Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2020

Ἡ σημερινὴ ἔλλειψη αὐτοσυνειδησίας στὴν Ἐκκλησία

Ἀντὶ νὰ ρωτᾶμε, τί κάνει ἡ Ἐκκλησία, 

θὰ ἔπρεπε νὰ ρωτᾶμε, τί κάνουμε ἐμεῖς. 

του Καθηγητού Αδαμάντιου Τσακίρογλου

Ἔχει τονισθεῖ γραπτῶς καὶ προφορικῶς μυριάδες φορές, ὅτι ζοῦμε καιροὺς ἀποκαλυπτικούς, καιροὺς στοὺς ὁποίους βασιλεύει ἡ παράνοια καὶ ἡ ἀνατροπή/διαστρέβλωση ὅρων καὶ θεσμῶν. Σ’ αὐτὴν τὴν καταδυναστεύουσα παράνοια καὶ διαστρέβλωση δύο κυρίως στοιχεῖα/αἴτια εἶναι τὰ κυρίαρχα: ἡ ἄγνοια καὶ ἡ ἀποποίηση τῆς προσωπικῆς εὐθύνης καὶ ἡ ταυτόχρονη ἀπόδοση εὐθυνῶν μόνο στοὺς ἄλλους. 

Ἡ πηγὴ ὅλων αὐτῶν: ἡ ἔλλειψη αὐτοσυνειδησίας καὶ τὰ παράγωγά της: ἡ ἔπαρση, ὁ φιλοτομαρισμός, τὸ κοσμικὸ πνεῦμα, ἡ ἔλλειψη πνεύματος θυσίας γιὰ τὴν εὐώδοση τοῦ κοινοῦ καλοῦ, ἡ ἀδιαφορία γιὰ τὸν ἄλλον, ἡ ἔλλειψη ἀγάπης (ὅπως αὐτὴ διδάσκεται ἀπὸ τὸν Χριστὸ κι ὄχι ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστές), ἡ προδοσία, ὄχι μόνο πρὸς τὸν συνάνθρωπο, ἀλλὰ καὶ πρὸς τὴν Ἀλήθεια. Ἐπιβεβαιώνεται δηλ. ὁ Παῦλος, ὅταν προφήτευε, ὅτι ἐμεῖς οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι εἴμαστε «φίλαυτοι, φιλάργυροι, ἀλαζόνες, ὑπερήφανοι, βλάσφημοι, γονεῦσιν ἀπειθεῖς, ἀχάριστοι, ἀνόσιοι, ἄστοργοι, ἄσπονδοι, διάβολοι, ἀκρατεῖς, ἀνήμεροι, ἀφιλάγαθοι, προδόται, προπετεῖς, τετυφωμένοι, φιλήδονοι μᾶλλον ἢ φιλόθεοι, ἔχοντες μόρφωσιν εὐσεβείας, τὴν δὲ δύναμιν αὐτῆς ἠρνημένοι» (Β΄ Τιμ. γ΄ 2-5). Καὶ τί μᾶς συμβουλεύει ὁ Ἀπόστολος, ὅπως συμβούλεψε τὸν Τιμόθεο; «καὶ τούτους ἀποτρέπου». Ἐμεῖς ὅμως σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν Τιμόθεο δὲν ὑπακοῦμε, κι ἂς μιλᾶμε συνέχεια γιὰ ὑπακοή.


Ὡς ἐκ τούτου ἡ νοσηρὴ αὐτὴ κατάσταση διαιωνίζεται σὲ ἕναν φαῦλο κύκλο, ἀφοῦ κανεὶς δὲν ἀναλαμβάνει τὶς εὐθῦνες του, ἀλλὰ τὶς ἀποδίδει ἐθελοτυφλώντας στοὺς ἄλλους καὶ πάει λέγοντας. Π.χ. ἀποδίδουμε τὶς εὐθῦνες στοὺς πολιτικούς, λὲς κι αὐτοὶ νὰ ἐκλέχτηκαν μόνοι τους, λὲς καὶ νὰ μὴν εἴμασταν ἐμεῖς αὐτοὶ ποὺ τοὺς πίστεψαν καὶ τοὺς ψήφισαν, κυρίως ἀπὸ προσωπικὸ κι ὄχι ἐθνικὸ συμφέρον. Καὶ ὅταν ἐρωτηθοῦμε γιατὶ δὲν ἀντιδροῦμε, τότε παρουσιάζουμε τὴν ἄγνοια μας ὡς πρὸς τὸν τρόπο ἀντίδρασης , ἀλλὰ κυρίως ὡς πρὸς τὸν ρόλο (καὶ ὡς ἐκ τούτου τὴν εὐθύνη) ποὺ ἔχουμε στὸ πολιτικὸ γίγνεσθαι. Ἔτσι καὶ ἡ πολιτικὴ ὡς ὅρος χάνει τὸ νόημά της καὶ ἡ νοσηρὴ κατάστασή της διαιωνίζεται ὅλο πρὸς τὸ χειρότερο.

Δυστυχῶς ἔλλειψη αὐτογνωσίας κι αὐτοσυνειδησίας καὶ μάλιστα ὑψηλὴ ὑπάρχει πιὰ καὶ στὴν Ἐκκλησία. Ὁ χαρακτῆρας Της ὡς θεανθρώπινο σῶμα μὲ κεφαλὴ τὸν Χριστὸ καὶ σῶμα, ὅλους τοὺς πιστούς, λησμονήθηκε καὶ ἐκλαμβάνεται ὡς ἕνας ἀνθρώπινος ὀργανισμὸς στὸν ὁποῖον ἀποφασίζουν οἱ ταγοί, ἐπίσκοποι καὶ ἱερεῖς, καὶ οἱ λαϊκοὶ ἀκολουθοῦν, ἐπικρίνοντας τὶς ἀποφάσεις τῶν ταγῶν, μὴ ἀναλαμβάνοντας ὅμως τὶς δικές τους εὐθῦνες ὡς μέλη τοῦ ἰδίου θεανθρωπίνου σώματος. 

Φυσικὰ αὐτὸ ἀπὸ τὴν μία ὁφείλεται στὴν ἔλλειψη ὀρθῆς κατήχησης τοῦ ποιμνίου ἐκ μέρους τῶν κληρικῶν καὶ στὴν ἀποκοπὴ τῆς θεολογίας ἀπὸ τὸν λαό, καθὼς οἱ ὅποιοι θεολόγοι λειτουργοῦν καὶ ἀπευθύνονται μὲ τὴν πολλὲς φορὲς ἀκατανόητη γλώσσα τους μόνο σὲ μία «ὑψηλοῦ ἐπιπέδου» ὁμάδα «ἐκλεκτῶν/φωτισμένων» καὶ ὄχι στὸν λαό. Ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅμως ὀφείλεται στὴν προσωπική μας πνευματικὴ ὀκνηρία, στὴν δειλία μας καὶ τὸ κυριώτερο στὸν ὑποβιβασμὸ τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ ὕψιστη γιὰ τὴν σωτηρία μας προϋπόθεση καὶ προτεραιότητα σὲ ἕναν θεσμό, ὅπως οἱ πολλοὶ ἄλλοι, στὸν ὁποῖο λειτουργοῦμε, ὅπως καὶ στοὺς ἄλλους. Δηλαδὴ περιμένουμε οἱ ἄλλοι νὰ κάνουν αὐτὸ ποὺ πρέπει γιὰ ἐμᾶς καὶ ὅταν δὲν τὸ πράττουν, τότε εὐθύνονται μόνο οἱ ἄλλοι, ἀφοῦ ἐμεῖς τοὺς δώσαμε τὴν εὐθύνη καὶ ἀποποιηθήκαμε τὴν δική μας.

Ἔτσι, ἐνῶ βλέπουμε τὴν προδοσία εὶς βάρος τῆς Πίστεως, ἐνῶ βλέπουμε τὴν αἵρεση, τὴν ἐκκοσμίκευση καὶ τὴν ἀπιστία νὰ λυμαίνονται τὰ Ἱερὰ καὶ τὰ Ὅσια λέμε, ἐγώ ὡς λαϊκός, τί μπορῶ νὰ κάνω; Ἐγώ φταίω, ἂν αὐτοὶ προδίδουν; Ἐγὼ μπορῶ μόνο νὰ διαμαρτυρηθῶ. Πολλὰ εἶναι τὰ κείμενα καὶ οἱ ὁμιλίες ποὺ φανερώνουν τὰ κακῶς κείμενα. Ἡ συνέπεια ὅμως λόγων καὶ πράξεων, νοήματος καὶ ἐφαρμογῆς, ἀπειλῆς καὶ πραγματοποίησης, ἀπουσιάζει. Φυσικὰ αὐτὸ δὲν ἐμφανίζεται πρώτη φορὰ στὴν Ἐκκλησία. Γράφει ὁ ἅγ. Ἰ. Χρυσόστομος:  «Οἱ ἱερεῖς κακὸν ὑπόδειγμα γεγόνασι τῷ λαῷ, ὑβρίζοντες, μνησικακοῦντες, ἐχθραίνοντες, ἐπιβουλεύοντες, εἰς πρόσωπα βλέποντες, οὐκ ἐλέγχοντες καὶ διορθοῦντες τοὺς πταίοντας, ἀλλὰ τῆ σιωπῆ κοινωνοῦντες τὰς ἀδικίας, ὡς ὁ παλαιὸς ἐκεῖνος Ἠλεῖ· οἱ λαϊκοὶ, ἀφέντες τὰ ἑαυτῶν, ἕκαστος περισκοπεῖν τὰ τῶν ἱερέων περιεργάζονται, καὶ δικαστής ἐστιν ἀπαραίτητος. Ἆρα οὐκ ἀλήθειαν λέγω; οὐ τούτων ἔμπλεος τῶν κακῶν ἡ πόλις ἡμῶν;» (PG 61, 723). Δυστυχῶς ὅμως δὲν διδαχθήκαμε ἀπὸ τὶς καταστάσεις τοῦ παρελθόντος καὶ ἀπὸ τὸν λόγο τῶν Ἁγίων. Καὶ ἔτσι ἡ κατάσταση συνεχίζεται ἀπὸ τὸ κακὸ στὸ χειρότερο.

Ὡς ἐκ τούτου φαίνεται σωστό, νὰ ξαναθυμηθοῦμε ποιός εἶναι ὁ ρόλος μας ὡς λαϊκοί μέσα στὸ πάναγνο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ποιές οἱ εὐθῦνες μας.

Στὴν Ἐκκλησία ὅλοι πρέπει νὰ ἐνεργοῦν καὶ νὰ συμμετέχουν, νὰ πολεμοῦν καὶ νὰ ὑπερασπίζουν ἀνεξαρτήτως θέσεως ἢ ἀξιώματος. Ἀποτελεῖ τὸ ὕψιστο καθῆκον κάθε πιστοῦ, ρασοφόρου ἢ μή, καὶ ἀνεξαρτήτως πνευματικοῦ ἐπιπέδου καὶ κοινωνικῆς θέσεως ὄχι μόνο ἡ συμμετοχὴ στὴν λειτουργικὴ καὶ πνευματικὴ ζωή Της, ἀλλὰ καὶ ἡ ὑπεράσπιση τῆς Πίστεως ὡς ἕνα σῶμα. «Ὅπως βέβαια καὶ τὸ βάπτισμα εἶναι ἕνα καὶ ἡ τράπεζα μία καὶ ἡ πηγὴ καὶ ἡ κλήση μία καὶ ὁ Πατέρας ἕνας» (Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, PG 61, 528). Παρόλες τὶς διαφορετικὲς ἱεραρχικὲς διαβαθμίσεις καὶ θέσεις μεταξὺ τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ὅλες οἱ πράξεις καὶ ἐνέργειες θεωροῦνται καὶ ἐννοοῦνται ὡς ἐνέργειες τοῦ ἑνὸς σώματος: «Πάντες ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἐν τῇ προσευχῇ ἅμα συνέρχεσθε· μία δέησις ἔστω κοινή, εἰς νοῦς, μία ἐλπίς, ἐν ἀγάπῃ, ἐν πίστει τῇ ἀμώμῳ, τῇ εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν, οὗ ἄμεινον οὐδέν ἐστι. Πάντες ὡς εἷς, εἰς τὸν ναὸν Θεοῦ συντρέχετε, ὡς ἐπὶ ἓν θυσιαστήριον, ἐπὶ ἓνα Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν ἀρχιερέα τοῦ ἀγεννήτου Θεοῦ» (Ἅγ. Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας, Πρὸς Μαγνησίους, 7, 1-2).



Τὸ κύριο ὅμως μέλημα καὶ ὕψιστη εὐθύνη τοῦ λαϊκοῦ, παράλληλα μὲ τὴν προσωπική του μετάνοια, τὸν ἀγώνα γιὰ τὴν σωτηρία του καὶ τὴν διακονία στὴν Ἐκκλησία, πρέπει νὰ εἶναι ἡ ὑπεράσπιση τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως: «...ἐμφαίνεται σαφέστατα, ὅτι οἱ λαϊκοί κέκληνται οὐ μόνον νά μεριμνῶσι περί τῶν τῆς Ἐκκλησίας πραγμάτων, ἀλλά καί νά συμβάλλωσιν εἰς τήν συμφώνως τοῖς κανόσι διοίκησιν τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι δέ χαρακτηριστικόν, ὅτι εἰς κρισίμους διά τόν βίον τῆς Ἐκκλησίας στιγμάς, ὅτε ἀνάξιοι κληρικοί ἀνέτρεπον τούς νόμους τῆς Ἐκκλησίας, οὕς ἀκριβῶς ἐκλήθησαν νά προστατεύσουν καί ἐφαρμόσουν, οἱ λαϊκοί ὑπῆρξαν ἐκεῖνοι, οἵτινες διέσωσαν τό κινδυνεῦον σκάφος τῆς Ἐκκλησίας... (σσ. γιὰ τοὺς σημερινοὺς ποιμένες αὐτὸ δὲν ἰσχύει πιά, καθὼς ὁ λαϊκὸς ὑπάρχει μόνο γιὰ νὰ ὑπηρετεῖ καὶ νὰ ἀκολουθεῖ). Δέν εἶναι δέ συνεπῶς παράδοξον τό γεγονός, καθ΄ ὅ ὁ μέγας Χρυσόστομος ἀπευθυνόμενος εἰς τό ὑπέροχον ποίμνιόν του διεκήρυσσεν, ὅτι “χωρίς ὑμῶν οὐδέν ἐργάσομαι”» (Κ. Μουρατίδης, Ἡ οὐσία καὶ τὸ πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὴν διδασκαλίαν Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Ἀθῆναι 1958, σελ. 219). 

Κοινὲς λοιπόν, εἶναι οἱ εὐθῦνες λαϊκῶν καὶ κληρικῶν, κοινὰ τὰ καθήκοντα, κοινὴ ἡ πάλη κατὰ τῶν ἐχθρῶν τῆς Ἐκκλησίας: «Όλοι οι χριστιανοί έχουν ένα κοινό χρέος, να μην εναντιώνονται στο θέλημα του Χριστού, αλλά να ρυθμίζουν τη ζωή τους σύμφωνα με αυτό και να τηρούν με ακρίβεια τις εντολές Του. Οι εντολές του Σωτήρος είναι κοινές για όλους τους πιστούς και χωρίς την τήρηση τους δεν είναι δυνατό να ενωθούμε με τον Χριστό» (βλ. ὁλόκληρο το ἀπόσπασμα: Ἁγ. Νικολάου Καβάσιλα , Περί της εν Χριστώ ζωής: Λόγοι επτά, Σουρωτή Θεσσαλονίκης, 2005, 302 – 307). Καὶ ὁ ἱ. Χρυσόστομος: «Κοινὴ γὰρ ἡ διδασκαλία, κοινὰ τὰ τραύματα» (PG 50, 654). 

Ἐπειδὴ ὄχι μόνο ἡ πίστη ἀλλὰ καὶ τὰ τραύματα εἶναι κοινά, ὅταν οἱ κληρικοὶ προδίδουν, ἀντὶ νὰ ἐπουλώνουν τὰ τραύματα, τότε τὴν εὐθύνη τὴν ἔχει τὸ ποίμνιο. Τότε δὲν ἰσχύει ἡ ὑπακοή, ὅπως θὰ ἴσχυε, ἂν ἐπρόκειτο μόνο γιὰ τὰ προσωπικὰ πάθη τοῦ ἑκάστοτε κληρικοῦ, ὅπως μᾶς διδάσκει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Εἰ μὲν γὰρ δόγμα ἔχει διεστραμμένον, κἅν ἄγγελος ᾖ, μὴ πείθου· εἰ δὲ ὀρθὰ διδάσκει, μὴ τῷ βίῳ πρόσεχε, ἀλλὰ τοῖς ρήμασιν» (Ὑπόμνημα εἰς τὴν Πρὸς Τιμόθεον Β΄, PG 62, 611).

Δυστυχῶς ὅμως σήμερα δὲν προδίδουν μόνο οἱ κληρικοί, ἀλλὰ καὶ ἐμεῖς οἱ λαϊκοί, προβάλλοντας μάλιστα δικαιολογίες, ἀνάλογες σὲ ὑποκρισία, ὅπως αὐτὲς τῶν προδοτῶν κληρικῶν. Ἂς δοῦμε μερικές:

Α) Ποιός εἶμαι ἐγώ, γιὰ νὰ κάνω κάτι;

Ἡ δικαιολογία αὐτὴ δὲν εἶναι σύμφωνη μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ Ἱ. Παράδοση. Ἡ Παράδοση αὐτὴ ἐκφράζεται περίφημα στὰ γνωστὰ χωρία τοῦ ἁγ. Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου:

«Ἐντολὴ γὰρ Κυρίου μὴ σιωπᾶν ἐν καιρῷ κινδυνευούσης πίστεως... Ὥστε, ὅτε περὶ πίστεως ὁ λόγος, οὐκ ἔστιν εἰπεῖν, ἐγὼ τίς εἰμι; Ἱερεύς, ἄρχων, στρατιώτης, γεωργός, πένης;… Οὐά οἱ λίθοι κράξουσι, καὶ σὺ σιωπηλὸς καὶ ἄφροντις;» (P.G. 99, 1321 B).

«Oὐ μόνον εἰ βαθμῷ τις καὶ γνώσει προέχων ἐστίν, ὀφείλει διαγωνίζεσθαι λαλῶν καὶ διδάσκων τὸν τῆς Ὀρθοδοξίας λόγον. Ἀλλά γὰρ εἰ καὶ μαθητοῦ τάξιν ἐπέχων εἴη, χρεωστεῖ παρρησιάζεσθαι τὴν ἀλήθειαν, καὶ ἐλευθεροστομεῖν» (P.G. 99, 1120).

Ἐδῶ βλέπουμε ὅτι ὁ Ἅγιος δὲν λαμβάνει ὑπ΄ ὄψιν του καὶ δὲν θεωρεῖ ἐμπόδιο τὸν συμβατικὸ χωρισμὸ σὲ κοινωνικὲς τάξεις, γιὰ τὴν ἐνεργῆ συμμετοχὴ στοὺς ἀγῶνες τῆς Πίστεως. Στοὺς ἀγῶνες τῆς Ἐκκλησίας ὅλοι πρέπει νὰ συμμετέχουν, ἀνεξαρτήτως θέσεως ἢ ἀξιώματος. Ἀποτελεῖ τὸ ὕψιστο καθῆκον κάθε πιστοῦ, ρασοφόρου ἢ μή, καὶ ἀνεξαρτήτως πνευματικοῦ ἐπιπέδου ἡ ὑπεράσπιση τῆς Πίστεως. Ἀκόμα κι ἂν ἀπὸ ἄγνοια ἢ ὑπερβάλλοντα ζῆλο γίνονται σ’ αὐτὸν τὸν ἀγώνα λάθη, τὸ φταίξιμο δὲν εἶναι τῶν ἀγωνιστῶν λαϊκῶν, ἀλλὰ τῶν κληρικῶν ποὺ ἀρνοῦνται τὴν πρωτοπορία ποὺ τοὺς ἔχει δοθεῖ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, νὰ προΐστανται δηλαδὴ στοὺς ἀγῶνες τῆς Πίστεως καὶ νὰ θυσιάζονται, δίνοντας τὸ παράδειγμα ὡς “καλοὶ Ποιμένες” κι ὄχι “μισθωτοί”. Στὴν περίπτωση ποὺ αὐτοὶ πρωτοποροῦν θεοφιλῶς, οἱ τυχὸν “ζηλωτὲς” λαϊκοί, εὔκολα νουθετοῦνται ἢ ἀπομονώνονται. Στὴν περίπτωση ὅμως ποὺ οἱ Ποιμένες ἀπουσιάζουν ἀπὸ τοὺς ἀγῶνες τῆς Πίστεως, εἶναι εὐλογημένη ἀκόμα καὶ ἡ πρωτοπορία τῶν λαϊκῶν, ἀρκεῖ νὰ ἀκολουθοῦν τὴν ἐκκλησιαστική μας Παράδοση, ἄλλοι μὲ τὶς ἱκανότητες, ἄλλοι μὲ τὶς ἔλλείψεις τους, ἀλλὰ πάντα γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τῆς Πίστεως καὶ ἀνιδιοτελῶς.

Β) Ἂν ἀντιδράσω θὰ κατηγορηθῶ ὡς ἐχθρὸς τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ δικαιολογία αὐτὴ προέρχεται ἀπὸ τὴν νεωτερίζουσα κληρικοκρατοῦσα διδασκαλία περὶ τοῦ ρόλου τῶν λαϊκῶν. Φυσικὰ πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς σιωποῦμε καὶ δὲν ἀντιδροῦμε, σὰν τὰ θέματα αὐτὰ νὰ μὴ μᾶς ἀφοροῦν, φοβούμενοι νὰ μὴ σκανδαλίσουμε ἢ νὰ μὴ κατακρίνουμε ἢ νὰ κάνουμε ὑπακοή. Κανεὶς δὲν διαφωνεῖ. Αὐτὰ ὅμως ἰσχύουν σὲ ἕνα ὑγιές, ὀρθόδοξο περιβάλλον, ὅπου κυριαρχεῖ ἡ δογματικὴ ἀλήθεια, ἡ ὀρθὴ ἐκκλησιολογία, ἡ ἀληθινὴ διακονία καὶ ἡ ἐν Χριστῷ ἀγάπη. «Ἡ ὑποχρέωση ὑπακοῆς πρὸς τοὺς ποιμένας εἶναι αὐτονόητη, ὑπὸ τὴν προϋπόθεση… ὅτι καὶ αὐτοὶ κάνουν ὑπακοὴ στὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας» (π. Ἀρσ. Βλιαγκόφτη, «Η νόσος της Εκκοσμικεύσεως», σ. 22). Μὴ ξεχνᾶμε ὅτι «Αναμφιβόλως δε, όπως τότε οι Απόστολοι “οὐκ οἰκεία γνώμη ἔπραττον, ἀλλὰ πρότερον ἀπελογοῦντο τῷ πλήθει, οὕτω καὶ νῦν γινέσθαι ἔδει” (Ιω. Χρυσόστομος)» (Καρμίρη Ἰω., «Η θέσις και η Διακονία των λαϊκών», σ. 35-36).

Γράφει σύγχρονος πρεσβύτερος τῶν Ἀθηνῶν: «Δεν κάνουμε καλά εμείς οι πρεσβύτεροι, όταν αναφερόμενοι στα εκκλησιαστικά μας ζητήματα υποστηρίζουμε με αντορθόδοξο τρόπο: “Είναι προβλήματα των επισκόπων, άσε τους να τα λύσουν μοναχοί τους”. Η Εκκλησία είναι όλων μας, όπως και τα προβλήματά της. Κανείς μας συνεπώς δεν είναι ανένοχος με την αδιαφορία του» (π. Β. Βολουδάκης, Η φανέρωση της Ιερωσύνης, σ. 81). Καὶ «Δεν μας φταίει μόνο η δεσποτοκρατία· αλλά φταίμε και όλοι εμείς που την εκτρέφουμε και την υποθάλπουμε με την απουσία μας από την εκκλησιαστική ζωή» (στὸ ἴδιο, σ. 84).

Ἀκόμα καὶ ὁ οἰκουμενιστικῆς νοοτροπίας π. Ἰωάννης Χρυσαυγὴς, εἶχε παραδεχθεῖ, χωρὶς φυσικὰ νὰ ἐφαρμόζει ὅσα γράφει (περιοδικὸ «ΣΥΝΑΞΗ» τεῦχος 38, σ. 26): «Η αίσθηση του σύγχρονου ανθρώπου είναι πως στην Εκκλησία έχουμε ένα κατεστημένο, που αποτελείται από τους πάνω και τους κάτω, διοικούντες και διοικούμενους. «Ορισμένα άτομα κανονίζουν, ενώ άλλα είναι εξαρτημένα από την επιβεβλημένη ιεραρχία. Οι πρώτοι απαιτούν υπακοή, ενώ οι δεύτεροι υποθάλπουν αυτήν την κατάσταση» σ’ ένα χώρο που η ισορροπία έχει ήδη ανατραπεί. Οι καιροί όμως απαιτούν η Εκκλησιαστική αυθεντία «να κατανοείται με όρους λειτουργήματος, σε σχέση με την “διακονία” και τον διάλογο, και όχι με όρους κυριαρχίας. Για να συμβεί αυτό, οι πιστοί πρέπει να θεωρούνται ως υποκείμενα, όχι ως υπήκοοι ή ως “πρόβατα”…».

Ὁ καθηγητὴς Ἰωάννης Πέτρου, τονίζει σχετικὰ μ’ αὐτὴ τὴν δικαιολογία καὶ τὴν σημειολογία ποὺ κρύβεται ἀπὸ πίσω της: «η σύγχρονη κατάσταση της Εκκλησίας δείχνει ότι αποφεύγει να αναζητήσει πραγματικά τί σημαίνει, ότι Εκκλησία είναι όλος ο λαός του Θεού και πως εκφράζεται αυτό στη ζωή Της. Το ενδιαφέρον είναι ότι και στην περίπτωση που κάποιοι θα θέσουν τέτοια ερωτήματα κατηγορούνται για προτεσταντίζουσες αποκλείσεις ή αντιεκκλησιαστικές αντιλήψεις. Πίσω από τις αντιδράσεις αυτές κρύβεται η φοβία μη τυχόν διαταραχθεί η διαμορφωμένη κατάσταση ή δυσχερανθεί η επίτευξη εξουσιαστικών επιδιώξεων. Το βέβαιο όμως είναι ότι Εκκλησία και εξουσία είναι μεγέθη που δεν συμβιβάζονται θεολογικά». («Η Εκκλησία και το έργο της συμφιλίωσης στο σύγχρονο κόσμο», Περιοδικόν «Καθ’ οδόν», τεύχος 10 (Ιαν. – Απρ. 1995), σ. 18).

Μία τέτοια ἐξουσία, ὅπως ἐφαρμόζεται σήμερα, ἐφαρμόσθηκε καὶ σ’ ἄλλες ἐποχές. Καὶ ὅμως οἱ Χριστιανοὶ ἀντέδρασαν (ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία βρίθει λαμπρῶν τέτοιων παραδειγμάτων), δὲν σιώπησαν. Ἄλλοι διώχθηκαν, ἄλλοι βασανίσθηκαν, ἄλλοι μαρτύρησαν, ἀλλὰ δὲν συμβιβάστηκαν μὲ τὴν διαστρέβλωση, τὴν αἵρεση καὶ τὴν ἀπιστία.

Γ) Ἐγὼ εἶμαι ἁμαρτωλός, δὲν εἶμαι ἄξιος ὅπως οἱ ρασοφόροι. Πῶς νὰ ἀντισταθῶ;

Καὶ αὐτὴ ἡ δικαιολογία ἀπορρίπτεται ἀπὸ τοὺς Ἁγίους μας. Πάλι θὰ μᾶς νουθετήσει ὁ ἅγ. Ἰ. Χρυσόστομος, (Ὁμιλία λεχθεῖσα πρὸς νεοφωτίστους, SC 50, Kατήχηση Γ΄, 5): «Οἱ πρὸ τῆς χθὲς αἰχμάλωτοι, νῦν ἐλεύθεροι καὶ πολῖται τῆς ἐκκλησίας· οἱ πρώην ἐν αἰσχύνῃ ἁμαρτιῶν, νῦν ἐν παρρησίᾳ καὶ δικαιοσύνῃ. Οὐ γὰρ ἐλεύθεροι μόνον ἀλλὰ καὶ ἅγιοι, οὐχ ἅγιοι μόνον ἀλλὰ καὶ δίκαιοι, οὐ δίκαιοι μόνον ἀλλὰ καὶ υἱοί, οὐχ υἱοὶ μόνον ἀλλὰ καὶ κληρονόμοι, οὐ κληρονόμοι μόνον ἀλλὰ καὶ ἀδελφοὶ τοῦ Χριστοῦ, οὐκ ἀδελφοὶ τοῦ Χριστοῦ μόνον ἀλλὰ καὶ συγκληρονόμοι, οὐ συγκληρονόμοι μόνον ἀλλὰ καὶ μέλη, οὐ μέλη μόνον ἀλλὰ καὶ ναός, οὐ ναὸς μόνον ἀλλὰ καὶ ὄργανα τοῦ Πνεύματος».

Ὡς μέλη λοιπόν, τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἔχοντες ὡς κεφαλὴ τὸν Χριστὸ καὶ παρὰ τὶς ἁμαρτίες μας, διότι οὐδεὶς τέλειος (προϋπόθεση φυσικὰ εἶναι ὅτι ἀγωνιζόμαστε νὰ τὶς πολεμήσουμε), εἴμαστε ἐλεύθεροι, πολῖτες τῆς Ἐκκλησίας, δίκαιοι, υἱοί καὶ κληρονόμοι, ἀδελφοὶ καὶ συγκληρονόμοι τοῦ Χριστοῦ, καθὼς καὶ ναός, ὄργανα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐὰν ἔχουμε συνείδηση τοῦ τί πράγματι ὡς βαπτισμένοι εἴμαστε μποροῦμε νὰ ἐκφέρουμε τέτοιες δικαιολογίες; Μποροῦμε νὰ συμπράξουμε ἢ νὰ ἀνεχόμαστε τὴν ἀνομία; Μποροῦμε ὄντας ἐλεύθεροι νὰ ὑποταχθοῦμε στὸ ἑκάστοτε ἀντίχριστο σχέδιο;

Σχετικὴ μὲ τὴν παραπάνω δικαιολογία καὶ περαιτέρω μὲ αὐτοὺς ποὺ θέλουν νὰ ἀποφύγουν τὴν ἁγιοπατερικὴ ἀντιμετώπιση κάθε αἱρέσεως, τὴν διακοπὴ μνημόνευσης καὶ ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ἐπισκόπους καὶ ἱερεῖς καὶ μὲ αὐτοὺς ποὺ τοὺς μνημονεύουν, εἶναι καὶ ἡ ἀκόλουθη ἀγαπητὴ δικαιολογία:

Δ) Ἐγὼ θέλω μόνο νὰ λειτουργοῦμαι. Στὸ κάτω κάτω τῆς γραφῆς ὁ κληρικὸς διακόπτει τὴν μνημόνευση καὶ τὴν κοινωνία ὡς λειτουργών, ἐγὼ ὁ λαϊκὸς δὲν ἔχω συμμετοχὴ οὔτε δικαίωμα νὰ πράξω κάτι ἀνάλογο. Ἐγώ μόνο συμμετέχω γιὰ νὰ κοινωνήσω. Το κρίμα πέφτει στὸν ἱερέα.

Αὐτὴ ἡ δικαιολογία ἔχει ἐκφραστεῖ πολλὲς φορὲς καὶ ἐπηρεάσει πολλοὺς πιστούς. Ὅμως δὲν ἀποτελεῖ τίποτα ἄλλο παρὰ ἀκόμα μία διαστρέβλωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς διδασκαλίας.

Αἰτία αὐτῆς τῆς διαστρέβλωσης εἶναι κατὰ τὸν π.  Ἀλέξανδρο Σμέμαν ἡ προαναφερθεῖσα βαθειὰ παραμόρφωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς συνείδησης, τῆς εὑρείας ἀντίληψης ποὺ παγιώθηκε στοὺς πιστούς, ὄχι μόνο γιὰ τὴν φύση τῆς Θ. Λειτουργίας ἀλλά γιὰ μία ἀκόμα φορὰ καὶ γιὰ τὴν ἴδια τὴν Ἐκκλησία.  Ἐνῶ στὴν Ἐκκλησία τῶν πρώτων αἰώνων «στην συνείδηση, στην εμπειρία και στην πράξη της αρχαίας Εκκλησίας, η ευχαριστιακή θυσία προσφερόταν όχι μόνον εκ μέρους όλων και υπέρ όλων, αλλά από όλους», σήμερα ἡ Ἐκκλησία βιώνεται ἀπὸ τὸν ἑκάστοτε πιστὸ ἀλλὰ καὶ κληρικὸ ὡς «εξυπηρέτηση των λαϊκών από τον κλήρο, ως ικανοποίηση από των κλήρο των «πνευματικών αναγκών» των πιστών. Σ’ αυτήν ακριβώς την αντίληψη, λέει, πρέπει να αναζητήσουμε την αιτία των δύο αυτών χρόνιων ασθενειών, που διατρέχουν σαν θολό ποτάμι ολόκληρη την ιστορία του χριστιανισμού: τον «κληρικαλισμό» και τον «λαϊκισμό», ο οποίος συνήθως παίρνει τη μορφή του «αντικληρικαλισμού». (Βλ. «Η Εκκλησία προσευχομένη, Εισαγωγή στη Λειτουργική Θεολογία», εκδ. «Ακρίτας», Αθήνα 2003, σ. 147 καὶ 156).

Ὡς ἐκ τούτου πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς δυστυχῶς πιστεύουν, ὅτι ἡ προσευχὴ στὴν Θ. Λειτουργία εἶναι ἔργο ἀποκλειστικὰ τοῦ ἱερέως ἐνῶ ὁ πιστὸς ἔχει παθητικὸ ρόλο καὶ στάση. Καὶ αὐτὴ ὅμως ἡ ἀντίληψη εἶναι νεωτεριστική. Κατὰ τὸν ἀρχιμανδρίτη Νικόδημο Σκρέττα («Η νοερά προσευχή. Έκφραση αληθούς λατρείας Θεού», εκδ. «Μυγδονία», Θεσσαλονίκη 2006, σ. 123): «Η κοινή προσευχή της Εκκλησίας είναι λογική λατρεία του Θεού και οι μετέχοντες αποτελούν ζωντανή σύναξη, η οποία δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να μεταβληθεί σε παθητικό δέκτη απόμακρων και άγνωστων ακουσμάτων και κινήσεων. Οι πιστοί ποιούν έργο πνευματικό και δημιουργικό, δεν παρίστανται απλώς και ασυναισθήτως στο χώρο του ναού, Προσεύχονται και μετέχουν ενεργά, στην ενορία ή τη μονή. Δεν παρακολουθούν ως απλοί παρατηρητές τα τεκταινόμενα των παρακλήσεων, των λιτανεύσεων, των πανηγυρικών εορτασμών, των θείων μυσταγωγιών». 

Οἱ Ἅγιοι μας μᾶς πιστοποίησαν πάμπολλες φορές, ὅτι στὴν Θ. Λειτουργία συμμετέχουμε ὅλοι καὶ μέσῳ τῆς κοινῆς συμμετοχῆς ἐκφράζουμε ὡς πιστοί, κλῆρος καὶ λαός, τὸ κοινὸ φρόνημα, τὴν κοινὴ πίστη. Γράφει ὁ ἅγ. Χρυσόστομος: «Ὅταν γὰρ ἑστήκῃ λαὸς ὁλόκληρος χεῖρας ἀνατείνοντες, πλήρωμα ἱερατικόν, καὶ πρόκειται ἡ φρικτὴ θυσία, πῶς οὐ δυσωπήσομεν ὑπὲρ τούτων τὸν Θεὸν παρακαλοῦντες» (Ὑπόμνημα εἰς τὴν Πρὸς Φιλιππησίους Ἐπιστολήν, PG 62, 204).

Καὶ ἀναλυτικώτερα στὸ «Ὑπόμνημα εἰς τὴν Πρὸς Κορινθίους δευτέραν ἐπιστολήν», (PG 61, 527 – 528): 

«Ἔστι δὲ ὅπου οὐδὲ διέστηκεν ὁ ἱερεὺς τοῦ ἀρχομένου· οἷον, ὅταν ἀπολαύειν δέῃ τῶν φρικτῶν μυστηρίων· ὁμοίως γὰρ πάντες ἀξιούμεθα τῶν αὐτῶν· οὐ καθάπερ ἐπὶ τῆς Παλαιᾶς, τὰ μὲν ὁ ἱερεὺς ἤσθιε, τὰ δὲ ὁ ἀρχόμενος, καὶ θέμις οὐκ ἦν τῷ λαῷ μετέχειν ὧν μετεῖχεν ὁ ἱερεύς. Ἀλλ' οὐ νῦν· ἀλλὰ πᾶσιν ἓν σῶμα πρόκειται, καὶ ποτήριον ἕν. Καὶ ἐν ταῖς εὐχαῖς δὲ πολὺ τὸν λαὸν ἴδοι τις ἅν συνεισφέροντα. Καὶ γὰρ ὑπὲρ τῶν ἐνεργουμένων, ὑπὲρ τῶν ἐν μετανοίᾳ, κοιναὶ καὶ παρὰ τοῦ ἱερέως, καὶ παρ' αὐτῶν γίνονται αἱ εὐχαί, καὶ πάντες μίαν λέγουσιν εὐχὴν, εὐχὴν τὴν ἐλέου γέμουσαν. Πάλιν ἐπειδὰν εἴρξωμεν τῶν ἱερῶν περιβόλων τοὺς οὐ δυναμένους τὴς ἱερᾶς μετασχεῖν τραπέζης, ἑτέραν δεῖ γενέσθαι εὐχήν, καὶ πάντες ὁμοίως ἐπ' ἐδάφους κείμεθα, καὶ πάντες ὁμοίως ἀνιστάμεθα. Ὅταν εἰρήνης πάλιν μεταλαμβάνειν καὶ μεταδιδόναι δέῃ, πάντες ὁμοίως ἀσπαζόμεθα. Ἐπ' αὐτῶν πάλιν τῶν φρικωδεστάτων μυστηρίων ἐπεύχεται ὁ ἱερεὺς τῷ λαῷ, ἐπεύχεται καὶ ὁ λαὸς τῷ ἱερεῖ· τὸ γάρ, Μετὰ τοῦ πνεύματός σου, οὐδὲν ἄλλο ἐστίν, ἢ τοῦτο. Τὰ τῆς εὐχαριστίας πάλιν κοινά· οὐδὲ γὰρ ἐκεῖνος εὐχαριστεῖ μόνος, ἀλλὰ καὶ ὁ λαὸς ἅπας. Πρότερον γὰρ αὐτῶν λαβὼν φωνήν, εἶτα συντιθεμένων ὅτι ἀξίως καὶ δικαίως τοῦτο γίνεται, τότε ἄρχεται τὰς εὐχαριστίας. Καὶ τί θαυμάζεις, εἴ που μετὰ τοῦ ἱερέως ὁ λαὸς φθέγγεται, ὅπου γε καὶ μετ' αὐτῶν τῶν Χερουβὶμ καὶ τῶν ἄνω δυνάμεων, κοινῇ τοὺς ἱεροὺς ἐκείνους ὕμνους ἀναπέμπει; Ταῦτα δέ μοι πάντα ἐκεῖνα εἴρηται, ἵνα ἕκαστος καὶ τῶν ἀρχομένων νήφῃ, ἵνα μάθωμεν ὅτι σῶμά ἐσμεν ἅπαντες ἕν, τοσαύτην ἔχοντες πρὸς ἀλλήλους διαφοράν, ὅσην μέλη πρὸς μέλη καὶ μὴ τὸ πᾶν ἐπὶ τοὺς ἱερέας πίπτωμεν, ἀλλὰ καὶ αὐτοί, ὥσπερ κοινοῦ σώματος, τῆς Ἐκκλησίας ἁπάσης οὕτω φροντίζωμεν. Τοῦτο γὰρ καὶ ἀσφάλειαν πλείονα, καὶ ἡμῖν ἐπίδοσιν μείζονα κατασκευάζει· πρὸς ἀρετήν. Ἄκουσον γοῦν ἐπὶ τῶν ἀποστόλων, πῶς ἀλλαχοῦ τοὺς ἀρχομένους κοινωνοὺς τῆς γνώμης ἐλάμβανον. Καὶ γὰρ ὅτε τοὺς ἑπτὰ ἐχειροτόνουν, τῷ δήμῳ πρότερον ἐκοινώσαντο· καὶ ὅτε τὸν Ματθίαν ὁ Πέτρος, τοῖς παροῦσιν ἅπασι τότε, καὶ ἀνδράσι καὶ γυναιξίν. Οὐ γὰρ ἀρχόντων τῦφός ἐστι τὰ ἐνταῦθα, οὐδὲ ἀρχομένων δουλοπρέπεια, ἀλλὰ ἀρχὴ πνευματική, τούτῳ μάλιστα πλεονεκτοῦσα, τῷ τὸ πλέον τῶν πόνων καὶ τῆς ὑπὲρ ὑμῶν ἀναδέχεσθαι φροντίδος, οὐ τὰς τιμὰς πλείους ἐπιζητεῖν. Καὶ γὰρ ὡς μίαν οἰκίαν δεῖ τὴν Ἐκκλησίαν οἰκεῖν, ὡς σῶμα ἕν, οὕτω διακεῖσθαι πάντας».

Καὶ ὁ ἀείμνηστος Ἰ. Φουντούλης μᾶς ὑπενθυμίζει τὰ παραπάνω παρουσιάζοντας τὴν σύγχρονη τραγικότητα μὲ τὸν δικό του ἄφοβο λόγο: «Η θεία λατρεία είναι ενέργεια του όλου μυστικού σώματος του Χριστού, δηλαδή της Εκκλησίας του, που ιεραρχικά συντεταγμένη απευθύνεται εν Πνεύματι αγίω προς τον Θεό Πατέρα και αναφέρει προς αυτόν την δοξολογία, την ευχαριστία και τα αιτήματά της. Των λατρευτικών συνάξεών της προἵστανται, κατά το θέλημα του Κυρίου και κατά το ειδικό χάρισμα της ιερωσύνης, οι κληρικοί, που ιερουργούν τα μυστήρια και προεξάρχουν των ιερών τελετών. Κληρικοί και λαϊκοί συναποτελούν τον άγιο λαό του Θεού και συγκροτούν εν αγίω Πνεύματι την ιερή κοινότητα των σωζομένων διά του αίματος του Κυρίου Ιησού Χριστού και διά των δωρεών του αγίου Πνεύματος, που παρέχονται στους πιστούς, κλήρο και λαό, διά των μυστηρίων και της όλης αγιαστικής λειτουργίας των θεσμών της Εκκλησίας, φυσικά και διά της λατρείας της. Υπό την έννοια αυτή η ιερωσύνη εκτελεί λειτούργημα για τη σωτηρία του όλου σώματος της Εκκλησίας, συνεργάζεται και συμπορεύεται με τον όλο λαό του Θεού στην πορεία προς τη νοητή γη της επαγγελίας, δεν «κατακυριεύει των κλήρων» (Α΄ Πετρ. 5,3), αλλά γίνεται ο φορέας των χαρίτων του Θεού και ο προεξάρχων της πανηγύρεως του χορού των αγίων, που βρήκαν την πηγή της ζωής και την οδό προς την θύρα του παραδείσου. Με αυτές τις προϋποθέσεις το αίτημα περί συμμετοχής των λαϊκών στη λατρεία της Εκκλησίας, αποτελεί κατά κάποιο τρόπο την έκφραση και την οδυνηρή απόληξη ενός νόθου προβλήματος, δυστυχώς όμως υπαρκτού. Η λατρεία της Εκκλησίας εκ γενετής ήταν, και είναι, έκφραση του όλου σώματος της Εκκλησίας και δημιούργημά του. Σε αυτήν «παίζεται» ένα θείο δράμα με δύο (ή τρεις) πρωταγωνιστές: τον ιερέα, (τον διάκονο) και τον λαό. Καθένας έχει τον διακεκριμένο και καίριο ρόλο του στην διεξαγωγή του ιερού έργου της θείας λατρείας. Ο ιερεύς τα ιερατικά του, (ο διάκονος τα διακονικά του), ο λαός τα χορικά του. Το «Τριώδιο», το «Πεντηκοστάριο», η «Παρακλητική», τα «Μηναία», το «Ψαλτήριο» είναι λειτουργικά βιβλία δικά του, του λαού ολόκληρη βιβλιοθήκη. Αν τώρα οι κακές συγκυρίες έδωσαν τον ρόλο του λαού στον προεξάρχοντα μόνο του χορού τον ψάλτη και τα χορικά έγιναν μονωδία, αν ο λαός έμεινε άφωνος ακροατής, κλεισμένος στον εαυτό του σε ένα ιερό συλλαλητήριο, αν δεν καταλαβαίνει τα λεγόμενα και ψαλλόμενα, αν δεν προσφέρει τον άρτο και τον οίνο του, τα τίμια δώρα του μόχθου του, και δεν παρακάθεται στην ψυχοτρόφο τράπεζα, και δεν απολαμβάνει τη δεσποτική ξενία, αν δεν ξέρει τι Θεό λατρεύει και πώς και γιατί τον λατρεύει, και άλλα πολλά, είναι θέματα που έχουν ανάγκη από μελέτη, από συζήτηση, από αυτοκριτική, από μετάνοια και προπαντός από σοβαρές, με συνέπεια και φόβο Θεού, αποφάσεις και ενέργειες μέσα στο άγιο και αείζωο σώμα της Εκκλησίας» (ἀπόσπασμα ἀπὸ «Η συμμετοχή των λαϊκών στη λατρεία», εἰσήγηση στὴν Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν στὶς 26-2-2005, βλ. καὶ σελ. 359 στὸ http://ikee.lib.auth.gr/record/128193/files/GRI-2011-7722.pdf).

Τὰ λόγια τοῦ αειμνήστου καθηγητοῦ εἶναι κόλαφος γιὰ τὴν συνείδησή μας. Ἡ ἐπικράτηση τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τῆς ἐκκοσμίκευσης, τῆς κληρικο/δεσποτοκρατίας, τῆς ὑποταγῆς σ’ ἕναν ἄθεο, στὴν πραγματικότητα, κρατικὸ μηχανισμὸ ὀφείλεται στὸ γεγονός, ὅτι τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ ποιμνίου δὲν ξέρει τι Θεό λατρεύει και πώς και γιατί τον λατρεύει. Ἂν τὸ γνωρίζαμε δὲν θὰ βρίσκαμε κάθε εἴδους εὐχάριστες στὴν ἀκοή δικαιολογίες, ποὺ κοιμίζουν συνειδήσεις καὶ ἀποτρέπουν τὴν αὐτογνωσία. Δὲν θὰ ὑπακούγαμε σὲ πνευματικούς, ποὺ μᾶς λένε νὰ κοιτᾶμε μόνο τὴν ψυχή μας καὶ νὰ ἀφήσουμε τὰ ἄλλα τῆς Πίστεως στοὺς ὑποτιθέμενους γνωρίζοντες φύλακες. Θὰ γνωρίζαμε ὅτι ἀφοῦ στὴν Θ. Λειτουργία τὰ πάντα εἶναι κοινὰ καὶ ἀπὸ κοινοῦ, τότε καὶ ἡ μνημόνευση αἱρετικῶν/αἱρετιζόντων ἀμετανοήτων κληρικῶν εἶναι κοινὴ καὶ ἀπὸ κοινοῦ. Θὰ γνωρίζαμε ὅτι ἡ συμμετοχὴ στὴν προσβολὴ τῶν Ἱ. Μυστηρίων καὶ τῆς ἱερότητας τοῦ Ἱ. Ναοῦ, ποὺ λαμβάνει μέρος σήμερα μὲ τὴν ἄδεια, προτροπὴ καὶ ὑπαγόρευση ἀπὸ προδότες κληρικοὺς εἶναι κοινὴ καὶ ἀπὸ κοινοῦ. Θὰ γνωρίζαμε ὅτι ἡ συμπόρευσή μας μὲ ὅποιον κληρικὸ ὁμολογεῖ θὰ σήμαινε καὶ ὁμολογία κοινὴ καὶ ἀπὸ κοινοῦ. Καθὼς καὶ ἡ συμμετοχή μας στὴν ἄρνηση τοῦ Θεοῦ σημαίνει ἄρνηση κοινὴ καὶ ἀπὸ κοινοῦ.

Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου