Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2021

Αριστείδης Π. Δασκαλάκης: «Το χέρι του παπά»


Συγκινητικό !

 (Σύντομο διδακτικό διήγημα εμπνευσμένο από πραγματικές περιστάσεις - Τα ονόματα είναι τυχαία)

«Σαν συναντήσεις έναν ιερέα και έναν Άγγελο θα χαιρετήσεις πρώτα
τον ιερέα και μετά τον Άγγελο
» (Γεροντικό)

Καθισμένος στο κεφαλόσκαλο  του ναού ο παπά Θόδωρος, λογίζονταν τη δοκιμασία που περνούσε, τις μεθοδείες του διαβόλου, την αδιαφορία των χωριανών, τις κατάρες του δασκάλου.

Δεν τον πλησίαζαν σαν να ‘χε χολέρα. Που είναι οι εποχές που έκαναν ουρά τα παιδιά - σαν σπουργίτια -  μπρος απ’ το χέρι του, όχι για να πάρουν σπόρους αλλά  να πάρουν την ευχή του. Κι έβαζε το δεξί του χέρι πάνω στα κεφαλάκια τους και τα βλογούσε. Αχ, ας όψεται αυτή η επιδημία σκέφτηκε. Έργο διαβόλου,  με συνεργό τον άνθρωπο.

Βασιλάκη μην πλησιάζεις τον παππούλη- φώναξε κάποτε μια μαμά – μην τον κολλήσεις τίποτα. Όμως ο παππούλης, ήξερε καλά πως αυτός θεωρούνταν κίνδυνος από τους άλλους.

Θυμάται μια γειτόνισσα που του παρήγγειλε  αρτοκλασία, με την προϋπόθεση να μην αγγίξει τους άρτους και πιθανόν μεταφέρει κανένα ιό, στην περίπτωση που είναι φορέας.

Μας πως θα αλλάξω το μυστήριο παιδί μου; είχε απαντήσει,  αρνούμενος την ασέβεια.

Ήξερε ότι ο Θεός τον είχε ορίσει διαφορετικό απ’ τους άλλους. Ήταν κληρικός.

Και ο  ιερέας, δεν είναι ο οποιοσδήποτε τον οποίον συναντάμε και με τον οποίον συναλλασσόμαστε  στην καθημερινή μας ζωή. «Συναλλασσόμαστε» με την ιεροσύνη του, το λειτούργημά του. Το σχήμα του. Την αποστολή του.

Τι τα θες όμως αυτά σκέφτηκε. Ο κόσμος δεν ενδιαφερόταν πια. Όχι γι’ αυτόν.

Μα για την σωτηρία του. Κι ο παπά Θόδωρος πονούσε. Πονούσε κι έκλαιγε.

 

Κοιτούσε το δεξί του χέρι. Πώς έγινε έτσι; Μοιάζει κουλό μαθές. Πού βρέθηκαν τόσες φλέβες, τόσα σημάδια  και ρυτίδες;
Ογδόντα χρόνια το κουβαλάει, αλλά πρώτη φορά το παρατηρεί με τόση ακρίβεια.

Τώρα βλέπεις είχε το χρόνο.

Ούτε τότε που ήταν χλωρό και φρέσκο δεν του έδωσε ποτέ σημασία, ούτε τότε που το έσπασε στο χωράφι δεν γύρισε να το κοιτάξει. Μέχρι που μέστωσε, μαράθηκε,  ξεράθηκε.

 Κοιτάζει το χέρι του σαν να το βλέπει πρώτη φορά. Ξένο του φαίνεται. Άεργο, άπραγο, καθόταν πάνω στα  πόδια του, σαν καταδιωγμένο, σαν κυνηγημένο.

Βγήκε πια στη σύνταξη. Μα βγαίνουν και τα χέρια στη σύνταξη; Σκέφτηκε.

Του ιερέως ποτέ. Μα που Αγία Πρόθεση για Προσκομιδή; Που Άγια Σκεύη για τα Άχραντα Μυστήρια, που μικρά κεφαλάκια να ευλογήσει.  Θυμάται που όταν έβγαινε στην πλατεία του χωριού για ψώνια, ουρά έκαναν να του φιλήσουν το χέρι. Να πάρουν ευλογία. Λίγη απ’ την Χάρη.

Ζητούσαν την ευχή του («Την ευχή σας, πάτερ») για ένα καλό κατευόδωμα, αλλά  και την «προσευχή» του, γιατί αυτό σημαίνει η λέξη «ευχή» στην Αγία Γραφή.  

Γιατί  η προσευχή των χριστιανών πρέπει να περνάει από την προσευχή της Εκκλησίας, από την προσευχή των ιερέων, για να γίνει εισακουστή στο Θεό.

Θυμάται κόσμο που με μια ελαφρά κλίση της κεφαλής προς τα κάτω, («δια καταδύσεως η προς Θεόν ημών άνοδος γίνεται»), απεύθυνε με ταπείνωση και με ευλάβεια το  Ευλογείτε πάτερ  κι εκείνος με συνείδηση της υψηλής, της αγίας και ιερής αποστολής του, ως πνευματικός φάρος Φωτός Χριστού, ως λειτουργός των αγίων μυστηρίων της Εκκλησίας του Εσταυρωμένου και Αναστημένου Ιησού, ως Ορθόδοξη παρουσία- μαρτυρία, ως πατέρας όλων, με σεμνότητα και παρρησία απαντούσε : «Ο Κύριος».

Δεν  ζητούσαν από τον ιερέα την ευλογία του μόνο, αλλά βαθύτερα  ζητούσαν απ’ αυτόν το λόγο, πού έχει ιδιαίτερα ο ιερέας με την ιεροσύνη του.

«Λόγος» δε, είναι ο Ιησούς Χριστός, πού λέγεται «Υιός και Λόγος του Θεού».

Η Χριστιανική αγωγή, η Ελληνορθόδοξη Πατερική Παράδοση, ο πολιτισμός μας, η ιστορία μας, η ευγένεια ψυχής δεν επέτρεπαν τότε  ν’ απευθυνθούν  στον κληρικό τους με  στερεότυπους κοσμικούς χαιρετισμούς: «Καλημέρα», «Καλησπέρα», «Καληνύχτα». Ή, «να ‘σαι πάντα καλά», «να περνάμε καλά», «άντε γεια», «τα λέμε».

Τους έβλεπε πλέον, να τρέχουν με σκυφτό το κεφάλι όσο πιο μακριά γίνεται, για να αποφύγουν την υποχρέωση του χειροφιλήματος.

Τώρα πια η ψυχή αγρίεψε. Φοβάται για το σώμα. Δεν θέλει επ’ ουδενί να το χάσει. Τρέμει τον ιό…..κι αποφεύγει τον Υιό.

Ξέχασαν με μιας, ότι αυτό το χέρι που τώρα αποφεύγουν με τρόμο ως μολυσματικό, αυτό το χέρι τους βάφτισε, αυτό το χέρι τους πάντρεψε, αυτό τους μύρωσε, τους φώτισε, τους άγιασε, τους μετέφερε τη συγχώρηση του Χριστού, αυτό τους κοινώνησε πολλάκις τον ίδιο τον Χριστό. Κι αυτό το χέρι έθαψε τους αγαπημένους τους. Και πιθανόν αυτό το χέρι κάποιους απ’ αυτούς να τους βάλει μες στο μνήμα. Δεν φαντάζονται όμως πόσο έχει ροζιάσει απ’ το κομποσκοίνι, να μετρά κόμπους για  τις ψυχές τους. Αυτό το γέρικο και αγιασμένο χέρι.

 


Κοιτάζει πάλι το χέρι του. Τι να το κάνει; Να το κρύψει κάτω από το ρασάκι του;  Να μην τo βλέπει, έτσι που κατάντησε άεργο. Άχρηστο. Άπραγο.   

Τόσα χρόνια δεν γύρισε να το κοιτάξει και τώρα δεν μπορεί να πάρει τα μάτια του από πάνω του. Υπηρέτησε πενήντα ολάκερα έτη το Ιερό Θυσιαστήριο.

Τώρα πια του απαγορεύεται απ’ τον προϊστάμενο του ναού. Άλλαξε και κλειδαριά να ‘ναι σίγουρος πως ο παππούλης δεν θα μπει κρυφίως σαν κρυπτοχριστιανός να υπηρετήσει τον Κύριο.

Μα τι είναι αυτό;  μονολογεί ο παπά Θόδωρος. Είδε νερά πάνω στο χέρι του.

Που βρέθηκαν εκεί. Μα λες να κλαίει; Μα κλαίνε τα χέρια; σκέφτηκε.

Μα τα δάκρυα που κυλούσαν απ’ τα μάτια είχαν βρέξει και το ράσο του.

Και δεν ήταν δάκρυα λύπης ή θλίψης. Ούτε δάκρυα απογοήτευσης.

Μα δάκρυα χαράς. Δάκρυα μετανοίας κι ευγνωμοσύνης. Για όλες τις δοκιμασίες που παραχώρησε  ο καλός Θεός.

Γνώριζε καλά πως  δίχως θλίψεις δεν μπορεί ο Χριστιανός να εισέλθει   στη βασιλεία των Ουρανών.

 

ΣΧΕΤΙΚΟ:

Τρέχουμε να του φιλήσουμε το χέρι Αξίων Ιερέων; 

 https://agonasax.blogspot.com/2019/12/blog-post_13.html

Ο Ιερεύς δεν είναι απλός άνθρωπος. Είναι Λειτουργός. Εναι ο ειδικός που έχει το χάρισμα να τελεί τα μυστήρια του Θεού ενώπιον «μυριάδων Αγγέλων και Αρχαγγέλων». Τον δέχεται και τον ανέχεται ο ίδιος ο Θεός στο άγιο θυσιαστήριο