνα, ποὺ πῆρε τότε στὴν ἀγκαλιά του ὁ Χρι­στός, ἦταν καὶ ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος. Τότε ὁ Κύρι­ος εἶπε· «Ὅστις ταπεινώσῃ ἑαυτὸν ὡς τὸ παιδίον τοῦτο, οὗτός ἐστιν ὁ μείζων ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν. καὶ ὃς ἐὰν δέξηται παιδίον τοιοῦτον ἓν ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου, ἐμὲ δέχεται»· ὅποιος ταπεινωθῇ σὰν αὐτὸ τὸ παιδί, αὐτὸς εἶνε ὁ ἀνώτερος στὴ βασιλεία τῶν οὐ­ρανῶν· κι ὅποιος δεχθῇ ἕνα τέτοιο παιδὶ στὸ ὄνομά μου, ἐμένα δέχεται (Ματθ. 18,4-5).


Πόσο μεγάλο πρᾶγμα εἶνε νὰ πηγαίνῃ ἡ μά­να τὰ παιδιά της στὸ Χριστό! Ἄλλοτε εἶχαν χα­ρὰ νὰ βλέπουν τὸ παιδί τους στὸ ἀναλόγιο νὰ λέῃ τὸ «Πάτερ ἡμῶν» καὶ τὸ «Πιστεύω». Τώρα ἄλλαξαν τὰ πράγματα. Ὑπάρχουν γονεῖς ποὺ ἐμ­ποδίζουν τὰ παιδιά τους ν᾿ ἀκοῦνε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ. Φοβοῦνται μὴ γίνουν καλόγεροι, μὴ μείνουν «καθυστερημένα». Μάνα, ποὺ δὲν ἀφήνει τὸ παιδί της νὰ πάῃ κοντὰ στὸ Χρι­στό, κάνει τὸ πιὸ μεγάλο ἔγκλημα. Γιατὶ παιδί, ποὺ δὲν γνωρίζει καὶ δὲν ἀγαπάει τὸ Χριστό, εἶνε δυστυχισμένο, ἔστω καὶ ἂν αὔριο γίνῃ ἐπιστή­μονας καὶ πάρῃ προῖκες καὶ μάθῃ γλῶσσες.
Ἕνα, λοιπόν, ἀπὸ τὰ παιδιὰ αὐτὰ ποὺ εὐ­λό­γησε ὁ Χριστὸς ἦταν ὁ Ἰγνάτιος, ποὺ μεγάλω­σε κοντὰ στοὺς ἀποστόλους. Γνώρισε τὸν Ἰω­άννη τὸν Θεολόγο καὶ ἔγινε μαθητής του. Ἀ­πὸ τοὺς ἀποστόλους χειροτονήθηκε διᾶκος, ἔπειτα παπᾶς, καὶ τέλος ἐπίσκοπος στὴ μεγά­λη πόλι τῆς Ἀντιοχείας.
Εἶνε ὁ δεύτερος ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας μετὰ τὸν Εὔοδο. Εἶχε ἐπίγνωσι τῆς ἀποστολῆς του. Ὅταν λει­τουργοῦσε, λέει ὁ βίος του, ἔβλεπε ὀπτασίες, νὰ γεμίζῃ ἀγγέλους τὸ ἅγιο βῆμα. Ὅ­πως ὁ ἅγιος Σπυρίδων, ποὺ «ἀγγέλους ἔσχε συλλειτουργοῦντας» (ἀπολυτ.), ἔτσι καὶ αὐτός. Ἦταν ἐπίσκοπος σ᾿ ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα κέντρα τοῦ ἀρχαίου Ἑλληνισμοῦ, στὴν Ἀν­τιόχεια, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Κύπρο. Δὲν ἦταν τότε εὔκολο νὰ εἶσαι Χριστιανός. Ὁ χριστιανισμὸς στοίχιζε συλλήψεις, φυλακίσεις, θάνατο. Πέρασε τότε ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια ὁ εἰδωλολάτρης βασιλιᾶς Τραϊανός, ποὺ πήγαινε σὲ πό­λεμο ἐναντίον τῶν Πάρθων. Σταμάτησε ἐκεῖ κ᾿ ἔμαθε, ὅτι ὑπάρχει στὴν πόλι ἕνας ἐπίσκοπος ποὺ κάνει μεγάλη θραῦσι στοὺς εἰδωλολάτρες. Τὸν κάλεσε λοιπόν. Μόλις τὸν εἶδε τοῦ εἶπε· –Κακοδαίμων καὶ δυστυχισμένε ἄνθρωπε. –Ὄχι, ἀπαντᾷ ὁ Ἰγνάτιος· εἶμαι εὐτυχισμένος. Ὅποιος πιστεύει στὸ Χριστό, εἶνε ὁ πιὸ εὐτυχισμένος· δυστυχισμένος εἶνε αὐτὸς ποὺ δὲν πιστεύει στὸ Χριστό, ἔστω καὶ ἂν ἔχῃ κορώνα ἐπάνω στὸ κεφάλι… Ἔγινε μεγάλος διάλογος, ἀλλὰ ὁ Ἰγνάτιος ἔ­μενε ἀσάλευτος στὴν πίστι. Στὸ τέλος ὁ Τρα­ϊα­νὸς διατάζει νὰ τὸν συλλάβουν, νὰ τὸν δέσουν, καὶ νὰ τὸν χτυπήσουν μὲ μολύβδινες σφαῖ­ρες. Τοῦ ἅπλωσαν τὰ χέρια κ᾿ ἔβαλαν ἀπὸ κάτω φωτιά. Ἄναψαν ξύλα βουτηγμένα στὸ λάδι καὶ τοῦ ἔκαιγαν τὰ πλευρά. Τὸν ἔβαλαν ὄρ­θιο πάνω σὲ ἀναμμένα κάρβουνα. Τοῦ ἔξυναν τὸ σῶμα μὲ σιδερένια νύχια. Τίποτε δὲν στάθηκε ἱκανὸ νὰ τὸν κάνῃ νὰ ὑποχωρήσῃ. Τέλος ὁ αὐτοκράτωρ διατάζει δέκα στρατι­ῶτες, ἕνα βάρβαρο ἀπόσπασμα, νὰ τὸν μεταφέρουν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια στὴ Ῥώμη, γιὰ νὰ τὸν ῥίξουν στὰ θηρία. Γιὰ τὸ ταξίδι αὐτὸ χρειάζονταν τότε τρεῖς – τέσσερις μῆνες. Δεμένο τὸν περνοῦσαν ἀπὸ πόλι σὲ πόλι. Ἀλλ᾿ αὐτὸς στήριζε τοὺς Χριστιανοὺς στὴν πί­στι. Ὅταν ἔφτασαν στὴ Ῥώμη τὸν ἔβαλαν στὴ φυλακή. Κάποιοι Χριστιανοὶ ἔκαναν προσπάθειες νὰ μὴ θανατωθῇ. Ὅταν τό ᾿μαθε ὁ ἅγιος, τοὺς εἶπε ἐκεῖνα τὰ ἀνεκτίμητα λόγια· –Ἂν μ᾿ ἀγαπᾶτε, ἂν ἀγαπᾶτε ὄχι τὸ κορμί μου ἀλλὰ τὴν ψυχή μου, μὴ φέρνετε ἐμπόδιο στὸν ἱερό μου πόθο. Ἀφῆστε με νὰ μαρτυρήσω γιὰ τὸ Χριστό. Τὰ δόντια τῶν θηρίων θὰ γίνουν μύλος ποὺ θὰ μὲ ἀλέσῃ σὰν σιτάρι, γιὰ νὰ γίνω καθαρὸ ψωμὶ τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι μίλησε ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος. Καὶ προσευχήθηκε καὶ τὸ ζήτησε αὐτὸ ἀπὸ τὸ Θεό. Ὅταν ἦρθε ἡ μέρα γέμισε τὸ ἀμφιθέατρο. Ὁ Ἰγνάτιος στάθηκε ἐκεῖ μέσα ἀτάραχος. Ἔ­φεραν ἕνα κλουβὶ μὲ πεινασμένα λιοντάρια. Ἄ­νοιξαν τὴ σιδερένια πόρτα καὶ τὸ πρῶτο λιον­τάρι πετάχτηκε ἔξω. Ἔπειτα ἄλλο. Καὶ ὥρμησαν ἴσια ἐπάνω του… Μπορεῖτε νὰ φανταστῆ­τε τὸ μαρτύριο· νὰ πέφτουν πάνω στὸν ἅγιο, νὰ ξεσχίζουν μὲ τὰ νύχια τὶς σάρκες του, νὰ γλείφουν τὰ αἵματα, καὶ ν᾿ ἀκούγωνται τὰ δόν­τια τους νὰ θραύουν τὰ ὀστᾶ του… Θεέ μου, τί ἄγριες σκηνές! Δὲν θά ᾿πρεπε στὸ ἀμφιθέατρο νὰ εἶνε οὔτε ἕνας ἄνθρωπος. Κι ὅμως μαζεύτηκε πλῆθος, καὶ γινόταν πάταγος… Μὴ μοῦ μιλᾶτε γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ἅμα σκεφτῇς τί κτῆνος καὶ τί θηρίο εἶνε, θὰ πρέπῃ ν᾿ ἀπελπιστῇς. Μετὰ τὸ μαρτύριο τοῦ ἁγίου ἔμειναν στὸ τέλος μόνο μερικὰ χοντρὰ ὀστᾶ. Ἔμεινε καὶ κάτι ἄλλο ποὺ δὲν τὸ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, ἐ­μεῖς ὅμως τὸ πιστεύουμε. Τὰ λιοντάρια ἄφησαν ἄθικτη τὴν καρδιὰ τοῦ ἁγίου! Σεβάστηκαν τὴν καρδιά, ποὺ ἦταν γεμάτη ἀγάπη καὶ ἔ­ρωτα γιὰ τὸ Χριστό. Λέει ἡ παράδοσις, ὅτι ἔ­σχισαν τὴν καρδιά, καὶ μέσα βρῆκαν γραμμένη μὲ χρυσᾶ γράμματα τὴ φράσι «Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ἔρως τῆς ψυχῆς μου». Ἀπὸ αὐτὸ ὠνομάστηκε Θεοφόρος· διότι ἔφερε μέσα του τὸ Χριστό, τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό. Πῆγαν κατόπιν τὴ νύχτα οἱ Χριστιανοὶ μὲ κίνδυνο, σκούπισαν μὲ βαμβάκια τὰ αἵματα τοῦ μάρτυρος, πῆραν τὰ λείψανα τῶν ὀστῶν του καὶ τὰ μετέφεραν στὴν Ἀντιόχεια. Ἐκεῖ ἔ­μειναν πολλὰ χρόνια, ἕως ὅτου πῆγαν οἱ σταυ­ροφόροι τοῦ πάπα, τὰ παιδιὰ τοῦ διαβόλου, ἔκλεψαν τὰ ἅγια αὐτὰ λείψανα μαζὶ μὲ ἄλλα, καὶ τὰ ἔχουν τώρα αὐτοί.

* * *

Αὐτὸ εἶνε τὸ μαρτύριο τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου. Τί διδασκόμεθα ἐμεῖς; ⃝ Καταδικάζουμε ἐκείνους τοὺς βαρβάρους, ποὺ ἔβλεπαν στὸ ἀμφιθέατρο τὰ ἄγρια θεάματα κ᾿ εὐχαριστιόνταν. Ἀλλὰ δὲν εἴμαστε ἐ­μεῖς κα­λύτεροι. Κ᾿ ἐμεῖς, ὕστερα ἀπὸ τὴν ἐκ­κλησία, πηγαίνουμε σὲ ἄθλια θεάματα. Βλέπουμε νὰ πυροβολοῦν, νὰ σκοτώνουν, νὰ τοὺς κυνηγᾷ ἡ ἀστυνομία, καὶ στὸ τέλος νὰ βγαίνουν νικηταὶ καὶ νὰ τοὺς χειροκροτοῦν… Τί εἶνε αὐτὸς ὁ λαός! Εὐχαριστιέται σὲ γκαγ­κστερικὰ καὶ αἰσχρὰ θεάματα, νὰ βλέπῃ νὰ ἀτιμάζουν καὶ νὰ σκοτώνουν… Τί περιμένεις μετά; Εἶνε ἁμαρτωλὰ τὰ μάτια αὐτά. Τὸ λέω μὲ δάκρυα· ἂν ἤμασταν ὅλοι ὁμόψυχοι, δὲν θὰ μποροῦσε ὁ κάθε ἐκμεταλλευ­τὴς νὰ παρουσιάζῃ θεάματα ποὺ ξαναγυρίζουν τὸν κόσμο στὸ ἀμφιθέατρο τῆς Ῥώμης. ⃝ Τὸ ἕνα ποὺ διδασκόμεθα εἶνε αὐτό. Τὸ δεύτερο ποιό εἶνε; Μοῦ κάνει ἐντύπωσι ἡ ἀγάπη τοῦ Ἰγνατίου. Ἀγαποῦσε τὸ Χριστὸ ὅταν μικρὸ παιδάκι τὸν πῆρε στὴν ἀγκαλιά του. Τὸν ἀ­γαποῦσε ὅταν μεγάλωσε. Τὸν ἀγαποῦσε ὅταν ἦταν νέος. Τὸν ἀγαποῦσε ὅταν ἔγινε διᾶκος, ὅ­ταν ἔγινε παπᾶς, ὅταν ἔγινε ἐπίσκοπος. Τὸν ἀ­γαποῦσε κι ὅταν ἔγινε πλέον γέροντας. Τὸν ἀ­γαποῦσε μέχρι τὸ τέλος, μέχρι τὰ θηρία. Δὲν μοῦ λέτε, ἀδέρφια καὶ ἀδερφὲς καὶ πατέρες μου, ἐμεῖς τὸν ἀγαποῦμε τὸ Χριστό; Ἂν κατέβαινε ἕνας ἄγγελος κι ἄνοιγε τὴν καρδιά μας, τί θὰ ἔβλεπε μέσα; Θά ᾿βρισκε νά ᾿νε ὁ Χριστὸς ὁ ἔρως τῆς καρδιᾶς μας; Ὦ ντουνιᾶ ψεύτη κι ἀπατεώνα! Γιορτάζουμε Χριστούγεννα. Καθαρίζουμε τὰ σπίτια μας, πλένουμε τὰ ροῦχα μας… Ποῦ ν᾿ ἀνοίξῃ ὁ ἄγγελος τὴν καρδιά μας! Τί θὰ βρῇ; Θὰ βρῇ χυδαίους ἔρωτες· σαρκός, χρημάτων, ματαίας δόξης. Ἐκεῖ εἶνε ἡ καρδιά μας. Καὶ ὅμως ὁ Χριστὸς φωνάζει· «Παιδί μου, δός μου τὴν καρδιά σου» (Παροιμ. 23,26). Τί τὴ θέλει ὁ Χριστὸς τὴν καρδιά; Νὰ τὴν πλύνῃ, νὰ τὴν καθαρίσῃ μέσα στὰ δάκρυα τῆς μετανοίας, νὰ τὴν κάνῃ μιὰ φάτνη κ᾿ ἕναν οὐρανό. Ἂς τοῦ δώσουμε λοιπὸν τὴν καρδιά μας. Τότε ἀληθινὰ κ᾿ ἐμεῖς, τὴ νύχτα τῆς Γεννήσε­ως, στὴ γῆ θὰ πατοῦμε ἀλλὰ στὰ οὐράνια θὰ βρισκώμαστε, καὶ πάνω ἐκεῖ θ᾿ ἀκοῦμε τὸ «Δό­ξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀν­θρώποις εὐδοκία» (Λουκ. 2,14)· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος