Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2021

Ἡ ἀλήθεια πού φοβοῦνται νά ἀντικρίσουν οἱ ἀγωνιζόμενοι κατά τῆς Παναιρέσεως

Ζητᾶμε χωρὶς νὰ δίνουμε,
θέλουμε πράξεις χωρὶς οἱ ἴδιοι νὰ πράττουμε

Τοῦ Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου


Ἕνα κύριο καὶ ἀγωνιῶδες ἐρώτημα ποὺ βασανίζει τοὺς πιστοὺς στὴν σημερινὴ ἐποχὴ τῆς προδοσίας, τῆς πλάνης καὶ τῆς Παναιρέσεως −ἡ ὁποία παραδόξως ἀπὸ τὴν μία κρύβεται, ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅμως ἀποκαλύπτεται μὲ τὴν κορονοϊκὴ παράνοια ποὺ ἐπικρατεῖ− εἶναι τὸ ποιός ἱερέας σήμερα εἶναι εὐσεβής, καθὼς ἡ παναίρεση τὰ τελευταῖα 40 χρόνια κατάφερε σιγὰ σιγὰ νὰ ἀλλοιώσει καὶ νὰ διαχωρήσει τὴν πίστη ἀπὸ τὸ ὀρθόδοξο ἦθος, ὡσὰν νὰ εἶναι δυνατὸν (μὲ ἁγιοπατερικὰ κριτήρια) νὰ νοεῖται Ὀρθόδοξος κάποιος, ποὺ νὰ ἐργάζεται τὶς ἀρετές, νὰ ἀδιαφορεῖ ὅμως γιὰ τὰ θεμέλια τῶν ἀρετῶν, ποὺ εἶναι ἡ ὀρθὴ Πίστη, ἡ καθημερινὴ Ὁμολογία καὶ ὁ ἀγώνας ἐναντίον τῆς αἱρέσεως, ὅταν καὶ ὅπου αὐτὴ ὑπάρχει.
Ἡ ἀγωνία λοιπόν, τοῦ ποιμνίου καθὼς καὶ ἡ σύγχυση στὴν ὁποία βρίσκεται −καὶ σὲ αὐτὸ τὸ σοβαρὸ θέμα− αὐξάνεται ἀπὸ τὸν πειρασμὸ ἐκ δεξιῶν: Ὅτι δηλ. ὑπάρχουν πολλοὶ πιστοί, οἱ ὁποῖοι, στὴν ἀγωνία τους νὰ κρατηθοῦν στὴν πίστη, πιστεύουν −ἰδίως μὲ τὴν κατάσταση μὲ τὰ μέτρα ἐξ αἰτίας τοῦ Κορονοϊοῦ− ὅτι ὑπάρχουν ἀκόμα εὐσεβεῖς ἐπίσκοποι καὶ ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι δὲν διακόπτουν μὲν τὴν μνημόνευση καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικούς, ἀλλά, ὅπως αὐτοὶ λένε, πολεμώντας τους, ἐκ τῶν ἔσω, ἀσκώντας κριτικὴ στοὺς προδότες ἐπισκόπους καὶ ἀντιδρώντας στὰ μέτρα τῆς κυβέρνησης, παραμένουν εὐσεβεῖς.

Ὅλοι αὐτοὶ ὅμως ἀρνοῦνται στανικῶς νὰ παραδεχθοῦν, ὅτι ἡ προδοτικὴ στάση τῶν ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας ἄρχισε πολλὲς δεκαετίες πιὸ πρίν, ἐπικυρώθηκε καὶ προβλήθηκε μὲ τὸ Κολυμπάρι καὶ τώρα βλέπουμε ἁπλῶς καὶ βιώνουμε μία ἀκόμα πτυχή της.

Αὐτοὶ ποὺ ἀρνοῦνται νὰ τὸ δοῦν ξεχνοῦν, ὅτι ἀκόμα καὶ ὁ παλιὰ ὑμνούμενος καὶ τώρα −κάλλιο ἀργὰ παρὰ ποτέ− ὡς προδότης κατηγορούμενος μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἱερόθεος Βλάχος στὸ ὀγκῶδες βιβλίο του, στὸ ὁποῖο ἀσκήθηκε κριτική (ἡ ὁποία ὅμως, δυστυχῶς, ἀπὸ λίγους ἐλήφθη ὑπόψη) «Ἡ “Ἁγία καὶ Μεγάλη” Σύνοδος, Θεολογικὲς καὶ ἐκκλησιολογικὲς θέσεις») καταθέτει στὶς σελίδες 150 ἕως 154 τὴν μεγάλη ἀπάτη κατὰ τῆς Πίστεως ποὺ συντελέστηκε τὸ 1965 (!!!) μὲ τὴν ὑποτιθέμενη ἄρση ἀναθεμάτων καὶ τὴν ὁποία οἱ ἀρχιερεῖς γνωρίζουν ἐδῶ καὶ καιρό:

«Τὸ ἐκπληκτικὸ τῆς ὑπόθεσης εἶναι ὅτι ἐνῶ τὸ ἑλληνικὸ κείμενο κάνει λόγο γιὰ ἄρση τοῦ ἀναθέματος ποὺ ἔγινε τὸ 1054 μ.Χ., τὸ πρωτότυπο γαλλικὸ κείμενο καὶ τὸ ἀγγλικὸ κάνουν λόγο γιὰ ἄρση ἀκοινωνησίας. Συγκεκριμένα. Τὸ ἑλληνικὸ κείμενο γράφει: «4) Ὅθεν ὁ πάπας Παῦλος ὁ ΣΤ΄ καὶ ὁ πατριάρχης Ἀθηναγόρας ὁ Α’ μετὰ τῆς περὶ αὐτὸν Συνόδου... β) ἀποδοκιμάζουσιν... τὰ ἐπακολουθήσαντα ἀναθέματα...

Τὸ γαλλικὸ (πρωτότυπο) κείμενο γράφει: «C‘ est porqouoi le pape Paul VI et le patriarche Athenagoras Ier en son synode… b) regreter également et e nlever de la memoire et du milieu de l‘ Eglise lessentences d‘ excommunication…

Τὸ ἀγγλικὸ κείμενο γράφει: «Pope Paul VI and Patriarch Athenagoras I whith his synod, in common agreement… b) They likewise regret and remove both from memory and from the midst of the Church the sentences of excommunication…

Φαίνεται σαφέστατα, ὅτιτὸ μὲν ἑλληνικὸ κείμενο κάνει λόγο γιὰ ἄρση ἀναθεμάτων, τὰ δὲ ἄλλα κείμενα, γαλλικὸ καὶ ἀγγλικό, κάνουν λόγο γιὰ ἄρση ἀκοινωνησίας».

Καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὲς τὶς σημαντικὲς ἀποκαλύψεις ὁ πολὺς Ναυπάκτου ρωτάει θέτοντας σοβαροφανῶς ἕνα παιδαριῶδες ἐρώτημα ἀπὸ τὸ ὁποῖο ξέρει πάρα πολὺ καλὰ ὅτι δὲν θὰ πάρει καμία ἀπάντηση (σελ. 155), ἐπειδὴ φυσικὰ βλέπει τοὺς «εὐσεβεῖς» ποιμένες καὶ τὸ ποίμνιο νὰ μὴν ἀσχολεῖται μὲ τὸν ὀρθὸ τρόπο μὲ αὐτὰ τὰ θέματα:

«Ἑπομένως, πρέπει νὰ διευκρινισθεῖ σαφέστατα (;;;) τό τί ἔγινε τὸ 1965: ἄρση ἀκοινωνησίας ἢ ἄρση ἀναθεμάτων... Τὸ γεγονὸς εἶναι ὅτι οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ ἰσχυρίζονται σὲ διάφορες συζητήσεις ποὺ ἔχω κάνει μαζί τους ὅτι ἔγινε ἡ ἄρση ἀκοινωνησίας τὸ 1965, γι’ αὐτὸ προσέρχονται στοὺς Ὀρθοδόξους Ναοὺς γιὰ νὰ κοινωνήσουν τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ».

Καὶ μετὰ πάλι (σελ. 159): «Πάντως, οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ γνωρίζουν ὅτι ἤρθη ἡ ἀκοινωνησία μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ γίνεται διάλογος γιὰ νὰ βρεθοῦν λύσεις σὲ μερικὲς διαφορὲς ποὺ εἶναι λεπτομεριακές... Καὶ ἀπὸ τοὺς ὀρθόδοξους Κληρικοὺς ποὺ γνωρίζουν αὐτὴν τὴν ἱστορία, ἄλλοι τοὺς κοινωνοῦν, γιατὶ ἔτσι ἔχουν συμφωνήσει, καὶ ἄλλοι ποὺ ἀρνοῦνται νὰ τοὺς κοινωνήσουν βρίσκονται σὲ ἀμηχανία...».

Αὐτὰ γράφει ἐπισήμως ὁ Ναυπάκτου καὶ αὐτὰ τὰ γνωρίζουν μὲ ἀπόλυτη βεβαιότητα καὶ οἱ σημερινοὶ −σὲ ἀντιστοιχεία μὲ τοὺς ἀντιοικουμενιστές− ἀντικορονοϊακοὶ ποιμένες. Καὶ ὅμως γι’ αὐτὰ δὲν βγαίνουν στὸν ἄμβωνα νὰ ὁμολογήσουν, δὲν ζητοῦν τὴν τιμωρία τῶν ὑπ ευθύνων οὔτε τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ ποιμνίου ἀπὸ αὐτούς.

Οἱ δὲ πιστοὶ ὑμνοῦμε αὐτοὺς τοὺς πρόσκαιρους καὶ ἐπὶ ἀσφαλοῦς βάσης ὁμολογητές, διότι αὐτὸ μᾶς ἀναπαύει, ἀφοῦ δὲν χρειάζεται ἐμεῖς νὰ ἐφαρμόσουμε τὴν ἁγιοπατερικὴ διδασκαλία στὴν περίπτωση αἱρέσεως μέσα στὴν Ἐκκλησία. Μάλιστα πράττουμε τὸ ἴδιο τραγικὸ λάθος μὲ τοὺς ποιμένες. Μιλοῦμε γιὰ τοὺς Πατέρες, ἀλλὰ αὐτὰ ποὺ αὐτοὶ διδάσκουν δὲν τὰ πράττουμε ἢ τὰ ἀγνοοῦμε συνειδητά. Καὶ μετὰ ζητᾶμε ἀπὸ τὸ Θεὸ θαύματα, ψάχνουμε προφητεῖες, ἀναζητοῦμε ἔστω καὶ κάποια ἀσήμαντη πράξη γιὰ νὰ ἀνακηρύξουμε κάποιον ὁμολογητὴ καὶ νὰ τοῦ φορέσουμε φωτοστέφανο.

Ζητᾶμε χωρὶς νὰ δίνουμε, θέλουμε πράξεις χωρὶς οἱ ἴδιοι νὰ πράττουμε.

Ἡ διδασκαλία ὅμως τῶν Ἁγίων γιὰ ὅσους νομίζουν, ὅτι ἀρκεῖ μία ἐπιλεκτικὴ ὁμολογία ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς (τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς μὲ μία βιντεοκάμερα) καὶ μία φιλολογικὴ ἀναφορὰ κατὰ τῆς αἱρέσεως καὶ ἀμελοῦν τὴν ἀναγκαιότητα τῶν ἀναλόγων πράξεων καὶ τὸν ἀγώνα ποὺ ἐπιφέρει αυτή, εἶναι ἀντίθετη καὶ ξεκάθαρη.

Θὰ δοῦμε γιὰ πολλοστὴ φορὰ κάποια τρανταχτὰ παραδείγματα (δυστυχῶς ἀκόμα καὶ ἡ ἐπανάληψη, ἡ μήτηρ τῆς μαθήσεως, δὲν μᾶς ἀλλάζει). Παρακαλοῦμε μάλιστα τοὺς ἀδελφοὺς ποὺ δὲν συμφωνοῦν ἢ κηρύττουν ἀπὸ τὰ ἱστολόγια τους ἐν εἴδει συνόδου, μᾶλλον ὅμως συκοφαντώντας καὶ ἀπειλώντας, τὰ ἀντίθετα, νὰ μᾶς παραθέσουν ἄλλες ἁγιοπατερικὲς πηγές, σύμφωνες μὲ τὸ consensus patrum (τὴν διαχρονικὴ συμφωνία τῶν Πατέρων), ὥστε νὰ διορθώσουν τὰ τυχὸν λάθη μας.

Ρωτάει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: «Ποῦ λοιπόν, εἰπέ μου, θὰ κατατάξουμε αὐτοὺς ποὺ ὁμολογοῦν καὶ συγχρόνως ἀρνοῦνται τὸν Θεό; Μὲ τοὺς πιστούς; Μὲ τὰ ἔργα ὅμως τὸν ἀρνοῦνται. Μὲ τοὺς ἀπίστους; Ἀλλὰ μὲ τὴν γλῶσσα τὸν ὁμολογοῦν... Ἀπὸ ποῦ θὰ διακρίνουμε τὸν πιστὸ ἀπὸ τὸν ἄπιστο, τὸν φωτισμένο ἀπὸ τὸν ἀφώτιστο, μὲ ἄλλα λόγια, τὸν βαπτισμένο κατὰ Χριστὸν καὶ συντεταγμένο μὲ τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὸν ἀβάπτιστο καὶ συντεταγμένο μὲ τὸν διάβολο; Ὄχι ἀπὸ τοὺς λόγους, ὄχι ἀπὸ τὰ ἔργα, ὄχι ἀπὸ τοὺς τρόπους; Ἐὰν λοιπὸν κάποιος ἐξομοιώνεται σ’ αὐτὰ μὲ τοὺς ἀφώτιστους, ἂν καὶ λέγει, ὅτι εἶναι βαπτισμένος κατὰ Χριστόν, εἶναι σαφές, ὅτι δὲν ἔχει πάψει νὰ ἀνήκει στὴν συμμορία ἐκείνων, γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ Ἀπόστολος λέγει: «Θεὸν ὁμολογοῦσιν εἰδέναι (δηλ. ὅτι τὸν γνωρίζουν), τοῖς δὲ ἔργοις ἀρνοῦνται, βδελυκτοὶ ὄντες καὶ ἀπειθεῖς, καὶ πρὸς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν ἀδόκιμοι» (Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὁμιλία μὲ θέμα τοὺς τυφλούς, ΕΠΕ, τόμ. 10, σελ. 250).

Βλέπουμε λοιπόν, ὅτι ὁμολογία μόνο μὲ λόγια ἢ βαρύγδουπες δηλώσεις ἐνάντια σὲ πρόσωπα ποὺ δὲν ἀποτελοῦν κίνδυνο γιὰ ἐμᾶς (π.χ. τὸν κάθε Μόσιαλο, Τσιόδρα κλπ. ἐνῶ ὁ ἀρχιεπίσκοπος καὶ ἡ ἱεραρχία μένει στὸ ἀπυρόβλητο) ἄνευ ὅμως ἔργων ποὺ εἶναι στηριγμένα στὴν πατερικὴ παράδοση καὶ διδασκαλία καὶ κατ’ ἐπέκταση στοὺς λόγους τοῦ Χριστοῦ ἢ μὲ τὴν συνοδεία αὐθαιρέτων καὶ διακατεχομένων ἀπὸ πάθη ἔργων, δὲν εἶναι ὀρθὴ ὁμολογία καὶ δὲν θὰ ὁδηγήσει στὸ ἐπιθυμητὸ ἀποτέλεσμα.

Ἀντιθέτως θὰ προκαλέσει ἔριδες, ἀνταγωνισμούς, προσωπολατρεῖες, φατρεῖες καὶ διασπάσεις, καρποὺς δηλ. τῶν πειρασμῶν καὶ ὄχι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ πολλὲς φορὲς τὸ ποίμνιο θὰ παρακολουθεῖ ἄφωνο ἀνθρώπους, ποὺ ἐπιζητοῦν ἡγετικὸ ρόλο στὰ τῆς Πίστεως, νὰ ἐκφράζουν διαφορετικὲς ἀπόψεις πάνω σὲ θεμελιώδεις θέματα τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας ποὺ εἴτε ἔχουν λυθεῖ ἀπὸ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους, εἴτε ἔχουν ἀποφανθεῖ γιὰ αὐτὰ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι οἱ πραγματικοὶ Θεόπτες καὶ Θεολόγοι τῆς Ἑκκλησίας, οἱ Ἅγιοι Πατέρες· ἀποφάσεις καὶ καταστάσεις δηλαδὴ ποὺ ἐνῶ ὑποτίθεται, ὅτι συμβαίνουν γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τῆς Ἐκκλησίας, στὴν πραγματικότητα ἀντιτίθενται στὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καὶ στὸ παράδειγμα τῶν Ἁγίων, τὸ ὁποῖο θὰ ἀποδειχθεῖ ἀμέσως παρακάτω.

Τὸ πρῶτο ἀπόσπασμα/ἀπόδειξη εἶναι ἀπὸ ἕναν φοβερὸ λόγο τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, «περὶ ψευδοπροφητῶν, καὶ ψευδοδιδασκάλων, καὶ ἀθέων αἱρετικῶν (σσ. λίγο πρίν) ἐκδημήσει ἐκ τοῦ σώματος».

«Ἐμοὶ δὲ δακρύειν ἐπέρχεται, ὅταν ἀκούσω ἀπὸ τῆς ἡμετέρας Ἐκκλησίας τινὰς λέγοντας, μὴ εἰρῆσθαι ταῦτα ἐν ταῖς θείαις Γραφαῖς· καὶ τοῦτο οὐ μόνον παρὰ λαϊκῶν, ἀλλὰ καὶ παρὰ τῶν δοκούντων εἶναι ποιμένων, καὶ τόπους ἐπεχόντων ἀποστόλων καὶ προφητῶν, ἀλλ' οὐ τρόπους· Προσέχετε ἑαυτοῖς ἀπὸ τῶν ψευδοπροφητῶν, οἵτινες ἔρχονται πρὸς ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασι προβάτων, ἔσωθεν δέ εἰσι λύκοι ἅρπαγες· ἀλλ' ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς, ἀπὸ τῶν λόγων, ἐκ τῆς ψευδοπροφητείας, ἐκ τῆς ὑποκρίσεως αὐτῶν, ἐκ τῆς κακοδοξίας αὐτῶν, ἐκ τῆς βλασφημίας αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς. προσέχετε ἀπὸ τῆς ζύμης αὐτῶν, ἤγουν τῆς αἱρέσεως αὐτῶν. (σσ. Γιὰ τὸν Χρυσόστομο λοιπόν, ἡ βλασφημία π.χ. ἡ σημερινὴ κατὰ τῆς Θείας Κοινωνίας, ἡ ὑποκρισία π.χ. τύπου Ναυπάκτου, Πειραιώς, Μεσογαίας καὶ τόσων ἄλλων, κάθε λόγος ἀντίθετος στὴν διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι αἵρεση. Καὶ τί πρέπει ἐμεῖς ὡς πιστοὶ νὰ πράξουμε;).

Δεῦρο τοίνυν παραγάγωμεν εἰς μέσον τοὺς θεολόγους, καὶ ἀκούσωμεν ἐξ αὐτῶν τί περὶ αἱρετικῶν παραγγελοῦσιν ἡμῖν. Ἰωάννης λέγει· Εἴ τις ἔρχεται πρὸς ὑμᾶς, καὶ ταύτην τὴν διδαχὴν οὐ φέρει μεθ' ἑαυτοῦ, μὴ λαμβάνετε αὐτὸν εἰς οἰκίαν, καὶ Χαίρειν αὐτῷ μὴ λέγετε. Ὁ γὰρ λέγων αὐτῷ χαίρειν, κοινωνεῖ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ τοῖς πονηροῖς. Ἰάκωβος εἶπεν· Ὃς ἐὰν δοκῇ φίλος αὐτῶν εἶναι, ἐχθρὸς τοῦ Θεοῦ καθίσταται. Ἀκούσατε, πάντες οἱ τοῖς αἱρετικοῖς συνεσθίοντες, ὀδυνηρὰν ἀπόφασιν· ὅτι τοῦ Χριστοῦ ἐχθροί ἐστε. Οὐδὲ γὰρ ὁ τοῖς ἐχθροῖς τοῦ βασιλέως συμφιλιάζων, δύναται τοῦ βασιλέως φίλος εἶναι... Παῦλος εἶπεν· Οἶδα ὅτι εἰσελεύσονται μετὰ τὴν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς, μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου. Ὁρᾷς πανταχοῦ τοὺς θεολόγους συμφωνοῦντας τῷ Διδασκάλῳ περὶ τῶν ἀθέων αἱρετικῶν, κύνας αὐτοὺς καὶ λύκους προσαγορεύοντας; Τίς ἕξει ἀπολογίαν ἀμελείας, ἀκούων τὰς τοσαύτας παραγγελίας; Καὶ ἀλλαχοῦ πάλιν·

Μὴ παραδέχεσθε αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν· καὶ πάλιν, Διδαχαῖς ποικίλαις καὶ ξέναις μὴ παραφέρεσθε· καὶ πάλιν, Αἱρετικοὶ ἄνθρωποι προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον, πλανῶντες καὶ πλανώμενοι· καὶ ἀλλαχοῦ, Τοῖς μεμιασμένοις καὶ ἀπίστοις οὐδὲν καθαρόν. Ἀκούσατε πάλιν, οἱ τὰς ἀγάπας μετ' αὐτῶν ποιοῦντες· πῶς φύγητε ἀπὸ τῆς ὀργῆς τῆς ἐπερχομένης ἐφ' ὑμᾶς, οἱ τούτοις συμμιαινόμενοι ἐν βρώσει, ἐν πόμασι; πῶς τολμᾶτε προσελθεῖν τοῖς θείοις μυστηρίοις καὶ φρικτοῖς τοῦ Χριστοῦ; ἢ οὐκ ἠκούσατε τοῦ μακαρίου Παύλου βοῶντος, ὅτι Οὐ δύνασθε ποτήριον Κυρίου πιεῖν, καὶ ποτήριον δαιμόνων· οὐ δύνασθε τραπέζης Κυρίου μετέχειν, καὶ τραπέζης δαιμονίων. Ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν, καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἅπτεσθε…

Ἀκούσατε οἱ ὀρθόδοξοι, καὶ τοῖς αἱρετικοῖς μὴ συγκαταβαίνετε· ἀκούσατε ποιμένες, καὶ φρίξατε, καὶ μὴ σιγήσατε, ἀλλὰ κηρύξατε τὸν λόγον· μὴ δότε τόπον τῷ διαβόλῳ, μὴ δότε θήραν τοῖς λύκοις. Οὕτως οὖν ποιεῖτε καὶ ὑμεῖς, ποιμένες, καὶ μὴ συγκοινωνεῖτε τοῖς ἔργοις τοῖς ἀκαθάρτοις τοῦ σκότους· μᾶλλον δὲ καὶ ἐλέγχετε, ὥσπερ καὶ οἱ ἀπόστολοι καὶ ὁ θεοπάτωρ Δαυῒδ περὶ αὐτῶν πολλοὺς μόχθους κατεβάλετο, καὶ πολλοὺς ἀγῶνας, ἐλέγχων καὶ ἐπιτιμῶν, στηλιτεύων αὐτοὺς καὶ τῷ Θεῷ ἐντυγχάνων κατ' αὐτῶν... (σσ. Ὁ Ἅγιος παραθέτει ἐδῶ ξεκάθαρα καὶ κατανοητὰ ἀκόμα καὶ γιὰ τὸν πιὸ ἀδαή, ὅτι κοινωνία μὲ αἱρετίζοντες καὶ βλάσφημους, μὲ ψευδοποιμένες καὶ προδότες τῆς Πίστεως δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει γιὰ ἕναν πιστὸ Χριστιανό. Καὶ ρωτάει ὁ Ἅγιος μὲ τὴν καθαρότητα ποὺ τὸν διακρίνει: «Τίς ἕξει ἀπολογίαν ἀμελείας, ἀκούων τὰς τοσαύτας παραγγελίας;».

Ποιός μπορεῖ νὰ φέρει ὡς δικαιολογία τὴν ἀμέλεια, ὅταν ἀκούει τόσες καὶ τέτοιες παραγγελίες ἀπὸ τοὺς Πατέρες καὶ αὐτὸς τὶς ἀγνοεῖ; Καὶ ὅμως, ἐμεῖς τί πράττουμε σήμερα; Τὶς ἀγνοοῦμε καὶ ἀκόμα χειρότερα, τὶς ἀπορρίπτουμε, διότι τὸν λόγο τοῦ Ἁγίου τὸν γράφουμε, τὴν διδαχὴ ὅμως δὲν τὴν κρατοῦμε. Ποιός ἀληθινά, θὰ πίστευε ποτέ, ὅτι ἂν ζοῦσε σήμερα ὁ Χρυσόστομος, ἀλλὰ καὶ ὁ κάθε Ἅγιος θὰ περιοριζόταν σὲ δηλώσεις ἀπὸ τοῦ ἄμβωνος καὶ παράλληλα θὰ κοινωνοῦσε καὶ θὰ συναποφάσιζε μὲ αὐτοὺς ἐναντίον τῶν ὁποίων πρὶν ἐκήρυξε; Σὲ ποιά κατάσταση ἔχουμε σήμερα φθάσει;).

Εἶτα θέλων διδάξαι, ἵνα οἱ μέλλοντες προΐστασθαι τῶν Ἐκκλησιῶν, οὕτως ἐκδιώκωσι τοὺς αἱρετικούς, ἐποίησεν φραγέλλιον ἐκ σχοινίων, καὶ εἰσελθὼν πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, καὶ ἀπώσατο, καὶ ἐξεδίωξε, λέγων· Ὁ οἶκός μου, οἶκος προσευχῆς ἐστιν· ὑμεῖς δὲ αὐτὸν ἐποιήσατε σπήλαιον λῃστῶν. Ἀκούσατε οἱ προϊστάμενοι τῶν Ἐκκλησιῶν. Ὑμῖν γὰρ ὑπέδειξε τὸ καλόν, ἵνα ἐξακολουθήσητε τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ, προσέχοντες πανταχόθεν ἀκριβῶς, καὶ τοὺς λύκους ἐκδιώκοντες, καὶ τὴν ποίμνην φυλάττοντες.

Μετὰ δὲ τούτους, τὰ θεῖα τούτων διδάγματα καὶ οἱ τῆς Ἐκκλησίας διδάσκαλοι, καὶ αἱ κατὰ καιροὺς γενόμεναι ἅγιαι σύνοδοι τούτους ἀμετανοήτως ἔχοντας ἐκριζώσαντες, τῇ ἀπωλείᾳ παρέδωκαν κατὰ τὸ γεγραμμένον, ὅτι Ἀπολεῖς πάντας τοὺς λαλοῦντας τὸ ψεῦδος».

Ἂς μᾶς ποῦν οἱ καλοπροαίρετοι φυσικὰ ὑμνητὲς τῶν «εὐσεβῶν καὶ ὁμολογητῶν» ποιμένων, ποῦ εἶδαν τὸ φραγγέλιο ποὺ ἀναφέρει ὁ Ἅγιος, ποῦ τὴν ἐκδίωξη τῶν λύκων, ποῦ τὴν φύλαξη τοῦ ποιμνίου, ὅταν −ἀλήθεια πόσο τραγικό− αὐτοὶ ποὺ εὐσεβοῦν, συναποφάσισαν μαζὶ μὲ τοὺς ἀσεβοῦντες, ποῦ τὴν ἀπαίτηση συγκλίσεως συνόδου γιὰ τὸν καθαρισμὸ τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τοὺς λαλοῦντας τὸ ψεῦδος;

Συνεχίζουμε μὲ τὴν παράθεση κι ἄλλων παραδειγμάτων.

Ὁ Μ. Φώτιος στὸ ἔργο του «Τὰ Ἀμφιλόχια, Ἐρωταποκρίσεις Α΄‒ ΞΓ΄», (Θεσσαλονίκη 1997) γράφει μεταξὺ ἄλλων καὶ τὰ ἑξῆς:

«Καὶ δὲν προκαλεῖ τὴν καταστροφὴ καὶ τὴν ἀλλοίωση πολλῶν πραγμάτων μόνο ἡ πρόσθεση καὶ ἡ ἀφαίρεση ἑνὸς γράμματος, ἀλλὰ καὶ ἡ ἄκαιρη χρήση τοῦ τόνου, καὶ ἡ μία λέξη στὴ θέση μιᾶς ἄλλης, ἂν καὶ βέβαια ἡ γραφὴ παραμένει ἀναλλοίωτη, δήλωσε κάτι διαφορετικό, καὶ ἐκτοπίζοντας τὸν νοῦ σὲ τελείως διαφορετικὸ νόημα, συνάγει σὰν ἀποτέλεσμα μιὰ δυσσεβὴ δόξα ἢ μία καταγέλαστη φλυαρία» (Ἐρωτ. Α΄, 30). (σσ. Καὶ ὅμως ἀντίθετα μὲ τὸν Ἅγιο ἐμεῖς ἀνεχόμαστε ὄχι τὴν ἀλλοίωση ἑνὸς τόνου, ἀλλὰ ὁλόκληρου τοῦ Εὐαγγελίου καὶ παρόλα αὐτὰ ἀναπαυόμαστε ὅτι ὁμολογοῦμε).

«Ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης προστάζει νὰ παραχωρήσει τὴν ἐκδίκηση στὸν κριτὴ τῶν ὅλων... Ὅταν ὅμως κάποιος ἁπλώσει τὰ ἄδικα χέρια του ὄχι γιὰ νὰ προκαλέσει βλάβη... ἀλλὰ μὲ τὴν προσβολή τοῦ προσώπου βλάψει κάτι σεβαστότερο, ἐννοῶ τὴν εὐσέβεια, τότε ἔχουμε τὴν ἐντολὴ νὰ μὴ δεχόμαστε ἀδιάφορα τὴν προσβολή, οὔτε νὰ συνεργοῦμε σιωπηλὰ μὲ τὸν ἐχθρὸ στὸν προπηλακισμὸ αὐτοῦ τοῦ σεβαστοῦ. Αὐτὴ τὴν ἐντολὴ πραγματοποίησε μὲ σοφία καὶ ὁ θεῖος Παῦλος, ἐπειδὴ ἦταν γνήσιος μαθητὴς τοῦ Λόγου. (σσ. Ἄρα κατὰ τὰ λόγια τοῦ Ἁγίου, ὅποιος δὲν ἀντιδρᾶ στὴν ἀσέβεια δὲν εἶναι γνήσιος μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ)... Ἀλλὰ καὶ ὁ θεῖος χορὸς τῶν καλλινίκων μαρτύρων γιὰ τὸν ἴδιο λόγο στέκονταν ἀδειλίαστοι μὲ ἀπτόητη γλώσσα καὶ βλέμμα σταθερὸ μπροστὰ στοὺς τυράννους, διακηρύττοντας τὸν λόγο τῆς εὐσέβειας καὶ ἐλέγχοντας τὴν κακόφημη ἀσέβεια» (Ἐρωτ. Α΄, 18).

Στὴν σημερινὴ ἐποχή, ποὺ ὅλοι λένε νὰ μὴν κρίνουμε καὶ νὰ κοιτάζουμε τὶς δικές μας ἁμαρτίες, ὁ Ἅγιος διδάσκει ὅτι στὴν ἀσέβεια δὲν μποροῦμε νὰ σιωποῦμε, νὰ τὴν ἀνεχόμαστε, ἀλλὰ καὶ οὔτε νὰ συνεργοῦμε μὲ τὸν ἐχθρό. Ἂς ἀναρωτηθοῦμε ποιός «εὐσεβὴς» ἔπαψε τὴν συνεργασία μὲ τοὺς ἀσεβεῖς; Ἀκόμα καὶ τὰ ὀνομαστήριά του συνεορτάζουν καὶ ἀνακοινώσεις στὴν Ἱ. Σ. μαζί τους συνυπογράφουν.

Ἀπόσπασμα ἐπιστολῆς τοῦ Πάπα Ὁρσμίδα, ποὺ διαβάστηκε στὴν ἐνδημοῦσα σύνοδο τῆς Κων/λεως τοῦ 536, ποὺ ἀσχολήθηκε μὲ τὶς μονοφυσιτικὲς αἱρέσεις (ἐδῶ):

«…Ἐμεῖς εἰς τὸν βίο καὶ τὰ συγγράμματα τῶν Ἁγίων εἴδαμε, ψηλαφήσαμε κι ἐδοκιμάσαμε ποιόν πρέπει νὰ ἀκολουθήσουμε… Προκαλεῖ δὲ εὐφροσύνη τὸ νὰ συνδιαλέγεται κανείς (μὲ σκοπὸ νὰ συνδράμει εἰς τὴν γνῶσιν τοῦ Εὐαγγελίου) μὲ ἐκείνους ποὺ τὸ θέλουν/ἐπιθυμοῦν νὰ διδαχθοῦν τὰ τῆς πίστεως καὶ νὰ προτρέπει πρὸς τὸν σωστὸ δρόμο αὐτοὺς ποὺ δὲν ἀντιστέκονται στὴν πίστη αὐτή. Σεῖς δέ, ἔχετε ἀποδείξει μὲ τὶς ἐπιστολὲς ποὺ μᾶς ἀποστείλατε, καὶ διὰ τῶν ὁποίων μᾶς πληροφορούσατε γιὰ τὶς κακόδοξες θέσεις καὶ ἐνέργειες τῶν αἱρετικῶν, ὅτι κρατεῖτε τὴν ὁμολογία τῆς πίστεως, καθὼς διακόψατε τὴν κοινωνία ἀπὸ τοὺς κατέχοντες τὸν ἐπισκόπικὸν θρόνον αἱρετικούς, καὶ ἔτσι ἐπανήλθατε στὴν ὀρθὴ πίστη καὶ τὰ ὀρθὰ δόγματα καὶ διδασκαλία, ποὺ κατέχει ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης. Ἀργήσατε μὲν νὰ ἐπανέλθετε καὶ νὰ βαδίσετε τὴν ὁδὸ τῆς ἀληθείας, ἀλλὰ ἂς εἶναι εὐλογητὸς ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος δὲν μᾶς ξεχνάει, καὶ δὲν μᾶς ἐγκατελείπει, ὥστε νὰ χαθοῦμε, ἀλλὰ ὅλες οἱ ἐνέργειές Του σκοπὸ ἔχουν νὰ μᾶς ἐκπαιδεύσει καὶ νὰ μᾶς ἰατρεύσει ἀπὸ τὰ πάθη. Καὶ δὲν περιμένει ἄπραγος, ὥστε νὰ δώσει τὴν εὐκαιρία στοὺς αἱρετικοὺς λύκους νὰ διαρπάσουν καὶ νὰ διασκορπίσουν τὰ πρόβατα τῆς ποίμνης του, ποὺ ἂν καὶ ζοῦν σὲ διάφορες τοπικὲς Ἐκκλησίας, ὅμως συναποτελοῦν τὴν Μίαν ἑνωμένη ποίμνη Του· ἀλλὰ μὲ τὴν παιδαγωγικὴ πρακτική Του, δὲν παραβλέπει καὶ δὲν παύει νὰ χρησιμοποιεῖ κάθε μέτρο ποὺ ἀποβλέπει στὴν ἀσφάλεια καὶ τὴ σωτηρία τῶν πιστῶν».

Ἡ ἐπιστολὴ αὐτὴ εἶναι ὑπέροχο τεκμήριο (γιὰ νὰ μὴν παραθέσουμε τοὺς τόσους ψαλμοὺς καὶ Ἁγίους ποὺ λένε ἀκριβῶς τὸ ἴδιο) γιὰ τὸ πότε δὲν μᾶς ἐγκαταλείπει ὁ Θεός. Ὅταν βλέπει, ὅτι δὲν κοινωνοῦμε μὲ τοὺς ὑβριστές του αἱρετικούς, δὲν μένουμε ἄπραγοι. Ὅσο γιὰ τοὺς ποιμένες, ὅποιος δὲν ἀγωνίζεται νὰ διαφυλάξει τὸ ποίμνιο, ἀλλὰ μένει ἄπραγος, αὐτὸς δὲν συγκαταλέγεται στοὺς ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας.

Γιὰ νὰ μὴν κουράσουμε τὸν ἀναγνώστη μὲ τὰ πάμπολλα κείμενα τοῦ Μ. Βασιλείου γιὰ τὴν στάση τῶν πραγματικὰ εὐσεβῶν ἀπέναντι στὴν ὁποιαδήποτε αἵρεση, ἐπαναλαμβάνουμε ἐδῶ τὴν ἑρμηνεία τοῦ Ἁγίου ἀπὸ ἕναν ἔγκυρο θεολόγο, μία ἑρμηνεία ποὺ ποτὲ δὲν ἀναιρέθηκε.

Ἀπὸ τὸν καθηγητὴ Π. Χρήστου διαβάζουμε γιὰ τὶς προσπάθειες τοῦ Μ. Βασιλείου γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν καταπολέμηση τῶν αἱρέσεων (ἐδῶ).

«Η κοινωνία με τους αιρετικοὺς είναι ανεπίτρεπτος. Η ομολογία των Πατέρων τούτων, διατυπωθείσα δι' ενεργείας του Αγίου Πνεύματος επ' αυτούς, αποτελεί γνησίαν έκφρασιν της χριστιανικής διδασκαλίας και η αποδοχή της εν συνόλω, χωρίς παράλειψιν ούτε λέξεως, είναι θεμελιώδες καθήκον παντός χριστιανού, πολύ δε περισσότερον του επισκόπου. Είναι δε ως ελέχθη, ανεπίτρεπτος η κοινωνία με τους αθετούντας εν όλω ή εν μέρει την ομολογίαν αυτήν, διότι η αθέτησις θέτει αυτομάτως εκτός Εκκλησίας...

Δια τούτο ο Βασίλειος, όταν παρενεβάλλετο παρεκτροπή εις την πίστιν, δεν εδίσταζε να διάσπαση παλαιάς φιλίας. Συνεδέετο από της νεανικής του ηλικίας, και μάλιστα οικογενειακώς, με τον Ευστάθιον Σεβαστείας, τον οποίον επηρέαζε σοβαρώς εις τα φρονήματα επί τίνα χρόνον, ενώ ο ίδιος επηρεάζετο από αυτόν εις τα θέματα του μοναχικού βίου. Αι υποδείξεις πολλών ομοφρόνων του περί υπόπτων φρονημάτων αυτού δεν ήρκεσαν δια να τον οδηγήσουν εις μεταβολήν αισθημάτων. Όταν όμως επείσθη ότι πράγματι ο Ευστάθιος ηκολούθει αιρετικήν γραμμήν, δεν εδίστασε να διακόψη πάσαν επαφήν μαζί του...

Η αλήθεια είναι υπεράνω πάσης φιλίας. “Δεν αγνοείς πόσον μεγάλην έκτίμησιν είχομεν προς αυτούς (δηλαδή τον Ευστάθιον και τους οπαδούς του) όσον χρόνον ήσαν με το μέρος της υγιούς μερίδος. Τώρα όμως θα μας συγχωρεθή να μη ακολουθούμεν αυτούς, αλλά και να αποφεύγωμεν τους έχοντας το ίδιον με αυτούς φρόνημα, εφ' όσον δεν υπάρχει τίποτε το οποίον να θεωρούμεν προτιμότερον από την αλήθειαν και την σωτηρία μας”.

«Η κοινωνία είναι αγαθόν το οποίον προσφέρεται και λαμβάνεται κατά την συμφωνίαν της ορθοδόξου πίστεως. Όθεν απομάκρυνσις ενός επισκόπου από την ορθοδοξίαν συνεπάγεται διακοπήν της κοινωνίας από τους άλλους και αντιστρόφως δε επάνοδος ενός επισκόπου από την αίρεσιν εις την ορθοδοξίαν συνεπάγεται απόδοσιν της κοινωνίας...

Μία από τας οδυνηροτέρας πρώιμους εμπειρίας του Βασιλείου ήτο η περιπλοκή των σχέσεων του με τον επίσκοπον Καισαρείας, Διάνιον, ο οποίος τον εβάπτισε και τον εχειροτόνησεν εις διάκονον. Γράφων προς τον Βοσπόριον, ομολογεί ότι είχε διακόψει την κοινωνίαν με τον Διάνιον, το έτος 361, και είχε φύγει εις την ερημίαν του Πόντου. Έπραξε δε τούτο δια τον λόγον ότι εκείνος είχεν υπογράψει ομολογίαν πίστεως την οποίαν έφεραν οι περί τον Γεώργιον Λαοδικείας και η οποία ήτο πράγματι σύμβολον της συνόδου Κωνσταντινουπόλεως (360)».

Εἶναι ἀπίστευτο πράγματι καὶ παράλληλα τραγικό, πόσες φορὲς χρησιμοποιοῦμε τὰ κείμενα τοῦ Μ. Βασιλείου γιὰ νὰ ἀσκήσουμε κριτική, τὴν πρακτικὴ ὅμως ἀπόδειξη τῶν κειμένων αὐτῶν τὴν ἀποφεύγουμε καὶ οὔτε κἂν τὴν ἀναφέρουμε, ἔστω ὁμολογώντας τὴν δική μας ἀδυναμία νὰ τὴν ἀκολουθήσουμε. Θα μποροῦμε νὰ τὴν συνοψίσουμε σὲ λίγες γραμμές: «Η κοινωνία με τους αιρετικοὺς είναι ανεπίτρεπτος, ανεπίτρεπτος η κοινωνία με τους αθετούντας εν όλω ή εν μέρει την ομολογίαν αυτήν, διότι η αθέτησις θέτει αυτομάτως εκτός Εκκλησίας». «Ἐν ὅλω ἢ ἐν μέρει» διδάσκει ὁ Ἅγιος καὶ ἐμεῖς ὄχι μόνο δὲν διακόπτουμε τὴν κοινωνία μὲ ὅποιον ἀθετεῖ τὸ ἐν ὅλῳ, ἀλλὰ ἀνακηρύττουμε καὶ ὡς ὁμολογητὴ ὅποιον ἀθετεῖ τὴν ὁμολογία ἐν μέρει.

Σχετικὰ μὲ αὐτὸ ὁμολογεῖ ἀληθινὰ καὶ μὲ συνέπεια ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός: «...Ποτὲ δὲν θὰ δεχθῶ σὲ κοινωνία ὅσους τόλμησαν νὰ προσθέσουν στὸ Σύμβολο τὴν καινοτομία περὶ ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος... Γιατὶ ὅποιος ἔχει κοινωνία μὲ τὸν ἀκοινώνητο ἂς εἶναι καὶ αὐτὸς ἀκοινώνητος... εἶναι φανερὴ ἔκπτωση τῆς πίστεως καὶ κατηγορία γιὰ ὑπερηφάνεια, τὸ νὰ ἀθετεῖς κάτι ἀπὸ τὰ γεγραμμένα ἢ νὰ εἰσάγεις κάτι ποὺ δὲν εἶναι γεγραμμένο... αὐτοὶ ποὺ προσποιητὰ ὁμολογοῦν τὴν ὑγιῆ πίστη, ἔχουν ὅμως κοινωνία μὲ ὅσους φρονοῦν διαφορετικά, ἂν δὲν ἀκούσουν τὶς νουθεσίες μας, ὄχι μόνο νὰ μὴν ἔχουμε κοινωνία μαζί τους, ἀλλὰ οὔτε ἀδελφοὺς νὰ τοὺς ὀνομάζουμε....» (Ὁμολογία περὶ τῆς ὀρθῆς Πίστεως ἀπὸ Ἰ. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τομ. 1, σελ. 425).

Ρωτοῦμε: Θὰ κοινωνοῦσε ὁ Ἅγιος μὲ τοὺς σημερινοὺς «εὐσεβεῖς» ποὺ κοινωνοῦν καὶ ἀλληλοασπάζονται μὲ τὸν κάθε Οἰκουμενιστὴ ρασοφόρο; Τὸ ἐρώτημα εἶναι ρητορικό· φυσικὰ ὄχι. Ἄρα τιμοῦν οἱ «εὐσεβεῖς» τὸν Ἅγιο καὶ τοὺς ἀγῶνες του, ὅπως καὶ ὅλους τοὺς Ἁγίους καὶ τοὺς ἀντιαιρετικοὺς ἀγῶνες τους; Ὁ καθένας ἂς συμπεράνει μὲ βάση τὸ «τιμὴ Ἁγίων, μίμησις Ἁγίων».

Ὁ δὲ ἅγ. Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης, ἡ κατὰ τὸν Μ. Φώτιο «μοῦσα τῆς Ἐκκλησίας», μιλώντας γιὰ τὸν Ἐπίσκοπο Εὐσέβιο γράφει: «Ἂν ἀγνοώντας ὁ Εὐσέβιος τοὺς χειροτόνησε, θὰ ἔχει μέτρια ἀπολογία "ἐν ἀγνοίᾳ". Ἂν ὅμως, ὅπως λές, γνωρίζοντάς το πάρα πολὺ καλά, παρέδωσε τὸ ποίμνιο (γιὰ τὸ ὁποῖο ὁ Χριστός ἔχυσε τὸ αἷμα του) σὲ λύκους (σσ. κακόδοξους ρασοφόρους καὶ αἱρετικούς) γιὰ νὰ τὰ ἁρπάξουν, σὲ σκυλιά (σσ. κακόδοξους ρασοφόρους καὶ αἱρετικούς) γιὰ νὰ ἀσελγήσουν καὶ σὲ ἀλεποῦδες (σσ. κακόδοξους ρασοφόρους καὶ αἱρετικούς) γιὰ νὰ τὰ ἀφανίσουν μὲ δόλο, αὐτὸς δὲν θὰ ἔχει τί νὰ ἀπολογηθεῖ γιὰ τὶς τόσες ἁμαρτίες. Κι αὐτὰ τὰ λέω, ὄχι γιατὶ θὰ εἶναι ἀνεύθυνοι ἐκεῖνοι καὶ δὲν θὰ κριθοῦν, ἀλλὰ γιατὶ αὐτὸς ποὺ παρέχει τὰ σπέρματα τῶν ἁμαρτημάτων θὰ τιμωρηθεῖ πολὺ περισσότερο... Τότε τὸ ποίμνιο δὲν θὰ θεωρήσει αξιόπιστο τὸν διδάσκαλο αὐτὸν ποὺ δὲν πράττει τὰ δέοντα. Πρέπει λοιπὸν ὁ ποιμένας νὰ ἀστράφτει καὶ στὰ λόγια καὶ στὰ ἔργα. Γιατὶ λέει ὁ Χριστὸς· "Ὅποιος πράττει καὶ διδάσκει, αὐτὸς θὰ ὀνομαστεῖ μέγας στὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ἐὰν τὸ πράττειν σημαίνει μόνο τὴν διδαχή, ὅπως ἰσχυρίζονται κάποιοι δὲν θὰ εἶχε προστεθεῖ τὸ δεύτερο» (P.G. 78, 672-673).

Καί,

«Ἡ εἰρήνη καὶ ἡ ὁμόνοια ἀποτελοῦν τὸ μεγαλύτερο διακύβευμα ὅλων τῶν ἀγαθῶν ἀνθρώπων καὶ δὲν πρέπει νὰ δίνουμε σὲ κανένα ἀφορμὴ πολέμου καὶ μάχης (P.G. 78, 401). Πρέπει νὰ ἐκστρατεύουμε ὅλοι μαζὶ ἐναντίον τοῦ κοινοῦ ἐχθροῦ κι ὄχι νὰ ὁπλιζόμαστε μὲ αὐτὸν ἐναντίον ἀλλήλων γιατὶ τότε θὰ χαθοῦν καὶ τὰ δύο μέρη (P.G. 78, 1261). Ἐπειδὴ ἔγραψες γιατὶ δὲν εἶπε ὁ Παῦλος "νὰ εἰρηνεύετε μὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους" ἀλλὰ ἂν εἶναι δυνατόν (σσ. νὰ εἰρηνεύετε), ἀπαντῶ: Ἐπειδὴ ὑπάρχει ἡ πιθανότητα νὰ μὴν εἶναι δυνατόν, ὅταν πρόκειται γιὰ θέματα εὐσεβείας, σωφροσύνης καὶ γενικὰ γιὰ ὅλες τὶς ἀρετές. Διότι πῶς θὰ εἰρηνεύσει ὁ εὐσεβὴς μὲ τὸν ἀσεβή, ὁ δίκαιος μὲ τὸν ἄδικο, ὁ σώφρων μὲ τὸν λάγνο, ποὺ δὲν διαφθείρει μόνο τὸν ἑαυτό του ἀλλὰ καὶ τοὺς ἄλλους;» (P.G. 78, 1469).

Ἀποτελεῖ ἀπαύγασμα πνευματικῆς νουθεσίας καὶ ρητορικῆς, πῶς ὁ Ἅγιος κονιορτοποιεῖ τὶς ἀντιπατερικὲς γνῶμες αὐτῶν ποὺ γιὰ νὰ ἀγωνιστοῦν ἐνάντια στὴν αἵρεση χρειάζονται πλήθη, ἀναζητοῦν συμμαχίες, ἀνεξαρτήτου ἤθους ἢ στάσεως ἢ γρήγορες νίκες. Αὐτοὺς ποὺ διαμαρτύρονται γιὰ τὸ Οὐκράνικό, γιὰ ἀχειροτόνητους ἱερεῖς, ἀλλὰ συνεχίζουν νὰ ἔχουν κοινωνία μαζί τους, περιμένοντας, τί; Ὅποιος ἔχει τὸν Θεὸ δίπλα του δὲν χρειάζεται ἄλλους συναγωνιστὲς καὶ μάλιστα ἀσθενεῖς. Νίκη δὲν εἶναι ἡ ἧττα τῶν αἱρετικῶν, διότι αὐτὴ μπορεῖ νὰ μὴν τὴν βιώσουμε. Νίκη εἶναι, ὅτι ἐμεῖς δὲν ξεφύγαμε ἀπὸ τὸν δρόμο τῆς εὐσέβειας, τὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ ποὺ εἶναι ἐπίσης σημαντικὸ στὰ παραπάνω εἶναι ἡ ἐπιβεβαίωση τοῦ Ἁγίου τοῦ Κανόνος «ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτῳ...». Ὅποιος κοινωνεῖ μὲ ἀνθρώπους ποὺ ἐμμένουν στὴν ἁμαρτία τῆς κακοδοξίας καὶ αἱρέσεως (διότι ἂν μιλοῦσε γιὰ τὴν φυσική μας ἁμαρτία, δὲν θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ κοινωνοῦμε μεταξύ μας) καταδικάζεται κι αὐτὸς ὡς ἁμαρτωλός. Ὁ πόλεμος γιὰ τὴν πίστη δεν ἀποτελεῖ διάσπαση ἢ διχόνοια (φυσικὰ μὲ τὶς τηρούμενες ἱεροκανονικὲς προϋποθέσεις). Ἡ ὁμόνοια καὶ ἡ κοινωνία μὲ τοὺς κάθε εἴδους αἱρετικούς, σχισματικοὺς καὶ βλάσφημους φέρνει διάσπαση καὶ ψεῦδος, ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν Ἕναν Ποιμένα.

Ὅσον ἀφορᾶ μάλιστα τοὺς ποιμένες, ἡ μαχητικότητα καὶ ἡ ἀγωνιστικὴ παρρησία πιστοποιοῦν λοιπὸν τὸν ἀληθινὸ ποιμένα. Μία μαχητικότητα ποὺ ἔχοντας πρότυπο τὸν Ἕνα Ποιμένα, πρέπει νὰ φτάνει στὴν αὐταπάρνηση καὶ τὴν αὐτοθυσία, γιὰ χάρη τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ ποιμνίου Του.

Πόσο ἄφοβος ἦταν ὁ Ἅγιος; Ἂς τὸν ἀκούσουμε καὶ ἂς παραδειγματιστοῦμε: «Πολλοί, ὦ ἄθλιε Ζώσιμε (σσ. ὁ Ἅγιος εἶχε πολλὲς φορὲς προσπαθήσει νὰ τὸν συνετίσει, ἀλλὰ αὐτὸς δὲν ἄλλαξε), ἔγιναν πρὶν ἀπὸ σένα ἀσεβεῖς καὶ ἁμαρτωλοί, μήτε τον Θεὸν φοβούμενοι, μήτε βίου χρηστοῦ ἐπιμελούμενοι, ἀλλὰ ἐσὺ τοὺς ξεπέρασες ὅλους, ἔγινες ἡ κορυφή, ἄπιστο καὶ ἀμίμητο παράδειγμα. Διότι ἐκεῖνοι εἶχαν καὶ κάποιες ἀρετές, ἐσὺ ὅμως δόθηκες στὴν κακία καὶ στὶς ἡδονές καὶ ξανακήρυξες πόλεμο στὴν ἀρετή. Κατήντησες γιὰ ὅλους κωμωδία, γιὰ γέλια καὶ σκάνδαλο. Βλέποντάς σε (σσ. τὸ ποίμνιο) νὰ πιάνεις μὲ τὰ μιαρά σου χέρια τὰ ἱερὰ Μυστήρια ἀποπηδοῦν προτιμώντας νὰ μείνουν ἀμύητοι παρὰ νὰ δεχθοῦν ἀπὸ τὰ βρώμικά σου χέρια τὰ ἄχραντα Μυστήρια...» (P.G. 78, 1644). «Ἐγὼ θεωρῶ ἐχθρὸ τῆς ἀρετῆς αὐτὸν ποὺ συμπράττει μὲ τὸν διάβολο, ποὺ σπέρνει ζιζάνια κατὰ τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν καὶ δὲν μπορῶ νὰ τὸν βλέπω ἀκόμα καὶ ἂν μὲ ἀπειλήσει μὲ χίλιους θανάτους» (P.G. 78, 1640). «Ἐγὼ καταφρονῶ κάθε κίνδυνο ὑπὲρ τοῦ πολέμου ἐναντίον τοῦ Ἀρείου καὶ θὰ μποροῦσα νὰ σταματήσω ὅλα τ’ ἄλλα μόνο γιὰ νὰ τὸν πολεμῶ καὶ νὰ τὸν χτυπῶ» (P.G. 78, 401).

Τὸ ποίμνιο λέει ὁ Ἅγιος, βλέποντάς σε νὰ πιάνεις μὲ τὰ μιαρά σου χέρια τὰ ἱερὰ Μυστήρια ἀποπηδοῦν προτιμώντας νὰ μείνουν ἀμύητοι παρὰ νὰ δεχθοῦν ἀπὸ τὰ βρώμικά σου χέρια τὰ ἄχραντα Μυστήρια... Ἂν ζοῦσε σήμερα ὁ Ἅγιος, τί πιστεύουμε, θὰ μιλοῦσε ἀλλιῶς; Αὐτὸς ποὺ δὲν φοβήθηκε αὐτοκράτορες καὶ αἱρετικοὺς θὰ φοβόταν νὰ συμβουλέψει τὸ ποίμνιο νὰ μὴν ἀποπηδήσει; Δὲν τὸ συμβούλεψε ὅμως καὶ δὲν τὸ συμβουλεύει, διότι αὐτὴ ἡ ἀποπήδηση ἀπὸ τὸν ψευδοποιμένα (ὡς ἀπὸ ὄφεως λέει ὁ Μ. Φώτιος) εἶναι ἡ μόνη λύση σωτηρίας γιὰ τὸ ποίμνιο. Σὰν ἀληθινὸς ποιμένας ποὺ ἦταν ὁ Ἅγιος τὸ γνώριζε καὶ δὲν ἔκανε κανέναν συμβιβασμὸ σὲ αὐτὸ τὸ θέμα. Ὅλα θὰ τὰ σταματοῦσε γιὰ νὰ πολεμήσει τὴν αἵρεση. Ἐμεῖς ὅταν κατηγοροῦμε τὴν διακοπή/ἀποπήδηση ἀπὸ τὸν ἑκάστοτε Οἰκουμενιστή, μποροῦμε νὰ χρησιμοποιοῦμε τὸν Ἅγιο ὡς πηγὴ εὐσεβείας, ἀναιρώντας παράλληλα μὲ τὴν στάση μας τὴν εὐσέβειά του;

Ὡς τελευταῖο παράδειγμα καὶ γιὰ νὰ διαπιστώσουμε τὴν συμφωνία τῶν Ἁγίων, τὸ consensus patrum, ὥστε νὰ γίνουμε ἀκόμα πιὸ ὀξυδερκεῖς στὴ ἀναγνώριση τῶν εὐσεβῶν ἱερέων καὶ τῶν πραγματικῶν καθηκόντων καὶ προτεραιοτήτων μας, ἂς δοῦμε, τί λέει ἕνας γιὰ πολλοὺς ἄγνωστος Ἅγιος, ὁ ὅσ. Μελέτιος ὁ Γαλησιώτης (Ἀλφαβηταλφάβητος, ρνδ΄ (154) ἀπὸ τὸν στίχο 10).

«Ἀπὸ τὸ νὰ λὲς ὅτι εἶσαι ἀπόστολος τοῦ Κυρίου, διδάσκαλος τῶν ἐθνῶν καὶ κήρυκας, ἀπὸ τὸ νὰ κηρύττεις τοὺς θεσμοὺς τοῦ Εὐαγγελίου καὶ νὰ διδάσκεις σὲ ἀνθρώπους τὶς προσταγὲς τοῦ Κυρίου, εἶναι κατὰ πολὺ λαμπρότερο καὶ σεμνότερο καὶ καλύτερο νὰ σὲ περιτριγυρίζουν φρουρές, ἐπειδὴ ἀγωνίζεσαι γιὰ τὴν Ἀλήθεια καὶ νὰ τὴν ὑπερασπίζεις σὲ ὅλους, ἐνῶ φορᾶς δεσμά. Ἐὰν κάποιος ἀγαπᾶ τὸν Κύριο γνωρίζει τί λέω καὶ ὅποιος καίγεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Δεσπότου ἔχει τὴν δύναμη νὰ γνωρίζει τὴν δύναμη τῶν δεσμῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ θέλει νὰ συνυπάρχει μὲ τὸν Παῦλο στὶς φυλακὲς καὶ στὰ δεσμὰ ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας ἀπὸ τὸ νὰ συναναπαύεται καὶ νὰ συντιμᾶται (σσ. λόγῳ τῆς ἱερωσύνης) μαζί του».

Ὁ Ὅσιος θεωρεῖ ὑψηλότερη ἀπόδειξη εὐσεβείας τὴν τιμωρία, τὴν φυλάκιση, τὸν διωγμὸ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Εὐσέβεια σημαίνει γιὰ τὸν ὅσιο νὰ συνυπάρχει μὲ τὸν Παύλο στὴν φυλακή, νὰ θεωρεῖται περικάθαρμα μαζί του, παρὰ νὰ τιμᾶται μὲ τοὺς ἄλλους ἱερεῖς, ἐνῶ ἡ Πίστη διώκεται καὶ τὸ δόγμα καταργεῖται. Καὶ ὁ ὅσ. Μελέτιος τὰ διδάσκει αὐτά, ὄχι μόνο, καὶ κυρίως, γιατὶ εἶναι σύμφωνα μὲ τοὺς Πατέρες ὅλων τῶν αἰώνων, ἀλλὰ καὶ γιατὶ τὰ ἔγραψε στὴν φυλακή. Οἱ σημερινοὶ «εὐσεβεῖς» ἀπὸ ποῦ πῆραν τὸ δικαίωμα νὰ διδάσκουν τὶς σημερινὲς νεοδιδασκαλίες περὶ εὐσεβείας; Ἐμεῖς πῶς μιλοῦμε γιὰ ἀγῶνα καὶ ὁμολογία καὶ ἀπαιτοῦμε ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ὅταν οἱ ἴδιοι φοβούμαστε τὴν ποινή;

Καὶ ἀπὸ τὸν στίχο 34 φωτογραφίζει μὲ ἀκρίβεια τὴν σημερινὴ ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση, ἀπόδειξη ὅτι στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ὁ ὁρισμὸς τῆς εὐσεβείας δὲν ἀλλάζει ἀπὸ αἰώνα σὲ αἰώνα ἢ ἀπὸ χρόνο σὲ χρόνο. Ἀποτελεῖ διαμελισμὸ καὶ τεμαχισμὸ τῆς εὐσεβείας, ἐκείνη ἡ μεταπατερικὴ οἰκονομίστικη τάση-διδασκαλία, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία κρατοῦμε τὸ “ἠθικὸ” μέρος της καὶ ὀλιγωροῦμε γιὰ τὸ ὁμολογιακὸ στοιχεῖο τῆς Πίστεως. Τίποτα δὲν ἀλλάζει στὴν ἁγιοπατερική μας Παράδοση· οὔτε τὸ τί εἶναι πραγματικὰ εὐσέβεια:

«Αὐτὸ εἶναι τὸ μέγα σκάνδαλο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ὅτι δηλ. ἀφαιρέθηκε ὅλη ἡ εἰρήνη ἀπ’ ὅλους καὶ ταρακούνησαν τὶς ψυχὲς καὶ τάραξαν τὰ σώματα·ὅτι δηλ. οἱ παραλογιστὲς τῆς ὄντως ἀλήθειας καὶ οἱ ἐφευρέτες τῆς κακίας φιλονικοῦν νὰ στήσουν λογικὰ τεχνάσματα καὶ ἐπινοοῦν μεθόδους, πανουργίες, ἔρευνες καὶ συζητήσεις καὶ πολύτροπες ἀγωγὲς καὶ μηχανορραφίες, ὅπως μία γυναῖκα, ποὺ δὲν ἔχει φυσικὴ ὀμορφιά, προσπαθεῖ νὰ τὴν ἀποκτήσει ψευδῶς μὲ τὸν καλλωπισμό. Γεννήθηκε δόλος καὶ ψεῦδος, ἀπάτη, πλάνη καὶ θέλημα καὶ πρόφαση γιὰ συναγωγὴ χρημάτων. Ὅλα αὐτὰ ὅμως τὰ παραχώρησε ὁ Θεός, γιὰ νὰ ἀναδειχθοῦν σὲ αὐτοὺς τοὺς καιροὺς οἱ σταθεροὶ ὡς πρὸς τὴν εὐσέβεια καὶ νὰ φανερώσουν τὴν ἀγάπη τους πρὸς τὸν Θεό. Ὑπὲρ αὐτῆς ἔλεγξε καὶ ὑπέφερε τὴν θάνατο. Πάντες κομπάζουν ἀπὸ κοινοῦ καὶ περισσότερο οἱ ποιμένες, ὅταν ἐμφανίστηκε ἡ αἵρεση, ὑπέκυψαν καὶ προσπαθοῦν μὲ ἐκβιασμοὺς νὰ φέρουν μὲ τὸ μέρος τους αὐτοὺς ποὺ ἀντιστέκονται, διαβάλλοντάς τους μὲ ρητορικὲς ἀπάτες καὶ περιβάλλοντάς τους μὲ δεινὲς σοφιστικὲς πλεκτᾶνες καὶ πείθοντάς τους μὲ συλλογισμοὺς καὶ μάταιες συστροφές...Ἐὰν κάποιος εἶναι εὐσεβής, ἀλλὰ μόνο μὲ τὴν γλώσσα, μόνο μὲ τοὺς λόγους εὐσεβής, ἀλλὰ στὶς πράξεις σκοντάφτει, ὁ Θεὸς πάντως, ὅπως λέει ὁ Μ. Βασίλειος, δὲν θέλει κανένα, ποὺ εὐσεβεῖ κατὰ τὸ ἥμισυ».

Νὰ πάλι ἡ ἐτυμηγορία, ὅτι δὲν ἐπιτρέπεται γιὰ Χριστιανὸ νὰ καταργήσει τὴν εὐσέβεια. Ἐδῶ τί νὰ ἀναφέρει κανείς; Τὴν ὑποκρισία τῶν σημερινῶν ἢ τὸ μεγαλεῖο τῶν ἀληθινῶν ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας μας; «Ἐὰν κάποιος εἶναι εὐσεβής, ἀλλὰ μόνο μὲ τὴν γλώσσα, μόνο μὲ τοὺς λόγους εὐσεβής, ἀλλὰ στὶς πράξεις σκοντάφτει, ὁ Θεὸς πάντως, ὅπως λέει ὁ Μ. Βασίλειος, δὲν θέλει κανένα, ποὺ εὐσεβεῖ κατὰ τὸ ἥμισυ». Ἰδού, λοιπόν, τὸ κριτήριο τῆς εὐσεβείας. Ὄχι λόγια ἀλλὰ ἔργα! Ὄχι ἀναφορὲς ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς, ἀλλὰ αὐστηροὶ ἔλεγχοι καὶ συνεπεῖς πράξεις ποὺ ἔχουν βαρὺ κόστος. Καὶ ἂς ὑβρίζουν καὶ συκοφαντοῦν κάποιοι, μὴ βλέποντας οἱ ἄμοιροι ὅτι ἔτσι ἀπομακρύνονται ἀπὸ τοὺς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας. Γιὰ νὰ διαπιστώσουμε μάλιστα τοῦ λόγου τὸ ἀληθές, γιὰ τὸ ὅτι στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησία τίποτα δὲν ἀλλάζει ἂς συγκρίνουμε τὰ λόγια τοῦ ὁσ. Μελετίου μὲ αὐτὰ τοῦ Μ. Βασιλείου 900 περίπου χρόνια νωρίτερα:

«Γίνεται ἄρνησις (τῆς Θεότητος) τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἀπομακρύνεται (σ.σ. διώκεται) ὅποιος δύναται νὰ ἀποδείξῃ ψευδῆ τὴν ἄρνησιν… Ἀλλὰ "ποιός θὰ δώσῃ εἰς τὰ βλέφαρά μου πηγὴν δακρύων, διὰ νὰ κλαύσω" ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας τὸν λαόν, ὁ ὁποῖος μαζὶ μὲ αὐτὰς τὰς πονηρὰς διδασκαλίας σπρώχνεται εἰς τὴν καταστροφήν; Παρασύρονται (καὶ τείνονται εὐήκοα) τὰ ὦτα τῶν ἁπλουστέρων. Ἤδη πλέον ἔχει ἐξοικειωθεῖ (ὁ λαός) μὲ τὴν αἱρετικὴν δυσσέβειαν. Τὰ μικρὰ παιδιὰ τῆς Ἐκκλησίας (ἀπὸ νήπια) ἐκπαιδεύονται (καὶ μεγαλώνουν) μὲ τὰ ἀσεβῆ λόγια (τῆς αἱρέσεως). Ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς τελοῦνται οἱ βαπτίσεις, οἱ κηδεῖες τῶν νεκρῶν, οἱ ἐπισκέψεις τῶν ἀσθενῶν, ἡ παρηγορία τῶν θλιβομένων, ἡ βοήθεια τῶν ταλαιπωρουμένων... Καθὼς ὅλα αὐτὰ τελοῦνται ἀπ’ αὐτούς, γίνονται μέσο συνδέσεως τῶν λαῶν μὲ τοὺς αἱρετικούς, ὥστε νὰ ἔχουν ὅλοι τὸ ἴδιο φρόνημα. Συνεπῶς ἔπειτα ἀπὸ λίγο καιρό –καὶ ἂν ἀκόμα ἐπικρατήσῃ κάποια ἐλευθερία– δὲν θὰ ὑπάρχῃ πλέον ἐλπίδα νὰ ἐπιστρέψουν στὴν ἐπίγνωσι τῆς ἀληθείας, ὅσοι ἔχουν κυριευθῆ ἀπὸ τὴν πολυχρόνια αὐτὴ ἀπάτη» (Πρὸς Ἰταλοὺς καὶ Γάλλους Ἐπισκόπους περὶ τῆς καταστάσεως καὶ συγχύσεως τῶν Ἐκκλησιῶν, ἐπιστ. 243· μετάφραση).

Δὲν ξέρω ἂν ἔχουμε συνειδητοποιήσει, ὅσοι θέλουμε νὰ ἀγωνιστοῦμε πραγματικὰ ἐνάντια στὸν σημερινὸ ξεπεσμὸ καὶ στὴν προδοσία τῆς Πίστεως: «Ἤδη πλέον ἔχει ἐξοικειωθεῖ (ὁ λαός) μὲ τὴν αἱρετικὴν δυσσέβειαν. Τὰ μικρὰ παιδιὰ τῆς Ἐκκλησίας (ἀπὸ νήπια) ἐκπαιδεύονται (καὶ μεγαλώνουν) μὲ τὰ ἀσεβῆ λόγια (τῆς αἱρέσεως). Ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς τελοῦνται οἱ βαπτίσεις, οἱ κηδεῖες τῶν νεκρῶν, οἱ ἐπισκέψεις τῶν ἀσθενῶν, ἡ παρηγορία τῶν θλιβομένων, ἡ βοήθεια τῶν ταλαιπωρουμένων... Καθὼς ὅλα αὐτὰ τελοῦνται ἀπ’ αὐτούς, γίνονται μέσο συνδέσεως τῶν λαῶν μὲ τοὺς αἱρετικούς, ὥστε νὰ ἔχουν ὅλοι τὸ ἴδιο φρόνημα. Συνεπῶς ἔπειτα ἀπὸ λίγο καιρό –καὶ ἂν ἀκόμα ἐπικρατήσῃ κάποια ἐλευθερία– δὲν θὰ ὑπάρχῃ πλέον ἐλπίδα νὰ ἐπιστρέψουν στὴν ἐπίγνωσι τῆς ἀληθείας, ὅσοι ἔχουν κυριευθῆ ἀπὸ τὴν πολυχρόνια αὐτὴ ἀπάτη».

Καὶ ὅλα αὐτὰ συμβαίνουν κατὰ κύριο λόγο ἐξ αἰτίας τῆς ἀσυνέπειάς μας, τῆς ἄρνησής μας νὰ πράξουμε τὸ ὀρθόδοξον καὶ πραγματικὰ εὐσεβές. Καὶ δυστυχῶς ἂν συνεχίσουμε ἔτσι, ἀνακαλύπτωντας παντοῦ «εὐσεβεῖς» γιὰ νὰ δικαιολογήσουμε τὴν ἄρνησή μας «δὲν θὰ ὑπάρχῃ πλέον ἐλπίδα νὰ ἐπιστρέψουν/ουμε στὴν ἐπίγνωσι τῆς ἀληθείας».

Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου