Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2019

«Κράμα οδύνης και οργής για την προδοσία της Μακεδονίας και αποτίμησης λαθών»


Πήραμε τη ζωή μας λάθος…

του Νεκτάριου Δαπέργολα
Διδάκτορος Ιστορίας
      Δεν είναι εύκολο φυσικά να επιχειρήσει κάποιος να μιλήσει με νηφαλιότητα λίγες μόλις μέρες μετά το άγος που επιτελέσθηκε μέσα στο ελληνικό κοινοβούλιο. Δεν είναι εύκολο να αδειάσει το μυαλό του από εκείνο το πανσθενές (και απολύτως δικαιολογημένο) κράμα οδύνης και οργής για την προδοσία της Μακεδονίας, που ολοκληρώθηκε με τόσο προκλητικά συνοπτικές διαδικασίες και μέσα σε ένα κατάμαυρο τοπίο τόσο πρωτοφανούς κατάντιας της πολιτικής ζωής του τόπου. Πρέπει όμως να το πράξουμε, γιατί οφείλουμε να δούμε και την επόμενη μέρα. Πρέπει να το πράξουμε, γιατί όσο θα μένουμε εγκλωβισμένοι στον πόνο, την κατάθλιψη, την αγανάκτηση, την τυφλή οργή, πολύ δε χειρότερα ακόμη και σε αισθήματα μίσους απέναντι σε πρόσωπα που εγκαλούνται ως δωσίλογοι και ξεπουλητάδες της πατρίδας, είναι αδύνατο να προχωρήσουμε.
       Και εμείς πρέπει να προχωρήσουμε. Αρκετά πέσαμε στις παγίδες τους, αρκετά παίξαμε το στημένα τους παιχνίδια. Το οφείλουμε στους προγόνους μας, το οφείλουμε στα παιδιά μας, το οφείλουμε και στους ακόμη αγέννητους αυτού του τόπου. Κι αν αυτό όμως το λέμε συχνά, σήμερα θα πω και κάτι διαφορετικό: ότι πάνω απ’ όλα το χρωστάμε σε μας τους ίδιους. Στους προδομένους και πληγωμένους εαυτούς μας, που ωστόσο εμείς οι ίδιοι πρωτίστως τους προδώσαμε και τους πληγώσαμε. Για τα λάθη μας, τις παραλείψεις μας, τις τρομακτικές μας ευθύνες. «Ο τρώσας και ιάσεται» λοιπόν: έχοντας απέναντι όσα εμείς επιφυλάξαμε εδώ και τόσα χρόνια στους εαυτούς μας, πάλι εμείς οι ίδιοι έχουμε και το καθήκον να επουλώσουμε τις πληγές και να βγούμε από τη σκοτεινή φυλακή.
       Αυτό εδώ συνεπώς δεν είναι ένα κείμενο οργής, που γράφεται για να σαλπίσει αντίδραση και λυσσαλέες μάχες απέναντι σε μιάσματα και προδότες. Είναι κείμενο αποτίμησης λαθών. Και θα το κατανοήσουν μόνο όσοι μπορούν να αντιληφθούν ότι για όσα βλέπουμε εδώ και πολύ καιρό, με κορύφωση έσχατη (αλλά όχι και στερνή, γιατί έχει κι άλλο κατήφορο) το στυγνό ξεπούλημα της Μακεδονίας, εμείς είμαστε που φταίμε. Εμείς αφεθήκαμε τόσα χρόνια να τσαλαβουτάμε στα βρωμόνερα του νεοταξικού βούρκου, πετώντας στα σκουπίδια τα στερνά από τα «τζοβαϊρικά» του Μακρυγιάννη, τα τελευταία που είχαν απομείνει όρθια σε μια μακρά πορεία αφελληνισμού και αποχριστιανισμού της πατρίδας. Εμείς επιλέξαμε να εθιστούμε και να ταυτιστούμε με την ανοησία, τη χυδαιότητα, τη σαρκολατρεία, τον ψευτοπροοδευτισμό, τα κάθε λογής ανθυποσκύβαλα. Εμείς δώσαμε κι επανειλημμένα πίστη σε διεφθαρμένους κι απάτριδες. Και στο επιστέγασμα, αντί να γυρίσουμε σελίδα, εμείς πάλι επιλέξαμε ως λαός να βουλιάξουμε ακόμη πιο βαθιά, αφήνοντας τις ζωές μας στα χέρια ορκισμένων αντίχριστων ελληνομάχων, που ήταν μάλιστα το έκπαλαι γνωστοί για τις ιδέες τους (γι’ αυτό και δεν χωρά για μας η παραμικρή απολύτως δικαιολογία). Τις αφήσαμε στα χέρια τους τις ζωές μας εκουσίως και αυτοπροαιρέτως, χώνοντας τα κεφάλια μας στην άμμο για να μη δούμε τον πνευματικό και εθνικό γκρεμό που νομοτελειακά θα ακολουθούσε, αρκούμενοι μόνο και μόνο στο φτηνό όραμα του κομποδέματος και σε ψευδαισθήσεις από γελοίες υποσχέσεις φορολογικών απαλλαγών.
