Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2020

ΣΤΕΦΑΝΙΩΤΕΣ ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ’40 Αφηγήσεις αγωνιστών και άγνωστα περιστατικά του αγώνα Στεφανιώτης ο ιπποκόμος του Δαβάκη!

ΣΤΕΦΑΝΙΩΤΕΣ  ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ  ΤΟΥ  ’40

·        Αφηγήσεις αγωνιστών και άγνωστα περιστατικά του αγώνα

·        Στεφανιώτης ο ιπποκόμος του Δαβάκη!

Του Δάσκαλου  Ιωάννη Φρύδα




1940 – 2020.
Ογδόντα χρόνια από το έπος του ’40

Ένα μικρό αφιέρωμα κι ένα σεμνό μνημόσυνο για τις ψυχές εκείνων… 

Σαν σε κοιτάζει η αγνότητα των ανωνύμων.

Εκείνων, όσων, απροσκύνητοι με ιδρώτα και αίμα θεμελίωσαν αξιοπρέπεια και σήκωσαν την Ιστορία…

Παναγιώτης Νάννος,

(από την ποιητική συλλογή ΤΙΘΩΝΟΥ ΣΙΩΠΕΣ)

 

  Σε κάθε εθνικό αγώνα η Στεφανιάδα έδωσε το δικό της παρόν. Οι Στεφανιώτες, πρόθυμοι σε κάθε κάλεσμα της πατρίδας, βρέθηκαν στις επάλξεις του καθήκοντος, για να προασπίσουν τα αιώνια ιδανικά της ελληνικής ψυχής, προσφέροντας όλες τις δυνάμεις τους μέχρι και αυτή τη θυσία.

  Ο Σύλλογος Στεφανιωτών με το αφιέρωμα αυτό επιχειρεί να αποδώσει ελάχιστο φόρο τιμής στους προγόνους μας και τους αγώνες τους, να προκαλέσει την ιστορική μνήμη και το ενδιαφέρον για γεγονότα που σημάδεψαν την ιστορία της πατρίδας μας και να φέρει στην επιφάνεια έστω και λίγα άγνωστα περιστατικά της εποχής εκείνης. Επίσης, γίνεται φανερό ότι είναι δικαιολογημένες και οι απαιτήσεις της Στεφανιάδας από την πολιτεία, στην ελευθερία της οποίας και οι Στεφανιώτες συνέβαλαν.

  Ξεκινήσαμε αυτό το αφιέρωμα, προσπαθώντας,  πρώτα,  να μάθουμε όλους τους Στεφανιώτες που πήραν μέρος στον πόλεμο του ’40. Καταφύγαμε στους μεγαλύτερους. Με συγκινητική προθυμία ανταποκρίθηκαν όλοι. Στη συνέχεια προχωρήσαμε σε συζήτηση με αντιπροσωπευτικές περιπτώσεις αγωνιστών.

  Παραθέτουμε, αρχικά, τον κατάλογο των Στεφανιωτών αγωνιστών. (Αν κάποιον συγχωριανό μας δεν τον αναφέρουμε, επειδή  δεν τον μάθαμε, ζητάμε συγγνώμη από τον ίδιο ή τους οικείους του). Έλαβαν μέρος στον πόλεμο εκείνο οι:

Θωμάς Καϊμακάμης, Κώστας Ρεντίφης (αυτοί οι δύο σκοτώθηκαν), Φάνης Γεωργούλας, Βασίλης Στεργίου, Χρήστος Καραβίδας, Βασίλης Καραούζας, Γιώργος Καραούζας, Κώστας Καϊμακάμης, Γιώργος Δημητρίου, Στέφανος Δ. Καραγιώργος, Αχιλλέας Καραγιώργος, Στέφανος Θ. Καραγιώργος, Σωκράτης Καραούζας, Κώστας Καραούζας, Ηλίας Καραούζας, Πέτρος Κόφφας, Γιώργος Καραγιώργος, Λάζαρος Καραγιώργος, Κώστας Καραγιώργος, Κώστας Δ. Στάθης, Λευτέρης Στεργίου, Βασίλης Καραγιώργος, Λάζαρος Τσιώπος, Κώστας Τσιώπος, Θανάσης Τσιώπος, Δήμος Πατήλας, Λάζαρος Καραούζας, Ηλίας Δημητρίου, Κώστας Δημητρίου, Κώστας Στεργίου, Παναγιώτης Καραούλης, Γιώργος Α. Καραγιώργος, Γιάννης Σιαλμάς, Κώστας Χ. Στάθης, Γιώργος Δ. Καραούζας, Γιάννης Καραβίδας, Γιώργος Καραβίδας, Βασίλης Χαμπλάς, Γιώργος Γεωργούλας, Κώστας Σιαλμάς, Στέφανος Ρεντίφης, Δημήτρης Οικονόμου, Νίκος Βιλαέτης, Κώστας Φρύδας, Μιλτιάδης Φρύδας, Θωμάς Φρύδας, Θεοδόσης Τσαπραΐλης, Γιώργος Ζουμπουρλής, Κώστας Ζουμπουρλής, Κώστας Καραούλης, Λάζαρος Γ. Καραούλης, Φώτης Καραούλης, Αλέξης Τσαπραΐλης, Δημήτρης Τσαπραΐλης, Μιλτιάδης Καραούλης, Σπύρος Καραούλης, Θωμάς Καραούλης, Λάζαρος Μ. Καραούλης.

  Και τώρα ας αφήσουμε να μας μεταφέρουν στα χρόνια εκείνα με τις αφηγήσεις τους λίγοι χωριανοί μας, οι οποίοι έζησαν τα γεγονότα από κοντά. 

 

  ΦΑΝΗΣ ΓΕΩΡΓΟΥΛΑΣ

  Φ. Σ.: Στις 28 Οκτωβρίου του ’40 πού υπηρετούσες; Τι θυμάσαι απ’ την πρώτη μέρα του πολέμου;

─ «Ήμουν στον Γράμμο στο 2ο τάγμα, που είχε διοικητή τον ταγματάρχη Αντωνόπουλο. Με πήραν επίστρατο έναν μήνα πριν για εκπαίδευση στα νέα όπλα. Όμως, ο σκοπός ήταν να βρισκόμαστε εκεί σε ετοιμότητα.

  Τη μέρα που κηρύχτηκε ο πόλεμος ήμασταν μπροστά απ’ τα φυλάκια και επειδή χείμαζε, μέναμε σε κάτι έρημες βλαχοκαλύβες. Το πρωί, προτού ξημερώσει ακόμα, βγήκα έξω να πλύνω τις κάλτσες. Φτάνει ένας ανθυπολοχαγός και φώναξε: «Παιδιά, στα όπλα, κηρύχτηκε ο πόλεμος». Βγήκε όλος ο στρατός και αρχίσαμε να περπατάμε μια πλαγιά πίσω μας, για να πάμε στα οχυρά. Ανεβήκαμε ως τη μέση την πλαγιά και τότε είδαμε τους Ιταλούς απέναντι. Έρχονταν σε φάλαγγα. Διαταχθήκαμε να μην πυροβολήσει κανένας. Ο ανθυπολοχαγός που μας έδωσε τη διαταγή σε λίγο πήρε ένα οπλοπολυβόλο και άρχισε πρώτος το πυρ. Οι Ιταλοί σταμάτησαν και ακροβολίστηκαν. Εμείς συνεχίσαμε και φτάσαμε στα οχυρά. Μέχρι που νύχτωσε δεν έγινε τίποτε άλλο. Μετά άρχισαν οι μάχες. Όμως, το μέτωπο σε μας δεν έσπασε. Επειδή ήμασταν αποκομμένοι από τον άλλον στρατό και δεν μπορούσαμε να επικοινωνήσουμε, μας είχαν ξεγράψει, νόμιζαν ότι αιχμαλωτισθήκαμε. Όταν μας βρήκαν, θεώρησαν ανδραγάθημα το ότι δεν μας έπιασαν και από τότε μείναμε γνωστοί ως Τάγμα Αντωνοπούλου».

  Φ. Σ.: Τι δυσκολίες άλλες αντιμετωπίζατε; Ποια περιστατικά θυμάσαι έντονα;

─ «Η πολλή η κακομοιριά ήταν η πείνα, η ψείρα και το αβάσταχτο κρύο. Κοιμόμασταν μέσα στα χιόνια. Τα περιστατικά είναι πολλά. Θυμάμαι, όμως, έναν ανθυπολοχαγό, ο οποίος έχασε και τα δυο του πόδια από βόμβα. Επίσης, την υποδοχή που μας έκαναν χωριά ελληνικά μέσα στην Αλβανία (Σελινίτσα, Αρσάκα). Μας ξεσκλαβώσατε, έλεγαν και μας έδιναν ψωμί και λεφτά».

  Φ. Σ.: Είχες άλλους Αργιθεάτες συμπολεμιστές;

─ «Ναι, είχα: Τον Κώστα Μακρή απ’ τα Πετρίλια, τον Μήτσιο Σερέτη απ’ την Καληκώμη, τον Χρυσόστομο Μερεντίτη  και τον Βάιο Μπαλάνο απ’ το Ανθηρό».

 

  ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΡΑΟΥΖΑΣ

  Φ. Σ.: Πού ήσουν και πώς έμαθες για την έναρξη του πολέμου;

─ «Ήμουν στη Στεφανιάδα και κλήθηκα να παρουσιαστώ. Μάθαμε για την επιστράτευση απ’ το τηλέφωνο. Ύστερα αναχώρησα για τη Λάρισα, όπου κατατάχτηκα στο 1ο Σύνταγμα Ορειβατικού Πυροβολικού. Από εκεί φύγαμε για Καλαμπάκα με το τρένο και μετά με πεζοπορία φτάσαμε στο μέτωπο».

  Φ. Σ.: Τι έγινε στη Στεφανιάδα,  όταν έμαθαν την  κήρυξη του πολέμου  και την

επιστράτευση;

─ «Όλοι παράτησαν τις δουλειές τους, μιας και κάθε οικογένεια είχε να ξεκινήσει κάποιον ή κάποιους. Ξεκινήσαμε απ’ το χωριό τριάντα άντρες και ο δάσκαλος Ρήτας, ο οποίος μας έλεγε: «αν είχα εσάς μια διμοιρία, δεν θα φοβόμουν τίποτα». Ήταν και έφεδρος ανθυπολοχαγός».

  Φ. Σ.: Θυμάσαι μάχες που έλαβες μέρος; Υπήρχε βοήθεια απ’ τους άμαχους ντόπιους κατοίκους;

─ «Στα υψώματα Κονίτσης ήταν η πρώτη μάχη. Μετά συνεχίσαμε με άλλες. Θυμάμαι και τη μάχη στο Προσήλιο, λίγο έξω απ’ το Λεσκοβίκι. Οι ντόπιοι μας βοηθούσαν πολύ. Θυμάμαι στο χωριό Κεράσοβο  τις γυναίκες να κουβαλάνε κασόνια με βλήματα»

  Φ. Σ.: Ένα περιστατικό που θυμάσαι έντονα;

─ «Όταν φτάναμε στο 1220 ύψωμα, βρήκα έναν δικό μου άνθρωπο, τον Θωμά Παπαγιάννη απ’ τα Βραγκιανά, με κρυοπαγήματα , σχεδόν παράλυτο. Δεν μπορούσα να τον βοηθήσω».

  Φ. Σ.: Αλληλογραφία είχατε με τους δικούς σας, για να μαθαίνετε νέα;

─ «Ναι, είχαμε ταχτική αλληλογραφία. Όταν βρίσκαμε ευκαιρία γράφαμε. Όσοι ήξεραν γράμματα έγραφαν και στους αγράμματους».

  Φ. Σ.: Είχες άλλους Αργιθεάτες στη μονάδα σου;

─ «Ναι, τον Κώστα Στάθη, τον χωριανό μας, τον Στέφο Παπαγεωργίου απ’ τον Μάραθο, και τους Θεοφάνη Ζάχο, Κώστα Σακελλαρίου, Δήμο Δεληγιάννη και κάποιον Καζαή, που δεν θυμάμαι το όνομά του, απ’ τα Βραγκιανά.

  Στο τέλος ο μπαρμπα-Βασίλης μας είπε: «Να γράψετε και για το ανδραγάθημα του συγχωριανού μας Λάζαρου Καραούζα, του πρώην γραμματέα της κοινότητας, ο οποίος κράτησε μόνος του, με ένα πολυβόλο, ένα τάγμα Ιταλών. Πάνω στη μάχη δεν αντιλήφθηκε την οπισθοχώρηση του λόχου, έμεινε  μόνος και συνέχισε να πολεμάει. Μετά από ώρα οι συμπολεμιστές του ακούγοντας παραξενεμένοι να συνεχίζεται η μάχη, γύρισαν πάλι και τον βρήκαν να πολεμάει, έχοντας καθηλωμένους απέναντι τους Ιταλούς. Για το ανδραγάθημα αυτό τον έκαναν επιλοχία».

 

  ΛΑΖΑΡΟΣ ΤΣΙΩΠΟΣ: Ο ιπποκόμος του ΔΑΒΑΚΗ

  Όταν αναθυμόμαστε το έπος του ’40, αυτόματα προβάλλει στη μνήμη μας η φωτερή μορφή του ήρωα Κωνσταντίνου Δαβάκη. Δαβάκης, η ψυχή του ’40! Δίπλα στον μεγάλο ήρωα έζησε όλες τις στιγμές του και τον τραυματισμό του ο ιπποκόμος του, ο χωριανός μας Λάζαρος Τσιώπος και ο οποίος διηγείται:

  «Ήμουν επίστρατος στο Επταχώρι Πίνδου στο Σύνταγμα Δαβάκη, ο οποίος ήταν διοικητής αποσπάσματος Πίνδου. Ήμουν ιπποκόμος του. Με πήρε 6 μήνες πριν από τον πόλεμο. Στις 28 άρχισε ο πόλεμος. Πολύ πριν το ξημέρωμα οι Ιταλοί έκαναν την επίθεση. Μας πήραν φαλάγγι και μας ανάγκασαν σε προσωρινή οπισθοχώρηση. Στο Επταχώρι έγινε φοβερή μάχη και κάναμε την αντεπίθεση. Οι Ιταλοί άρχισαν να οπισθοχωρούν. Εμείς συνεχίζαμε να προχωράμε, πήγαμε πολύ μπροστά απ’ το Επταχώρι. Ο Δαβάκης πήγαινε πάντα μπροστά με το πιστόλι στο χέρι.

  Σε ένα ύψωμα, τον Προφήτη Ηλία, τραυματίστηκε στο στήθος από όπλο με διαμπερές τραύμα.  Όπως γινόταν η μάχη,  πήγε να προχωρήσει την εμπροσθοφυλακή 

σε μπροστινό ύψωμα. Εκεί τραυματίστηκε. Ήμουν κοντά του. Η διμοιρία εμπροσθοφυλακής  βάσταγε άμυνα. Μου είπε τότε ο Δαβάκης: «Εμένα με βάρεσαν. Μπορείς να με πάρεις, πάρε με, αλλιώς, φεύγα να μην σε πιάσουν!» Ήρθε κι ένας στρατιώτης εκεί να τον πάρουμε. Γιαγκίνας λεγόταν και ήταν απ’ τον Πειραιά. Εκεί πάνω στην προσπάθεια σκοτώθηκε ο Γιαγκίνας. Ακριβώς, εκείνη την ώρα ήρθε όλη η  δύναμη του στρατού μας, που ήταν λίγο πιο πίσω, κάνοντας επίθεση με «εφ’ όπλου λόγχη». Στο ύψωμα αυτό έπεσαν πολλά κορμιά σ’ εκείνη τη μάχη.  

  Τον πήρα μετά στον ώμο και τον μετέφερα πίσω απ’ το ύψωμα του Προφήτη Ηλία. Του έκαναν μια ένεση και με φορείο τον πήραμε για το Επταχώρι. Η πορεία ως το Επταχώρι κράτησε 12 ώρες με ακατάπαυστη βροχή. Από εκεί τον συνόδευσα στην Κοζάνη και μετά στην Αθήνα. Στο Επταχώρι ζητήθηκε απ’ τον υπασπιστή να με κρατήσει εμένα. Όμως, ο Δαβάκης αρνήθηκε λέγοντας: «Θέλω τον Τσιώπο ως την Αθήνα». Σε όλη τη διαδρομή ως την Αθήνα είχε πάνω του μια χειροβομβίδα και το πιστόλι του. Για το ανδραγάθημα διάσωσης του Δαβάκη έγινα λοχίας.

  Ο Δαβάκης ήταν παλληκάρι. Αγαπούσε τους στρατιώτες σαν παιδιά του, γι’ αυτό και οι στρατιώτες γίνονταν θυσία, ρίχνονταν στον καπνό. Έλεγε: «Έχουν δίκιο τα παιδιά να φοβούνται,. Μπήκαν τόσες μεραρχίες αλπινιστών κι εμείς έχουμε 1300 στρατιώτες εδώ. Τους Ιταλούς, όμως, θα τους μαντρώσω. Έχω 9 τραύματα απ’ τη Μικρά Ασία, δε τους φοβάμαι».

  Ο Δαβάκης ξεχωριστά αγαπούσε τους Αργιθεάτες. Εσάς τους Αργιθεάτες, έλεγε, σας αγαπάω, γιατί είστε παιδεμένοι και είστε και καλοί πολεμιστές. Μάλιστα, επειδή εγώ ήταν να απολυθώ δυο μέρες πριν αρχίσει ο πόλεμος, μου είπε να του βρω και τον αντικαταστάτη μου. Του πρότεινα τους Λάμπρο Σκουτέλα απ’ τα Βραγκιανά και τον Πέτρο Παληαντώνη απ’ το Λεοντίτο, με τους οποίους ήμασταν μαζί.

  Αφού τελείωσε η αποστολή μου με τη μεταφορά του Δαβάκη στην Αθήνα, ξαναγύρισα μετά λίγες μέρες στο σύνταγμα, το οποίο είχε αναλάβει πια ο αντισυνταγματάρχης Κιτσέας και συνεχίσαμε τον πόλεμο. Ο Κιτσέας πέθανε φέτος».

 

  ΘΩΜΑΣ ΦΡΥΔΑΣ

  Φ. Σ.: Τι θυμάσαι απ’ την πρώτη μέρα του πολέμου;

─ «Η αρχή του πολέμου με βρήκε στο Μέτσοβο. Υπηρετούσα τη στρατιωτική μου θητεία στο τάγμα του ταγματάρχη Βασιλείου. Ήμουν πολυβολητής.

  Στις 4 η ώρα το πρωί στις 28 Οκτωβρίου σήμανε συναγερμός. Βέβαια, το περιμέναμε. Τα μέτρα επιφυλακής είχαν αρχίσει από δυο μήνες πριν και κυκλοφορούσε η είδηση ότι θα έχουμε πόλεμο. Συγκεντρωθήκαμε, αμέσως, το τάγμα και ξεκινήσαμε. Φτάσαμε με το ξημέρωμα πάνω απ’ το Μέτσοβο σε μια λάκκα και σε λίγο είδαμε 7 ιταλικά αεροπλάνα. Αυτά πήγαν και βομβάρδισαν το Μέτσοβο χωρίς επιτυχία, λόγω της θέσης που έχει. Συνεχίσαμε την πορεία και το βράδυ ήμασταν στη Βωβούσα. Εκείνη τη νύχτα έβαλα το κράνος στη ρίζα από ένα πεύκο, κάθισα κι εκεί ξενύχτησα. Έριχνε βροχή ασταμάτητα. Κανένας απ’ το τάγμα δεν δείλιασε. Είχαμε συνηθίσει στην ιδέα του πολέμου τόσον καιρό και δεν τον φοβόμασταν πια».

  Φ. Σ.: Ποια ήταν η πρώτη μάχη που έκανε το τάγμα σου; Θυμάσαι άλλες μάχες;

─ «Η πρώτη μάχη ήταν στον Αώο ποταμό. Απέναντι ήταν ένα χωριό, το Παλιοσέλι, όπου βρίσκονταν οι Ιταλοί. Μας χώριζε το ποτάμι. Στήσαμε τα πολυβόλα, ανοίξαμε ορύγματα και περιμέναμε. Δεν πέρασε πολλή ώρα και είδαμε τους Ιταλούς να έρχονται σε φάλαγγα. Πρώτα χτύπησε το πυροβολικό μας. Οι βολές του έπεσαν πάνω στη φάλαγγα, αναγκάζοντάς τους να σταματήσουν και να ακροβολιστούν. Το πρωί έκαναν επίθεση. Δεν κατάφεραν, όμως, τίποτα. Ύστερα περάσαμε τον φουρτουνιασμένο Αώο και αρχίσαμε την αντεπίθεση με επιτυχία. Στη συνέχεια δίναμε συχνά μάχες και προχωρούσαμε. Τελευταία μάχη δική μου ήταν στο Χάνι Μπαλαμπάνη, ύψωμα 717, όπου τραυματίστηκα. Αυτή ήταν η πιο πολύνεκρη. Σκοτώθηκαν από το τάγμα μου 70 στρατιώτες».

Φ. Σ.: Πώς τραυματίστηκες;

─ «Πηγαίναμε, η διμοιρία πολυβολητών, μόλις νύχτωσε, να φκιάσουμε ορύγματα σε ένα ύψωμα 300 μέτρα μπροστά απ’ τις θέσεις του τάγματος, για να κάνουμε επίθεση το πρωί. Όταν φτάσαμε, οι Ιταλοί μας κατάλαβαν αμέσως και μας έκαναν επίθεση. Στήσαμε αναγκαστικά τα πολυβόλα ακάλυπτοι και πολεμούσαμε. Εκεί με βρήκε βλήμα όλμου και με τραυμάτισε και στα δυο πόδια και στο  κεφάλι. Το χειρότερο τραύμα ήταν στο αριστερό πόδι. Σχεδόν έμεινε στον μηρό μόνο το κόκαλο. Έχασα τις αισθήσεις μου. Πέρασα ώρες έτσι. Τραυματίστηκα στις 9 η ώρα το βράδυ και με βρήκαν το πρωί στις 4. Με νόμιζαν σκοτωμένο. Πριν με βρουν, είχα συνέλθει λίγο άκουσα κάποιον να λέει: «Ψάξτε να βρείτε και τον Φρύδα, τον έχουν χτυπήσει, πρέπει να είναι σκοτωμένος». Όμως, απ’ την πολλή αιμορραγία και την αναισθησία τόσων ωρών δεν μπορούσα να φωνάξω, για να με εντοπίσουν. Μετά από ταλαιπωρίες 8 ημερών έφτασα για νοσηλεία στο νοσοκομείο Βόλου. Έμεινα στο νοσοκομείο απ’ τον Φλεβάρη ως τον Ιούνιο.

Φ. Σ.: Είχες στο τάγμα άλλους Αργιθεάτες;

─ «Είχα τον ξάδερφό μου Μάνθο Στεργιούλη απ’ τα Βραγκιανά κι έναν Μπεργιάννη απ’ το Καταφύλλι. Ο Μπεργιάννης σκοτώθηκε σε μια μάχη. Είδα τη σκηνή του θανάτου του».

Φ. Σ.: Θυμάσαι κανένα χαρακτηριστικό περιστατικό από τότε;

─ «Στον πόλεμο κάθε λεπτό έχει τα περιστατικά του. Η κάθε στιγμή τη σημασία της. Συνεχόμενες μάχες, χαρά για τις νίκες, λύπη για τους συμπολεμιστές που χάνονταν στη μάχη, ταλαιπωρίες, αγωνία, πείνα (είχαμε κάποτε 6 μέρες να βάλουμε κάτι στο στόμα μας). Τι να πρωτοθυμηθώ; Θα σας πω, όμως, δυο απ’ τα πολλά που έζησα, για να τα γράψετε.

  Μια φορά με επικεφαλής έναν ανθυπολοχαγό πηγαίναμε, η διμοιρία πολυβολητών, να πιάσουμε ένα ύψωμα, για να ετοιμαστεί η επίθεση του στρατού μας. Είχε πολλή ομίχλη. Με την ομίχλη έκανε λάθος ο ανθυπολοχαγός και βγήκαμε σε διπλανό ύψωμα, πολύ κοντά στο πρώτο, αλλά εκεί ήταν ενέδρα ιταλικής εμπροσθοφυλακής. Κανένας δεν υπολόγιζε τόσο κοντά Ιταλούς και πηγαίναμε με τα όπλα στον ώμο. Στα 50 μέτρα τους κατάλαβε ένας δικός μας. Πήρε το μάτι του ένα κράνος Ιταλού. Δεν είχαμε περιθώρια. Αρχίσαμε να φωνάζουμε «αέρα!», «φούσκωσ’ τον!». Οι Ιταλοί ξαφνιασμένοι εγκατέλειψαν τις θέσεις τους, χωρίς να μας ρίξουν ούτε μια σφαίρα, παρατώντας και τα όπλα τους εκεί. Ικανοποιημένοι που δεν πληρώσαμε το λάθος μας κι απ’ το αποτέλεσμα, λέγαμε γελώντας. Έχουν δίκιο οι Ιταλοί αιχμάλωτοι που ρωτάνε  τι όπλο είναι ο αέρας. Είναι το καλύτερο…

  Όταν ήμουν στο νοσοκομείο, ήρθε μια γυναίκα (έρχονταν πολλοί να ρωτήσουν για δικούς τους) και ρωτούσε για το παιδί της. Ρώτησε όλους τους τραυματίες, σε ποια μονάδα υπηρετούσε ο καθένας. Της είπα κι εγώ. Στη δική σου μονάδα είναι και ο γιος μου, λέει, και  μου είπε το όνομά του. Δεν τον γνωρίζω, της απάντησα, πρέπει να είναι σε άλλον λόχο. Τον γνώριζα. Ήταν δεκανέας στη διμοιρία μου και σκοτώθηκε μαζί με τον Μπεργιάννη. Όμως, τι να της έλεγα;…»

  Κι ο μπαρμπα-Θωμάς τελείωσε λέγοντας: «Να μη σώσει να ματάρθει τέτοιο κακό!»

 

  ΘΟΔΩΡΟΣ ΤΣΑΠΡΑΪΛΗΣ

  Τελειώνουμε με τις αναμνήσεις του Θόδωρου Τσαπραΐλη που ήταν τότε παιδί.

─ «Ήμουν 9 χρονών, πήγαινα στην τρίτη τάξη δημοτικού, όπου και σταμάτησα το σχολείο  λόγω του πολέμου.

  Το πρωί στις 28 δεν μάθαμε τίποτε στο Μαρκελέσι. Μόλις σχολάσαμε, ήρθε ένας άγνωστος και έδωσε ένα χαρτί στον δάσκαλο. Λίγο πιο πέρα ήταν ο μπαρμπα-Νικόλας ο Οικονόμου. Τον ακούσαμε, φώναξε:  «Τι είναι, δάσκαλε;» Άστα, μπαρμπα-Νικόλα, πόλεμο έχουμε, επιστράτευση, είπε ο δάσκαλος. Γύρισα πίσω και πήγα στο σχολείο να ρωτήσω, αν επιστρατεύεται ο ξάδερφός μου ο Μιλτιάδης ο Φρύδας. Ναι, μου απάντησε και υποχρέωσε όλα τα μαθητούδια να τους ειδοποιήσουμε όλους. Πήγαμε στα σπίτια και μετά βγήκαμε στα καραούλια να φωνάξουμε να συγκεντρωθούν όλοι, γιατί ήταν άλλος στα πρόβατα, άλλος στο χωράφι… Το βράδυ μαζεύτηκαν όλοι, όσοι ήταν να φύγουν και το πρωί αναχώρησαν. Το βράδυ εκείνο έτυχε να είναι εκεί κι ο Γιώργος Λέκκος με το βιολί του. Του είπαν να παίξει, αλλά δεν ήθελε. Μετά από επιμονή άρχισε και έπαιξε κάτι παραπονιάρικα της ξενιτιάς. Δεν χόρεψε κανένας, αλλά κανένας δεν έμεινε να μην κλάψει».

Φ. Σ.: Πώς καταλάβαινες εσύ τον πόλεμο;

─ «Απ’ την αναστάτωση που έβλεπα και τα κλάματα αποχωρισμού καταλάβαινα ότι ο πόλεμος είναι κάτι κακό και πολύ φοβερό».

Φ. Σ.: Τα νέα του πολέμου και των δικών σας πώς τα μαθαίνατε;

─ «Συνήθως τα νέα κυκλοφορούσαν προφορικά κι από καμιά εφημερίδα, αν λάβαινε ο δάσκαλος. Αυτό που μαθαίναμε ήταν ότι νικάμε».

  Ο Θόδωρος Τσαπραΐλης μας διηγήθηκε και το εξής αστείο περιστατικό:

  «Ο Νίκος Οικονόμου τότε με τον πόλεμο το βράδυ έσβηνε ακόμα και το καντήλι, επειδή φοβόταν πιθανό βομβαρδισμό από τους Ιταλούς.

  Ένα βράδυ, όπως καθόταν με τον δάσκαλο Χρυσόστομο Τσαπραΐλη, ακούστηκαν βοές αεροπλάνων κι ο μπαρμπα-Νικόλας φωνάζει: «Σβήστε, αμέσως, το φως!» Του λέει τότε ο δάσκαλος: «Μην το παρακάνεις! Εμάς στο Μαρκελέσι θα ’ρθουν  να βομβαρδίσουν;» Κι απαντά ο μπαρμπα-Νίκος: «Καλά, χαζός είσαι, δάσκαλε; Σάμπως θα πάει ο Ιταλός ο αεροπόρος να πει στον Μουσολίνι ότι βομβάρδισε το Μαρκελέσι; Θα πει βομβάρδισα τα Τρίκαλα»

 

  Ολοκληρώνοντας αυτό το αφιέρωμα έχουμε να προσθέσουμε μονάχα τούτο: Αυτοί οι γέροι που σήμερα περνούν δίπλα μας απαρατήρητοι, σκυφτοί, με τα σκαμμένα απ’ τις ρυτίδες πρόσωπα, στηριγμένοι στις μαγκούρες τους, κουβαλούν μέσα τους μια ζωή, στην οποία βγήκαν νικητές, αντιπαλεύοντας κάθε δυσκολία της, γράφοντας καθένας την ιστορία του. Αξίζουν το σεβασμό και την αγάπη μας. Έχουμε χρέος να τα προσφέρουμε.

  Πλησιάστε τους και συζητήστε μαζί τους! Θα σας ανταμείψουν με τον απλό και μεστό λόγο τους…





 

Αναδημοσίευση από τη ΦΩΝΗ ΣΤΕΦΑΝΙΩΤΩΝ

(Φ. Σ.,  Φύλλο 6ο ,  Δεκέμβριος 1987)

Για την αναδημοσίευση

Γιάννης Φρύδας