Παρασκευή 5 Αυγούστου 2022

ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΓΙΑΝ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΝ [: Ματθ. 17,5] Γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου «Αὐτοῦ ἀκούετε» [6-8-1988] (Γ103β)

 

ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΓΙΑΝ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΝ (Ματθ. 17,5)

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία μακαριστοῦ γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου

μὲ θέμα:

«ΑΥΤΟΥ ΑΚΟΥΕΤΕ»

[ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στὶς 6-8-1988]

(Γ103β)

Ὁ σκοπὸς μιᾶς ἑορτῆς, ἀγαπητοί μου, εἶναι νὰ ξαναζωντανέψει ἕνα γεγονὸς καὶ νὰ δημιουργήσει, ἂν τοῦτο βέβαια εἶναι δυνατόν, τὰ ἴδια βιώματα, ὅπως ὅταν τὸ γεγονὸς ἐλάβαινε χώρα.

Ἔτσι, ὅταν οἱ μαθηταὶ Πέτρος, Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης εἶδαν τὸ ὑπερφυὲς αὐτὸ θαῦμα τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου, ἐκινήθησαν ἀνάμεσα σὲ δύο ἀκραῖα αἰσθήματα. Αὐτὰ ποὺ μέσα στὴν Ἱστορία καλεῖται ὁ κάθε πιστός, ὅπως σᾶς εἶπα, αὐτὸς ὁ σκοπὸς τῶν ἑορτῶν, νὰ κινηθεῖ. Ἦταν ἡ γοητεία τῆς θέας, ὥστε ὁ Ἀπόστολος Πέτρος νὰ φθάσει νὰ ζητήσει ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ μείνουν γιὰ πάντα στὸ Θαβώρ. Ἀλλὰ καὶ ὁ τρομακτικὸς φόβος, ὥστε νὰ πέσουν πρηνεῖς, ὅπως πολὺ ὡραία τὸ ἐκφράζει κατὰ δυναμικότατον τρόπον ἡ βυζαντινὴ ἁγιογραφία, ὅταν ἄκουσαν τὴν φωνὴν τοῦ Οὐρανίου Πατρὸς ἀπὸ τὸ κέντρον τῆς νεφέλης: «Καὶ ἰδοὺ φωνὴ ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα· οὗτος ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε». «Καὶ νά, φωνὴ ἐκ τῆς νεφέλης, ἡ ὁποία ἔλεγε: Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός -δηλαδὴ ὁ Ἰησοῦς- εἰς τὸν Ὁποῖον ἀναπαύομαι· Αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε».

Ἦτο ἡ μεγάλη μαρτυρία τοῦ Πατρὸς ὑπὲρ τοῦ Υἱοῦ, ποὺ χάριν αὐτῆς τῆς μαρτυρίας, ὅπως λέγαμε ἐχθὲς εἰς τὸν Ἑσπερινόν, ἐστήθῃ τὸ σκηνικὸν τῆς φωτεινῆς νεφέλης. Ἡ μαρτυρία τοῦ Πατρὸς ἔχει μία ἄπειρη βαρύτητα γιατί εἶναι μία ἄμεση ἀποκάλυψη.

Τίνος ἦτο ἡ φωνή; Ἔπρεπε νὰ δοθεῖ καὶ διὰ τὴν φωνὴν μία μαρτυρία, διὰ νὰ ἐξασφαλιστεῖ ἡ γνησιότητα τῆς φωνῆς. Ἀλλὰ ἡ μαρτυρία τῆς φωνῆς, ποὺ θὰ ἔδιδε τὴν μαρτυρίαν διὰ τὸν Ἰησοῦν, ἐδόθῃ ἀπὸ τὴν παρουσίαν τῆς φωτεινῆς νεφέλης. Τὸ ἕνα δηλαδὴ δίδει τὴ μαρτυρίαν διὰ τὸ ἄλλο. Ἡ νεφέλη δίδει τὴν μαρτυρίαν τῆς γνησιότητος τῆς φωνῆς καὶ ἡ γνησιότητα τῆς φωνῆς τὴ μαρτυρίαν περὶ τοῦ προσώπου τοῦ Υἱοῦ. Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς λέγει ἕνας ἑρμηνευτής: «Νεφέλη καὶ φωνή, ἵνα βεβαιωθῶσιν ὅτι φωνὴ Θεοῦ ἐστίν». Μαζὶ ἡ φωνὴ μὲ τὴ νεφέλη, διὰ νὰ βεβαιωθοῦν οἱ μαθηταὶ ὅτι πρόκειται περὶ τῆς φωνῆς τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἡ φωνὴ ἦτο τοῦ Πατρός, τοῦ Οὐρανίου Πατρός. Ἐδῶ πάλι βλέπομε, ὅπως εἰς τὴν Βάπτισιν, ἔχομε μία πλήρη Θεοφανία. Τὸ κέντρον τῆς Θεοφανίας στὴν Μεταμόρφωσιν κατέχει ὁ Υἱός. Ὅπως καὶ εἰς τὴν Βάπτισιν τὸ κέντρον τῆς Θεοφανίας κατέχει πάλι ὁ βαπτιζόμενος Υἱός. Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ἐκεῖ, εἰς τὴν Βάπτισιν ἦτο ὡσεὶ περιστερά. Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐδῶ εἶναι ὡς νεφέλη φωτεινή. Ὁ Πατὴρ ἐμφανίζεται ὡς φωνὴ καὶ ἐκεῖ εἰς τὴν Βάπτισιν καὶ ἐδῶ καὶ πάντοτε μὲ τὴν ἰδίαν μαρτυρίαν. Ὅτι «Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός». Ἀκροατὴς ἐκεῖ εἰς τὴν Βάπτισιν ἦταν κυριότατα ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής. Ἐδῶ ἀκροαταὶ τῆς φωνῆς εἶναι ὁ Πέτρος, ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης. Δὲν εἶναι τολμηρὸ νὰ ποῦμε καὶ ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Ἠλίας. Θὰ τὸ δοῦμε λίγο πιὸ κάτω. Ἔτσι ἔχομε ἄλλη μία μαρτυρία ἐδῶ τοῦ Πατρὸς μὲ φωνήν. Εἶναι ἡ δεύτερη μαρτυρία μέσα εἰς τὰ Εὐαγγέλια.

Ἔχομε ὅμως καὶ μία τρίτη μαρτυρία τῆς φωνῇς τοῦ Οὐρανίου Πατρός. Ὅταν κάποτε ὁ Κύριος ὁμίλει εἰς τὰ πλήθη, ἔκανε μία μικρὰν προσευχὴν εἰς τὴν ὁποίαν ἐδόθῃ μία συγκλονιστικὴ ἀπάντησις: «Πάτερ, δόξασόν σου τὸ ὄνομα. ἦλθεν οὖν φωνὴ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ· καὶ ἐδόξασα καὶ πάλιν δοξάσω». «Ἀπεκρίθη ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν· οὐ δι᾿ ἐμὲ αὕτη ἡ φωνὴ γέγονεν, ἀλλὰ δι᾿ ὑμᾶς». «Πατέρα, δόξασέ μου τὸ ὄνομά Σου. Ἦλθε λοιπὸν μία φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανό. ''Καὶ ἐδόξασα καὶ πάλι δοξάσω''. Τότε ἀπεκρίθῃ ὁ Ἰησοῦς πρὸς τὰ πλήθη καὶ εἶπε: ''Αὐτὴ ἡ φωνὴ δὲν ἔγινε γιὰ μένα ἀλλὰ γιά σᾶς''». Δηλαδὴ «νὰ σᾶς δοθεῖ μία μαρτυρία Ποιός εἶμαι,  ποῦ ἀποτείνομαι καὶ πῶς ἀπαντᾷ Ἐκεῖνος πρὸς τὸν Ὁποῖον Ἐγὼ ἀποτείνομαι».

Ἔχομε λοιπὸν τρεῖς μαρτυρίες σὰν φωνὴ τοῦ οὐρανίου Πατρός· στὴν Βάπτισιν, στὴν Μεταμόρφωσιν καὶ τώρα εἰς τὰ πλήθη, ὑπὲρ τῆς ταυτότητος τοῦ Υἱοῦ. Καὶ ποιά εἶναι αὐτὴ ἐν προκειμένῳ ἡ μαρτυρία; Τὸ εἴπαμε: «Οὗτος ἐστὶν ὁ ὑἱός μου ὁ ἀγαπητός». Αὐτὴ εἶναι ἡ μαρτυρία, σπουδαιοτάτη μαρτυρία, ποὺ ὅπως εἴδαμε εἶναι ἡ δευτέρα χρονολογικά.

Ἡ μαρτυρία τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, ὅπως θὰ ἐνθυμεῖσθε, ὅταν ὁ Κύριος ἔθεσε ἐκείνη τὴν ἐρώτηση στοὺς μαθητάς: «Οἱ ἄνθρωποι τίνα με λέγουσιν εἶναι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου; (:Οἱ ἄνθρωποι γιὰ μένα τί λένε; Γιὰ μένα τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου, ποιός εἶμαι;)». Καὶ τότε... -γιατί ὑπῆρχαν ποικίλες ἀπόψεις περὶ τοῦ προσώπου τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ τότε ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ἐξ ὀνόματος καὶ τῶν ἄλλων μαθητῶν εἶπε ἐκεῖνα τὰ βαρυσήμαντα λόγια: «Σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος (: Σὺ εἶσαι ὁ Μεσσίας· ὁ κατεξοχὴν Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος Θεοῦ)». Βέβαια ἦτο μία μεγάλη μαρτυρία, ποὺ ὁ Κύριος τὴν μαρτυρίαν αὐτὴν ἐπήνεσε καὶ εἶπε ὅτι ἐπὶ τῆς μαρτυρίας αὐτῆς θὰ θεμελιωθεῖ ἡ Ἐκκλησία. Ἐλέγετο Σίμων ἢ Κηφὰς ὁ Πέτρος. Καὶ τὸν ἀποκαλεῖ ἐκεῖ, τὸν μετονομάζει καὶ τὸν λέγει Πέτρον, πέτρα δηλαδή, βράχον καὶ ὅτι ἐπ᾿ αὐτοῦ τοῦ βράχου -ποιοῦ βράχου;- αὐτῆς τῆς ὁμολογίας -ποιάς ὁμολογίας; : ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ κατεξοχὴν Υἱὸς τοῦ Θεοῦ-, θὰ θεμελιωθεῖ ἡ Ἐκκλησία· τῆς ὁποίας τὰ θεμέλια δὲν θὰ μπορέσουν αὐτὲς οἱ σκοτεινὲς δυνάμεις τοῦ Ἅδου νὰ τὰ κλονίσουν μέσα εἰς τὴν Ἱστορίαν.

Ἀλλὰ αὐτὴ ὅμως ἡ μαρτυρία τοῦ Πέτρου ἦτο μία ἔμμεση μαρτυρία· διότι ἁπλῶς τοῦ ἀπεκαλύφθῃ. Τὸ βεβαιώνει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ὅταν τοῦ λέγει: «Σίμων Βαριωνᾶ (:Σίμων, παιδὶ τοῦ Ἰωνᾶ, αὐτὸ ποὺ εἶπες δὲν ἦταν δικό σου) ὅτι σὰρξ καὶ αἷμα -δηλαδὴ ἄνθρωπος- οὐκ ἀπεκάλυψέ σοι (:Δέν σοῦ τὸ ἀπεκάλυψε αὐτὸ ἄνθρωπος, ὅτι Ἐγὼ εἶμαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος), ἀλλ᾿ ὁ πατὴρ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Συνεπῶς καὶ ἐδῶ ἔχομε καὶ τὴν ἀποκάλυψη καὶ τὴ μαρτυρία τοῦ Πατρός, μόνο ποὺ γίνεται ἔμμεσα, διὰ τῆς μαρτυρίας ἑνὸς μαθητοῦ.

Ἐδῶ ὅμως στὴ Μεταμόρφωση ἔχομε ἄμεσον μαρτυρίαν τοῦ Πατρὸς διὰ τὸν Υἱόν. Ἀλλὰ αὐτῆς τῆς μαρτυρίας τοῦ Πατρός, προηγήθηκε μιὰ ἄλλη μαρτυρία διὰ τὸν Υἱόν. Ἦτο ἡ μαρτυρία τοῦ Μωυσέως· ὁ ὁποῖος τὴ στιγμὴ ποὺ ἐδίδετο ἡ μαρτυρία τοῦ Πατρός, ὁ Μωυσῆς ἦτο παρών. Καὶ τὴν εἶχε δώσει τὴ μαρτυρίαν αὐτὴ 15 περίπου αἰῶνες πρὸ Χριστοῦ.

Ἀκοῦστε πῶς τὸ λέγει ὁ ἴδιος ὁ Μωυσῆς εἰς τὸ βιβλίον τοῦ Δευτερονομίου στὸ 18ο κεφάλαιον, στίχος 15. Εἶναι ἡ πλέον βαρυσήμαντος θέσις, ὄχι μόνο μέσα εἰς τὸ βιβλίον τοῦ Δευτερονομίου, ἀλλὰ εἰς αὐτὴν τὴν Πεντάτευχον, ἀλλὰ εἰς αὐτὴν ὁλόκληρην τὴν Παλαιὰν Διαθήκην. Τί λέγει ἐκεῖ ὁ Μωυσῆς; «Προφήτην ἐκ τῶν ἀδελφῶν σου ὡς ἐμὲ -δηλαδὴ «Προφήτην ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς σου», λέει στὸν λαό, «σὰν ἐμένα», ὡς ἐμὲ, δηλαδὴ τί εἶμαι ἐγώ; Νομοθέτης. Προσέξτε: Ὑπογραμμίζω. Νομοθέτης. Θὰ τὸ πῶ διὰ τρίτην φορά. Νομοθέτης- ἀναστήσει σοι Κύριος ὁ Θεός σου, αὐτοῦ ἀκούσεσθε». Θὰ ἐγείρει, θὰ ἀναστήσει, θὰ φέρει στὴν Ἱστορία, ἕναν ἄλλον Νομοθέτην. Αὐτοῦ ἀκούσεσθε. Ἀκοῦστε αὐτὴν τὴν φράσιν: «Αὐτοῦ ἀκούσεσθε». Αὐτὸν νὰ ἀκούσετε. Ὁ Πατὴρ τί εἶπε; «Αὐτοῦ ἀκούσεσθε». Ὥστε λοιπὸν εἶναι Αὐτὸς ὁ ἄλλος Νομοθέτης, ὁ ἄλλος προφήτης. Καὶ ὁ Θεὸς βεβαιώνει αὐτὴν τὴν ρῆσιν τὴν προφητικὴν τοῦ Μωυσέως, μὲ τὰ ἑξῆς λόγια, λίγο πιὸ κάτω ἀπὸ αὐτὸ ποὺ σᾶς διάβασα: «Προφήτην ἀναστήσω αὐτοῖς -δηλαδὴ στοὺς Ἑβραίους- ἐκ τῶν ἀδελφῶν αὐτῶν -δηλαδὴ ἀπὸ τὸν λαὸ τους-, ὥσπερ σε -ὅπως καὶ ὁ Ἰησοῦς ἐκ τοῦ λαοῦ τοῦ Ἰσραὴλ κατάγεται κατὰ σάρκα. Ὅπως κι ἐσένα· δηλαδὴ Νομοθέτην-, καὶ δώσω τὰ ῥήματα ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ (:θὰ τοῦ βάλω τὰ λόγια μου στὸ στόμα του), καὶ λαλήσει αὐτοῖς καθ᾿ ὅ,τι ἂν ἐντείλωμαι αὐτῷ -Ὁ Χριστὸς εἶπε: «Ἐγὼ ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ οὐδὲν λαλῶ: Ὅ,τι ὁ Πατὴρ θέλει, αὐτὸ λαλῶ-· καὶ ὁ ἄνθρωπος, -συνεχίζει ὁ Θεὸς στὴν Παλαιὰ Διαθήκη- ὃς ἐὰν μὴ ἀκούσῃ ὅσα ἂν λαλήσῃ ὁ προφήτης ἐκεῖνος ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου, ἐγὼ ἐκδικήσω ἐξ αὐτοῦ». «Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θὰ δείξει ἀνυπακοὴ σὲ Αὐτὸν τὸν νέον Νομοθέτην, Ἐγὼ θὰ τὸν τιμωρήσω».

Καὶ ποιό τὸ περιεχόμενο αὐτῆς τῆς μαρτυρίας; Ὅτι «Αὐτὸς τώρα ποὺ μεταμορφοῦται, ὅπως στὴν Βάπτιση, Αὐτὸς τώρα ποὺ βαπτίζεται, ὅτι Αὐτὸς ποὺ τώρα μεταμορφοῦται ἐνώπιον τῶν τριῶν μαθητῶν, Πέτρου, Ἰακώβου καὶ Ἰωάννου καὶ ἐνώπιον τῶν οὐρανίων ἐπισκεπτῶν, Μωυσέως καὶ Ἠλιοῦ, Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός». Αὐτὸ τὸ «Οὗτος», «Οὗτος ἐστιν», αὐτὸ τὸ «Οὗτος» εἶναι δεικτικὸν (Ἀπὸ τὸ δείχνω) ποὺ σημαίνει ὅτι Αὐτὸς εἶναι καὶ ὄχι κάποιος ἄλλος. Δὲν ὑπάρχει κανεὶς ἄλλος παρὰ μόνον Αὐτός. Εἶναι ἐκεῖνο ποὺ θὰ γράψει ἀργότερα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ἐν οὐδενὶ ἑτέρῳ ὑπάρχει ἡ σωτηρία». Δὲν ὑπάρχει εἰς κανέναν ἄλλον ἡ σωτηρία, παρὰ μόνον εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν.

«Οὗτος ἐστίν»· ποὺ σημαίνει, Αὐτὸς εἶναι. Αὐτὸς εἶναι πάντοτε. Δὲν εἶναι σήμερα καὶ δὲν ἦταν χθές. Ἀλλὰ Αὐτὸς ποὺ εἶναι πάντοτε. Θὰ γράψει ἀργότερα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἰς τὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολήν του: «Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς εἰς τοὺς αἰῶνας». Ὁ Ἕνας, ὁ μοναδικός, ὁ αἰώνιος, ὁ παντοτινός, ὁ ἕνας μόνος Σωτήρ. Καὶ Αὐτὸς ποὺ Ἐγὼ τώρα, ὡς νὰ λέγει ὁ Πατὴρ μὲ ἐκεῖνο τὸ «οὗτος», ὅταν λέμε «οὗτος», αὐτός, δείχνομε, Ἐγὼ τώρα ὁ Πατὴρ δακτυλοδεικτῶ· Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου. Ὄχι υἱός μου· ἀλλὰ Υἱός μου. Ἔναρθρα, μὲμπροστά· ποὺ δείχνει ὅτι εἶναι Υἱὸς ὄχι κατ᾿ υἱοθεσίαν ἢ κάποιος, ὅπως λεγόμεθα ὅλοι «Παιδιὰ τοῦ Θεοῦ». Ὅπως καὶ οἱ Ἑβραῖοι ἔλεγαν...- καλῶς τὸ κατενόησαν οἱ Ἑβραῖοι, ξέρετε, καὶ πῆραν λίθους νὰ λιθοβολήσουν τὸν Κύριον, καλῶς τὸ κατενόησαν. «Γιατί», λέει, «μὲ λιθοβολεῖτε;», ἐρώτησε ὁ Κύριος. «Ἐπειδὴ κάνω καλὰ ἔργα; Γιὰ ποιό καλὸ ἔργο μὲ λιθοβολεῖτε;». «-Ὄχι, δὲν σὲ λιθοβολοῦμε γιὰ κανένα καλὸ ἔργο, ἀλλὰ γιατί εἶπες ὅτι εἶσαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ».

Δηλαδή; Κι ἐκεῖνοι δὲν ἦσαν υἱοὶ τοῦ Θεοῦ; Δὲν ἀπεκλήθησαν «Ὁ υἱός μου ὁ πρωτότοκος» ὁλόκληρος ὁ Ἰσραήλ; Τὸν ὁποῖον καλῶ ἐξ Αἰγύπτου. Ἄλλο ὅτι αὐτὴ ἡ προφητεία, σὲ δεύτερο πλάνο ἀφορᾷ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν. Ναί, καλῶς τὸ κατενόησαν. «Γιατί ἔκανες», λέει, «τὸν ἑαυτόν σου Υἱὸν τοῦ Θεοῦ;». Τί; Μοναδικὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ. Μὲ ἰδιότητα μοναδικήν. Καὶ ὅπως λέγει ὁ Ζιγαβηνός: «Οὐχ ἁπλῶς υἱὸς ὡς οἱ δι᾿ ἀρετῆς υἱοποιούμενοι μοι». «Ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι γίνονται παιδιά μου, ἐπειδὴ ἀποκτοῦν ἁγιότητα». Ὅπως καὶ ἡ μαρτυρία τοῦ Πέτρου ποὺ εἶπε: «Σὺ εἶ ὁ Χριστὸς (:Σὺ εἶσαι ὁ Χριστὸς) ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» κ.τ.λ. Ἐνάρθρως.

Μάλιστα, ὅταν ὁ Κύριος ἔκανε τὴν θάλασσα νὰ σιγήσει, ἐκοιμᾶτο μὲς στὸ καΐκι κι ἔγινε ταραχὴ μεγάλη καὶ Τὸν ξύπνησαν. «Κύριε», λέγει, «ξύπνα, γιατί χανόμαστε». Τότε σηκώθηκε ὁ Κύριος, εἶπε στὸν ἄνεμο, στὴ θάλασσα: «Σιώπα, πεφίμωσο», κλεῖσε τὸ στόμα σου, βάλε φίμωτρο. Ἀμέσως γαλήνη. Ἀκαριαία. Καὶ τότε πῆγαν καὶ Τὸν προσκύνησαν ἐκεῖνοι ποὺ ἦσαν εἰς τὸ καΐκι καὶ εἶπαν -προσέξτε ἀκρίβεια- : «Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἐστὶν οὗτος». Εἶναι πράγματι ἀληθινὸς Υἱός, ὄχι «ὁ υἱός», υἱός, δηλαδὴ πολὺ καλὸς ἄνθρωπος, ποὺ τὸν ἀκούει ὁ Θεός. Γιατί; Ἀκόμη δὲν ἐγνώριζαν Ποιός ἦταν ὁ Ἰησοῦς. Ὅταν ὅμως Τὸν ἐγνώρισαν, δὲν ἦταν υἱός, ἀλλὰ ὁ Υἱός, ὁ Ἕνας καὶ ὁ μοναδικός. Καὶ ὁ Υἱὸς Αὐτὸς εἶναι ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός, εἶναι ἀΐδιος, δηλαδὴ χωρὶς ἀρχή, χωρὶς τέλος, ὅπως καὶ ὁ Πατήρ. Εἶναι τὸ δεύτερον πρόσωπον τῆς Ἁγίας Τριάδος. Εἶναι Ἐκεῖνος γιὰ τὸν ὁποῖον ἐγράφῃ στὸν 2ον Ψαλμόν: «Υἱὸς μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε». «Σὺ εἶσαι ὁ Υἱός μου, τὸν Ὁποῖον ἐγὼ σήμερα ἔχω γεννήσει». Καὶ εἶναι ὁμοούσιος πρὸς τὸν Πατέρα. Γιατί; Γιατί «Ἐγώ», λέει «Σὲ γέννησα, Ἐγώ, Ἐγὼ ὁ Πατήρ. Συνεπῶς εἶσαι ὁμοούσιος μὲ Ἐμένα». Αὐτὸ τὸ «σήμερον» καὶ τὸ «γεγέννημαι» ὑπάρχει σὲ αὐτὰ τὸ παρὸν καὶ τὸ παρελθόν, ποὺ ἐκφράζεται ἡ προαιώνιος γέννησις τοῦ Υἱοῦ. Καὶ ὁ Υἱὸς Αὐτὸς εἶναι ἀγαπητός. Ἀγαπητὸς ὡς Μονογενής, ἐκ τῆς φύσεως τοῦ Πατρός. Ἀγαπητὸς καὶ ὡς ἄνθρωπος· γιατί εὑρίσκεται ἐνώπιον τοῦ Πατρὸς ὡς ἄνθρωπος, ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ εὐαρεστῶν. «Ἐν ᾧ εὐδόκησα»· «στὸν Ὁποῖον Ἐγὼ ἀναπαύομαι». Καὶ ἐπιμαρτυρεῖ ὁ Πατήρ.

Γι᾿ αὐτὸ τὸ «εὐδόκησα» λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὡσανὶ ἔλεγεν: Ἐν ᾧ ἀναπαύομαι, ᾧ  ἀρέσκομαι». «Σ᾿ αὐτὸν ποὺ ἐγὼ ἀναπαύομαι, σὲ Αὐτὸν ποὺ ἐγὼ ἀρέσω». Καὶ ὅπως λέγει ὁ Ζιγαβηνός: «Φιλῶ γὰρ ὡς υἱόν μου (:Τὸν ἀγαπῶ σὰν παιδὶ μου) καὶ ὡς ἀγαπητὸν καὶ ὡς ἀναπαύοντα καὶ ἀρέσκοντά μοι (:καὶ σὰν υἱόν, σὰν ἀγαπητὸν καὶ σὰν ἀναπαύοντά με, μὲ ἀναπαύει, γιατί κάνει τὸ θέλημά μου· καὶ ἀκόμη εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ ἀρέσω)».

Καὶ συνεπῶς; Συνεπῶς: «Αὐτοῦ ἀκούετε». Αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε. Καὶ τοῦτο διότι εἶναι ὁ ἄλλος προφήτης, ποὺ ἐπροφήτευσε ὁ Μωυσῆς, ὅπως σᾶς εἶπα, εἶναι ὁ νέος Νομοθέτης. Γιατί ὁ Μωυσῆς εἶπε: «Προφήτην ὡς ἐμέ». Αὐτὸ τὸ «προφήτην ὡς ἐμέ», τὸ βρίσκομε εἰς τὸ δεύτερον κεφάλαιον τοῦ Ἠσαΐου, ὁ ὁποῖος λέγει τὸ ἑξῆς καταπληκτικόν: «Ἐξελεύσεται νόμος καὶ λόγος Κυρίου ἐξ Ἱερουσαλήμ». Ναί, ἀλλὰ ὁ νόμος ἐξῆλθε ἐκ Σινᾶ. Ἀπὸ ἐκεῖ βγῆκε ὁ νόμος, ἀπὸ τὸ Σινᾶ. Ἐδῶ λέγει ὁ Ἠσαΐας, 800 χρόνια πρὸ Χριστοῦ, ὅτι θὰ βγεῖ νόμος ἀπὸ τὴ Σιῶν, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ. Καὶ λόγος ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα. Ἀλλὰ μόνον ὁ Χριστὸς νομοθέτησε εἰς τὸν χῶρον τῆς Παλαιστίνης. Ἀλλὰ ὁ Μωυσῆς πῆρε τὸν νόμο εἰς τὸ Σινᾶ. Αὐτὸ δείχνει ὅτι πράγματι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ νέος Νομοθέτης, μιᾶς νέας τάξεως.

Καὶ συνεπῶς, ὅπως λέει ὁ Ζιγαβηνός: «Τούτῳ οὕτω πείθεσθε (εἰς Αὐτὸν νὰ πείθεσθε) τούτῳ πιστεύετε (:εἰς Αὐτὸν νὰ πιστεύετε) εἰ τί ἂν καὶ λέγῃ καὶ ποιῇ (:Ὅ,τι κι ἂν σᾶς λέγει, ὅ,τι κι ἂν κάνει· εἰς Αὐτὸν νὰ πείθεσθε καὶ νὰ πιστεύετε). Αὐτοῦ ἀκούετε. Πλήρωμα γὰρ νόμου καὶ προφητῶν ὁ Χριστός (:Γιατί ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ πλήρωμα, ἡ ἐκπλήρωσις καὶ τοῦ Νόμου καὶ τῶν προφητῶν). Καὶ λοιπὸν ἐκεῖνα πάντα συνετελέσθησαν ἂχρι τούτου μόνον ἐκτεινόμενα». «Καὶ ὅλα αὐτὰ πραγματοποιήθηκαν», λέγει, «μέχρι Τούτου μόνον, μέχρι τὸ πρόσωπον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ δὲν πῆγαν πιὸ πέρα». Στὸ πρόσωπον ὅλα τοῦ Χριστοῦ ἐξεπληρώθησαν, ὅλες οἱ προφητεῖες.

Καὶ ὅπως λέγει ὁ Θεοφύλακτος: «Αὐτοῦ ἀκούετε· κἂν σταυρωθῆναι θέλῃ, μὴ ἐναντιοῦσθε αὐτῷ (:Αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε. Κι ἂν ἀκόμη θέλει νὰ σταυρωθεῖ, μὴν ἔρχεστε σὲ ἀντίθεση)». Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος εἶπε: «Ἵλεὼς σοι, Κύριε», «μὴ γένοιτο» δηλαδή, «ἔλεος σὲ Σένα νὰ μὴ γίνει αὐτό, νὰ πᾶς στὰ Ἱεροσόλυμα, ποὺ λὲς ὅτι οἱ Ἑβραῖοι θὰ σὲ φονεύσουν». Καὶ ὁ Κύριος δέχεται ἀντίθεσιν ἀπὸ τὸν Πέτρον. Ἄκοντος, δὲν τὸ καταλάβαινε. Ἦταν πίσω ἀπὸ τὸν Πέτρον ὁ διάβολος. Καὶ τότε λέγει στὸν Πέτρον ὁ Κύριος: «Ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ».

Τὸ «Αὐτοῦ ἀκούετε», τὸ «Αὐτοῦ» γιατί τὸ ἀκούω συντάσσεται μὲ γενική, τὸ «Αὐτοῦ ἀκούετε» μόνον καὶ ὄχι ἄλλου, ἀποτείνεται τόσο εἰς τοὺς τρεῖς μαθητάς, ὅσο καὶ εἰς τοὺς Μωυσῆ καὶ Ἠλία, ποὺ ἤδη εἶχαν προφητεύσει γι᾿ Αὐτὸν καὶ τώρα βρίσκονται μπροστὰ εἰς τὸν προφητευόμενον. Κι ἐκεῖνοι ἔπρεπε νὰ ἀκοῦν τὸν Κύριον. Ὅλοι οἱ ἅγιοι στὴ Γῆ, ἔχουν ἀνάγκη νὰ ἀκούσουν καὶ νὰ πειθαρχήσουν στὸ «Αὐτοῦ ἀκούετε».

Αὐτὸς ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, ἀγαπητοί μου, λέει τὸ ἑξῆς: «Κἀγὼ οὐκ ᾔδειν αὐτόν (: «Ἐγὼ λέει δὲν Τὸν γνώριζα». Ἀκοῦτε; «Δὲν Τὸν ἐγνώριζα τὸν Ἰησοῦν»), ἀλλ᾿ ὁ πέμψας μὲ βαπτίζειν ἐν ὕδατι, ἐκεῖνὸς μοι εἶπεν· ἐφ᾿ ὃν ἂν ἴδῃς τὸ Πνεῦμα καταβαῖνον καὶ μένον ἐπ᾿ αὐτόν, οὗτος ἐστιν (:Αὐτὸς εἶναι. Αὐτὸ τὸ σημάδι)· κἀγὼ ἑώρακα, καὶ μεμαρτύρηκα ὅτι οὗτος ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ (:Εἶδα καὶ δίνω τὴ μαρτυρία μου ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ)». Δὲν ἐγνώριζε. Εἶχε λοιπὸν καὶ ὁ Ἰωάννης ἀνάγκη αὐτοῦ τοῦ «Αὐτοῦ ἀκούετε». Καὶ ὁ Ἀβραὰμ στὴ Γῆ ὅσο ζοῦσε, ἀλλὰ καὶ στὸν Ἅδη, αὐτὸ τὸ «Αὐτοῦ ἀκούετε» εἶχε ἀνάγκη. Καὶ περίμενε τὸν Ἰησοῦν. Καὶ ἠγαλλιάσατο εἰς τὸν Ἅδη, ὅταν εἶδε τὴν Ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ στὴ Γῆ. Πῶς τὴν εἶδε...-ὁ Κύριος τὸ ἀποκαλύπτει αὐτό. Ὁ Κύριος γνωρίζει. Ὅλοι οἱ ἅγιοι στὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ ὅλοι οἱ δίκαιοι καὶ οἱ προφῆται, Αὐτοῦ ἤκουσαν. Γιατί ὁ Υἱὸς ἐπικρατεῖ εἰς τὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ ἐδικαιώθησαν καὶ ἐσώθησαν. Γιατί τὸν Ἰησοῦν, πρὸ τῆς Ἐνανθρωπήσεώς Του Τὸν εἶχαν ἀκούσει. Οἱ προφῆται Αὐτοῦ ἤκουσαν κλπ. Ὅποιος λοιπόν, Αὐτοῦ, τοῦ Ἰησοῦ ἀκούει, θὰ ἔχει ζωὴν αἰώνιον. Διότι σ᾿ Αὐτὸν θὰ ἔχει πιστεύσει καὶ τίς ἐντολές Του θὰ ἔχει βιώσει. Ὅποιος Αὐτοῦ ἀκούει, ποτὲ δὲν θὰ ἀποπροσανατολιστεῖ στὴ ζωή του. Ποτὲ κανένα πρόβλημα ὑπαρξιακὸν δὲν θὰ τὸν βασανίσει. Γιατί εἶναι Αὐτὸς ποὺ κρατᾷ τὰ κλειδιὰ τοῦ θανάτου καὶ τοῦ Ἅδου.

Λέγει στὸ βιβλίον τῆς Ἀποκαλύψεως, 1,18: «Καὶ ἔχω τὰς κλεῖς τοῦ θανάτου καὶ τοῦ ᾅδου». Ὅποιος Αὐτοῦ ἀκούει, ἀγαπητοί μου, θὰ ἔχει κοινωνίαν μετὰ τοῦ Θεοῦ. Ὅπως σημειώνει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης στὴν πρώτη του ἐπιστολή: «Καὶ ἡ κοινωνία δὲ ἡ ἡμετέρα μετὰ τοῦ πατρὸς καὶ μετὰ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καὶ ταῦτα γράφομεν ὑμῖν (:κι αὐτά σᾶς τὰ γράφομε), ἵνα ἡ χαρὰ ἡμῶν ᾖ πεπληρωμένη (:Γιὰ νὰ εἶναι ἡ ὑπερπλήρης ἡ χαρά σας γιὰ νὰ ἔχετε κι ἐσεῖς κοινωνία μετὰ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ)».

Καὶ τέλος, ὅποιος Αὐτοῦ, τοῦ Ἰησοῦ ἀκούει, δὲν ἀκούει τοῦ Ἀντιχρίστου ἢ τῶν ἀντιχρίστων φωνῶν. Ἄν δὲν θέλομε νὰ ἀκούσομε τὴ φωνὴν τοῦ Ἀντιχρίστου καὶ νὰ τὸν πιστέψομε, δὲν ἔχομε παρὰ πάντα νὰ ἀκοῦμε τὴ φωνὴ Ἐκείνου, γιὰ τὸν Ὁποῖον μαρτύρησε ὁ Πατήρ, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ἀγαπητοί, τί νὰ ποῦμε καὶ τί νὰ περιγράψουμε γιὰ τὴν ἐποχή μας, ποὺ εἶναι βάραθρον, μιὰ κοιλάδα κλαυθμῶνος κι ἕνας Ἅδης. Εἶναι τέτοια ἡ ἐποχή μας, γιατί δὲν ἀκούει τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν. Κι ὄχι ἁπλῶς δὲν Τὸν ἀκούει ἀλλὰ Τὸν ὑβρίζει καὶ Τὸν ἀποκηρύττει. Ἐμεῖς ὅμως ποὺ πιστεύομε στὸν Κύριον, Αὐτοῦ ἀκούομεν. Κι ἔτσι τηροῦμε καὶ τὴν ἐντολὴν τοῦ Οὐρανίου Πατρὸς ποὺ εἶπε νὰ Τὸν ἀκοῦμε. Ἐμεῖς δὲν εἴμεθα τέκνα ἀπειθείας καὶ ὀργῆς. Εἴμεθα τέκνα φωτὸς καὶ ὑπακοῆς.

Ἀγαπητοί μου, τὸ ὑπερφυὲς αὐτὸ θαῦμα τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, μᾶς δίνει τὸ μήνυμα καὶ τῆς δικῆς μας μεταμορφώσεως ποὺ εἶναι ἡ κορυφαία ὑπακοὴ εἰς τὸν Υἱόν, κατὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ Πατρός. «Μεταμορφοῦσθε -γράφει στὴν πρὸς Ρωμαίους ὁ Ἀπόστολος Παῦλος- τῇ ἀνακαινώσει τοῦ νοὸς ὑμῶν, εἰς τὸ δοκιμάζειν ὑμᾶς τί τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ τὸ ἀγαθὸν καὶ εὐάρεστον καὶ τέλειον».

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή

μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,

μεταφορὰ τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας σὲ ἠλεκτρονικὸ κείμενο καὶ ἐπιμέλεια:

Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

•   Ἀπομαγνητοφώνηση ὁμιλίας διὰ χειρὸς τοῦ ἀξιοτίμου κ. Ἀθανασίου Κ.

•   Ὁμιλία εἰς τὴν Ἁγίαν Μεταμόρφωσιν, 6-8-1988, σειρὰ Γ103β.

__________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»