Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2020

Ἐρωτήσεις πρός τούς ἐπισκόπους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος

«φυλάσσεται δὲ ὁ ἀσεβὴς εἰς ἡμέραν κακήν» (Παρ. 16, 9)
Ἐρωτήσεις πρός τούς ἐπισκόπους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος

Του καθηγητού Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου


Βλέποντας τὶς ἀποφάσεις καὶ τὶς πράξεις τῶν σημερινῶν ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μᾶς ἔρχονται στὸ μυαλὸ τὰ παρακάτω εὐαγγελικὰ χωρία: «Ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων· Ὁ μισθωτὸς δὲ …θεωρεῖ τὸν λύκον ἐρχόμενον καὶ ἀφίησι τὰ πρόβατα καὶ φεύγει· καὶ ὁ λύκος ἁρπάζει αὐτὰ καὶ σκορπίζει τὰ πρόβατα» (Ἰω. 10, 11-13)· «Πᾶς γὰρ ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ τὸ φῶς καὶ οὐκ ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς, ἵνα μὴ ἐλεγχθῇ τὰ ἔργα αὐτοῦ» (Ἰω. 3,20) καὶ «ὁ ἀγαθοποιῶν ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν· ὁ κακοποιῶν οὐχ ἑώρακε τὸν Θεό» (Γ΄ Ἰω. 1, 11). 

Πόσο «καλοὶ ποιμένες» εἶναι οἱ ἐπίσκοποι, πόσο θυσιάζουν «τὴν ψυχὴν αὐτῶν ὑπὲρ τῶν προβάτων», ὅταν «θεωροῦν ἐρχόμενον τὸν λύκον» τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καὶ ἀφήνουν μόνα τους «τὰ πρόβατα καὶ ἀπο-φεύγουν» νὰ τὰ ἁρπάξουν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ λύκου; Πόσο «καλοὶ ποιμένες» εἶναι οἱ ἐπίσκοποι, ὅταν βλέπουν τὰ ποίμνια νὰ λοιμοκτονοῦν, στερούμενα τοῦ «Σώματος καὶ αἵματος Χριστοῦ» καὶ τῶν ἄλλων σωστικῶν μυστηρίων καὶ ἀντὶ νὰ ἀπαιτήσουν ἀπὸ τὸν ἀντίχριστο Καίσαρα τὰ αὐτονόητα δικαιώματά τους, συμμαχοῦν μαζί του; 

Ἀντί λοιπὸν νὰ ἀγωνιστοῦν ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν δικαιωμάτων τοῦ λαοῦ, ἀγωνίζονται οἱ ἐπίσκοποι μὲ νύχια καὶ με δόντια νὰ πείσουν τὸ ποίμνιο, ὅτι οἱ ἀντίθεες, φαῦλες καὶ κακόδοξες ἀποφάσεις καὶ πράξεις τους εἶναι γιὰ τὸ καλό μας καὶ γιὰ νὰ μὴν ἐλεγχθοῦν τὰ ἔργα τους ἐπιστρατεύουν ἀπὸ ἄθεους φιλοσόφους (βλ. Ἀργολίδος καὶ Καμύ), ἀφορισμένους συγγραφεῖς (βλ. Ναυπάκτου καὶ Τολστόϊ) μέχρι καὶ συνεντεύξεις μὲ τὸν πρωθυπουργό (βλ. Ἀλεξανδρουπόλεως).

Ἀποδεικνύονται ὅμως κατὰ τὶς παραπάνω εὐαγγελικὲς περικοπὲς ὡς μισοῦντες τὸ φῶς καὶ μὴ βλέποντες τὸν Θεὸ καὶ οἱ ἀποφάσεις καὶ οἱ πράξεις τους εἶναι ὀλέθριες ὄχι μόνο γιὰ τὸ παρὸν ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ μέλλον. 

Ὡς ἐκ τούτου ἐρωτῶ τοὺς ἐπισκόπους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος:

Πῶς θὰ πείσετε, μόλις τελειώσει ἡ περίοδος τοῦ Κορονοϊοῦ, τοὺς πιστούς ὅτι ὁ ἐκκλησιασμὸς εἶναι ἀναγκαῖος γιὰ τὴν σωτηρία μας, ὅταν τώρα παρουσιάζετε τὴν ἐν οἴκῳ τηλεθέαση τῆς Θ. Λειτουργίας ὡς ἰσότιμη καὶ ὡς θεάρεστη ἀπόφαση καὶ πράξη;

Πῶς θὰ πείσετε μόλις, τελειώσει ἡ περίοδος τοῦ Κορονοϊοῦ, τοὺς πιστούς ὅτι εἴμαστε ἕνα σῶμα Χριστοῦ καὶ ὅτι Ἐκκλησία εἴμαστε ὅλοι, ὅταν τώρα ἐσεῖς λειτουργεῖστε καὶ κοινωνεῖτε καὶ οἱ ἄλλοι ἀποκλείονται καὶ ἀπὸ τὰ δύο; 

Πῶς θὰ πείσετε, μόλις τελειώσει ἡ περίοδος τοῦ Κορονοϊοῦ, τοὺς πιστούς ὅτι ἡ Θ. Κοινωνία εἶναι σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ, ἄφεσις ἁμαρτιῶν καὶ ζωὴ αἰώνιος, ὅταν τώρα ἐσεῖς οἱ ἴδιοι μὲ ἐπιχειρήματα περὶ μολύνσεως καὶ μὲ πληθώρα πλαστικῶν ἢ μεταλλικῶν κουταλιῶν τὴν ἀμφισβητεῖτε; Πῶς θὰ πείσετε τὸν σκανδαλισμένο μελλοντικὸ ἄρρωστο νὰ κοινωνήσει, καὶ τί θὰ τοῦ πεῖτε ἂν αὐτὸς φοβᾶται μὴ κολλήσει;

Πῶς θὰ πείσετε, μόλις τελειώσει ἡ περίοδος τοῦ Κορονοϊοῦ, τοὺς πιστούς ὅτι ὁ ναὸς καὶ ἡ στὸν ναὸ τελούμενη λατρεία/Λειτουργία εἶναι ὁ χῶρος καὶ ὁ τρόπος ποὺ ἀνεβάζει τὸν ἄνθρωπο στὸν οὐρανό, τὸν ἑνώνει μὲ τοὺς Χριστιανοὺς ὅλων τῶν αἰώνων καὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους, τὸν ἐλευθερώνει καὶ τὸν ὁδηγεῖ στὴν «ἐπίγνωση» καὶ στὸ βίωμα τοῦ Θεοῦ (Ἐφεσ. 4, 13. Ἀποκ. 4, 10' 5, 6), ὅταν ἐσεῖς τώρα φοβισμένοι καὶ δειλοί, πειθήνια ὄργανα ἑνὸς ἄθεου κράτους, κλείνετε τοὺς ναοὺς καὶ ἀπαγορεύετε τὶς Λειτουργίες;

Πῶς θὰ πείσετε, μόλις τελειώσει ἡ περίοδος τοῦ Κορονοϊοῦ, τοὺς πιστούς ὅτι ὁ Χριστιανὸς δὲν πρέπει νὰ προδίδει τὴν πίστη του ὑποτασσόμενος στὴν ὁποιαδήποτε κρατικὴ ἐξουσία, πῶς θὰ διδάξετε ‒μὴ φοβούμενοι, ὅτι θὰ χλευαστεῖτε δεόντως‒ ἀγῶνες τῶν Ἁγίων Πατέρων κατὰ αὐτοκρατόρων καὶ ὁλοκληρωτικῶν συστημάτων (βλ. Ρωσία), ὅταν ἐσεῖς ὄχι μόνο ὑποταχθήκατε, ὄχι μόνο συνεργεῖτε μὲ τοὺς διῶκτες καὶ ἀρνητές, ἀλλὰ καὶ καταδίδετε τοὺς «ἀνυπάκουους» καὶ τοὺς ὀνομάζετε ‒ὦ τῆς ἐπάρσεως καὶ τῆς αὐθάδειας‒ δολοφόνους; (βλ. τελευταία συνέντευξη τοῦ Ἀλεξανδρουπόλεως Ἀνθίμου).

Φυσικὰ δὲν περιμένω νὰ ἀπαντήσετε. Ἐσεῖς ἀξιώνετε νὰ ἀπαντᾶτε μόνο σὲ πλουσίους μὲ χοντρὲς δωρεές, κομματικοὺς παράγοντες, δημοσιογράφους καὶ σὲ ὅποιον σᾶς δίνει τὴν εὐκαιρία προβολῆς, χρημάτων καὶ ἐξουσίας.

Ὅμως ἀκόμα καὶ σὲ ἀπίστους εἶναι ἡλίου φαεινότερον. Δὲν φοβᾶστε οὔτε ἀνθρώπους οὔτε τὸν Θεό. Καὶ τὸ τραγικό: Εἶστε σίγουροι ὅτι θὰ μείνετε ἀτιμώρητοι. Ἀλλὰ «φυλάσσεται δὲ ὁ ἀσεβὴς εἰς ἡμέραν κακήν» (Παρ. 16, 9)

Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου