Υπό του μοναχού Παϊσίου Καρεώτου
Εἰσαγωγικά Στίς 4-8-2019 δημοσιεύθηκε μία συνέντευξη πού πῆρε ὁ κ. Δημήτριος Κυριακόπουλος ἀπό τόν ἀρχιμ. π. Ἀντώνιο Φραγκάκη. Μέσα ἀπό τά πολλά θέματα πού ἐκεῖ ἀναλύονται, ἡ ὅλη προσπάθεια εἶναι νά στηρίξει ὁ π. Ἀντώνιος τό ἔγκυρον κάποιων δηλώσεων τοῦ Μητροπολίτου Μόρφου.
Ὁ μέν Μητροπολίτης καταπιάνεται μέ ἕνα θέμα, σέ ἐπίπεδο ἐκλαϊκευμένης ἐπιστήμης μέ γνωστικίζουσες ἀποκλίσεις. Ὁ δέ π. Ἀντώνιος, στήν προσπάθειά του νά δώσει μίαν θεολογική ἀπάντηση, ἀνοίγει ἕνα εὐρύ φάσμα θεολογικῶν προβληματισμῶν, καί δημιουργεῖ περαιτέρω προβλήματα πάνω στήν κατανόηση τῆς ὀρθοδόξου ἀνθρωπολογίας.
Καὶ οἱ δύο ἐπικαλοῦνται ὅτι τὰ ἄκουσαν ὡς διδασκαλία ἀπὸ τὸν Ἅγιο Πορφύριο. Εἴτε πράγματι συμβαίνει αὐτὸ, εἴτε ὄχι, ἡ διδασκαλία ποὺ μεταφέρεται πρὸς τὸν λαὸ τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴν παραδεδομένη. Ἐπειδὴ ὁ ὑπογράφων εἶναι ὁ π. Ἀντώνιος, στρέφουμε τὸν λόγο πρὸς αὐτὸν, ὑποδεικνύοντας τὶς συνέπειες τῶν λόγων του, ἀλλὰ καὶ τὶ λέει ἡ Ἐκκλησία.
Ἡ ἀντίρρησή μας θά
ἐπικεντρωθεῖ σέ ἕνα σημεῖο Τριαδολογικό, πού θίγει στήν ἀρχή τῆς
συνεντεύξεως, καί στή συνέχεια στὰ σημεῖα ποὺ διαστρεβλώνουν τήν
διδασκαλία τῆς ὀρθοδόξου ἀνθρωπολογίας.
Περί τῶν ὑποστατικῶν ἰδιωμάτων
Στό δημοσίευμα λοιπόν αὐτό, ὁ ἀρθογράφος
ὑπερασπίζεται τήν ἄποψη ὅτι τά ὑποστατικά ἰδιώματα τῶν προσώπων τῆς
Ἁγίας Τριάδος, δηλ. ἡ πατρότης, ἡ υἱότης καί τό ἐκπορευτόν, τά
ἀποδίδουμε ἐμεῖς «μέ ὅσα ξέρουμε ἀπό τήν γήϊνη – κτιστή πραγματικότητα», «μέ βάση τήν ἐμπειρία μας».
Ἔτσι τίς προσωπικές σχέσεις τῆς Ἁγίας Τριάδος, τίς ἀνάγει στήν
Συμβολική Θεολογία. Οἱ σχέσεις κατ’ αὐτὸν εἶναι σύμβολα, δηλαδὴ εἶναι
συμβολικά φανερούμενες στόν ἄνθρωπο καί δὲν εἶναι πραγματικές. Μέ ἄλλα
λόγια, στήν πραγματικότητα ὁ Πατήρ, δέν εἶναι Πατήρ, καί ὁ Υἱός δέν
εἶναι Υἱός. Τά ὀνόματα τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος λαμβάνονται ἐκ
τῶν «καθ΄ἡμᾶς». Λέει συγκεκριμένα, «βρίσκουμε σύμβολα γιά νά ἀποδώσουμε τήν δική του ἀποκάλυψη στό κτιστό ἀνθρώπινο εἶναι».
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ὅμως εἶναι
ἀντίθετος σέ αὐτή τήν ἄποψη. «Πρέπει νά γνωρίζουμε – λέει – ὅτι τό ὄνομα
τῆς πατρότητος καί τῆς υἱότητος καί τῆς ἐκπορεύσεως δέν μεταφέρθηκαν
ἀπό ἐμᾶς στήν μακαρία Θεότητα, ἀλλά ἀντίθετα ἔχει μεταδοθεῖ σέ μᾶς ἀπό
ἐκεῖ, ὅπως λέει ὁ θεῖος Ἀπόστολος:
«Διά τοῦτο κάμπτω τά γόνατά μου πρός τόν Πατέρα, ἐξ΄οὗ πᾶσα πατριά ἐν οὐρανῷ καί ἐπί γῆς» (Ἐφ’. 3, 14-15). (Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ἔκδ. «ΠΟΥΡΝΑΡΑ» Θεσ/νικη 1989, σελ. 56).
Ἐπικαλεῖται ὁ π. Ἀντώνιος τον Ἅγιο
Μάξιμο ὅτι λέει: «ὁ Θεός οὔτε Πατέρας εἶναι, οὔτε Υἱός, οὔτε Ἀγάπη, οὔτε
φῶς, οὔτε…». Ἡ ἀναφορὰ αὐτὴ σὲ σχέση μὲ τὰ προηγούμενα λόγια τοῦ π.
Ἀντωνίου, δίδει τὴν εἰκόνα, ὅτι τελικὰ ὁ Πατήρ, καὶ εἶναι Πατήρ, καὶ δὲν
εἶναι Πατήρ. Παρόμοια καὶ ὁ Υἱός. Πρέπει νὰ διασαφηνισθεῖ ὅτι ὁ Πατήρ εἶναι πάντοτε
Πατήρ. Δὲν εἶναι Πατήρ – ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Μάξιμος – καθὼς οἱ
πατέρες οἱ δικοὶ μάς, δηλαδὴ ἄλλοτε δὲν εἶναι, καὶ ἄλλοτε εἶναι, ὅπως
καὶ οἱ υἱοί, ποὺ ἀργότερα γίνονται πατέρες. Εἰς τὰ καθ’ ἡμᾶς οἱ
ἰδιότητες αὐτὲς εἶναι τρεπτὲς καὶ ἀλλοιούμενες, ἐνῶ εἰς τὴν Ἁγία Τριάδα,
ὁ Πατήρ εἶναι πάντοτε Πατήρ, καὶ ὁ Υἱός εἶναι πάντοτε Υἱός, χωρίς
τροπή.
Οἱ θέσεις τοῦ π. Ἀντωνίου
Στή συνέχεια τῆς συνεντεύξεώς του
ἀναφέρεται σέ ἐπίμαχο θέμα τῆς Ὀρθοδόξου ἀνθρωπολογίας. Ἐκ πρώτης ὄψεως
δημιουργεῖ σύγχυση, διότι ἐνῶ λέει ὀρθῶς ὅτι «ἡ ψυχή δέν προέρχεται ἀπό τούς γονεῖς, ἀλλά καθαρά ἀπό τόν Θεό» καί ὅτι «ἡ ψυχή δέν ἔχει κληρονομικότητα, ἀλλά ἔχει τελειότητα», σέ ἄλλο σημεῖο τῆς συνεντεύξεως λέει τά ἀντίθετα.
«Ὑπάρχουν
– λέει – γονιδιακά κληροδοτήματα πού ἐπηρεάζουν καθοριστικά τήν
λειτουργία τῆς ψυχῆς». «Ὑπάρχουν κληρονομικές συμπεριφορές».
«Κληροδοτεῖται τό πνευματικό γονιδίωμα, δηλαδὴ τό περιεχόμενο τῆς ψυχῆς
τῶν γονιῶν, οἱ πράξεις καί οἱ συνήθειες τους, πού ἐπηρεάζουν τήν
διαμόρφωση τῆς προσωπικότητος».
Δηλαδή τό ἔμβρυο παραλαμβάνει μία
ἀρρωστημένη φύση, ἡ ὁποία τοῦ καθορίζει τήν πορεία τῆς ψυχῆς του καί τῆς
συμπεριφορᾶς του. Μιλάει μέ σαφήνεια γιά κληρονομικές συμπεριφορές, καί
ἀναφέρει ὅτι κάθε παιδί
«παίρνει ἀπό τούς γονεῖς καί τούς προπάτορες μέσω DNA τίς συνήθειες τους, τίς ἐνάρετες καί τίς ἁμαρτωλές».
Τό ἐκπληκτικό καί τό ἀπορίας ἄξιον,
εἶναι ὅτι στή συνέχεια ἀναφέρεται στόν περσοναλισμό καί στήν
μεταπατερική Θεολογία τοῦ προσώπου, καί κατηγορεῖ – πολύ σωστά – τήν
θέση τους, πού συνδέουν τήν φύση μέ τήν ἀνάγκη καί ὅτι λάθος πιστεύουν
πώς
«δέν εὐθύνονται γιά τόν σεξουαλικό τους προσανατολισμό, γιατί εἶναι ἡ ἀναγκαιότητα τῆς φύσεώς τους».
Ἀλλά, αὐτή τήν ἀναγκαιότητα τῆς φύσεως
τήν ἔχει ὁ ἴδιος ὑποστηρίξει, ἀλλά καί ἑρμηνεύσει, πιό πρίν στήν
συνεντεύξή του. Τελικά, ποιά εἶναι ἡ θέση του; Δέν γνωρίζει ὅτι
ὀρθοδόξως ἡ ἔννοια τῆς ἁμαρτίας εἶναι στήν προαίρεση καί ὄχι στήν φύση;
Ὅλο τό δράμα τοῦ ἀνθρώπου ἀναφέρεται στό ἐπίπεδο τῆς προαίρεσης καί τοῦ
γνωμικοῦ θελήματος, καί ἡ σωτηρία εἶναι νά μπορέσει σύν Θεῶ ἡ φύση νά
ὁδεύσει κατὰ προαίρεση πρός τό οἰκεῖον τέλος, πού εἶναι ὁ Θεός.
Ὁ π. Ἀντώνιος θά πρέπει σοβαρά νά
ἀναλογισθεῖ ποιές εἶναι οἱ σωτηριολογικές συνέπειες τῶν θεωρήσεων πού
ἐκφράζει. Διότι σέ θεολογικό ἐπίπεδο μᾶς λέει, ὅτι τό γνωμικό θέλημα τῆς
μητέρας, δηλ. ἡ ἐπιθυμία καί ἡ πράξη τῆς ἁμαρτίας, καθίσταται φυσικό
θέλημα καί οὐσιώδης ποιότης τοῦ παιδιοῦ. Ἡ σύγχυσις τῶν ὑποστατικῶν
ἰδιωμάτων καὶ τῶν φυσικῶν, εἶναι ἡ κοινή ὁδός πολλῶν αἱρέσεων. Ἄν ἡ
ἁμαρτία ἔγκειται στό φυσικό θέλημα, τότε αἴτιος τοῦ κακοῦ γίνεται ὁ
Θεός. Στήν συνέντευξη αὐτή γίνεται σύγχυση τοῦ «θέλειν» τῆς φύσεως, μέ τό «πῶς θέλειν» τοῦ γνωμικοῦ θελήματος, δηλαδή τό «πῶς θέλειν» τῆς μητέρας ὁρίζει τό «θέλειν» τοῦ παιδιοῦ. Γίνεται ἐπίσης σύγχυση μεταξύ τῆς «ἐνέργειας» πού
εἶναι δραστική καί οὐσιώδης κίνηση τῆς φύσεως, μέ τό ἐνέργημα καί τόν
ἐνεργοῦντα. Ἀκόμη, μέ τίς θέσεις αὐτές, καταστρέφεται ἡ ἔννοια τοῦ
αὐτεξουσίου, διότι ἀπό τήν στιγμή πού ἔχω μία ἀρρωστημένα προκαθορισμένη
φύση, τότε πού ἑδράζεται τό αὐτεξούσιον;
Στὴν συνέντευξή του, ὁ π. Ἀντώνιος λέει χαρακτηριστικὰ, «Προσλαμβάνει
(ἡ ψυχή) τὰ ζωντανὰ σημάδια ποὺ ἄφησαν πάνω στὸ βιολογικὸ γονιδίωμα οἱ
ψυχές πού ζωοποίησαν καὶ δραστηριοποίησαν τὰ σώματα τῶν γονιῶν καὶ τῶν
παππούδων μας. Αὐτά κολλᾶνε πάνω στὴν ἀρτιγέννητη ψυχὴ κάθε ἐμβρύου κατὰ
30% καὶ ἀποτελοῦν βασικὸ γνώμονα στὴν ἐξέλιξή της». «Ὅταν δὲν ὑπάρχει
Θεία Χάρις τότε τὸ 30% ζυμώνει τὸ 70%». Δηλαδὴ τὸ 30%, μπορεῖ νὰ
εἶναι ἐφάμαρτο, μπορεῖ ὅμως νὰ εἶναι καὶ ἁγιασμένο, κατὰ τὸν π. Ἀντώνιο.
Πάντως, εἶναι τοῦ DNA, εἶναι ἀπὸ γονεῖς καὶ προγόνους, καὶ
κληρονομεῖται, εἴτε εἶναι ἁμαρτωλό, εἴτε ἁγιασμένο. Μὲ ἄλλα λόγια, τὸ
30% εἶναι ἀπὸ τὶς προσωπικὲς ἐπιλογὲς τῶν γονέων, ἐνῶ τὸ «ὑπόλοιπο» 70%, εἴτε θὰ ἀκολουθήσει, εἴτε θὰ ἀντισταθεῖ. Τὸ 70% ποὺ ἀναφέρει, εἶναι ἡ ἐκ Θεοῦ δοθεῖσα ψυχὴ «ποὺ ἔχει τελειότητα».
Ἡ θέση αὐτή, τὴν ὁποία ὑποστηρίζει καὶ
ὑπογράφει ὁ π. Ἀντώνιος, εἶναι δομημένη στὴν νεοπατερικὴ περσοναλιστικὴ
θεολογία. Παρουσιάζεται μὶα «διπλή» ἀλλά καὶ σύνθετη ψυχή. Ἕνα 30%, ποὺ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὰ πρόσωπα, καὶ ἕνα 70% ποὺ εἶναι ἐκ Θεοῦ. Εἶναι μὶα «μέση ὁδός»,
διότι δὲν τὰ ἀποδίδει ὅλα στὶς ἐπιλογές τοῦ προσώπου, ἀλλὰ ἀφήνει καὶ
ἕνα 70% γιὰ τὸν Θεό, τὸ ὁποῖον ὅμως μπορεῖ καὶ νὰ νικηθεῖ ἀπὸ τὸ 30%. Ἄν
λάβουμε ὑπ’ ὅψη ὅτι στὴν μετανεωτερικὴ ἀντίληψη, φύση εἶναι αὐτὸ ποὺ
ἐπιλέγει τὸ πρόσωπο, τότε ὁ π. Ἀντώνιος κατὰ 30% εἶναι μετανεωτερικὸς
θεολόγος.
Σύμφωνα μὲ τὴν Ὀρθόδοξο διδασκαλία ἡ
ἀνθρώπινη φύση εἶναι μὶα. Κανεὶς Πατέρας δὲν τὴν χωρίζει σὲ 30% καὶ 70%.
Ἄν, ὑποθετικά, ποῦμε ὅτι ὑπάρχει αὐτός ὁ χωρισμός, τότε ὁ Χριστός ποιὸ
ἀπὸ τὰ δὺο προσέναβε ὡς ἀνθρώπινη φύση; Ποιὸ ἀπὸ τὰ δὺο ἔσωσε; Ἄν φέρει
ἀντίρρηση ὁ π. Ἀντώνιος, καὶ πεῖ, ὅτι οἱ Πατέρες τὴν μεταπτωτικὴ
ἀνθρώπινη φύση τὴν χαρακτηρίζουν ὡς «πονηρά», τότε μὲ βάση αὐτὸ τὸν λόγο, ὁ Χριστὸς ποὺ ἀνέλαβε τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἔγινε «πονηρός»;
Ἀπὸ ὅσα ἀναφέρθηκαν, γίνεται κατανοητὸ
ὅτι ὑπάρχει μὶα σύγχυση, μὶα θολὴ κατανόηση, ἕνα παραστράτημα ἀπὸ ὅσα
διδάσκει ἡ Ἐκκλησία μας μὲ τὴν ὀρθόδοξο διδασκαλία της. Γι’ αὐτὸ
κρίνεται ἀναγκαῖο νὰ γίνουν ἀρκετές διευκρινίσεις.
Ἀναφορά στήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου
«Ἐποίησε
δὲ αὐτὸν (τὸν ἄνθρωπον) φύσιν ἀναμάρτητον καὶ θέλησιν αὐτεξούσιον.
Ἀναμάρτητον δὲ φημι οὐχ ὡς μὴ ἐπιδεχόμενον ἁμαρτίαν…ἀλλ’ οὐκ ἐν τῇ φύσει
τὸ ἁμαρτάνειν ἔχοντα, ἐν τῇ προαιρέσει δὲ μᾶλλον…» (Ἁγ. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, ὅπ. παρ. σ. 152).
Ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ ἀσκητής μᾶς λέει ὅτι
στήν πτώση τοῦ Ἀδάμ συνέβησαν τρία πράγματα καί ὄχι ἕνα. Τό πρῶτο εἶναι ἡ
προσβολή τοῦ πονηροῦ κατ΄οἰκονομίαν Θεοῦ, τό δεύτερο εἶναι ἡ παράβαση
τοῦ Ἀδάμ λόγω προσωπικῆς ἀπιστίας καί τό τρίτο εἶναι ἡ ἐπικράτηση τοῦ
θανάτου καί τῆς φθορᾶς, λόγω τῆς παραβάσεως ἀπὸ ἀπιστία (Ἁγ. Μάρκου
Ἀσκητοῦ, Τό Ἅγιον Βάπτισμα, ἐκδ. «παλίμψηστον», 2012, σ. 189 – 191).
Ἐμεῖς, λοιπόν, κληρονομήσαμε τίς συνέπειες, δηλαδὴ μόνον τήν
φθορά καί τόν θάνατο. Δέν κληρονομήσαμε τήν προσωπική ἁμαρτία τοῦ Ἀδάμ.
Ἐπειδή προδώσαμε τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἐγκαταλειφθήκαμε καί γίναμε
ὑπόδουλοι τῆς ἁμαρτίας. Τί σημαίνει αὐτό; Ὁ Κύριος ἔχει βάλει ὅρια στήν
ἐξουσία τοῦ διαβόλου. Ἡ μόνη ἐξουσία πού τοῦ παραχωρήθηκε εἶναι νά
ὑποδεικνύει στό νοῦ, μέ ἕνα ἁπλό λογισμό, ὁ ὁποῖος δέν ἀποτελεῖ καθ’
ἑαυτὸ ἁμαρτία, τά πονηρά πράγματα, μέ σκοπό νά δοκιμάσει τήν προαίρεσή
μας πρός τά πού κλίνει, στήν ὑποβολή ἐκείνου ἤ στήν ἐντολή τοῦ Κυρίου.
Τό γνωμικό θέλημα τοῦ κάθε ἀνθρώπου καὶ ἡ ἐξ᾽ αὐτοῦ προαίρεση, ἐπιλέγει
τό τί θά πράξει. (Ἁγ. Μάρκου, ὅπ. παρ. σελ. 75, 153 – 155).
«…Ὁ
γάρ τοῦ παντός τήν ἐξουσίαν ἔχων δι᾽ ὑπερβολήν τῆς εἰς τόν ἄνθρωπον
τιμῆς ἀφῆκέ τι καὶ ὑπό τήν ἡμετέραν ἐξουσίαν εἶναι, οὗ μόνος ἕκαστός
ἐστιν κύριος. Τοῦτο δὲ ἐστιν ἡ προαίρεσις, ἀδούλωτόν τι χρῆμα καὶ
αὐτεξούσιον ἐν τῇ ἐλευθερία τῆς διανοίας κείμενον». (Ἁγ. Γρηγορίου
Νύσσης, Λόγος κατηχητικός § 30, 3 / ἔκδ. ΕΠΕ, τομ. 1, σ. 494).
Ἄν ἐπιλέξει λοιπόν τήν ἐντολή, τότε ἐνεργεῖ κατὰ τό φυσικό θέλημα, δηλαδὴ τήν ἀρετή καί ὁδεύει ἡ ἀνθρώπινη φύση πρός τό «οἰκεῖον τέλος» της,
πού εἶναι ἡ κοινωνία μέ τόν Θεό. Ἄν ἐπιλέξει νά ἀκολουθήσει τήν
προσβολή τοῦ πονηροῦ λογισμοῦ, τότε ἀστοχεῖ καί κατευθύνει τήν ἀνθρώπινη
φύση στήν ἀπώλεια τῆς κοινωνίας μέ τόν Θεό. Ὁπότε, μετά τήν παράβαση οἱ
πλεῖστοι τῶν ἀνθρώπων, ἀπόδημοι τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ὑπό τήν ἐξουσία
τοῦ θανάτου καί μέ μία ἀπέραντη ἀπάτη καί «προπαγάνδα» τοῦ διαβόλου, τά
γνωμικά θελήματά τους, ἀδύναμα ὑπέκυπταν στίς προσβολές του. Μέχρις
ὅτου, ἦλθε ὁ Χριστός καί ἐζωοποίησε πάντας τούς πιστεύοντας σέ Αὐτόν,
καταργώντας τόν ζυγό τῆς δουλείας στήν ἁμαρτία, νικώντας τόν θάνατο καί
προσφέροντας καί πάλι τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ στούς ὀρθῶς πιστεύοντας.
Παρέμεινε ἡ ἁπλή καί ἀναμάρτητη προσβολή τῶν πονηρῶν ἐνθυμημάτων, ἀλλά
ἀδύναμη καί ἄνευρη. Ἑπομένως, ἡ ἁμαρτία τοῦ Ἀδάμ ἦταν προαιρετική, καί
οὐδέποτε κανείς ἄνθρωπος τήν κληρονόμησε καὶ μάλιστα ἀναγκαστικά.
Τόν θάνατο ὅμως πού προῆλθε ἀπό τήν ἁμαρτία του καί ἦταν ἀναγκαστικός,
τόν κληρονομήσαμε ὅλοι. Δέν φθάνουμε, λοιπόν, στήν ἁμαρτία πιεζόμενοι
ἀπό μία φυσική κληρονομική ἀνάγκη (Ἁγ. Μάρκου, ὅπ. παρ. σ. 162).
Τὸ φυσικὸ καὶ γνωμικὸ θέλημα
Ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός μᾶς τονίζει ὅτι οἱ ἀρετές εἶναι φυσικές καί ὅτι φυσικῶς ὑπάρχουν σέ ὅλους, (Ἁγ. Ἰωάν. Δαμασκηνοῦ, ὅπ. παρ. σελ. 270). Θά λέγαμε ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύσις, «φύσει» εἶναι
ἐνάρετη, ἐκ φύσεως θέλει τήν ἀρετή. Γι΄αὐτό διευκρινίζει ὅτι οἱ κόποι
τῆς ἀσκήσεως δέν ἐπινοήθηκαν γιά τήν ἀπόκτηση τῆς ἀρετῆς «ἔξωθεν»,
σάν νά ἦταν αὐτή ἐπείσακτος, ἀλλά γιά νά ἀποβληθεῖ ἡ κακία πού εἶναι
παρείσακτη καί παρά φύσιν, (Ἁγ. Ἰωάν. Δαμασκηνοῦ, ὅπ. παρ. σ. 272). Τό
φυσικό θέλημα εἶναι ἐνάρετον καί οὐδέποτε ἠναγκασμένον.
«Οὐ
μόνον ἡ Θεία καὶ ἄκτιστος φύσις οὐδὲν ἠναγκασμένον ἔχει φυσικόν, ἀλλ’
οὐδὲ ἡ νοερὰ καὶ κτιστή» (Ἁγ. Μαξίμου Ὁμολ. P.G. 91, 293 Β).
Ἡ κάθε φύση ἔχει θέλημα φυσικόν. Στὰ κτιστὰ ὄντα ἐπειδὴ εἶναι τρεπτά, ὑπάρχει ἡ προαίρεση.
«Ἰστέον, γάρ,
ὡς οὐ ταὐτόν ἐστι, θέλειν καί πῶς θέλειν∙τό μέν γάρ θέλειν φύσεως…τό δέ
πῶς θέλειν οὐ φύσεως, ἀλλά τῆς ἡμετέρας γνώμης» (Ἁγ. Ἰωάν. Δαμασκηνοῦ,
ὅπ. παρ. σ. 260).
Τό γνωμικό θέλημα εἶναι πάντοτε ὑποστατικόν, οὐδέποτε φυσικόν. Τό δέ φυσικό θέλημα, δέν εἶναι ποτέ ἀποτέλεσμα
τῆς προαιρέσεως, τοῦ γνωμικοῦ θελήματος. Ὅ,τι εἶναι φυσικόν ἐνθεωρείται
σέ ὅλες τίς ὑποστάσεις, σέ ὅλα τά ἄτομα τῆς φύσεως. Τό γνωμικό θέλημα
προϋποθέτει πάντα χωριστή
ὑπόσταση, πρόσωπον. Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἐπιλογή τοῦ προσώπου, εἶναι αὐστηρά
προσωπική, εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ γνωμικοῦ θελήματος. Ἡ ἁμαρτία δέν ἔγκειται
στό φυσικό θέλημα, γιατί τότε αἴτιος τοῦ κακοῦ θά ἦταν ὁ Θεός, πού
δημιουργεῖ τήν φύση. Γι΄αὐτό δέν πρέπει νά συγχέονται τά φυσικά μέ τά
ὑποστατικά ἰδιώματα.
Τό νά ὑποταχθεῖ τό γνωμικό θέλημα στό φυσικό εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀρετή, διότι οἱ ἀρετές εἶναι φυσικές, ἡ ἀρετή εἶναι «φύσις» στόν ἄνθρωπο. Δέν γεννιέται ὁ ἄνθρωπος «tabula raza». Τό
ἔργο τῆς σωτηρίας εἶναι νά ξαναγυρίσει ὁ ἄνθρωπος στίς πηγές, δηλαδὴ
στό κατά φύση. Σωτηρία εἶναι νά ἀποκαλυφθοῦν οἱ καθαρές πηγές τοῦ
ἀνθρωπίνου «εἶναι» δηλ. οἱ
ἀρετές, πού εἶναι φυσικές. Ἡ γνώμη εἶναι ὁ ὑποστατικός (=προσωπικός)
τρόπος διαχειρίσεως τῆς φύσεως καὶ τῶν δυνάμεων αὐτῆς. Εἶναι ἀδιανόητη ἡ
φύση χωρίς γνώμη, καὶ ἡ γνώμη χωρὶς φύση, ὅπως εἶναι ἀδιανόητο, μὲ
ἄλλες λέξεις, ἡ οὐσία χωρίς πρόσωπο καὶ ἕνα πρόσωπο ἀνούσιο. Ἐπίσης ἡ
γνώμη μὲ τὴν προαίρεση διακρίνονται στὸ ὅτι ἡ γνώμη εἶναι μὶα διάθεση,
καὶ ἡ προαίρεση εἶναι ἡ κίνηση αὐτῆς τῆς διαθέσεως. Ἡ προαίρεση ὁρίζεται
ὡς κίνηση ἐπιλογῆς τῆς ὑποστάσεως. Ὅλα τὰ κτιστὰ λογικὰ ὄντα, ἄγγελοι
καὶ ἄνθρωποι, ὡς κτιστὰ εἶναι καὶ τρεπτά, ἡ δὲ τρεπτότης συνεπάγεται τὴν
προαίρεση. Ἡ γνώμη καὶ ἡ προαίρεση δὲν ταυτίζεται πάντα μὲ τὴν πτωτικὴ
ἁμαρτωλὴ κατάσταση. Ὅπως ὑπάρχει ἡ γνωμικὴ παράχρηση τῆς φύσεως, ποὺ
ἀποτελεῖ ἁμαρτία, ὑπάρχει ὡστόσο καὶ ἡ χάριτι γνωμικὴ ἀτρεψία πρὸς τὸν
Θεό, ἡ ὁποία καὶ παραπέμπει στὸν τρόπο τὴς ἁγιότητος, (P.G. 91, 1145 A).
«Φύσει ἀγαθός μόνος ὁ Θεός, καὶ γνώμη ἀγαθὸς μόνος ὁ θεομίμητος» (P.G. 90, 1069 C).
Τὸ αὐτεξούσιον τοῦ ἀνθρώπου
Ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός κάνει τήν ἑξῆς ἐρώτηση «ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι αἴτιος καί ἀρχή τῆς κάθε πράξεώς του, τότε σέ ποιό θά ὑπαγάγουμε τά γινόμενα ὑπό αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου;» καί
ἀπαριθμεῖ μιά σειρά αἰτιῶν: τόν Θεό, τήν ἀνάγκη, τήν εἰμαρμένη, τήν
φύση, τήν τύχη καί τό αὐτόματο. Ἀναιρώντας τό κάθε ἕνα ξεχωριστά,
καταλήγει, «κατά συνέπεια, ἀπομένει
νά εἶναι ἀρχή τῶν δικῶν του ἔργων καί αὐτεξούσιος ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος πού
πράττει καί δημιουργεῖ…διότι τί τήν χρειάζεται τήν «βουλή», ἄν δέν
εἶναι κύριος τῶν πράξεων του;». (Ἁγ. Ἰωάν. Δαμασκ. ὅπ. παρ. σελ.
188-190).
Τό αὐτεξούσιον ἀναφέρεται μόνον στά
λογικά καί νοερά ὄντα, (ὅπ. παρ. σελ. 262 – 264). Ἡ φύση, πού εἶναι
ἐνάρετη, εἶναι τό θεμέλιον τοῦ αὐτεξουσίου. Ἑπομένως, ἡ ἐρώτηση πού
τίθεται πρός τόν π. Ἀντώνιο, ἀπό τήν στιγμή πού ὑποστηρίζει
ἀντιπατερικῶς, ὅτι τό παιδί φέρει ἀκούσια μία διεστραμμένη φύση, εἶναι
τὸ ποὺ ἑδράζεται δι’ αὐτὸν τό αὐτεξούσιόν του; Τελικά ὁ Χριστός ἀπό τί
μᾶς ἔσωσε; Ἀπό μία διεστραμμένη καί δαιμονική φύση; Εἴπαμε προηγουμένως
ὅτι τό γνωμικό θέλημα εἶναι ὑποστατικόν, δέν κληρονομεῖται. Οὐδέποτε
γίνεται τό γνωμικό θέλημα, δηλαδὴ ἡ ἁμαρτία τῶν γονέων, φυσικόν θέλημα
μιᾶς διεστραμμένης φύσεως στό παιδί, μία ἀρνητική κληρονομιά ἀπό τήν
πρώτη ἡμέρα πού βλέπει τό φῶς τοῦ ἡλίου. Δέν καταλαβαίνει ὁ π. Ἀντώνιος
μέ τήν θέση του αὐτή, ὅτι κάνει τόν διάβολο, θεόν; Διότι ἔτσι ὁ διάβολος
μέσω μιᾶς ἁμαρτωλῆς γυναίκας, γίνεται δημιουργός κακῆς φύσεως. Εἶναι
αὐτό ὀρθόδοξος ἀνθρωπολογία;
Λέγει ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ὅτι «ἐνέργεια μέν οὖν ἐστιν ἡ δραστική καί οὐσιώδης τῆς φύσεως κίνησις» (ὅπ. παρ. σελ. 272). Ἑπομένως,
σύμφωνα μέ τόν π. Ἀντώνιο, γιά τό παιδί ἡ ὁμοφυλοφιλία εἶναι οὐσιώδης
ποιότης, ἐφ΄ὅσον δέν ἀναφέρεται στό γνωμικό θέλημα τοῦ παιδίου. Ὅταν
λοιπόν θά ἐκδηλώνει αὐτή τήν συμπεριφορά, θά εἶναι σύμφωνος μέ τήν φύση
του διότι θά ὁδηγεῖται ἀπό αὐτήν. Ἄρα καί ἀκατηγόρητος. Δέν θά εἶναι
ἐπιλογή του. Δέν θά εἶναι καρπός τοῦ γνωμικοῦ θελήματος, ἀλλά οὐσιώδης
ποιότης τῆς φύσεως του. Ἄν τυχόν ὑποστηρίξει ὁ π. Ἀντώνιος, ὅτι, ὄχι δέν
εἶναι ἔτσι, ἀλλά τό γνωμικό θέλημα τῆς μητέρας, ἐπιδρᾶ φυσικῶς στό
γνωμικό θέλημα τοῦ ἐμβρύου, τότε θά τοῦ ὑπενθυμίσουμε ὅτι τό γνωμικόν
θέλημα εἶναι ὑποστατικόν, δηλ.προσωπική ἐπιλογή. Ἐπίσης δέν γνωρίζει ὁ
π. Ἀντώνιος ὅτι ἡ θέση του αὐτή, εἶναι βασική θέση τῆς
μετανεωτερικότητος, τήν ὁποία καί κατηγορεῖ; Ὑποστηρίζει καί αὐτή ὅτι τά
πάντα εἶναι ἀποτέλεσμα φύσεως, ἄρα καί ἀκατηγόρητα.
Δερμάτινοι χιτώνες, ἀδιάβλητα πάθη.
Ἴσως στὴν ἀντίρρησὴ του ὁ π.Ἀντώνιος, μᾶς ὑποδείξει ἕναν λόγο τοῦ Ἁγ. Νικολάου Καβάσιλα, ποὺ λέει:
«διὰ
τοῦτο ἀκόλουθον ἦν καὶ τὴν ἑκάστου ψυχὴν τῆς τοῦ πρώτου Ἀδάμ
κληρονομῆσαι κακίας, ἀπὸ μὲν τῆς ψυχῆς ἐκείνου πρὸς τὸ σῶμα δοθείσης,
ἀπὸ δὲ τοῦ σώματος τοῖς ἐξ ἐκείνου σώμασιν, ἀπὸ δ’ αὖ τῶν σωμάτων ἐπὶ
τὰς ψυχάς ἐρχομένης» (Ἁγ. Νικολάου Καβάσιλα, Περί τῆς ἐν Χριστῶ ζωῆς,
Λόγος Β, 40, ἔκδ. ‘Σουρωτῆς’, 2012, σελ. 106).
Ἐδῶ μιλάει ὁ Ἅγιος γιὰ τὴν «κακία»
τοῦ πρώτου Ἀδάμ, ποὺ κληρονομήθηκε ἀπὸ τὸ σῶμα αὐτοῦ, εἰς τὰ σώματα τῶν
ἀπογόνων καὶ αὐτὰ στὶς ψυχὲς αὐτῶν. Στὸ ὅλον ἔργον του αὐτό, ὁ Ἅγιος
Νικόλαος δὲν προβαίνει σὲ λεπτομερὴ ἔκθεση τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, ὅπως ὁ
Ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός. Λέγοντας γιὰ τὴν «κακία» τοῦ πρώτου Ἀδάμ ποὺ κληρονομήθηκε, εἶναι μέσα στὴν συμφωνία τῆς Ὀρθοδόξου παραδόσεως, διότι ἐννοεῖ τοὺς «δερματίνους χιτῶνας» (Γεν. 3, 21),
τὰ ἀδιάβλητα πάθη ποὺ ἀναφέρουν οἱ Πατέρες, τὰ ὁποῖα καὶ
κληρονομοῦνται, τὰ ὁποῖα καὶ ἀνέλαβε ὁ Χριστός ἐκουσίως μέχρι τὴν
Σταύρωσή Του.
Τὰ ἀδιάβλητα πάθη, δηλαδὴ πείνα, δίψα, κόπος, πόνος, δάκρυον,φθορά, δειλία, ἀγωνία κ.τ.λ. «ἅτινα πᾶσι τοῖς ἀνθρώποις φυσικῶς ἐνυπάρχουσι» (Ἁγ. Ἰωάν. Δαμασκηνοῦ, ὅπ. παρ. σελ. 308) αὐτὰ
δὲν ἀλλοιώνουν τὴν ἀνθρώπινη φύση, τὴν δοθεῖσα ἐκ Θεοῦ. Εἶναι ἕνα
ἔνδυμα ποὺ περιβάλλει τὴν φύση, καὶ μὲ τὸν θάνατο ἀποβάλλεται. Ἡ φύση,
ποὺ ἔδωσε ὁ Θεός εἶναι ἀναλλοίωτη. Μὲ τὴν πτώση, ἐνδύθηκε τοὺς «δερματίνους χιτῶνας», οἱ ὁποῖοι καὶ κληρονομοῦνται στοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἀδάμ, καὶ ἐκουσίως προσέλαβε ὁ Χριστός.
Τὰ ἀδιάβλητα πάθη κινοῦνται στὸ πλέγμα
τῆς ἡδονῆς καὶ τῆς ὀδύνης. Ὁ ἄνθρωπος τῆς πτώσεως, ὅταν δὲν ἐλπίζει στὴν
Χάρη τοῦ Θεοῦ, δίνει τὴν ἐλπίδα του στὴν ἡδονὴ τῶν σωματικῶν αἰσθήσεων,
ἔτσι τὴν ἀδιάβλητη ἡδονὴ τὴν κάνει διαβλητή καὶ ἐφάμαρτη. Ἡ τροπὴ αὐτή,
εἶναι ὑποστατική, προσωπική, καὶ δὲν κληρονομεῖται.
Ὁ ἄνθρωπος τῆς πτώσεως, λοιπόν, δίνει
τὴν ἐλπίδα του στὶς αἰσθητικὲς ἡδονὲς καὶ στέκεται ἔντρομος, μὲ φόβο,
ἐνώπιον τῆς ὀδύνης, ποὺ εἶναι ὁ ἀχώριστος σύντροφος τῆς ἡδονῆς. Ἡ στάση
αὐτὴ δημιουργεῖ ἀνάλογες ψυχικὲς συμπεριφορές, στὸ κάθε πρόσωπο, ἀνάλογα
μὲ τὶς ἐπιλογὲς ποὺ κάνει αὐτό. Οἱ ἐπιλογὲς αὐτὲς καὶ οἱ ψυχικὲς
συμπεριφορὲς τοῦ προσώπου, εἶναι ὑποστατικές, δὲν κληρονομοῦνται.
Μποροῦν νὰ μεταδοθοῦν ὡς γονεϊκὴ ἀγωγὴ καὶ παιδεία, ἀπὸ νήπιο, ἤ καὶ
ἔμβρυο ἀκόμη, ὄχι ὅμως ὡς φυσικὴ κληρονομιὰ. Ἡ προαίρεση τοῦ κάθε
ἀνθρώπου, ἀποτελεῖ ἕνα μυστήριο. Βλέπουμε τὴν προαίρεση τοῦ Τιμίου
Προδρόμου ποὺ ὡς ἔμβρυον, ἐσκίρτησε μὲ ἀγαλλίαση ἐνώπιον τῆς κυοφορούσης
Θεοτόκου.
Ὁ ἀπόλυτος προορισμός
Μία ἀκόμη ἀντίφασις εἶναι ὅτι ἐνῶ
κατηγορεῖ ρητά τόν ἀπόλυτο προορισμό, οἱ συνέπειες τῶν θέσεών του
ὁδηγοῦν πρός τά ἐκεῖ, ἐφ΄ὅσον τό ἔμβρυον δέχεται τό γνωμικόν θέλημα τῆς
μητέρας ὡς φυσικόν, δηλ. δέχεται μία κακοποιό καί διεστραμμένη φύση ὡς
ἀπαρχή, ἡ ὁποία ἔχει δημιουργηθεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία τῶν γονέων. Ἐφ΄ὅσον
λοιπόν, τό ἔμβρυο δέχεται ἐξ΄ἀρχῆς μία φύση ἁμαρτωλή καί μάλιστα ἔξω ἀπό
τόν ἑαυτό της, ἀπό τόν ἄμεσο ή ἔμμεσο πρόγονο τό ἔμβρυο κατόπιν ἀκούσια
καί προκαθορισμένα θὰ ἀναπτύξει συγκεκριμένες συμπεριφορές πού ἡ ἴδια
του ἡ φύση θὰ τὸ ὁδηγήσει σέ συγκεκριμένη δράση, ἑπομένως γίνεται
ἀντιληπτό ὅτι ἡ σκέψη καί ἡ θέση τοῦ π. Ἀντωνίου ἑδράζεται στήν
αὐγουστίνειο θεώρηση περί τοῦ ἀπολύτου προορισμοῦ. Ὁ Αὐγουστίνος κατά
λογική συνέπεια ἐπειδή θεωροῦσε ὅτι μέ τήν πτώση τοῦ Ἀδάμ καταστράφηκε ἡ
ἀνθρώπινη φύση καί ἡ θέληση αὐτῆς, τότε κατέληξε στόν ἀπόλυτο
προορισμό, ὁπότε ὅλα ρυθμίζονται «ἄνωθεν» κατά τήν ἀνεξερεύνητη βουλή
τοῦ Θεοῦ, πού σώζει ὅποιον θέλει, γιατί ἁπλῶς τό θέλει. Ἔτσι ὅλος ὁ
κόσμος γίνεται ἕνα ἀπέραντο «κουκλοθέατρο». Ὁ καθένας, χωρίς νά τό
ξέρει, εἶναι ἤ γιά τόν παράδεισο, ἤ γιά τήν κόλαση. Ὅπως εἴπαμε ἦταν
λογική καί συνεπής ἡ θέση τοῦ Αὐγουστίνου, σύμφωνα μὲ τὴν δικὴ του
ἀντίληψη περὶ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, διότι ἀναρωτιόταν «πὼς
μπορεῖ νά μετανοήσει ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν στιγμή πού εἶναι κατεστραμμένη ἡ
φύση του, κατεστραμμένη καί ἡ θέλησή του, γιά ποιά ἐλευθερία τότε
μιλᾶμε, ἐφ’ ὅσον δέν ἔχουμε ἐλεύθερη βούληση;»
Ἡ μέν σκέψη τοῦ Αὐγουστίνου εἶναι
συνεπής καθ’ ἑαυτήν, ἡ δέ σκέψη τοῦ π. Ἀντωνίου ὅμως διακρίνεται ἀπὸ
ἀσυνέπεια. Ναί μέν ρητά λέει: «δέν ἔχουμε ἀπόλυτο προορισμό», ἀλλά τά συμπεράσματά του ὁδηγοῦν πρός τά ἐκεῖ. Λέγει ἀκόμη ὅτι ἡ προαίρεση, τό γνωμικόν θέλημα,
«μπορεῖ
νά τά ἀλλάξει αὐτά, γιατί δέν εἴμαστε καταδικασμένοι καί ὅμηροι τῆς
κληρονομικότητάς μας…ἡ προαίρεση δέν ἔχει καμμία σχέση μέ τήν σκέψη, μέ
τήν λειτουργία τοῦ ἐγκεφάλου, εἶναι κίνηση τῆς ψυχῆς πού ὅταν φωτισθεῖ
ἀπό τόν Θεό, προτιμᾶ τό ἀγαθό…».
Δημιουργεῖται ἔτσι διπλή ἀπορία. Ἡ πρώτη
ἀπορία εἶναι τὸ τὶ συμβαίνει στὴν περίπτωση ποὺ ὁ ἄνθρωπος δέχεται τήν
θεία χάρη, ἡ δεύτερη ἀπορία εἶναι στὴν περίπτωση πού δέν θέλει νά δεχθεῖ
τήν θεία χάρη.
Ἐάν γίνει ἀποδοχή τῆς Θείας Χάριτος
Στήν πρώτη περίπτωση, δέν δίνει
διευκρινήσεις, διότι – κατ΄αὐτόν – τό ἔμβρυο γεννιέται μέ τήν
ἀρρωστημένη φύση, ὁπότε τό θέμα τῆς Θ. Χάριτος, μᾶλλον τό ἀνάγει γιά
μετά τό βάπτισμα. Τὸ νήπιο δηλαδὴ ἀφοῦ βαπτισθεῖ καὶ «φωτισθεῖ ἀπὸ τὸ Θεό», αὐξάνοντας στὴν ἡλικία ἀρχίζει νὰ «προτιμᾶ τὸ ἀγαθό».
Ὁ ἐξαγιασμός πού προσφέρει τό βάπτισμα, ἔχει νά κάνει μέ τό ζήτημα τῆς
προαιρέσεως καί ὄχι τῆς φύσεως. Ἄν ἦταν στό ἐπίπεδο τῆς φύσεως, τότε μέ
τό βάπτισμα θά γινόμασταν ἄφθαρτοι. Ὅποια ἐλαττώματα θά εἶχε ἡ φύση θά
διορθωνόντουσαν μέ τό βάπτισμα, ἀλλά ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι αὐτό δέν
γίνεται. Εἰσέρχεσαι ἀνάπηρος στήν κολυμβήθρα καί ἀνάπηρος βγαίνεις, ἀλλά
μέ ἁγιασμένη τήν προαίρεση, λόγω τῆς ἀδιστάκτου πίστεως. Ἑπομένως τό
βρέφος τοῦ π. Ἀντωνίου, ἐφ’ ὅσον ἐκ φύσεως ἔχει τήν ὁμοφυλοφιλική
συμπεριφορά, ὅπως εἰσέλθει στήν κολυμβήθρα, τό ἴδιο καί θά ἐξέλθει,
διότι εἶναι ἀρρωστημένη ἡ φύση του, τό φυσικό θέλημα του, ἀκουσίως καί
ἐξ΄ἀνάγκης θά ὁδηγηθεῖ στήν συγκεκριμένη συμπεριφορά. Ἄν, λοιπόν, ὁ π.
Ἀντώνιος ἐπιμένει ὅτι ἡ Θεία Χάρις ἐπεμβαίνει στά θέματα τῆς φύσεως τότε
φέρει σέ ἀντίθεση τήν φύση μέ τήν Θεία Χάρη. Ὁπότε, ἤ ὁ Θεός εἶναι
αἴτιος τοῦ κακοῦ τῆς φύσεως, ἤ ὁ διάβολος, μέσω τῆς ἁμαρτίας τῆς μητέρας
γίνεται δημιουργός μιᾶς κακῆς φύσεως. Ἐπίσης, θά πρέπει, νά μᾶς
ἐξηγήσει, τό πῶς ἡ Θεία Χάρις διά μέσου τοῦ γνωμικοῦ θελήματος τοῦ
βαπτισμένου, πού ἀποδέχεται αὐτή καί μετανοεῖ, θά δημιουργήσει ἕνα νέο
φυσικό θέλημα σέ αὐτόν; Διότι, ἐμεῖς γνωρίζουμε ὅτι ἡ θεία Χάρις ὁδηγεῖ
τὴν προαίρεση στήν ἐλεύθερη ἀποδοχή τοῦ Θείου θελήματος.
Λέγει, δε σέ ἄλλο σημεῖο ὅτι: «ἡ
μετάνοια…ἀφανίζει ἀπό τήν κυτταρική μνήμη ὅλα τά ἀρνητικά βιώματα καί
τίς παραστάσεις πού ἀφομοιώσαμε ἀπό τό γενετικό ὑλικό τῶν γονέων καί τῶν
ἄμεσων προγόνων μας, μέχρι 7ης γενεᾶς περίπου».
Ἐπ’ αὐτοῦ, ἔχουμε νά ποῦμε ὅτι ὁ π. Ἀντώνιος ἀποκαλύπτει, μία βαθειά
ὑλιστική θεώρηση τοῦ μυστηρίου τῆς μετανοίας. Ἔχουμε μία βιοθεολογία τῆς
μετανοίας. Ἀπό τήν μία μᾶς λέει ὅτι τό DNA ἀφορᾶ στό σῶμα, στήν σάρκα,
καί ἀρχικῶς δέν ἔχει καμμία σχέση μέ τήν ψυχή. Ἄρα τό σῶμα τρόπον τινὰ
ὑπάρχει χωριστὰ τῆς ψυχῆς, κατ΄αὐτόν. Μετά μᾶς λέει ὅτι ἡ ψυχή ἑνώνεται
μέ τό σῶμα «ἐξ ἄκρας συλλήψεως».
Στήν συνέχεια μᾶς μιλάει γιά μιά κυτταρική μνήμη, πού περιέχει ἡθικές
συμπεριφορές θετικές καί ἀρνητικές καί ἕνα ψυχικό ὑλικό τῶν γονέων καί
τῶν προγόνων. Δέν ἀναφέρεται στά ἀδιάβλητα πάθη, σωματικούς χαρακτῆρες
καί ἀσθένειες, πού εἶναι ἡ κληρονομικότητά. Ἕνα ἁπλό ἐρώτημα πού
γεννιέται εἶναι: ἡ μνήμη ἀνήκει στήν ψυχή, ἤ στό σώμα; Ἡ μνήμη εἶναι
ψυχική ἐνέργεια ἤ σωματική; Ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι ἡ ἐπιστήμη γενικῶς,
λέγοντας ψυχή, ἐννοεῖ τίς ἐγκεφαλικές λειτουργίες ποὺ ἀποτελοῦν ἐκδήλωση
τῶν βιοχημικῶν ἑνώσεων. Δέν ἀποδέχεται τήν ψυχή ὡς ἄϋλη ὀντότητα,
ξεχωριστή τοῦ σώματος, μέ δικές της οὐσιώδεις ἐνέργειες διαφορετικὲς ἀπὸ
τίς σωματικές ἐνέργειες. Ἄλλο, λοιπόν, τὸ περιεχόμενο τῆς ἔννοιας ψυχῆς
στὴν ἐπιστήμη, καὶ ἄλλο στὴν θεολογία. Γιατὶ τὰ ἀνακατεύετε π.Ἀντώνιε;
Μὴν προσπαθεῖτε νὰ κάνετε θεολογία ἐκ τῆς ἐπιστήμης. Τὸ DNA δὲν καλύπτει
τὴν ἀνθρώπινη φύση. Τὸ «τὶ ἔστι ἄνθρωπος», δὲν θὰ μᾶς τὸ πεῖ ποτὲ τὸ DNA, οὔτε ἡ ὑποτιθέμενη κυτταρικὴ μνήμη.
Ἐάν δὲν γίνει ἀποδοχή τῆς Θείας Χάριτος
Ἐρχόμαστε τώρα, στήν δεύτερη περίπτωση,
κατά τήν ὁποία τό τέκνο ἔχοντας τήν ἀρνητική κληρονομιά, δέν ἀποδέχεται
τὴν ἐπίδραση τῆς Θ. Χάριτος. Δέν θέλει, λοιπόν, νά ἀποδεχθεῖ τήν
ἀπελευθέρωση πού προσφέρει ἡ Θ. Χάρις στήν ἀρρωστημένη φύση του. Σοῦ
λέει: «αὐτή εἶναι ἡ φύση μου», καί δέν εἶναι ὑπεύθυνος καί ἔνοχος
γι΄αὐτή τήν ἀρρωστημένη κληρονομιά. Κινεῖται καί δρᾶ ἐνστικτωδῶς, ὅπως
τὰ ἄλογα ζῶα. Γιατί, λοιπόν, νά πρέπει νὰ καταδικασθεῖ καί νά κολασθεῖ
ἀπό τήν στιγμή πού ἔχει ἀκούσια μία
τέτοια φύση, ἡ ὁποία τόν ὁδηγεῖ σέ μία συγκεκριμένη συμπεριφορά, ἡ
ὁποία κρίνεται ὡς ἁμαρτία; Καί γιατί νά εἶναι ἁμαρτία; Ἡ ἁμαρτία εἶναι
στό ἐπίπεδο τῆς προαιρέσεως, στό «πῶς θέλειν» τῆς φύσεως, καί ὄχι στό «θέλειν». Ἐδῶ ὁ π. Ἀντώνιος, μᾶς λέει ὅτι τό «πῶς θέλειν»
τό ἔχει ἐκ φύσεως, ἔτσι μᾶς παρουσιάζει τήν ἁμαρτία ὡς «οὐσιώδη
ποιότητα» τῆς φύσεως. Πιστεύουμε, ὅτι γίνεται κατανοητὸ ὅτι αὐτά εἶναι
ἔξω ἀπό τά ὅρια τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας.
Περὶ κληρονομικῆς ἁγιότητος
Στήν συνέχεια τῶν λόγων του ἀναφέρει ὅτι «ἅγιοι γεννοῦσαν συνεχῶς ἁγίους μέσα στήν ἐναλλαγή τῶν αἰώνων. Ἡ κληρονομική αὐτή μετάδοση τῆς χάριτος στούς μηχανισμούς παραγωγῆς της». Μιλάει γιά μία ἀλληλοδιάδοχο ἐπαύξηση «δίκην χιονοστιβάδος» τῆς κληρονομικῆς ἁγιότητος «μέχρι πού φθάσαμε στήν Θεομητορική ἐμφάνεια».
Ἐπειδή ἀναφέρεται στούς προγόνους τῆς
Θεοτόκου, ὑπενθυμίζουμε ὅτι μεγάλος ἀριθμός τῶν προγόνων, ὄχι μόνον δέν
ἦσαν ἡγιασμένοι, ἀλλά τούς κατηγορεῖ ἡ Ἁγία Γραφή γιά ἐπαίσχυντες
πράξεις, ὅπως ὁ Σολομών, ὁ Δαυίδ, ὁ πατριάρχης Ἰούδας, ὁ βασιλιάς
Μανασσῆς κλπ. Ἑπομένως ἡ «χιονοστιβάδα» τοῦ π. Ἀντωνίου παρουσιάζει
κενά.
Ἡ Ἐκκλησία μας χρησιμοποιεῖ γιά πολλούς ἁγίους τήν φράση «ἐκ κοιλίας μητρός ἡγιασμένος».
Δέν ἐννοεῖ ὅμως οὐδέποτε αὐτό πού περιγράφει ὁ π. Ἀντώνιος, περί
κληρονομικῆς ἁγιότητος. Ὁ Ἀπόστολος λέγει «οὕς ὁ Θεός προέγνω, τούτους
καί προώρισε» (Ρωμ. 8, 29). Ἐδῶ δέν ἔχουμε μεμονωμένα τόν προορισμό,
ὅπως στόν Αὐγουστίνο. Ἡ Ὀρθοδοξία κινεῖται στό σχῆμα
«πρόγνωσις–προορισμός». Ὁ Θεός προορίζει κατά πρόγνωση. Προγνωρίζοντας ὁ
Θεός τήν προαίρεση ἑνός
ἀνθρώπου, ὅτι θά εἶναι εἰς ἄκρον φιλόθεος, τόν προορίζει σέ ἐξαίρετες
ὑπηρεσίες τῆς Θείας Προνοίας. Δέν τοῦ δίνεται κληρονομικά, ἐκ φύσεως
κάποια χάρις ἰδιαίτερη. Οὔτε ἡ χάρις κληρονομεῖται, οὔτε ἡ ἁμαρτία.
Οἱ λόγοι πού ἀναφέραμε ἐκ τῶν Πατέρων, γιά τήν περίπτωση τῆς ἁμαρτίας,
ἰσχύουν καί γιά τήν ἁγιότητα. Θά προσθέταμε, μάλιστα, ὅτι στήν
κληρονομικότητα τῆς ἁγιότητος, ἡ βλασφημία εἶναι μεγαλύτερη. Διότι, γιά
νά μπορεῖ νά κληρονομηθεῖ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, σημαίνει ὅτι γίνεται κτῆμα
καί γι΄αὐτό μπορεῖ νά δοθεῖ. Δηλ. ἡ μητέρα γιά νά τό δώσει στό παιδί,
σημαίνει ὅτι ἡ χάρις γίνεται κάτι τό φυσικό, κάτι τό κτιστό.
Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, ὅτι στά λεγόμενα τοῦ π. Ἀντωνίου, παρεισάγεται ἡ
ἔννοια τῆς «κτιστῆς χάριτος». Παρεισάγεται ἔτσι μὶα ἐκ τῶν κετρικῶν πλανῶν τοῦ παπισμοῦ, αὐτὴ τῆς κτιστῆς χάριτος.
Ἀπό ἁγίους γονεῖς, δέν γεννιέται πάντα
ἅγιο παιδί, διότι ὅλα βασίζονται στήν προαίρεση τῆς ὑποστάσεως. Οἱ ἅγιοι
γονεῖς μποροῦν νά παιδαγωγήσουν ἁγίως τό παιδί τους, δέν μποροῦν ὅμως
νά γεννήσουν ἅγιο ἄνθρωπο. Τί θά ἔλεγε ὁ π. Ἀντώνιος γιά τίς
περιπτώσεις, πού πόρνες γυναῖκες γέννησαν ἀνθρώπους μέ ἐξαίρετον
ἁγιότητα, ὅπως γιά παράδειγμα ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Συκεώτης (22 Ἀπρ.);
Ἡ ἀστοχία τῆς ἁμαρτίας
Μᾶς λέγει, σέ ἄλλο σημεῖο, ὅτι «ἡ ἁμαρτία δεν εἶναι μία ἀστοχία».
Κατά τούς Πατέρες ὅμως, ἡ ἁμαρτία εἶναι ἀστοχία.
Μία ἀστοχία τοῦ γνωμικοῦ θελήματος, ποὺ ἀπομακρύνει τὴν φύση ἀπὸ τὸ
οἰκείον τέλος της. Διότι ἡ ἀνθρώπινη φύση, καθό τρεπτή ἔχοντας ἀρχὴ
πορεύεται σ΄ἕνα «τέλος», καί τό
τέλος αὐτό εἶναι ὁ Θεός. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος, ὁ πρῶτος Ἀδάμ, ἀστόχησε πρός
αὐτή τήν κατεύθυνση, τότε δίκην παρυπόστασης διαμορφώθηκε ἕνα ἄλλο «τέλος», τό ὁποῖον δέν ἦταν ὁ Θεός. Δηλαδή ἡ ἀνθρώπινη φύση ὁδηγήθηκε μέσω τοῦ γνωμικοῦ θελήματος σὲ ἕνα ἄλλο «τέλος». Αὐτό εἶναι ἡ ἀστοχία τῆς ἁμαρτίας. Ἡ ἁμαρτία καί ἡ «παρυπόσταση» θά καταργηθοῦν, ἡ ἀνθρώπινη φύσις ὅμως δέν θά καταργηθεῖ.
Περὶ συμπαντικῶν διαστάσεων τῆς ἁμαρτίας
Κατόπιν μᾶς μιλάει καί λέει ὅτι, «ἡ ἁμαρτία καί ἡ ἁγιότητα ἔχουν συμπαντικές διαστάσεις». Ἀναφέρει δέ ὡς στήριξη τῶν λόγων του, τό ἀπολυτίκιο τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, ὅτι «ἐστήριξε τήν οἰκουμένη» μέ τίς εὐχές του. Λυπούμεθα, ἀλλά εἶναι σέ πλήρη σύγχυση. Ἀναφέροντας «συμπαντικές διαστάσεις», ξεφεύγουμε ἀπό τά ἀνθρωπολογικά πλαίσια πού ἐκφράζει ὁ ὄρος «οἰκουμένη».
Δηλαδή, ἡ ἁμαρτία ἑνός ἀνθρώπου ἐπηρεάζει τίς τροχές τῶν πλανητῶν; Ἤ
ρυθμίζει τό πότε θά σκάσει ἕνας σουπερνόβα ἀστέρας; Τό σύμπαν εἶναι μία
φυσική δομή καί τίποτε ἄλλο. Ἡ ἔννοια τῆς ἁμαρτίας ἔχει νά κάνει μέ τά
λογικά ὄντα, ἀνθρώπους καί ἀγγέλους. Τό σύμπαν κινεῖται στούς ρυθμούς
καί τούς νόμους πού ἐδόθησαν ἄμεσα ἀπό τόν Δημιουργό. Ὅταν λέγει ὁ
Ἀπόστολος, ὅτι ἡ κτίση «συνωδίνει καί συστενάζει» (Ρωμ. 8, 22), ἀναφέρεται στήν εἴσοδο τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου μέσα στήν κτίση.
Ἡ προσωπική μας γνώμη εἶναι ὅτι τό ὅλον βάρος τῆς συνεντεύξεως, δίδεται στήν «θεολογική» στήριξη ὅτι ἡ δαιμονική ἐνέργεια ἔχει συμπαντικές διαστάσεις καί ὅτι οἱ ἁμαρτίες «εἶναι ἑστίες ἐκκολάψεως τῶν δυνάμεων τοῦ σατανᾶ». Ὄχι μόνον εἶναι αὐτό ἀμάρτυρον ἀλλά καί ἀντορθόδοξον. Ὁ Ἁγ. Μάρκος ὁ Ἀσκητής, μᾶς τό λέει κατηγορηματικά.
«Ἡ μόνη ἐξουσία πού τοῦ ἐπετράπηκε εἶναι
στήν πρώτη κίνηση τοῦ νοῦ νά ὑποδεικνύει μέ ἕναν ἁπλό λογισμό τά πονηρά
πράγματα μέ σκοπό νά δοκιμάσει τήν προαίρεσί μας πρός τά πού κλίνει…»
(ὅπ. παρ. σελ. 153).
Δέν ἔχει, λοιπόν, κανένα δικαίωμα ἐκτός
ἀπό τήν προσβολή τῶν πονηρῶν λογισμῶν. Ἐδῶ μᾶς λέει ὁ π. Ἀντώνιος ὅτι οἱ
ἁμαρτίες εἶναι ἑστίες τῆς ἐκκολάψεως τῶν δυνάμεων τοῦ σατανᾶ. Σάν νά
λέμε ὅτι οἱ ἁμαρτίες αὐξάνουν τήν δύναμη τοῦ σατανᾶ. Ποῦ ὑπάρχει αὐτή ἡ
διδασκαλία στούς Πατέρες; Ἄν ἰσχύει αὐτή ἡ θεώρηση, ὅτι αὐξάνεται ἡ
δύναμη τοῦ διαβόλου ἀπό τήν ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου, τότε δέν θά εἶχε
προλάβει νά γίνει ἡ πρώτη παρουσία τοῦ Χριστοῦ, διότι προχριστιανικά
ἦταν τεράστια ἡ ἁμαρτία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ὁ Σατανᾶς, τόν ἄνθρωπο
τόν καταδιώκει, τόν ἐξαπατᾶ, τόν κλέβει ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί
προσπαθεῖ συνολικά νά ἀπωλεσθεῖ, τό ἀνθρώπινο γένος. Δέν συνεπάγεται
ὅμως αὐτό, τήν αὔξηση τῆς δυνάμεως τοῦ σατανᾶ. Ὅταν ἡ μητέρα ἁμαρτάνει,
δέν σημαίνει, ὅτι ἡ δαιμονική ἐνέργεια εἰσέρχεται στόν μηχανισμό τῆς
παραγωγῆς, καί ὅτι αὐτό πού παράγει εἶναι ἐξίσου ἁμαρτωλό, ὅτι τό παιδί
ἐκ φύσεως εἶναι ἁμαρτωλό, καί ὅτι ὅλη αὐτή ἡ ἁμαρτία ἔχει «συμπαντικές διαστάσεις». Μέ αὐτή τήν θεώρηση δίνει κοσμολογική διάσταση στήν ἀτομική ἁμαρτία.
Περὶ Προνοίας τοῦ Θεοῦ
Δέν ἀναφέρεται πουθενά ὁ π. Ἀντώνιος
στήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία καί ὁδηγεῖ στήν τεκνοποίηση. Ἡ συνεύρεση
τοῦ ἀνδρογύνου, πέραν τῶν ὑπαρχόντων ἀφορμῶν γιά τήν σωματική ὕπαρξη τοῦ
ἀνθρώπου, εἶναι καί θέμα τῆς Πρόνοιας τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος δίνει εἰς
ἕκαστον τήν ψυχήν του. Δέν εἶναι μόνον, αὐστηρῶς, μία ἀνθρώπινη
διαδικασία, μία συνεύρεσις, ἔξω ἀπό τήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ὑπάρχει
συνέργεια Θεοῦ καί ἀνθρώπων. Ἄς θυμηθοῦμε τόν λόγον τοῦ Χριστοῦ, ὅταν
τόν ρώτησαν οἱ μαθητές γιά τόν ἐκ γενετῆς τυφλόν, πού ἀπάντησε: «Οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ’ ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ» (Ἰωαν. 9, 3).
Μέσα ἀπό αὐτή τήν διάδραση Θεοῦ καί ἀνθρώπου, θέλει νά φανερώσει ἡ
Γραφή τό τέλος τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας. Ἡ ἱερά ἱστορία ἔρχεται καί
ὁρίζει ἕνα τέλος, τό ὁποῖον καί θά φανερωθεῖ. Πρέπει ὅμως καί νά
ἐπιγνωσθεῑ ἀπό τήν ἀνθρώπινη φύση, αὐτό τό τέλος, στό ὁποῖον ὁδηγεῖται
ἀπό τήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἱερά ἱστορία ἔχει καταδείξει, ὅτι ἡ Πρόνοια
τοῦ Θεοῦ ἔχει ὁδηγήσει ἀνθρώπους, ὑψηλῆς ἁγιότητος, νά μή μποροῦν νά
τεκνοποιήσουν. Ἑπομένως, ὄχι μόνον ὁ Θεός εἶναι αὐτός πού δίνει μία ψυχή
στήν συνεύρεση τοῦ ἀνδρογύνου, ἀλλά εἶναι καί ἡ Πρόνοια Του πού δίνει
τήν δυνατότητα τῆς συλλήψεως. Αὐτό τό κεφάλαιο τῆς πίστεώς μας διαφεύγει
ἀπό τόν π. Ἀντώνιο.
Περὶ τῆς ἡδονῆς
Ἴσως, στήν σκέψη τοῦ π. Ἀντωνίου νά
ὑπάρχει μία θολή κατανόηση στό θέμα τῆς ἡδονῆς, καί στήν χρήση της.
Ἐπίσης μπορεῖ νὰ δημιουργοῦνται ἀπορίες στὸ ὅτι ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ
ἦταν ἀνήδονη, ἦταν ἀπαθής. Ἐν πρώτοις, ὅπως εἴπαμε ὁ διάβολος τόν
ἄνθρωπο τόν καταδιώκει καί προσπαθεῖ νά τόν ἐξαπατήσει, γι΄αὐτό καί «ὑποκρύπτεται».
Δηλαδή παρουσιάζει κάτι ὡς ἀγαθό καί πίσω ἀπὸ αὐτὸ ὑπάρχει μία ἀστοχία,
μία ἁμαρτία. Ποιό εἶναι αὐτό τό ἀγαθό; Λένε οἱ Πατέρες ὅτι εἶναι ἡ
ἡδονή. Ἡ ἡδονή ὅμως ἀνήκει στή φύση καί συνδέεται μέ τό «τέλος»
τῆς φύσεως. Ὅλοι οἱ Πατέρες ὁμιλοῦν γιά τήν θεία ἡδονή, γιά τήν μεγίστη
ἡδονή πού αἰσθάνεται ὁ ἅγιος στήν σχέση καί τήν κοινωνία του μέ τόν
Θεό. Ὁ διάβολος, χρησιμοποιεῖ αὐτή τήν ἡδονή καί τήν σπρώχνει σέ μία
δική του κατεύθυνση. Τό βλέπουμε καθαρά στόν περίφημο πειρασμό τῶν
πρωτοπλάστων, πού τούς ἐξαπάτησε καί τούς ἔβγαλε ἀπό τήν ἐντολή τοῦ
Θεοῦ. Ὑπάρχει, λοιπόν, ἕνα σύμπλοκο μεταξύ ἐντολῆς, ἀνθρώπινης φύσεως,
καὶ κινήσεως τῆς ἀνθρώπινης φύσεως βάσει τῆς ἐντολῆς. Ἡ ἐντολή ἔχει ἕνα
σκοπό, καί εἶναι καταργήσιμη. Σκοπός της εἶναι νά διασφαλίσει τήν κατά
φύση κίνηση, τήν κίνηση πρός τό «τέλος»
πού εἶναι ὁ Θεός. Ἔρχεται λοιπόν ὁ διάβολος καί μέ προκάλυμα τήν ἡδονή,
ἀκυρώνει τήν ἐντολή, ἡ ὁποία ἔχει πάντα τήν ἔννοια τῆς ἀπαγόρευσης, καί
δημιουργεῖ μίαν ἄλλη κατεύθυνση σέ αὐτή τήν κίνηση, πρός ἕνα ἄλλο «τέλος»
δηλαδὴ τὴν ἀπώλεια. Μέ ἄλλα λόγια, παρασύρωντας τό γνωμικό θέλημα τοῦ
ἀνθρώπου καί ἐξαπατώντας το, δίνει μίαν ἄλλη κατεύθυνση, διαβλητή καὶ
ἰδιοτελή, στήν φυσική ἡδονή.
«Ἐπειδή
τοίνυν κατὰ τὴν τρεπτήν τε καὶ ἀλλοιωτήν ὁρμήν τε καὶ κίνησιν, οὐκ
ἐνδέχεται τήν φύσιν ἀφ᾽ἑαυτῆς μένειν ἀκίνητον, ἀλλ᾽ἐπὶ τι πάντως ἡ
προαίρεσις ἴεται, τῆς πρός τὸ καλόν ἐπιθυμίας αὐτήν ἐφελκομένη φυσικῶς
εἰς κίνησιν. Καλόν δὲ τὸ μὲν τι ἀληθῶς κατὰ τὴν φύσιν ἐστί, τὸ δὲ οὐ
τοιοῦτον, ἀλλ᾽ἐπηνθισμένον τινὶ καλοῦ φαντασία. Κριτήριον δὲ τούτων
ἐστίν ὁ νοῦς ἔνδοθεν ἡμῖν ἐνιδρυμένος. Ἐν ᾧ κινδυνεύεται, ἤ τὸ ἐπιτυχεῖν
τοῦ ὄντος καλοῦ, ἤ τὸ παρατραπέντας αὐτοῦ διά τινος τῆς κατὰ τὸ
φαινόμενον ἀπάτης ἐπὶ τὸ ἐναντίον ἡμᾶς ἀποῤῥυῆναι» (Ἁγ. Γρηγορίου
Νύσσης, Λογ. Κατηχ. § 21, 2 / ΕΠΕ, 1, σ. 466).
Μᾶς λέγει ὁ Ἅγιος ὅτι ἡ φύσης δὲν μένει
ποτὲ ἀκίνητος. Ἡ προαίρεσὴ της κινεῖται φυσικῶς πρὸς τὴν ἐπιθυμία τοῦ
καλοῦ. Τὸ κακὸν καλύπτεται ἀπὸ μὶα ἐσφαλμένη θεώρηση τοὺ καλοῦ. Ὁ νοῦς
κρίνει καὶ προαιρεῖται, ἤ τὸ ὄντως καλόν, ἤ τὴν φαντασία τοῦ καλοῦ. Ὁ
νοῦς ὅταν δὲν ἐλπίζει στὴν χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν τηρεῖ τὶς ἐντολές,
κλέπτεται καὶ ἀπατᾶται διὰ τῆς αἰσθητῆς ἡδονῆς. Ἡ ἐμπαθής φιληδονία,
εἶναι θέμα τῆς ψυχῆς. Τό σῶμα, ὅσο καί νά δίνει ἀφορμές ἄν δέν θελήσει ἡ
ψυχή, δέν μπορεῖ νά κάνει τίποτε. Ἡ παρὰ φύση γνωμικὴ κίνηση τῆς
προαιρέσεως, δημιουργεῖ τό «ἴδιον τέλος»,
τήν ἀστοχία τῆς ἁμαρτίας. Λέει ὁ π. Ἀντώνιος, ὅτι μεταδίδεται
κληρονομικά μία ἐμπαθής σαρκικότητα. Αὐτή ὅμως μπορεῖ μόνο μέσα ἀπό τήν
παιδαγωγία τῶν γονέων, νά μεταδοθεῖ, ἀφοῦ γεννηθεῖ τό παιδί, καί ὄχι ὡς
φυσικὴ κληρονομιά. Ἡ σαρκικότητα αὐτή, εἶναι ἡ φιληδονία, καί αὐτή εἶναι
πάθος ψυχῆς, πλὴν ὑποστατικόν, προσωπικόν. Θέλει δηλαδὴ ἡ ψυχή καί τό
προσλαμβάνει.
Ἴσως κάποιος πεῖ, ὅτι ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἀνήδονη, γιὰ νὰ μὴν ὑπάρξει αὐτὴ ἡ «σαρκικότητα». Γνωρίζουμε ὅμως ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, προσέλαβε ὑποστατικὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση. Ἄν τυχόν, γεννιόταν ἐκ «σπέρματος ἀνδρός καί θελήματι σαρκός»
τότε θά εἶχε ἰδίαν ἀνθρωπίνη ὑπόσταση. Θά ἦταν κάτι παράλληλο τῆς
Θεοτόκου, ἕνας ἄνθρωπος θεοποιηθείς. Τότε θά ἦταν ἰδιαιτέρα ἀνθρωπίνη
ὑποστάση, μέ ἐνήδονη γέννηση, μέ γνωμικό θέλημα σταδιακὰ θεούμενος καὶ
μὲ φαντασία. Ὁπότε θά δικαιονόταν ὁ Νεστοριανισμός.
Ὁ Χριστός στόν Ἅδη
Μέσα στήν ροή τῶν λόγων του ὁ π.
Ἀντώνιος, κάνει μία ἀναφορά στήν κάθοδο τοῦ Χριστοῦ στόν Ἅδη, γιά νά
ἐπιβεβαιώσει τά προηγούμενα λόγια του, περί τοῦ DNA καί «τήν ἐκτύπωση τῶν ἐνεργειῶν τοῦ σώματος στήν ψυχή καί τἀνάπαλιν». Λέει χαρακτηριστικά
«οἱ
ἐνέργειες τῆς ψυχῆς, ἤτοι ἡ αἴσθηση καί ἡ φαντασία δέν μποροῦν νά
ἐνεργοῦν χωρίς τό σῶμα. Ἔτσι, ὅταν μαστιγωνόταν τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί
βασανιζόταν, τότε οἱ τύποι καί οἱ ἀμυδρές φαντασίες τῶν μαστίγων καί τῶν
παθῶν χαράσσονταν καί στήν ψυχή τοῦ Χριστοῦ. Ἑπομένως, τά σημάδια τοῦ
σώματος διαβιβάστηκαν καί στήν ψυχή, καί αὐτά εἶδε ὁ ἅδης καί τρόμαξε».
Ἐμεῖς, ὅμως, τρομάζουμε μέ
τίς συνέπειες τῶν λόγων τοῦ π. Ἀντωνίου. Κατ΄ἀρχάς δίνει ὀντότητα, στήν
ποιητική εἰκόνα τοῦ Ἄδη, τοῦ δίνει μάτια, αἴσθηση καί ψυχή. Καί ἄν
δεχθοῦμε αὐτή τήν ὀντότητα τοῦ Ἄδη, τότε αὐτός ὁ Ἄδης δέν εἶδε καὶ δὲν
συγκλονίσθηκε ἀπὸ τὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ πού κατηύγασε καί ζωοποίησε
τίς «φυλακισμένες» ψυχές καί ἐξαφάνισε οὐσιαστικά τόν Ἄδη; Εἶδε μόνο τίς
πληγές καί τά ξεσχίσματα πού «ἀποτυπώθηκαν» στή ψυχή του! Ἐδῶ ἔχουμε
ἕναν ἐξευτελιστικό ἐξυλισμό τῆς θεολογίας. Ὅλα γίνονται ὕλη καί
ἑρμηνεύονται ὑλικά, καί δημιουργοῦν μίαν ὑλόφρονα πνευματικότητα.
Ἀναφέρει τόν Ἅγιο Νικόδημο τόν
Ἁγιορείτη, ἀλλά δέν πρόσεξε ὅτι ὁ Ἅγιος, μὲ ὅσα ἀναφέρει περιγράφει τήν
ἀνθρωπολογία. Ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος σέ ἄλλη συνάφεια ἀναφέρει ρητά ὅτι ὁ
Χριστός, οὔτε φαντασία εἶχε, οὔτε δόξα, δηλαδὴ γνωμικό θέλημα. (Ἁγίου
Νικοδήμου, «Συμβουλευτικὸ ἐγχειρίδιον, ἔκδοσ. Ν. Παναγόπουλος, Ἀθήνα
1999, σελ. 157») Ὁπότε ὁ λόγος τοῦ π. Ἀντωνίου, «οἱ τύποι καί οἱ ἀμυδρές φαντασίες τῶν μαστίγων καί τῶν παθῶν χαράσσονταν καί στήν ψυχή τοῦ Χριστοῦ»,
εἶναι λόγος συγχύσεως. Καί ἄν συνδέσουμε τά λεγόμενά του, ὅτι ὅλα
ἀποθηκεύονται στήν κυτταρική μνήμη, τότε ὅταν κοινωνᾶμε τό ἅγιον Σῶμα
τοῦ Χριστοῦ, τρῶμε καί τήν κυτταρική του μνήμη; Νομίζω, ὅτι εἶναι
ὁλοφάνερο, πώς ἀγγίζουμε τά ὅρια τῆς βλασφημίας.
Περὶ ἐπιστήμης
Πολλοί «θεολόγοι», στίς μέρες μας, παρατηροῦνται νά τρέχουν λαχανιασμένοι πίσω ἀπό τήν «θεά» ἐπιστήμη, μήπως καί πετύχουν κάτι ἀπό αὐτά πού λέγει, πού νά ἐπιβραβεύει «θεολογικές» θέσεις. Τό μόνο, πού μποροῦμε νά ποῦμε εἶναι ὅτι δέν γνωρίζουν σέ «τί» πιστεύουν καί ἡ ἐλπίδα τους εἶναι ἀποκεφαλισμένη. Ὅσο ἀπέχει τό κτιστό ἀπό τό ἄκτιστο, ἀπέχει καί ἡ «θεά» ἐπιστήμη ἀπό τήν θεολογία. Ἤ αὐτό πού εἶπε ὁ πατριάρχης Ἀβραάμ στόν ὀδυνώμενο πλούσιο, πού ζητοῦσε μία ρανίδα ὕδατος, «τέκνον, μεταξύ ὑμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται» (Λουκ. 16, 22).
Ἡ ὅλη συνέντευξη εἶναι πλημμυρισμένη ἀπό
πορίσματα τῆς ἐπιστήμης τῆς ἐπιγενετικῆς καί τῆς συμπεριφορικῆς
ψυχολογίας πού ἀναπτύχθηκε στά πλαίσια τῆς φιλοσοφίας τοῦ πραγματισμοῦ.
Θεωρεῖ ὅτι τά ψυχικὰ γεγονοτὰ στὸν ἄνθρωπο ἀνάγονται σέ συμπεριφορές. Ἡ
ὀπτική της εἶναι κοινωνική, δέν εἶναι ἀτομική. Ὑπάρχουν συγκεκριμένοι
κοινωνικοί κώδικες, οἱ ὁποῖοι συνιστοῦν τούς ὄρους μέ τούς ὁποίους τά
κοινωνικά ὄντα ἐπικοινωνοῦν μεταξύ τους. Δηλ. τά πάντα εἶναι
συμπεριφορές, κώδικες μέ βάση τούς ὁποίους λειτουργεῖ ἕνας ἄνθρωπος στά
πλαίσια τῆς κοινωνίας του, οἱ ὁποῖοι σέ ἕνα μεγάλο βαθμό εἶναι
προκαθορισμένοι. Γι΄αὐτούς ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα σύμπλοκο κοινωνικῆς
ἐξέλιξης. Ὅλη λοιπόν, αὐτή τήν ἀρρωστημένη θεώρηση, μᾶς τήν μεταφέρουν
στό ἐπίπεδο τῆς δῆθεν ὀρθοδόξου θεολογίας. Ἡ «σπουδαία»
αὐτή ἐπιστημονική θεώρηση, ἀνήκει σέ μία ζωώδη κατάσταση. Ἐκεῖ ὁ
ἄνθρωπος συμπεριφέρεται αὐτόματα ὅπως ἕνα ζῶο, πού ὅταν τοῦ δώσεις
τροφή, αὐτόματα θά τρέξει νά φάει. Αὐτή εἶναι μία παρδαλή νεοποχίτικη
πνευματικότητα, ἡ ὁποία εἶναι βαθειά ὑλιστική. Εἴπαμε προηγουμένως, νὰ
μὴν προσπαθοῦμε νὰ θεολογοῦμε μὲ πορίσματα ἐκ τῆς ἐπιστήμης. Ἡ ἐπιστήμη
μελετάει καὶ γνωρίζει τὸν ἄνθρωπο ποὺ βρίσκεται στὴν πτώση, στὴν φθορὰ
καὶ τὸν θάνατο. Τὸν ἄνθρωπο αὐτὸν τὸν θεωρεῖ φυσιολογικό, «νορμάλ».
Τὰ διαβλητὰ πάθη, αὐτὴ τὴν σκουριὰ ποὺ ἀποκρύπτει τὴν ἀληθινὴ φύση,
αὐτὴν θεωρεῖ ἡ ἐπιστήμη ὡς φύση. Καὶ ἄν λάβουμε ὑπ’ ὄψη ὅτι μέσα στὸ
χῶρο τῆς ἐπιστήμης, οἱ ἀπόψεις εἶναι ἀλληλουσυγκρουόμενες καὶ συνεχῶς
ἀναθεωρούμενες, τότε ἐξ’ ἐπόψεως ὀρθοδόξου θεολογίας, ὑπάρχει…νεφέλη
βαρειά.
Ἐπίλογος
Προσπερνᾶμε πολλά ἄλλα σημεῖα τῆς συνεντεύξεως, ὅπως γιά παράδειγμα, τό περί «ἀκτίστων νοημάτων», λές καί ὁ Θεός διαλογίζεται, καί τό ἕνα Θεῖο Πρόσωπο συζητάει μέ τό Ἄλλο καί λέει «ὁ καθένας τόν πόνο του» καί μεταφέρει τά «ἄκτιστα νοήματά του».
Κλείνουμε, λοιπόν, τήν μικρή αὐτή ἀντίρρηση στούς λόγους τοῦ π.
Ἀντωνίου, μέ τήν μεγάλη παράκληση, ὅτι ὅταν ὁ λόγος εἶναι δημόσιος, καί
εἶναι λόγος διδασκάλου τῆς Ἐκκλησίας μας, νά ὑπάρχει πρῶτα στιβαρή γνώση
τῆς ὀρθοδόξου Πατερικῆς διδασκαλίας, καί πρίν ποῦμε ἕνα λόγο νά τό
σκεπτόμαστε δέκα φορές. Βέβαια, στήν ἀντίρρηση τήν δική μου, ἴσως νά
ἔχει ὁ π. Ἀντώνιος τήν δική του ἀντίρρηση, ὅτι αὐτά πού λέω, τὰ ἔχω
ἀκούσει ἀπὸ τὸν Ἅγιο Πορφύριο. Βέβαια θὰ μποροῦσε νὰ παρεισφρύσει ὁ
ἐνδοιασμός, σχετικὰ μὲ τὸ τὶ εἰπώθηκε καὶ τὶ κατανόησε ὁ π. Ἀντώνιος. Τὸ
καταστάλαγμα εἶναι ποιὰ διδασκαλία καὶ ποιὸς λόγος Θεοῦ, προσφέρεται
στοὺς ὀρθόδοξους πιστούς. Ὅσον ἀφορᾶ, λοιπόν, τὴν διδασκαλία ποὺ βλέπω
δημοσιευμένη, ἐπειδὴ εἶναι ἀμάρτυρη καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν Πατερικὴ παράδοση,
θά ὑπενθυμίσω τόν λόγο τοῦ Ἀπ. Παύλου, «ἀλλά καί ἐάν ἡμεῖς ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐηγγελίζηται ὑμῖν παρ΄ὅ εὐηγγελισαμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω» (Γαλ. 1, 8).
Σέ μᾶς τούς Ὀρθοδόξους θεμέλιο εἶναι τό consensus patrum, ἡ συμφωνία
ὅλων τῶν Πατέρων. Γι᾽ αὐτό καὶ στὸ τέλος κάθε ἀκολουθίας, ἤ μυστηρίου, ὁ
ἱερεύς ἀναφωνεῖ «Δι᾽εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν…» Καλούμεθα
νὰ εἴμαστε υἱοὶ τῶν Πατέρων μας. Καλούμεθα νὰ μαθητεύουμε στήν ἁγία
παράδοση τῶν Οἰκουμενικῶν διδασκάλων. Καλούμεθα καί εἴμαστε
ὑποχρεωμένοι, εἰδικά οἱ ποιμένες, νά τήν γνωρίζουμε ἄριστα καί ὁ καθείς
νά τήν βιώνει κατά τήν δύναμή του.
Μέ ἀδελφικό σεβασμό
Μοναχός Παΐσιος Καρεώτης
1 / 14 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2019
Μοναχός Παΐσιος Καρεώτης
1 / 14 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2019