       Να γιατί το κείμενο αυτό θα το κατανοήσουν μόνο εκείνοι που κατάλαβαν πόσο φταίμε, πόσο τραγικές είναι οι ευθύνες μας για όσα χάσαμε, για όσα μαργαριτάρια ρίξαμε στους χοίρους, για όσα μείζονα εκποιήσαμε αντί πινακίου φακής, για όσα αφήσαμε να εξαπατηθούμε. Μόνο εκείνοι που την αποφράδα Παρασκευή, μετρώντας με πένθιμη τελετουργικότητα στα κορμιά μας μία-μία τις 153 μαχαιριές της επονείδιστης προδοσίας κι έχοντας ήδη αδειάσει και στεγνώσει μέσα μας από τα αισθήματα της οργής (για ένα αποτέλεσμα εξάλλου ήδη από καιρό προαποφασισμένο), απομείναμε εντέλει απλώς να κλαίμε πικρά μπροστά στη φωτογραφία του Νεκρού Παλικαριού, μουρμουρίζοντας το προφανές: «Παύλο, συγγνώμη. Δεν σου αξίζαμε»!
      Ναι, το προδώσαμε το αίμα σου, Παύλο, όπως κι όλων εκείνων των χιλιάδων ηρώων, οπλαρχηγών, δασκάλων, παπάδων, απλών ανθρώπων του λαού, το αίμα που χύθηκε και πότισε κάποτε τη μαρτυρική γη της Μακεδονίας. Εμείς είμαστε ανάξιοί σας, είμαστε λειψοί, ανόητοι και αμνησιακοί. Εμείς απομείναμε να κατεσθίουμε σκουπίδια και να ψελλίζουμε σπασμένες λέξεις από ξένες γλώσσες. Εμείς σας προδώσαμε, εμείς βεβηλώσαμε τους τάφους σας κι ατιμάσαμε τη σεπτή σας μνήμη. Και τώρα, πολύ απλά, «άξια ων επράξαμεν απολαμβάνομεν».
    Και εξακολουθούμε να μην καταλαβαίνουμε τίποτε. Συνεχίζουμε την αέναη ανακύκληση του Τίποτε, ουρλιάζοντας απλώς για δήμιους και για κρεμάλες στους προδότες, δίχως ωστόσο ίχνος αυτοκριτικής, δίχως υποψία ενδοσκόπησης, έτοιμοι πάλι να ξαναδώσουμε πίστη σε σεσημασμένους απατεώνες, αλλά και σε νέους εκκολαπτόμενους προδότες, σε νέους τυχοδιώκτες, σε νέους πατριδοκάπηλους και χριστέμπορους «μακεδονομάχους». Συνεχίζουμε εκεί στην ίδια ρότα και στα ίδια εγκληματικά λάθη, ως «κύνες επί τον ίδιον έμετον επιστρέφοντες», ανήκεστα τυφλοί, εμμονικά αμετανόητοι. Και όσο αρνούμαστε να δούμε τα λάθη μας, να συνειδητοποιήσουμε ότι για όλα όσα υποφέρουμε εμείς είμαστε οι κύριοι φταίχτες, θα συνεχίσουμε απλά να κάνουμε κύκλους γύρω από το Πουθενά, άβουλοι και μοιραίοι, ρίχνοντας προς κάθε κατεύθυνση άσκοπες κατάρες, ξοδεύοντας χρόνο και ενέργεια, «μες σε καπνούς και σε βρισιές», μετρώντας κι άλλες χαμένες ευκαιρίες.
      Πικρά και θλιβερά ίσως όλα αυτά, αλλά επιτακτικά αναγκαία. Και η αποτίμησή τους δεν έχει βέβαια σκοπό την αυτομεμψιμοιρία και την κατάθλιψη, αλλά την αυτογνωσία και την απόφαση να ξανασηκωθούμε από εκεί που πέσαμε. Αρκετά λοιπόν αναλωθήκαμε στην ανοησία και τη ματαιοπονία. Καιρός να τελειώνουμε με τις βολικές υπεκφυγές και να δούμε επιτέλους κατάματα την αλήθεια: αυτή η πάλαι ποτέ αγιοτόκος πατρίδα χαροπαλεύει εδώ και πολύ καιρό μέσα στα βοθρολύματα της πλάνης, της διαφθοράς, της διαστροφής. Όσα περνάμε τώρα και όσα θα περάσουμε στο εξής (γιατί έρχονται πολύ χειρότερες μέρες), είναι τα επίχειρα των επιλογών μας, τα οψώνια της αποστασίας μας. Εμείς τα προκαλέσαμε και ο Θεός τα επιτρέπει, αφήνοντας να ενεργοποιηθούν οι πνευματικοί νόμοι, ως μέσο δοκιμασίας και παιδαγωγίας.
    Αν το συνειδητοποιήσουμε επιτέλους αυτό, θα αντιληφθούμε αμέσως και ποιο είναι το πραγματικό φάρμακο της θανάσιμης αρρώστιας, αντί να καταναλίσκουμε τζάμπα χρόνο και ενέργεια σε μάχες για αδιέξοδες συμπτωματικές θεραπείες με παροδικά παυσίπονα. Κανένας κοσμικός αγώνας δεν θα δώσει από μόνος του τη λύση στο βαθύ υπαρξιακό πρόβλημα της πατρίδας, κανένα νομικό (ή έκνομο) κυνηγητό προδοτών, καμία νέα πολιτική κίνηση ή οργάνωση, καμία απόπειρα που ονειρεύεται ανατροπές, εκδιώξεις, μεταρρυθμίσεις, συντακτικές εθνοσυνελεύσεις. Πολύ δε περισσότερο το να αρχίσουμε πάλι να τρέχουμε πίσω από νέους ψευτοπατριώτες δημαγωγούς, ανίδεοι και για τα δικά τους και (πρωτίστως) για τα δικά μας χάλια. Το ότι θα χρειαστούν και κοσμικές προσπάθειες είναι βέβαιο, αυτές όμως θα έρθουν μόνο ως το εποικοδόμημα.
    Η βάση ωστόσο του όλου εγχειρήματος (που θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε «αλλαγή σελίδας και νέα αρχή για τον λαό μας») είναι εντελώς διαφορετική. Και για να έχουν και ελπίδες κατευόδωσης (αντί να είναι πάλι μία από τα ίδια) οι όποιες ανθρώπινες προσπάθειές μας, άλλη είναι η αναγκαία συνθήκη. «Πήραμε τη ζωή μας λάθος», για να θυμηθώ και τον κλασσικό στίχο του Σεφέρη. Καθώς βρισκόμαστε λίγο πριν από τον πάτο της αβύσσου και ο ιστορικός χρόνος μας δείχνει να τελειώνει, καιρός επιτέλους να το σκεφτούμε πολύ σοβαρά αυτό, μήπως και μπορέσουμε να δούμε Θεού πρόσωπο.
      Καιρός ν’ αλλάξουμε ζωή…