Λαμβάνοντας
ὡς ἀφορμὴ τὴν ἐπερχόμενη γιορτὴ τῆς Πρωτοχρονιᾶς καὶ τοῦ «περάσματος»
ἀπὸ τὸν ἕνα χρόνο στὸν ἄλλο, προσπαθήσαμε νὰ συγκεντρώσουμε ἐν συντομίᾳ
ἐλάχιστα ψυχωφελῆ ἑρμηνευτικὰ σχόλια ἐπὶ τῶν εὐαγγελικῶν στίχων σχετικὰ
μὲ τὸν χρόνο, πρὸς ὠφέλεια τῶν ἀγωνιζομένων ἀδελφῶν, κατὰ τοὺς χαλεποὺς
τούτους καιρούς...
1.
«Ἕτερος δὲ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ εἶπεν αὐτῶ· Κύριε, ἐπιτρεψὸν μοὶ πρῶτον
ἀπελθεῖν καὶ θάψαι τὸν πατέρα μου. ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῶ· ἀκολούθει
μοί, καὶ ἅφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς». (Μάτθ. 8,21-22)
Ἑρμηνευτικὸ σχόλιο τοῦ Ἄγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου:
«Γιὰ
ποιὸ λόγο δὲν ἐπέτρεψε ὁ Χριστὸς στὸν μαθητή του, νὰ πάει καὶ νὰ θάψει
τὸν πατέρα του; Διότι καὶ οἱ δικοί του ἦταν ἱκανοὶ νὰ ἐκπληρώσουν τὸ
ἔργο τῆς ταφῆς καὶ δὲν ἐπρόκειτο νὰ μείνει ἄταφος, ἀλλὰ καὶ αὐτός, ὁ
μαθητής, δὲν ἦταν ἀνάγκη νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὰ ἀναγκαιότερα… Ἄρα
λοιπόν, λέει, δὲν ἦταν πράξη ἀχαριστίας καὶ μάλιστα μεγάλης, τὸ νὰ μὴν
παραβρεθεῖ στὴν ταφὴ τοῦ πατέρα τοὺ ἀλλὰ τὸ νὰ διακόψει ἔργο
ἀναγκαιότερο καὶ νὰ φύγει, αὐτὴ ἦταν πραγματικὰ πράξη ἐσχάτης
ἀγνωμοσύνης. Διότι ὁ Χριστὸς δὲν τοῦ ἐπέτρεψε νὰ φύγει, ὄχι βέβαια γιὰ
νὰ διδάξει τὸ νὰ ἀπαξιώνουμε τὴν ἀπονομὴ τιμῆς σ` αὐτὸς ποὺ μᾶς γέννησαν
καὶ μᾶς ἔφεραν στὴ ζωή, ἀλλὰ γιὰ νὰ δείξει ὅτι τίποτε δὲν πρέπει νὰ
εἶναι γιὰ μᾶς ἀναγκαιότερο ἀπὸ τὰ οὐράνια πράγματα καὶ ὅτι μὲ κάθε
βιάση καὶ προθυμία πρέπει νὰ ἀσχολούμαστε μὲ αὐτὰ καὶ νὰ μὴν ἀναβάλλουμε
οὔτε τὸν παραμικρὸ χρόνο, ἀκόμη καὶ ἂν εἶναι πολὺ ἀπαραίτητα καὶ
κατεπείγοντα τὰ πράγματα τῆς ζωῆς, τὰ ὁποία μᾶς συνέχουν καὶ μᾶς
προσελκύουν».
2. «Τὴ δὲ Ἐλισάβετ ἐπλήσθη ὁ χρόνος τοῦ τεκεῖν αὐτήν, καὶ ἐγέννησεν υἱόν». (Λούκ. 1,57)
Σχόλιο τοῦ καθηγητῆ Παναγιώτη Τρεμπέλα:
«Ἂν
καὶ διὰ θαύματος συνέλαβε ἡ Ἐλισάβετ, ἡ κύηση τοῦ ἐμβρύου ἀκολούθησε τὰ
στάδια καὶ τὴν χρονικὴ διάρκεια τὰ φυσικῶς καθορισμένα. Οἱ περὶ
ἐλέους ἐπαγγελίες καὶ ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ θὰ πραγματοποιηθοῦν, ὅταν
ἔλθει τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου καὶ ὁ καιρὸς ὁ κατάλληλος γιὰ τὴν ὁλοκλήρωσή
τους. Πρέπει λοιπὸν νὰ ἐγκαρτεροῦμε μὲ ἀκράδαντη ἐλπίδα, ἐλεύθεροι ἀπὸ
κάθε ἀδημονία ἢ ἀνυπομονησία».
3.
Ὅσο γιὰ τὸν παράλυτο, ὁ ὁποῖος ἦταν ἐπὶ τριάντα ὀκτὼ χρόνια στὴν
κατάσταση αὐτὴ καὶ τὸν εἶδε ὁ Χριστὸς ποὺ καθόταν κοντὰ στὴν κολυμβήθρα
περιμένοντας κάποιον νὰ τὸν ρίξει μέσα, ὅταν ὁ ἄγγελος τάρασσε τὸ νερό:
«ἢν δὲ τὶς ἄνθρωπος ἐκεῖ τριάκοντα καὶ ὀκτὼ ἔτη ἔχων ἐν τὴ ἀσθενεία
αὐτοῦ. τοῦτον ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς κατακείμενον, καὶ γνοὺς ὅτι πολὺν ἤδη χρόνον
ἔχει, λέγει αὐτῶ· θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;». (Ἰω. 5, 5-6), ἑρμηνεύει ὁ
Ζιγαβηνός: «Αὐτὸν ποὺ κάθεται κοντὰ στὴν κολυμβήθρα πολὺ χρόνο ἀλλὰ μὲ
καρτερικότητα, αὐτὸν προτιμᾶ μεταξὺ τῶν ἄλλων ὁ Χριστός, ἀπὸ τὴ μία ὡς
ἔχοντα ἀνάγκη μεγάλου ἐλέους, ἀπὸ τὴν ἄλλη, γιὰ νὰ διδάξει ὅτι οἱ
καρτερικότεροι εἶναι αὐτοὶ ποὺ λυγίζουν τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ
προσελκύουν τὸ ἔλεός του».
4. «λέγει αὐτῶ ὁ Ἰησοῦς· τοσούτον χρόνον μὲθ ὑμῶν εἰμι, καὶ οὐκ ἔγνωκας μέ, Φίλιππε;» (Ἰω. 14,9)
Ὅσον
ἀφορᾶ τὸν χρόνο παραμονῆς τοῦ Φιλίππου μὲ τὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀπὸ
τοὺς πρώτους καὶ αὐτὸς κάλεσε καὶ τὸν Ναθαναὴλ νὰ ἔρθει νὰ τὸν δεῖ, καὶ
τὸ αἴτημά του πρὸς τὸν Κύριο νὰ τοὺς δείξει τὸν Πατέρα, σχολιάζει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας: «(Θέλει νὰ τοῦ πεῖ ὁ Χριστὸς) πὼς ἂν
καὶ τόσος πολὺς χρόνος πέρασε ποὺ εἶμαι μαζί σας καὶ δὲν σοῦ ἦταν
ἀρκετὸς νὰ μάθεις γιὰ μένα, αὐτὰ ποὺ ἔπρεπε νὰ μάθεις, παρέμεινες ἐν
ἀγνοῖᾳ ποιὸς εἶμαι ἐγὼ κατὰ φύσιν καὶ ἀπὸ ποῦ προέρχομαι».
5.
«Τοιαύτην γὰρ ὁ Χριστὸς ὑπακοὴν ζητεῖ παρ` ἠμῶν, ὥστε μηδὲ ἀκαριαῖον
ἀναβάλλεσθαι χρόνον, καν σφόδρα τί τῶν ἀναγκαιοτάτων ἠμᾶς κατεπείγει». (Ἄγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος Ὁμιλία ΙΔ΄ εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον)
«Τόσο
μεγάλη ὑπακοὴ ζητᾶ ὁ Χριστὸς ἀπό 'μᾶς, ὥστε νὰ μὴν ἀναβάλλουμε οὔτε τὸν
παραμικρὸ χρόνο, ἔστω καὶ ἂν μᾶς πιέζει πάρα πολὺ κάτι ἀπὸ τὰ
ἀναγκαιότατα τῆς ζωῆς».
6.
«Οὐδὲν οὕτω τὸν βίον ἀνατρέπει τὸν ἡμέτερον, ὡς τὸ μέλλειν καὶ
ἀναβάλλεσθαι ἐν τῆ τῶν ἀγαθῶν ἐργασία. Πολλάκις γοῦν τοῦτο καὶ ἐκπεσεῖν
ἠμᾶς τοῦ παντὸς ἐποίησεν». (Ἄγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος)
«Τίποτε
δὲν χαλάει τόσο πολὺ τὴ ζωή μας, ὅσο τὸ νὰ ἀφήνουμε γιὰ τὸ αὔριο καὶ νὰ
ἀναβάλλουμε τὴν ἐνασχόλησή μας μὲ τὴν ἐργασία τῶν ἀγαθῶν. Διότι, πολλὲς
φορὲς αὐτὸ μᾶς ἔκανε νὰ χάσουμε ὁλοτελῶς τὴν πνευματική μας
κατάσταση».
7.
Ἔχοντας ὡς ἀσφαλὲς σημεῖο ἀναφορᾶς πάντοτε τοὺς ἁγίους μας στὰ θέματα
τῆς ζωῆς, τοῦ θανάτου καὶ τῆς αἰωνιότητας, δίνουμε λίγο χῶρο σὲ μία ἄξια
προσοχῆς φιλοσοφικὴ διατύπωση τοῦ διανοητῆ Χρήστου Μαλεβίτση (1927-1997)
σχετικὰ μὲ τὸν χρόνο, στὴν ὁποία προσφεύγει καὶ ἐπικεντρώνεται ἐντέλει
στὸν ἁγιογραφικό, τὸν βιβλικὸ χῶρο καὶ μᾶς κάνει μία πολὺ οὐσιώδη
πρόταση, ὡς πρὸς τὴν ἀξιοποίησή του:
«Ὁ
χρόνος, ὁ ὁποῖος ἁπλῶς ρέει, εἶναι κακός. Καθόσον τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸν
θάνατο τῶν ζωντανῶν πλασμάτων δὲν μπορεῖ νὰ ὑποσχεθεῖ. Τὸ νὰ εὐχόμαστε
«χρόνια πολλὰ» ἢ «καὶ τοῦ χρόνου», ἤδη σημαίνει πὼς ἔχουμε ἐπίγνωση πὼς
στὸν κόσμο τοῦτο τελοῦμε ὑπὸ ἀναστολή.
Γιὰ νὰ ἀρθεῖ ἡ κακία τοῦ χρόνου, πρέπει νὰ ἀναιρεθεῖ ὁ
ἴδιος ὁ χρόνος καὶ ἀπὸ παγανιστικὸς χρόνος νὰ καταστεῖ βιβλικὸς καιρός.
Κατὰ τοῦτο διαφέρει ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ ζῷο: κατὰ τὸ ὅτι μπορεῖ νὰ ὑπερβεῖ
τὸ χρόνο. Καὶ τὸν ὑπερβαίνει κατὰ ἀναβαθμούς».
Πηγή: Ὑπομνήματα εἰς τὰ τέσσερα Εὐαγγέλια (Πᾶν. Τρεμπέλα)
Ἐπιμέλεια – Μετάφραση:
Σάββας Ἠλιάδης
Δάσκαλος
Κιλκίς, 31-12-2020