Α΄ μέρος
Ὅπως οἱ Ὀρθόδοξοι ποιμένες αἰσθάνονται ὅτι ἀποτελεῖ χρέος, καὶ ἀνάγκη τους, καὶ χαρά τους νὰ εὐαγγελίζονται τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τὸν φυλάττουν ἀπὸ παραχαράξεις, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ οἱ αἱρετικοὶ Οἰκουμενιστὲς ποιμένες δὲν χάνουν εὐκαιρία νὰ διαδίδουν καὶ νὰ ἐπιβάλλουν ‒μὲ τὸ κύρος τοῦ ἀξιώματός τους‒ τὶς κακόδοξες ἀπόψεις τους, παρουσιάζοντές τες στὸν συγχυσμένο σύγχρονο ὀρθόδοξο πιστό, ὡς ἀλήθειες.
Τοῦτο ἔκανε καὶ ὁ μητροπολίτης Γαλλίας Ἐμμανουήλ πρὸ ἡμερῶν στὴν προσπάθειά του νὰ ἐξωραΐση τοὺς ἀποτυχημένους ἀντικειμενικὰ καὶ καταστροφικούς ‒μὲ κριτήριο τὸ Εὐαγγέλιο‒ θεολογικοὺς διαλόγους (ὅπως θὰ φανεῖ στὴ συνέχεια). Πρόκειται γιὰ μιὰ προσπάθεια κατεδάφισης καὶ ἀντιστροφῆς τῆς Εὐαγγελικῆς ἀληθείας!
Στὴν προηγούμενη ἀνάρτηση παραθέσαμε τὶς θέσεις τοῦ μητροπολίτη Γαλλίας (δεῖτε ἐδῶ), τονίζοντας μὲ χρώματα τὰ κρίσιμα σημεῖα. Σ’ αὐτὴ τὴν ἀνάρτηση παραθέτουμε τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων μας γιὰ τοὺς διεξαγόμενους -τάχα θεολογικοὺς- «διαλόγους».
Εἶναι ἀπογοητευτικὴ ἡ ἐμπειρία ποὺ ἀποκομίζει ὅποιος μελετᾶ τὴν διδασκαλία καὶ τὴ στάση τῶν Ἁγίων Πατέρων ὡς πρὸς τοὺς διαλόγους, συγκρίνοντάς τους μὲ τοὺς σημερινούς. Ἡ διαστροφὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστὲς εἶναι πλήρης! Ἐκπλήσσεται κανεὶς σὲ τέτοιο βαθμὸ ποὺ διερωτᾶται: Καλά, οἱ Οἰκουμενιστὲς ἱερωμένοι δὲν διάβασαν ποτέ τους Ἁγία Γραφὴ καὶ Πατέρες; Κι ἐφ’ ὅσον ἔχουν διαβάσει, πὼς ἀντέχουν νὰ κοροϊδεύουν πρῶτα-πρῶτα τὸν ἑαυτό τους;
Καὶ ἂς ἀρχίσουμε ἀπὸ τὴν διδασκαλία καὶ τὸ παράδειγμα τοῦ Κυρίου. Καθοδηγώντας τοὺς μαθητὲς γιὰ τὴ συνέχιση τοῦ ἔργου Του, ἔδωσε τὶς ὁδηγίες καὶ ἔθεσε τὶς προϋποθέσεις σ’ αὐτὴ τὴν μετὰ τοῦ κόσμου ἐμπλοκή/διάλογο: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν» (Ματθ. 28, 19-20). Νωρίτερα εἶχε πεῖ: «Ὃς ἐὰν μή... ἀκούσῃ τοὺς λόγους ὑμῶν, ἐξερχόμενοι ἔξω τῆς οἰκίας ἢ τῆς πόλεως ἐκείνης ἐκτινάξατε τὸν κονιορτὸν τῶν ποδῶν ὑμῶν» (Ματθ. 10,14). Εἶναι φανερὸ ὅτι ὁ Κύριος ἀποστέλλει τοὺς μαθητές του ὡς διδασκάλους/κήρυκες κι ὄχι ὡς συζητητές! Μὲ Σαμαρείτιδα συνδιαλέγεται προσκαλώντας την σὲ μετάνοια καὶ ἀποκαλύπτοντάς της ἀλήθειες. Δὲν διδάσκει νὰ διαλεγόμεθα ἐπὶ χρόνια μὲ τοὺς αἱρετικούς (καὶ 1000 χρόνια μὲ τοὺς Παπικούς) καὶ νὰ ψάχνουμε μαζί τους τὴν ἀλήθεια, ποὺ ἐμεῖς ἔχουμε ἀκολουθώντας τὴν διδασκαλία Του καὶ τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλὰ νὰ τοὺς διδάξουμε νὰ τηροῦν πάντα τὰ παραδεδομένα. Καὶ ἐντέλλεται, ἐὰν οἱ συνομιλητές μας δὲν δεχθοῦν, νὰ φύγουμε μακριά τους, τινάζοντας καὶ τὴ σκόνη ἀπὸ τὰ πόδια μας.
Μήπως εἶναι ὑπερβολικὴ καὶ ἀνεφάρμοστη ἡ Ἐντολὴ αὐτὴ τοῦ Κυρίου; Μήπως δὲν τὴν ἔχουμε καταλάβει καλά; Μήπως οἱ Οἰκουμενιστὲς τὴν κατάλαβαν στὴν ἀληθινή της διάσταση, ξεπερνώντας σὲ πνευματικότητα τοὺς Ἁγίους; Ἀσφαλῶς καὶ ὄχι, ὅπως αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὰ ἑκατοντάδες ἁγιοπατερικὰ κείμενα στὰ ὁποῖα μᾶς ξεκαθαρίζουν ποιά εἶναι ἡ στάση τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ ἀπ. Παῦλος, πρῶτα-πρῶτα, ὁ μεγάλος δάσκαλος τῆς ἀγάπης, ἀναγκάζεται νὰ ἐκστομίσει σκληρὲς φράσεις, ὅταν ἀντιμετωπίζει τὸ ἐνδεχόμενο τῆς ἀλλοιώσεως τῶν λόγων του Εὐαγγελίου, ὅπως τὸ «ἀνάθεμα ἔστω» (Γαλ. 1,8). Μᾶς διδάσκει δέ, νὰ ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, ὅταν τοὺς συμβουλεύσουμε μιὰ καὶ δυὸ φορές κι αὐτοὶ παραμένουν ἀμετανόητοι στὶς πλάνες τους: «αἱρετικὸν ἄνθρωπον …παραιτοῦ». Καὶ ὁ Ἰωάννης τό: «χαίρειν αὐτῷ μὴ λέγητε· ὁ γὰρ λέγων αὐτῷ χαίρειν κοινωνεῖ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ τοῖς πονηροῖς» (2Ιω. 10-11).
Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης στηριζόμενος στὴν ἐντολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, λέγει πὼς οἱ Διάλογοι μὲ τοὺς ἑτερόδοξους ἀπαγορεύονται ἀπὸ τὴν ἀποστολικὴν ἐντολή («αἱρετικόν ἄνθρωπον …παραιτοῦ»), ἐκτὸς ἂν ὁ λόγος μας ἀποσκοπεῖ στὸ νὰ τοὺς νουθετήσει: «Πρῶτον μὲν τὸ τοὺς ἐναντιουμένους ἡμῖν χρονίως τε καὶ συνοδικῶς πεπαγιῶσθαι ταῖς οἰκείαις δόξαις, ἡμᾶς δὲ ἀποστολικῶς τε καὶ πατρικῶς κεκωλῦσθαι συνᾶραι μετὰ τῶν οὕτω κεκρατημένων τὸν περὶ πίστεως λόγον» (Θ. Στουδίτου, Ἐπιστολαί, Μιχαὴλ καὶ Θεοφίλῳ βασιλεῦσιν. P.G. 99, 1332Α). Και· «πρός τε τὸ συνᾶραι λόγον ἀντιρρητικὸν μετὰ τῶν ἑτεροδόξων, ἐναντιούμενον τῇ ἀποστολικῇ παραγγελίᾳ, οὐ καθῆκον, εἰ μή τι πρὸς νουθεσίαν μόνον» (Θ. Στουδίτου, Ἐπιστολαί, Ἐπιστολὴ ἐκ προσώπου πάντων τῶν ἡγουμένων πρὸς Μιχαὴλ βασιλέα, P.G. 99, 1332Α).
Στὶς συζητήσεις τῶν Πατέρων μὲ τοὺς αἱρετικούς, ὁ ὀρθόδοξος ποιμένας ἔχει τὸν πρῶτο λόγο, ἀφοῦ αὐτὸς θὰ κρίνει τὴν ἀποδοχὴ ἢ ὄχι τῶν αἱρετικῶν στὴν Ἐκκλησία. Ὅταν συζητεῖς μὲ αἱρετικό, λέγει ὁ ἱ. Χρυσόστομος, νὰ τοῦ κάνεις καίριες ἐρωτήσεις, νὰ τὸν ἐλέγχεις, μὴν τὸν ἀφήνεις νὰ σοῦ ξεφεύγει καὶ νὰ στρέφει τὴν συζήτηση ὅπου θέλει αὐτός, νὰ ἀποδεικνύεις τὸ λάθος τῶν λογισμῶν του: «Κάτεχε τὸν αἱρετικόν· μὴ ἀφῇς ἀναχωρῆσαι» (Χρυσοστόμου Ἰω., Κατὰ Ἀνομοίων, λόγος α΄, line 278-279). Νὰ τὸν ἐλέγχεις, ὄχι νὰ τὸν κολακεύεις, ὄχι νὰ λὲς πὼς μαζὶ θὰ προχωρήσετε (καθ’ ὃν χρόνον παραμένει στὴν αἵρεση) γιὰ τὴν εἰρήνη-σωτηρία τοῦ κόσμου. Καὶ νὰ τὸν ἀποστομώνεις μὲ παραδείγματα ἀπὸ τὶς Γραφές: «Κἂν λέγῃ σοι ὁ αἱρετικός,… κατάσπασον αὐτοῦ τὸ φρόνημα εἰς τὴν γῆν, καὶ εἰπὲ πρὸς αὐτόν, …καὶ τότε ἐκεῖνα ἐρώτα. Κάτασχε αὐτὸν καὶ περίστηθι, καὶ μὴ ἀφῇς ἀποπηδῆσαι, μηδὲ ἀναχωρῆσαι εἰς τὸν λαβύρινθον τῶν λογισμῶν· ἀλλὰ κάτασχε, καὶ ἀπόπνιξον, μὴ τῇ χειρί, ἀλλὰ τῷ ῥήματι· μὴ δῷς αὐτῷ διαστολὰς καὶ διαφυγάς, ἃς βούλεται. Ἐκεῖθεν θόρυβον ἐμποιοῦσι τοῖς διαλεγομένοις, ἐπειδὴ ἡμεῖς αὐτοῖς ἀκολουθοῦμεν καὶ οὐκ ἄγομεν ὑπὸ τοὺς νόμους τῶν θείων Γραφῶν. Περίθες τοίνυν αὐτῷ τειχίον πάντοθεν, τὰς ἀπὸ τῶν Γραφῶν μαρτυρίας, καὶ οὐδὲ χᾶναι δυνήσεται» (Χρυσοστόμου Ἰω., Ἀπόδειξις τοῦ χρησίμως τὰς περὶ Χριστοῦ καὶ ἐθνῶν καὶ τῆς ἐκπτώσεως Ἰουδαίων προφητείας ἀσαφεῖς εἶναι, vol 56, pg 166, ln 58-pg 167, ln 13).
Εἶναι φανερό, ὅτι μιὰ τέτοια διαδικασία «διαλόγου» οὐδέποτε οἱ Ἅγιοι πραγματοποίησαν, καὶ μάλιστα ἐπὶ χρόνια, ἀρχίζοντας ἀπὸ ὅσα μᾶς ἑνώνουν, τὰ «ἑνοῦντα», καὶ ὅσα βολεύουν τοὺς ἑτερόδοξους –ὥστε νὰ καλύπτουν τὶς κακοδοξίες τους καὶ τὴν ἀμετανοησία τους. Στὸ σημεῖο αὐτὸ εἶναι σύμφωνοι μὲ τὴν ἐξ ἀρχῆς παραδεδομένη ποιμαντικὴ πρακτικὴ τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ στοιχεῖ στὴν Ἐντολὴ τοῦ Ἀποστόλου: «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ πρώτην καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ…».
Οἱ διάλογοι ποὺ προπαγανδίζει ὁ Γαλλίας Ἐμμανουήλ, ἀκολουθώντας τὸν ἀρχηγέτη τῆς παναιρέσεως πατρ. Βαρθολομαῖο, εἶναι διάλογοι ποὺ ἄρχισαν ἀπὸ τὰ «ἑνοῦντα» καὶ κατέληξε σὲ διάλογο «ἐπὶ ἴσοις ὅροις» ‒ὅπως τὸν ὀνομάζουν· δηλαδὴ ἐξίσωση τῆς αἵρεσης μὲ τὴν Ὀρθοδοξία!
Ὅμως:
β) Οἱ Πατέρες ἀποκλείουν τὸν Διάλογο “ἐπὶ ἴσοις ὅροις”
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διεξάγει «διάλογο» μὲ βάση τὶς ὁδηγίες τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων (καὶ τὴν ἐν λόγῳ ἐπιταγὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου “αἱρετικὸν ἄνθρωπον… παραιτοῦ”)· στηρίζεται γιὰ τὴ διεξαγωγὴ τῶν Διαλόγων στοὺς Ἱ. Κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ποὺ ἀπὸ κοινοῦ ἐφάρμοζαν τότε ὡς Ὀρθόδοξες –πρὶν τὸ σχίσμα– ἡ Ἀνατολικὴ καὶ ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία· καὶ ὅλα αὐτὰ εἶναι γνωστὰ στὸ Βατικανό. Ὁ διάλογος γιὰ τὴν «ἕνωση» ὀρθόδοξα νοεῖται ὡς ἐπάνοδος τῶν αἱρετικῶν εἰς τὴν Μίαν Ἐκκλησίν ἐξ ἧς ἀπεσκίρτησαν. Ἡ ἀποτυχία τοῦ κατὰ διαστήματα διεξαγομένου ἑνωτικοῦ διαλόγου μὲ τοὺς Παπικούς, ὀφείλεται στὴν ἐπιμονὴ τῶν λατίνων στὶς καινοτομίες καὶ στὶς αἱρέσεις τους. Διαβάζουμε σὲ κείμενο Συνόδου τοῦ 13ου αἰ.:
«Πῶς γοῦν θεμιτὸν καὶ θεάρεστον ἑνωθῆναι τοῖς τοιούτοις ἡμᾶς, ὧν δικαίως καὶ κανονικῶς ἐξεκόπημεν, ἀμεταβλήτως ἔχουσι τῶν αἱρέσεων;… Εἰ γὰρ λέγοιεν ἐθέλειν ἑνωθῆναι, καὶ μεταβληθήτωσαν καὶ ἑνούσθωσαν· εἰ δὲ μετὰ τῆς κακίας αὐτῶν τοῦτο βούλονται, οὐ δυνήσονται…» (Laurent–Darrouzès, Dossier grec, s. 395,397, εἰς Ἀραμπατζῆ Χρ., Ἡ Σύνοδος τῆς Λυών, σελ. 175.).
Διαφωτιστικὴ γιὰ τὸ θέμα εἶναι καὶ ἡ διδασκαλία τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου. Ὁ «διάλογος» εἶναι ἐπιτρεπτὸς μόνον, ὅταν ἀκολουθεῖ τὶς ἀρχὲς τῆς Πίστεως τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας· ὅταν γίνεται «εἰς ὑπακοὴν πίστεως» (Ρωμ. 1, 5), τότε, θὰ εἶχε κάποια περιθώρια ἐπιτυχίας. Γράφει ὁ ἅγιος, πὼς καθῆκον τῶν Ἀποστόλων ἦταν τὸ νὰ ἐπισκέπτονται τὶς πόλεις ὄχι γιὰ νὰ διαλέγονται, ἀλλὰ γιὰ νὰ κηρύττουν∙ «τὸ δὲ πείθειν τοῦ ἐνεργοῦντος ἐν αὐτοῖς Θεοῦ», ὁ ὁποῖος καὶ διανοίγει τὴν καρδιὰ τῶν καλοπροαίρετων καὶ ὑπάκουων. Ἂς παρακολουθήσουμε ὁλόκληρη τὴν ἑνότητα τοῦ κειμένου τοῦ θεοπνεύστου πατρός:
«Οὐκ ἄρα οἱ ἀπόστολοι ἦσαν οἱ κατορθοῦντες, ἀλλ΄ ἡ προοδοποιοῦσα χάρις αὐτοῖς. Ἐκείνων μὲν γὰρ ἦν τὸ περιιέναι καὶ κηρύττειν, τὸ δὲ πείθειν τοῦ ἐνεργοῦντος ἐν αὐτοῖς Θεοῦ· καθὼς καὶ ὁ Λουκᾶς φησιν, ὅτι Διήνοιξε τὴν καρδίαν αὐτῶν· καὶ πάλιν, Οἷς ἦν δεδομένον ἀκοῦσαι τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ. Εἰς ὑπακοήν. Οὐκ εἶπεν, Εἰς ζήτησιν καὶ κατασκευήν, ἀλλ’, Εἰς ὑπακοήν. Οὐδὲ γὰρ ἐπέμφθημεν, φησί, συλλογίζεσθαι, ἀλλ’ ὅπερ ἐνεχειρίσθημεν ἀποδοῦναι. Ὅταν γὰρ ὁ Δεσπότης ἀποφήνηταί τι, τοὺς ἀκούοντας οὐ περιεργάζεσθαι χρὴ τὰ λεγόμενα καὶ πολυπραγμονεῖν, ἀλλὰ δέχεσθαι μόνον. Οἱ γὰρ ἀπόστολοι διὰ τοῦτο ἐπέμφθησαν, ἵνα, ἅπερ ἤκουσαν, εἴπωσιν, οὐχ ἵνα οἴκοθέν τι προσθῶσι· καὶ ἡμεῖς δὲ λοιπόν, ἵνα πιστεύσωμεν. Τί ἵνα πιστεύσωμεν; Περὶ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ· οὐχ ἵνα τὴν οὐσίαν αὐτοῦ περιεργασώμεθα, ἀλλ’ ἵνα εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ πιστεύσωμεν· τοῦτο γὰρ ἦν, ὃ καὶ τὰ σημεῖα ἐποίει. Ἐν γὰρ τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ, φησίν, ἔγειραι καὶ περιπάτει. Καὶ τοῦτο δὲ αὐτὸ πίστεως δεῖται, καὶ οὐδὲν τούτων λογισμῷ καταλαβεῖν δυνατόν» (Χρυσοστόμου Ἰω., Εἰς τὴν πρὸς Ρωμαίους, vol 60, pg 398, ln 23-42).
Πῶς, ἀλήθεια, νὰ διαλεχθεῖ κανεὶς μὲ ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι, ἐπειδὴ «πεπτώκασι εἰς ἀσέβειαν», εἶναι ἀνάπηροι (ὡς πρὸς τὰ πνευματικὰ θέματα) στὴ σκέψη καὶ «νομίζουσι εἶναι τὰ ὀρθὰ στρεβλὰ καὶ λέγουσιν τὸ μὲν φῶς σκότος, τὸ δὲ σκότος εἶναι φῶς» (Μ. Ἀθανασίου, Περὶ Διονυσίου Ἐπισκόπου Ἀλεξανδρείας, Ἔργα 4, Ἐκδ. “Γρ. ὁ Παλαμᾶς”, σελ. 44).
Καὶ μὲ ἄλλο κείμενο, ὁ ἱ. Χρυσόστομος, ἐπιμένει στὴν Πίστη καὶ ὄχι στὴν (συ)ζήτηση διὰ τῆς λογικῆς. Σχολιάζων τὸ «μὴ ἑτεροδιδασκαλεῖν» τῆς Πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολῆς γράφει: «Εἶδες πῶς διαβάλλει τὴν ζήτησιν (σ.σ.: διάλογο); Ἔνθα γὰρ πίστις, οὐ χρεία ζητήσεως· ἔνθα μηδὲν δεῖ περιεργάζεσθαι, τί δεῖ ζητήσεως; ἡ ζήτησις (σ.σ.: διάλογος) τῆς πίστεώς ἐστιν ἀναιρετική». (Χρυσοστόμου Ἰω., Εἰς τὴν πρὸς Τιμόθεον πρώτην, vol 62, pg 506, ln 29).
Μαζὶ μὲ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Θεοδώρητος Κύρου, ἐκφράζοντας στὸ θέμα αὐτὸ τὶς παγιωμένες στὴν ἐποχή του θέσεις τῆς Ἐκκλησίας γράφει: «“Αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν νουθεσίαν καὶ δευτέραν παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος, καὶ ἁμαρτάνει, ὢν αὐτοκατάκριτος”. Ὅταν δὶς καὶ τρὶς τοῖς τὰ ἐναντία διδάσκειν ἐπιχειροῦσι, τὴν προσήκουσαν προσενέγκῃς διδασκαλίαν, εἶτα τοῖς πονηροῖς δόγμασιν ἐπιμένοντας ἴδῃς, μηκέτι τὰς πρὸς αὐτοὺς διαλέξεις ποιοῦ· ἀνόνητος γὰρ ὁ πόνος» (Θεοδώρητου Κύρου, Ἑρμην. τῶν ΙΔ΄ ἐπιστ. Παύλου).
Καὶ ἐπειδὴ ὁ μητροπολίτης Γαλλίας Ἐμμανουὴλ μίλησε γιὰ τὴν εἰρήνη (ὡς καρπὸ τῶν διαλόγων) ἂς ἀκούσουμε τὸν Μ. Βασίλειο:
Στὴν β΄ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Ἐπίσκοπον Πατρόφιλον 266 ὁ Μ. Βασίλειος τονίζει: α) ὅτι εἶναι ἀντίθετος στὶς συμφωνίες μὲ τοὺς ἐπιβλαβεῖς αἱρετικοὺς ὑπὸ τὸ πρόσχημα τῆς εἰρήνης, διότι προξενεῖται μεγάλη βλάβη: «ἡ πρὸς τοὺς βλαβεροὺς συμφωνία ἐν εἰρήνης προσχήματι τὰ τῶν πολεμίων τοὺς προσδεχομένους ἐργάζεται».
Κατὰ τὸν ἅγιο Συμεὼν Θεσ/νίκης «οὐ πᾶσι διδόναι λόγον ἀνάγκη..., ἀλλὰ τοῖς μὲν ζητοῦσι μαθεῖν διαλέγεσθαι μετ’ εἰρήνης, τῶν δ’ αὗ (πάλι) φιλονικεῖν αἱρουμένων ἀφίστασθαι». Σὲ ὅσους ζητοῦν νὰ μάθουν, νὰ διαλεγόμαστε μὲ εἰρήνη· μὲ ὅσους, ὅμως, ἐπὶ χίλια χρόνια βυσοδομοῦν ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας, τοὺς Παπικοὺς δηλαδή, καὶ ὅσους ἄλλους αἱρετικούς, ποὺ εἶναι οἱ «ἐχθροὶ τοῦ Υἱοῦ μου», ὅπως εἶπε ἡ Παναγία, δὲν μποροῦμε νὰ διαλεγόμαστε, ὅσο παραμένουν οἱ ἴδιοι.
Στὴν ἐπιστολὴν τοῦ ἁγίου Κυρίλλου πρὸς τὸν Νεστόριο βλέπουμε τὴν ἴδια γραμμή.
Δὲν συζητάει ἄλλο ὁ ἅγιος Κύριλλος μὲ τὸν Νεστόριο· δὲν συνεχίζει ἐπ’ ἀόριστον τὸν «Διάλογο». Τοῦ λέγει κατὰ πρόσωπον, ὅτι ἑρμηνεύει διεστραμμένως τὸ τῆς Πίστεως. Καὶ προτρέπει τὸν Νεστόριο νὰ ἐπιστρέψει στὴν ὀρθόδοξη πίστη, τοῦ ἀνακοινώνει μάλιστα καὶ τοὺς ὅρους ἐπιστροφῆς (ὁμολογία, μετάνοια). Δὲν φτάνει, τοῦ λέγει, μόνο νὰ ὁμολογήσεις μαζί μας τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, ἀλλὰ αὐτή σου τὴν ὁμολογία νὰ τὴν καταθέσεις ἐγγράφως καὶ μὲ ὅρκο καί, ἐπίσης, νὰ ἀναθεματίσεις τὰ «μιαρὰ καὶ βέβηλα δόγματά» σου καὶ νὰ διδάξει γιὰ τὴν Θεοτόκο ὅ,τι καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι:
«Οὐκ ἀρκέσει δὲ τῇ σῇ εὐλαβείᾳ τὸ συνομολογῆσαι μόνον τὸ τῆς πίστεως σύμβολον τὸ ἐκτεθὲν κατὰ καιροὺς ἐν ἁγίῳ πνεύματι παρὰ τῆς ἁγίας καὶ μεγάλης συνόδου τῆς κατὰ καιροὺς συναχθείσης ἐν τῇ Νικαέων (νενόηκας γὰρ καὶ ἡρμήνευσας οὐκ ὀρθῶς αὐτό, διεστραμμένως δὲ μᾶλλον, κἂν ὁμολογῇς τῇ φωνῇ τὴν λέξιν), ἀλλὰ γὰρ ἀκόλουθον ἐγγράφως καὶ ἐνωμότως ὁμολογῆσαι ὅτι καὶ ἀναθεματίζεις μὲν τὰ σαυτοῦ μιαρὰ καὶ βέβηλα δόγματα, φρονήσεις δὲ καὶ διδάξεις ἃ καὶ ἡμεῖς ἅπαντες οἵ τε κατὰ τὴν Ἑσπέραν καὶ τὴν Ἑῴαν ἐπίσκοποι καὶ διδάσκαλοι καὶ λαῶν ἡγούμενοι».
Τὴν ἀνωτέρω ἄποψη συνιστοῦν ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες, συμβουλεύοντες νὰ μὴ παρασυρόμαστε σὲ συζητήσεις μετὰ τῶν αἱρετικῶν καὶ ἰδίως, ὅταν καθίσταται φανερὸ ὅτι δὲν ἔχουν σκοπὸ νὰ μετανοήσουν. Ἐὰν δηλαδὴ οἱ αἱρετικοὶ ἀπειθοῦν πρὸς τὴν ἀλήθεια καὶ ἐμμένουν στὶς ἀπόψεις τους, οἱ Ὀρθόδοξοι ὀφείλουν νὰ ἐγκαταλείψουν τοὺς "Διαλόγους" καὶ τὴν προσπάθεια διαφωτίσεως καὶ ἐπαναφορᾶς τους στὴν Ἐκκλησία πρὸς καιρόν, διότι αὐτὸ μᾶς διδάσκει ὁ Κύριος καὶ μὲ τὸ παράδειγμά Του, ἀλλὰ καὶ τὴν Ἐντολή Του «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν»· διότι ὑπάρχει κίνδυνος ἐξοικιώσεως μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ἀλλοιώσεως τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος. Ἡ διακοπὴ τῶν ἄκαρπων «Διαλόγων πρέπει νὰ γίνεται σύντομα, (συμπεραίνουν οἱ Πατέρες τῆς μονῆς του Ὁσ. Γρηγορίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους) σύμφωνα μὲ τὴν ἀποστολικὴ ἐντολή: “Αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ …δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ”» (Οἱ Ἀγῶνες τῶν Μοναχῶν…, σελ. 371).
Καὶ σὲ ἄλλο κείμενο τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου: «Δέος γὰρ μή τις παραφθαρῇ ὑπὸ τῆς τῶν αἱρετικῶν ἀγάπης. Τοῦτο γὰρ ὅλον αἰνίττεται τῷ οὕτως εἰπεῖν. Καὶ ὅρα πῶς αὐτὸ τίθησιν· Οὐ δι’ ἐμέ, φησί, ταῦτα λέγω, ἀλλ’ ἵνα ἦτε ὑμεῖς εἰλικρινεῖς· τουτέστιν, Ἵνα μηδὲν νόθον δόγμα τῷ τῆς ἀγάπης προσχήματι παραδέχησθε. Πῶς οὖν ἀλλαχοῦ φησιν, Εἰ δυνατόν, μετὰ πάντων ἀνθρώπων εἰρηνεύετε; Εἰρηνεύετε, εἶπεν, οὐ τοῦτο δηλῶν, ὅτι Οὐχ οὕτως ἀγαπᾶτε, ὥστε ὑπὸ τῆς φιλίας βλάπτεσθαι· Εἰ γὰρ ὁ ὀφθαλμός σου ὁ δεξιὸς σκανδαλίζει σε, φησίν, ἔκκοψον αὐτόν, καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ· ἀλλ’, Ἵνα ἦτε εἰλικρινεῖς, τὸ κατὰ Θεὸν δηλονότι, καὶ ἀπρόσκοποι, τὸ κατὰ ἀνθρώπους. Πολλοὺς γὰρ πολλάκις αἱ φιλίαι βλάπτουσιν. Εἰ γὰρ καὶ σὲ οὐδὲν βλάπτει, φησίν, ἀλλ’ ἕτερος προσκόπτει. Εἰς ἡμέραν Χριστοῦ· τουτέστιν, Ἵνα τότε εὑρεθῆτε καθαροί, μηδένα σκανδαλίσαντες· Πεπληρωμένοι καρπῶν δικαιοσύνης τῶν διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἰς δόξαν καὶ ἔπαινον Θεοῦ· τουτέστι μετὰ τῶν δογμάτων καὶ βίον ὀρθὸν ἔχοντες. Οὐ γὰρ ἁπλῶς ὀρθὸν εἶναι χρή, ἀλλὰ πεπληρῶσθαι καρπῶν δικαιοσύνης» (Χρυσοστόμου Ἰω., Εἰς τὴν Πρὸς Φιλιππισίους, ὁμιλ. βʹ, vol 62, pg 191, ln 2-22).
(Συνεχίζεται)