«ΧΡΙΣΤΟ
Η ΒΕΛΙΑΛ;»
(Β’
ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ 6,15)
ΟΠΗ
ΑΝ ΘΕΛΗΣ ΕΚΤΕΝΕΙΣ
ΤΗΝ ΧΕΙΡΑ ΣΟΥ
Αν αυτό το
λέν λατρεία. Αν
αυτό είν’ προσευχή,
Και ‘γώ τά
«Πρωτόκιά» μου τά
πουλώ για μια
φακή!
Δεν αντέχουνε τά
μάτια. Δεν αντέχει
ή ακοή,
Γιατί μέσα στους
ναούς μας διάολος
πλέον κατοικεί.
Παντού
έχει εισχωρήσει ή ΤV με το
γυαλί.
Για
επίδειξη και σόου
πλέον όλους προκαλεί.
Είν’ ή μίτρα
στο κεφάλι ίσια
και φανταχτερή;
Διάκε μου, τί
καρτερείς;
Το ωμόφορο στο
σβέρκο να το
φτιάξης δε μπορείς;
Το μαντήλι στη
ματσούκα ξέχασες για
να το βάλης.
παρεκτός
μόν’ από μένα;!
Δι΄ αυτό
κι’ εγώ εσένα,
Διάκο πάντα θα
σ’ αφήσω
και Παπά δε
θα σέ κάνω, μέχρι και πού να πεθάνω.
πάλι εγώ θα ‘
ξαναστήσω και ναούς
πολλούς θα χτίσω,
με κεριά και
με λιβάνι κι’
ό,τι ό νούς
σου μέσα βάνει.
Κουβαρίστρες,
τσιμπιδάκια, καρβουνάκια, φυτιλάκια,
γλείφτες
με καλυ(μ)μαυχάκια κι’
επανοκαλυ(μ)μαυχάκια,
πού μ’ αυτά
όλοι προσμένουν ν’
ανεβούν την «Κλίμακα»,
Δεσποτάδες
να γενούν κι’
όλοι να τούς
προσκυνούν.
Εδώ
κατοικεί ή τρέλλα!
Γάϊδαροι φοράνε σέλα.
Άμα, με διπλή μασέλα θέλεις
όλο να μασάς
κι’ από κάτω,
σάν μουζίκους όλους
να τούς κυβερνάς,
Φόρα
ένδυμα προβάτου,
και μ’ ευλυγισία
γάτου πανταχού θα
εισχωρής,
κι’ όποιος ‘σκώνει
το κεφάλι, σύ θα τον
ποδοπατής.
Όχι! … θα τούς
έχης έννοια, θα
χαλάς τη ζαχαρένια.
Τον Ίησού εμείς
θ΄ ακούμε; Αυτόν εμείς
θα προσκυνούμε;
Έχουμ’
άρχοντα δικό μας!
Τής καρδιάς τον
εκλεκτό μας!
Ό Χριστός έχει
αραχνιάσει. Έχει πλέον
ξεθωριάσει.
Όποιος
τονε ξεπεράση, αυτός
θα καλοπεράση!
Με το διάβολο
παρέα, πάντα θα
περνάη ωραία.
Γι’ αυτό, πέτα
τον στην πάντα
και στο διάολο
να υπακούς(!)
Ή γή και
τά θέλγητρά της,
μ’ ανοιχτή την
αγκαλιά της
σέ καλεί μέσα
να μπής,
Και τού σώματος
τά πάθη(;) όχι
μ’ αρετή! Με
λάθη
όλα θα ικανοποιής.
Γιατί
νάσαι στη γωνία
και να ζής
με αγωνία;
Τή «στενή και
τεθλιμμένη» τήν βαδίζουν
«οί χαμένοι(!)»,
Όλοι οί «ταμπλοβαρεμένοι» και
οί αποτυχημένοι.
Βάδιζε σέ «λεωφόρους»,
δίχως να πληρώνης
φόρους
κι’ όλο να
ψωμολυσσάς …
με νηστείες, αγρυπνίες,
προσευχές, γονυκλισίες,
ιερές αποδημίες
και
με θείες κοινωνίες!
Όλ’ αυτά ξεπέρασέ
τα. Πέστο πλέον
νέτα - σχέτα:
Ίησού
Πρό(!)Βασιλιά μου. Τώρα
πιά για την
κοιλιά μου
και να κάνω
τη δουλειά μου,
έχω βασιλιά καινούργιο
πού σέ έχει
ξεπεράσει. Σένα πλέον,
έχω ξεχάσει.
Και στη φέξη
και στη χάση
κάποτε σ’ επικαλούμαι,
το λαό να
ξεγελούμε πού στυγνά
εξαπατούμε
και είς βάρος
του όλοι ζούμε!...
Τον
αρμέγουμ’ ασυστόλως. Κι’
όταν -έτι και
«ενστόλως»-
έμπροσθεν
τον κοροϊδεύω, και
τού λέω πώς «τον δουλεύω»;!
Αυτός, «φούλ»
αφιονισμένος με κοιτάζει
σά χαμένος
και ξανά με
προσκυνάει. Δεν το
νιώθει πού πονάει …
Και στο σπίτι
του γυρνάει, δίχως
νάχη αναπαμό.
Έγώ όμως δεν
θρηνώ.
Όλα τάχω συγκεράσει
και τά έχω
ξεπεράσει.
Δόξα και παράς
ορίζει και τά
πάντα «καθαρίζει»!
Διάλεξε
λοιπόν κι’ εσύ,
αν θές νάμαστε
μαζί.
Έγώ είμ’ ένας
Δεσπότης και περνάω
σάν Ίππότης
αγκαλιά με το «Βελίαρ» μέσ’
σέ τόσα μεγαλεία.
Το Ιησού σου
«δεν τον πάω».
Αυτός μ’ έχει
να πονάω,
να
υποφέρω, να πεινάω.
Σού το λέω
για καλό σου κι’
άμα θές ανασκουμπώσου.
Στη δική μας
την παρέα, πάντα
θα περνάς ωραία!