Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΛΟΥΚΑ ΜΝΗΜΗ ΙΕΡΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ [:Ἑβρ. 7,26-28 καί 8,1-2] ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

 

ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ΛΟΥΚΑ

ΜΝΗΜΗ ΙΕΡΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ [:Ἑβρ. 7,26-28 καὶ 8,1-2]

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

«Τοιοῦτος γὰρ ἡμῖν ἔπρεπεν ἀρχιερεύς, ὅσιος, ἄκακος, ἀμίαντος, κεχωρισμένος ἀπὸ τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ὑψηλότερος τῶν οὐρανῶν γενόμενος (:Aντικαταστάθηκε λοιπὸν ἡ λευιτικὴ ἰεροσύνη. Διότι τέτοιος καὶ μὲ τέτοιες ἰδιότητες Ἀρχιερέας μᾶς χρειαζόταν· εὐσεβὴς καὶ ἅγιος, ἀπαλλαγμένος ἀπὸ κακία καὶ πονηρία, ἀμόλυντος, χωρισμένος ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ ἀνέγγιχτος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Καὶ ὅσο ζοῦσε στὴ γῆ, ἦταν τελείως χωρισμένος καὶ ἀνέγγιχτος ἀπὸ τίς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων, ἐπειδὴ ἦταν ἀπόλυτα ἀναμάρτητος· ἐπιπλέον ὅμως τώρα καὶ ἐπειδὴ ἀνυψώθηκε πάνω ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς καὶ κάθεται στὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ)» [Ἑβρ. 7,26].

Βλέπεις ὅτι ὅλα ἔχουν λεχθεῖ γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Κυρίου; Ὅταν ὅμως λέγω «ἀνθρώπινη φύση», ἐννοῶ αὐτὴν ποὺ ἔχει θεότητα· δὲν τὴ χωρίζω, ἀλλὰ ἀφήνω νὰ σκέπτεται κανεὶς αὐτὰ ποὺ πρέπει. Εἶδες τὴ διαφορὰ τοῦ ἀρχιερέα; Ἀνακεφαλαίωσε ὅσα λέχθηκαν παραπάνω, λέγοντας: «Οὐ γὰρ ἔχομεν ἀρχιερέα μὴ δυνάμενον συμπαθῆσαι ταῖς ἀσθενείαις ἡμῶν, πεπειραμένον δὲ κατὰ πάντα καθ᾿ ὁμοιότητα χωρὶς ἁμαρτίας (:Καὶ νὰ μὴν περάσει ποτὲ ἀπό τὸν νοῦ μας ὅτι ἀφοῦ Αὐτὸς εἶναι τώρα στοὺς οὐρανούς, δὲ θὰ δείξει ἐνδιαφέρον γιὰ μᾶς· διότι δὲν ἔχουμε ἀρχιερέα ποὺ νὰ μὴν μπορεῖ νὰ μᾶς συμπαθήσει στὶς ἠθικὲς καὶ φυσικὲς ἀδυναμίες μας, ἐπειδὴ τάχα δὲν γνωρίζει τὰ ὅσα μᾶς συμβαίνουν ἢ ἐπειδὴ ὑψώθηκε τόσο πολύ· ἀλλὰ ἔχουμε ἀρχιερέα ὁ ὁποῖος ἔχει ἀντιμετωπίσει πειρασμούς, μὲ ὅλους τοὺς τρόπους ποὺ μπορεῖ νὰ δοκιμαστεῖ ἡ ἀνθρώπινη φύση. Ἔχει ἀντιμετωπίσει πειρασμοὺς ἐξ ὁλοκλήρου ὅμοια μὲ ἐμᾶς, χωρὶς ὅμως νὰ ὑποπέσει σὲ καμία ἁμαρτία)» [Ἑβρ. 4,15].

«Τοιοῦτος γὰρ ἀρχιερεύς (:Τέτοιος λοιπὸν ἀρχιερέας)», λέγει, «ἡμῖν ἔπρεπεν· ὅσιος, ἄκακος (:μᾶς χρειαζόταν· εὐσεβὴς καὶ ἅγιος, ἀπαλλαγμένος ἀπὸ κακία καὶ πονηρία)». Τί σημαίνει «ἄκακος»; Ἀπονήρευτος· ὄχι ὕπουλος. Καὶ ὅτι εἶναι τέτοιος ἄκου τὸν προφήτη ποὺ λέγει: «ἀνομίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ (:δὲ διέπραξε καμία παρανομία, οὔτε βρέθηκε ποτὲ δόλος καὶ ψεῦδος στὸ στόμα Του)» [Ἠσ. 53,9]. Θὰ μποροῦσε λοιπὸν νὰ τὸ πεῖ αὐτὸ κανεὶς γιὰ τὸν Θεό; Δὲν ντρέπεται ὅμως νὰ λέγει ὅτι ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ὕπουλος, οὔτε δολερός; Γιὰ τὸν Θεὸ βέβαια ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι δικαιολογημένο. «ὅσιος, ἀμίαντος (:εὐσεβὴς καὶ ἅγιος, ἀμόλυντος)». Καὶ αὐτὸ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὸ πεῖ κανεὶς γιὰ τὸν Θεό, γιατί ἔχει φύση ποὺ δὲν μολύνεται.

«κεχωρισμένος ἀπὸ τῶν ἁμαρτωλῶν (:χωρισμένος ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ ἀνέγγιχτος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία)». Αὐτὸ λοιπὸν μόνο δείχνει τὴ διαφορὰ ἢ καὶ ἡ ἴδια ἡ θυσία; Ἀσφαλῶς καὶ ἡ θυσία. Πῶς; Λέγει: «ὃς οὐκ ἔχει καθ᾿ ἡμέραν ἀνάγκην, ὥσπερ οἱ ἀρχιερεῖς, πρότερον ὑπὲρ τῶν ἰδίων ἁμαρτιῶν θυσίας ἀναφέρειν, ἔπειτα τῶν τοῦ λαοῦ· τοῦτο γὰρ ἐποίησεν ἐφάπαξ ἑαυτὸν ἀνενέγκας (:Αὐτὸς ὁ νέος ἀρχιερέας δὲν ἔχει ἀνάγκη, ὅπως οἱ ἀρχιερεῖς τοῦ νόμου, νὰ προσφέρει κάθε μέρα θυσίες πρῶτα γιὰ τίς δικές Του ἁμαρτίες καὶ ἔπειτα γιὰ τίς ἁμαρτίες τοῦ λαοῦ. Δὲν ἔχει ἀνάγκη νὰ προσφέρει θυσίες γιὰ τὸν ἑαυτό Του, διότι ἦταν ἀναμάρτητος. Δὲν ἔχει ἀνάγκη νὰ προσφέρει κάθε μέρα θυσίες, καὶ γιὰ τὸν λαό Του, διότι αὐτὸ τὸ ἔκανε μία γιὰ πάντα θυσιάζοντας τὸν ἑαυτό Του γιὰ χάρη τοῦ λαοῦ Του)» [Ἑβρ. 7,27].

Κάνοντας αὐτὸ ἐδῶ, ὑποδηλώνει ἤδη τὴν ὑπεροχὴ τῆς πνευματικῆς θυσίας. Ἀνέφερε τὴ διαφορὰ τοῦ ἱερέα, ἀνέφερε τὴ διαφορὰ τῆς διαθήκης, ὄχι βέβαια ὅλη, ἀλλὰ πάντως τὴν ἀνέφερε. Ἐδῶ ἤδη ὑποδηλώνει καὶ τὴν ἴδια τὴ θυσία. Νὰ μὴ νομίζεις λοιπόν, ὅταν ἀκούσεις ὅτι εἶναι ἱερέας, ὅτι πάντοτε εἶναι ἱερέας. Γιατί μία φορὰ ὑπῆρξε ἱερέας· καὶ στὴ συνέχεια κάθισε. Γιὰ νὰ μὴν νομίσεις ὅτι στέκεται στοὺς οὐρανοὺς καὶ εἶναι λειτουργός, δείχνει ὅτι τὸ πρᾶγμα εἶναι ἔργο οἰκονομίας. Ὅπως ἔγινε δοῦλος, ἔτσι ἔγινε καὶ ἱερέας καὶ λειτουργός. Ἀλλὰ ὅπως ὅταν ἔγινε δοῦλος δὲν παρέμεινε δοῦλος, ἔτσι καὶ ὅταν ἔγινε λειτουργὸς δὲν παρέμεινε λειτουργός· γιατί γνώρισμα τοῦ λειτουργοῦ δὲν εἶναι τὸ νὰ κάθεται, ἀλλὰ τὸ νὰ στέκεται. Αὐτὸ λοιπὸν ὑπαινίσσεται ἐδῶ τὸ μεγαλεῖο τῆς θυσίας, ἡ ὁποία, ἂν καὶ ἦταν μία καὶ προσφέρθηκε μία φορά, κατόρθωσε τόσα πολλά, ὅσα δὲν μπόρεσαν οἱ ἄλλες ὅλες.

Ἀλλὰ  γι᾿ αὐτὸ δὲν μίλησε ἀκόμη· πρὸς τὸ παρὸν αὐτὸ μόνο λέγει: «Τοῦτο γὰρ ἐποίησεν ἐφάπαξ ἑαυτὸν ἀνενέγκας (:Δὲν ἔχει ἀνάγκη νὰ προσφέρει κάθε μέρα θυσίες, καὶ γιὰ τὸν λαό Του, διότι αὐτὸ τὸ ἔκανε μία γιὰ πάντα θυσιάζοντας τὸν ἑαυτό Του γιὰ χάρη τοῦ λαοῦ Του)». «Τοῦτο (:αὐτό)», ποιό; «Εἶναι ἀνάγκη», λέγει, «νὰ ἔχει καὶ Αὐτὸς κάτι νὰ προσφέρει, ὄχι γιὰ τὸν ἑαυτὸ Του (πῶς δηλαδὴ θὰ πρόσφερε γιὰ τὸν ἑαυτό Του, ἀφοῦ ἦταν ἀναμάρτητος;), ἀλλὰ γιὰ τὸν λαό». Τί λές; Καὶ δὲ χρειάζεται νὰ προσφέρει γιὰ τὸν ἑαυτὸ Του καὶ μπορεῖ τόσο πολύ; «Ναί», λέγει. Καὶ γιὰ νὰ μὴν νομίσεις ὅτι τὸ «τοῦτο γὰρ ἐποίησεν ἐφάπαξ» λέγεται καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἄκουσε τί προσθέτει: «Ὀ νόμος γὰρ ἀνθρώπους καθίστησιν ἀρχιερεῖς ἔχοντας ἀσθένειαν (:Ὁ ἀρχιερέας μας ἄλλωστε διαφέρει πάρα πολὺ ἀπὸ τοὺς ἀρχιερεῖς τοῦ νόμου· διότι ὁ νόμος ἐγκαθιστᾷ ὡς ἀρχιερεῖς ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν ἠθικὴ ἀσθένεια καὶ εἶναι θνητοί)». Γι᾿ αὐτὸ καὶ προσφέρουν πάντοτε γιὰ τὸν ἑαυτό τους. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ εἶναι δυνατὸς καὶ δὲν ἔχει ἁμαρτίες γιὰ ποιό λόγο προσφέρει γιὰ τὸν ἑαυτό Του; Ἄρα δὲν πρόσφερε γιὰ τὸν ἑαυτό Του, ἀλλὰ γιὰ τὸν λαό· καὶ αὐτὸ τὸ ἔκανε μία γιὰ πάντα.

«Ὁ λόγος δὲ τῆς ὁρκωμοσίας τῆς μετὰ τὸν νόμον υἱὸν εἰς τὸν αἰῶνα τετελειωμένον (:Ὁ λόγος ὅμως καὶ ἡ ἔνορκη ὑπόσχεση ποὺ δόθηκε ὕστερα ἀπὸ τὸν νόμο καὶ συνεπῶς τὸν ἀντικατέστησε, ἐγκαθιστᾷ ἀρχιερέα τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἀναδείχθηκε στὴν ἐπίγεια ζωή Του ἀναμάρτητος καὶ τέλειος, καὶ μένει ἀναμάρτητος καὶ τέλειος αἰωνίως)» [Ἑβρ. 7,28]. Τί σημαίνει «τετελειωμένον (:ποὺ εἶναι τέλειος)»; Πρόσεχε· δὲν ἀναφέρει ὁ Παῦλος τίς διακρίσεις κανονικά. Γιατί, ἀφοῦ εἶπε: «οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀδυναμίες», δὲν εἶπε «τὸν Υἱὸ ποὺ εἶναι δυνατός», ἀλλὰ «ποὺ εἶναι τέλειος», δηλαδὴ ποὺ εἶναι «δυνατός», ὅπως θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανείς. Βλέπεις ὅτι τὸ ὄνομα «Υἱὸς» λέχθηκε σὲ ἀντιδιαστολὴ τοῦ δούλου; Ὅμως «ἀσθένειαν (:ἀδυναμία)» ἢ τὴν ἁμαρτία ἐννοεῖ ἢ τὸν θάνατο. Τί σημαίνει «εἰς τὸν αἰῶνα (:αἰώνια)»; «Ὄχι μόνο τώρα εἶναι ἀναμάρτητος», λέγει, «ἀλλὰ πάντοτε». Ἀφοῦ λοιπὸν εἶναι τέλειος, ἀφοῦ ποτὲ δὲν ἁμαρτάνει, ἀφοῦ ζεῖ αἰώνια, γιὰ ποιό λόγο θὰ προσφέρει πολλὲς φορὲς θυσίες γιά μᾶς; Τώρα ὅμως δὲν ἰσχυρίζεται κάτι τέτοιο, ἀλλὰ ἰσχυρίζεται ὅτι δὲν προσφέρει ὁ Ἴδιος γιὰ τὸν ἑαυτό Του.

Ἀφοῦ λοιπὸν ἔχουμε τέτοιον ἀρχιερέα, ἂς Τὸν μιμηθοῦμε καὶ ἂς ἀκολουθοῦμε τὰ ἴχνη Του. Δὲν ὑπάρχει ἄλλη θυσία, μία μᾶς ἔκανε καθαρούς, μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ὑπάρχει φωτιὰ καὶ κόλαση. Καὶ  γι᾿ αὐτὸ παντοῦ ἀπευθύνεται καὶ λέγει ὅτι ὑπάρχει ἕνας ἱερέας καὶ μία θυσία, γιὰ νὰ μὴ νομίζει κανεὶς ὅτι ὑπάρχουν πολλὲς καὶ ἁμαρτάνει ἀσύστολα.

Ὅσοι λοιπὸν ἀξιωθήκαμε τὴ σφραγῖδα τοῦ βαπτίσματος, ὅσοι ἀπολαύσαμε τὴ θυσία, ὅσοι πήραμε μέρος στὴν ἀθάνατη τράπεζα, ἂς διαφυλάσσουμε διαρκῶς τὴν εὐγενική μας καταγωγὴ καὶ τὴν τιμή, γιατί ἡ πτώση δὲν εἶναι ἀκίνδυνη. Ὅσοι ὅμως δὲν τὰ ἀξιώθηκαν ἀκόμη αὐτά, ἂς μὴν ἐλπίζουν γι᾿ αὐτό. Γιατί ὅταν κανεὶς ἁμαρτάνει γι᾿ αὐτό, γιὰ νὰ λάβει τὸ ἅγιο βάπτισμα στὸ τέλος τῆς ζωῆς του, πολλὲς φορὲς δὲν θὰ τὸ πετύχει. Καί, πιστέψτε με, αὐτὸ ποὺ πρόκειται νὰ πῶ δὲν τὸ λέγω γιὰ νὰ σᾶς φοβίσω· ξέρω ὅτι τὸ ἔπαθαν αὐτὸ πολλοί, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν προσδοκία τοῦ βαπτίσματος ἔκαναν πολλὲς ἁμαρτίες, ἀλλὰ τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου τους ἔφυγαν χωρὶς βάπτισμα. Ὁ Θεὸς γι᾿ αὐτὸ ἔδωσε τὸ βάπτισμα, γιὰ νὰ ἐξαλείψει τίς ἁμαρτίες καὶ ὄχι νὰ τίς αὐξήσει. Ἄν ὅμως κάποιος τὸ χρησιμοποιεῖ γιὰ νὰ κάνει ἄφοβα περισσότερες ἁμαρτίες, αὐτὸ γίνεται πλέον αἰτία ραθυμίας. Γιατί, ἂν δὲν ἦταν τὸ βάπτισμα, θὰ  μποροῦσαν νὰ ζοῦν μὲ περισσότερη ἀσφάλεια, ἐπειδὴ δὲν θὰ εἶχαν τὴ συγχώρηση.

Βλέπεις ὅτι τὸ «καὶ μὴ καθὼς βλασφημούμεθα καὶ καθὼς φασὶ τινες ἡμᾶς λέγειν ὅτι ποιήσωμεν τὰ κακὰ ἵνα ἔλθῃ τὰ ἀγαθά; ὧν τὸ κρῖμα ἔνδικὸν ἐστι (: καὶ μήπως -ὅπως ἰσχυρίζονται μερικοὶ ὅτι δῆθεν τὸ λέμε κιόλας- θὰ κάνουμε τὰ κακὰ γιὰ νὰ ἔλθουν τὰ ἀγαθά; Ἀλλὰ ἡ καταδίκη καὶ ἡ τιμωρία αὐτῶν τῶν συκοφαντῶν εἶναι δίκαιη)» [Ρωμ. 3,8], ἐμεῖς εἴμαστε ἐκεῖνοι ποὺ τὸ κάνουμε νὰ λέγεται; Γι᾿ αὐτό, παρακαλῶ, καὶ ἐσεῖς οἱ ἀμύητοι στὰ μυστήρια νὰ εἶστε προσεκτικοί. Κανεὶς νὰ μὴν ἀσκεῖ τὴν ἀρετὴ σὰν μισθωτὸς καὶ ἀχάριστος ἢ σὰν νὰ εἶναι κάτι δυσάρεστο καὶ ἐνοχλητικό. Ἄς τὴν ἀσκήσουμε λοιπὸν μὲ προθυμία καὶ χαρά. Ἄν δὲν ὑπῆρχε μισθός, δὲν ἔπρεπε νὰ εἶναι κανεὶς ἀγαθός; Ἀλλὰ ὅμως ἂς γίνουμε ἀγαθοὶ ἔστω καὶ μὲ μισθό. Πῶς λοιπὸν δὲν εἶναι ντροπὴ αὐτὸ καὶ μέγιστη κατάκριση; «Ἄν δὲ μοῦ δώσεις μισθό», λέγει κάποιος, «δὲν γίνομαι σώφρων». Λοιπὸν νὰ τολμήσω νὰ πῶ κάτι; Ποτὲ δὲν θὰ γίνεις σώφρων, οὔτε ὅταν σωφρονεῖς, ἐφόσον αὐτὸ τὸ κάνεις μὲ μισθό· γιατί, ἂν δὲν ἀγαπᾷς τὴν ἀρετή, τὴ θεωρεῖς ὅτι δὲν εἶχε καμία ἀξία. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς ἐξαιτίας τῆς μεγάλης μας ἀδυναμίας θέλησε πρῶτα νὰ γίνει αὐτὴ ἔστω καὶ μὲ μισθό· ἐμεῖς ὅμως οὔτε ἔτσι τὴν ἀσκοῦμε.

Ἄς ὑποθέσουμε, ἂν θέλετε, ὅτι ἕνας ἄνθρωπος πεθαίνει, ἀφοῦ ἔπραξε ἄπειρα κακὰ καὶ ἀξιώθηκε τὸ βάπτισμα, ποὺ πιστεύω ὅτι δὲν συμβαίνει εὔκολα· πῶς, σὲ ἐρωτῶ, θὰ πάει ἐκεῖ; Χωρὶς κατηγορία βέβαια γι᾿ αὐτὰ ποὺ ἔπραξε, ἀλλὰ καὶ χωρὶς παρρησία· καὶ σωστά. Γιατί, τὸ νὰ ζήσει ἑκατὸ χρόνια καὶ δὲν δείξει κανένα ἀγαθὸ ἔργο, ἀλλὰ μόνο ὅτι δὲν ἁμάρτησε, ἢ καλύτερα οὔτε αὐτό, ἀλλὰ ὅτι σώθηκε μόνο μέ τὴ χάρη, καὶ δεῖ ἄλλους στεφανωμένους, λαμπροὺς καὶ δοξασμένους, καὶ ἂν ἀκόμη δὲν πέσει στὴ γέενα, πές μου θὰ ὑποφέρει ἄραγε τὴ στενοχώρια;

Γιὰ νὰ κάνω τὸ πρᾶγμα σαφέστερο μὲ παράδειγμα. Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι ὑπάρχουν δύο στρατιῶτες, καὶ ὁ ἕνας κλέβει, ἀδικεῖ, εἶναι πλεονέκτης, ἐνῶ ὁ ἄλλος δὲν κάνει τίποτε ἀπὸ αὐτά, ἀλλὰ κάνει ἀνδραγαθίες, κατορθώνει μεγάλα πράγματα, στήνει τρόπαια σὲ πολέμους, τραυματίζεται στὸ δεξιό του χέρι. Ἔπειτα, ὅταν ἔρθει ὁ καιρός, ὁ ἕνας ἀπὸ τὴ θέση ἐκείνη, στὴν ὁποία βρισκόταν καὶ ὁ κλέφτης, ξαφνικὰ ὁδηγεῖται στὸ βασιλικὸ θρόνο καὶ ντύνεται τὴν πορφύρα, ἐνῶ ὁ ἄλλος, ὁ κλέφτης, μένει ἐκεῖ ὅπου ἦταν καὶ μόνο ἀπὸ τὴ φιλανθρωπία τοῦ βασιλιᾶ δὲν τιμωρεῖται γιὰ ἐκεῖνα ποὺ ἔπραξε, ἀλλὰ μένει στὸ χειρότερο τόπο καὶ ὑποταγμένος στὸ βασιλιᾶ, ἄραγε θὰ ὑποφέρει τὴν στενοχώρια, πές μου, ὅταν δεῖ ὅτι αὐτὸς ποὺ ἦταν μαζί του ἀνέβηκε στὴν κορυφὴ τῶν ἀξιωμάτων καὶ ἔγινε τόσο λαμπρὸς καὶ ἐξουσιάζει τὴν οἰκουμένη, ἐνῶ ὁ ἴδιος παραμένει ἀκόμη κάτω καὶ ὅτι δὲν τιμωρήθηκε ὄχι ἐπειδὴ τὸ ἄξιζε, ἀλλὰ ἀπό τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ βασιλιᾶ; Γιατί, καὶ ἂν ἀκόμη τὸν ἀφήσει ὁ βασιλιᾶς καὶ τὸν ἀπαλλάξει ἀπὸ τίς κατηγορίες, θὰ ζήσει ντροπιασμένος, ἐπειδὴ καὶ οἱ ἄλλοι δὲν θὰ τὸν θαυμάζουν.

Σὲ τέτοιες περιπτώσεις χάριτος δὲν θαυμάζουμε ἐκείνους ποὺ παίρνουν τὰ δῶρα, ἀλλὰ ἐκείνους ποὺ τὰ δίνουν. Καὶ ὅσα μεγαλύτερα δῶρα θὰ δώσουν, τόσο περισσότερο ντροπιάζονται ὅσοι τὰ παίρνουν, ὅταν εἶναι μεγάλα τὰ ἁμαρτήματά τους. Μὲ ποιά λοιπὸν μάτια θὰ μπορέσει νὰ ἀντικρύσει ἕνας τέτοιος ἐκείνους ποὺ βρίσκονται στὰ ἀνάκτορα, ὅταν ἐκεῖνοι ἔχουν νὰ ἐπιδείξουν ἄπειρους ἱδρῶτες καὶ τραύματα, ἐνῶ αὐτὸς δὲν ἔχει νὰ ἐπιδείξει τίποτε, ἀλλὰ καὶ αὐτὴ τὴ σωτηρία του τὴν ἔχει μόνο ἀπὸ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ; Ὅπως δηλαδὴ ἂν κάποιος ἔσωζε ἕνα δολοφόνο ἢ ἕνα κλέφτῃ ἢ μοιχὸ ποὺ ἐπρόκειτο νὰ θανατωθεῖ καὶ τὸν πρόσταζε νὰ στέκεται στὴν ἐξώπορτα τῶν ἀνακτόρων, ἐκεῖνος δὲ θὰ μπορέσει τότε νὰ ἀντικρύσει κανέναν, παρόλο ποὺ ἔχει ἀπαλλαχθεῖ ἀπὸ τὴν τιμωρία· ἔτσι ἀκριβῶς καὶ αὐτός.

Νὰ μὴ νομίσετε, ἐπειδὴ ὁ λόγος εἶναι γιὰ βασιλικὰ ἀνάκτορα, ὅτι ὅλοι ἀπολαμβάνουν τὰ ἴδια. Γιατί, ἂν ἐδῶ καὶ ὁ ὕπαρχος καὶ ὅλοι ὅσοι ἀποτελοῦν τὴν ἀκολουθία τοῦ βασιλιᾶ καὶ αὐτοὶ ἀκόμη ποὺ εἶναι πολὺ κατώτεροι καὶ κατέχουν τὴ θέση αὐτῶν ποὺ λέγονται «δεκανοὶ» εἶναι μέσα στὰ ἀνάκτορα, ἂν καὶ ὑπάρχει τόσο μεγάλη διαφορὰ ἀνάμεσα στὸν ὕπαρχο καὶ τὸν «δεκανό», πολὺ περισσότερο θὰ συμβεῖ αὐτὸ στὰ οὐράνια ἀνάκτορα. Καὶ αὐτὸ δὲν τὸ λέγω μόνος μου, γιατί ὁ Παῦλος ἀναφέρει καὶ ἄλλη διαφορὰ μεγαλύτερη ἀπὸ αὐτές. «Ὅσες», λέγει, «διαφορὲς ὑπάρχουν ἀπὸ τὸν ἥλιο ἕως τὴ σελήνη καὶ τὰ ἀστέρια καὶ τὸ πιὸ μικρὸ ἀστέρι, τόσες πολλὲς ὑπάρχουν καὶ σὲ αὐτοὺς ποὺ βρίσκονται στὴ βασιλεία». Καὶ ὅτι ἡ διαφορὰ τοῦ ἥλιου καὶ τοῦ πιὸ μικροῦ ἀστεριοῦ εἶναι πολὺ μεγαλύτερη ἀπὸ τὴ διαφορὰ τοῦ δεκανοῦ καὶ τοῦ ὑπάρχου εἶναι φανερὸ σὲ ὅλους. Γιατί ὁ ἥλιος συγχρόνως φωτίζει καὶ φαιδρύνει ὅλη τὴν οἰκουμένη καὶ κρύβει τὴ σελήνη καὶ τὰ ἀστέρια, ἐνῶ πολλὲς φορὲς δὲν φαίνεται καὶ αὐτὰ βρίσκονται στὸ σκοτάδι· γιατί ὑπάρχουν πολλὰ ἀστέρια ποὺ δὲν τὰ βλέπουμε. Ὅταν λοιπὸν βλέπουμε ἄλλους νὰ γίνονται ἥλιοι, ἐνῶ ἐμεῖς ἔχουμε τὴ θέσῃ τῶν πιὸ μικρῶν ἀστεριῶν ποὺ δὲ φαίνονται καθόλου, ποιά παρηγοριὰ θὰ ἔχουμε;

Ἄς μὴν εἴμαστε, παρακαλῶ, τόσο νωθροὶ καὶ τόσο ὀκνηροί, ἂς μὴ μετατρέπουμε τὴ σωτηρία ἀπὸ τὸν Θεὸ σὲ ἀδιαφορία, ἀλλὰ ἂς τὴν ἐκμεταλλευόμαστε καὶ ἂς τὴν αὐξάνουμε πάρα πολύ. Γιατί καὶ ἂν ἀκόμη κάποιος εἶναι κατηχούμενος, ἀλλὰ γνωρίζει τὸν Χριστό, γνώρισε τὴν πίστη καὶ ἀκούει τὰ θεῖα λόγια, δὲν εἶναι μακριὰ ἀπὸ τὴ θεία γνώση καὶ γνωρίζει τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου του. Γιὰ ποιό λόγο λοιπὸν ἀναβάλλει; Γιὰ ποιόν λόγο διστάζει καὶ καθυστερεῖ;

Τίποτε δὲν εἶναι ἀνώτερο ἀπὸ τὴν καλὴ ζωή, καὶ ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, καὶ γιὰ τοὺς βαπτισμένους καὶ γιὰ τοὺς κατηχουμένους. Γιατί, πές μου, ποιά ἐνοχλητικὴ ἐντολὴ πήραμε; «Τὸ νὰ ἔχεις», λέγει κάποιος, «γυναῖκα καὶ παρ᾿ ὅλ᾿ αὐτὰ νὰ εἶσαι ἐγκρατής». Αὐτὸ πὲς μου εἶναι ἐνοχλητικό; Καὶ πῶς εἶναι, ὅταν πολλοὶ καὶ χωρὶς γυναῖκα εἶναι ἐγκρατεῖς, ὄχι μόνο Χριστιανοὶ ἀλλὰ καὶ ἐθνικοί; Αὐτὸ λοιπὸν ποὺ ὁ ἐθνικὸς ξεπερνάει ἀπὸ ματαιοδοξία, ἐσὺ οὔτε αὐτὸ τηρεῖς ἀπὸ φόβο Θεοῦ;  «ἐκ τῶν ὑπαρχόντων σοι (:ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά σου)», λέγει, «ποίει ἐλεημοσύνην (:δίνε ἐλεημοσύνη στοὺς φτωχούς)» [Τωβίτ, 4,7]. Αὐτὸ εἶναι βαρύ; Ἀλλὰ καὶ ἐδῶ μᾶς κατηγοροῦν οἱ ἐθνικοὶ ποὺ ἀπὸ ματαιοδοξία μόνο ξόδεψαν ὁλόκληρες περιουσίες.

«Νὰ μὴν αἰσχρολογεῖς». Αὐτὸ εἶναι δύσκολο; Ἄν λοιπὸν δὲ δινόταν  τέτοια ἐντολή, δὲν ἔπρεπε νὰ τὸ κατορθώνουμε αὐτό, γιὰ νὰ μὴ φαινόμαστε ἀνήθικοι; Ὅτι τὸ ἀντίθετο εἶναι δύσκολο, δηλαδὴ ἡ αἰσχρολογία, φαίνεται ἀπό τὸ ὅτι ἡ ψυχὴ ντρέπεται καὶ κοκκινίζει, ἂν φθάσει στὸ νὰ πεῖ κάτι τέτοιο, καὶ δὲν θὰ τὸ πεῖ, ἂν ἴσως δὲν εἶναι μεθυσμένη. Γιατί ὅταν κάθεσαι στὴν ἀγορά, ἂν τὸ κάνεις αὐτὸ στὸ σπίτι, δὲν τὸ κάνεις ἐκεῖ; Ἄραγε ὄχι γιά τους παρόντες; Γιατί δὲν κάνεις τὸ ἴδιο εὔκολα καὶ στὴ γυναῖκα σου; Ἄραγε ὄχι γιὰ νὰ μὴν τὴν ὑβρίσεις; Γιὰ νὰ μὴν ὑβρίσεις λοιπὸν τὴ γυναῖκα σου δὲν τὸ κάνεις, ὅταν ὅμως ὑβρίζεις τὸν Θεό, δὲν κοκκινίζεις ἀπὸ ντροπή;  Γιατί εἶναι παρὼν παντοῦ καὶ ἀκούει τὰ πάντα.

«Νὰ μὴ μεθᾷς», λέγει. Σωστά. Γιατί αὐτὸ καθεαυτὸ δὲν εἶναι τιμωρία; Δὲν εἶπε «βασάνιζε τὸ σῶμα», ἀλλὰ τί; Νὰ μὴ μεθᾷς, δηλαδὴ νὰ μὴν τὸ ἐξουθενώνεις ἔτσι, ὥστε νὰ ἀφαιρεθεῖ ἡ ἐξουσία τῆς ψυχῆς. Τί λοιπόν; Δὲν πρέπει κανεὶς  νὰ φροντίζει γιὰ τὸ σῶμα; Μακριὰ μία τέτοια σκέψη· δὲν ἐννοῶ αὐτό, ἀλλὰ νὰ μὴν τὸ φροντίζεις γιὰ νὰ ἱκανοποιήσεις τίς ἐπιθυμίες του, γιατί ἔτσι πρόσταξε καὶ ὁ Παῦλος λέγοντας: «ἀλλ᾿ ἐνδύσασθε τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας (:ἀλλὰ φορέστε σὰν ἔνδυμα τῆς ψυχῆς σας τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ὥστε στὴν ὅλη ζωή σας νὰ μοιάσετε μὲ Αὐτόν. Καὶ μὴ φροντίζετε γιὰ τὴ σάρκα, πῶς νὰ ἱκανοποιεῖτε τίς παράνομες ἐπιθυμίες της. Τέτοια πρέπει νὰ εἶναι ἡ συμπεριφορὰ σας μέσα στὴν κοινωνία ποὺ ζεῖτε)» [Ρωμ. 13,14].

«Νὰ μὴν ἁρπάζεις», λέγει, «αὐτὰ ποὺ δὲν εἶναι δικά σου,  νὰ μὴν εἶσαι πλεονέκτης, οὔτε ἐπίορκος». Ποιά ἀπὸ αὐτὰ χρειάζονται κόπους καὶ ποιά ἱδρῶτες; «Νὰ μὴν κακολογεῖς», λέει μία ἄλλη ἐντολή, «οὔτε νὰ συκοφαντεῖς». Τί κόπο ἔχει αὐτό; Τὸ ἀντίθετο λοιπὸν εἶναι κόπος. Γιατί, ὅταν κακολογήσεις κάποιον, ἀμέσως κινδυνεύεις καὶ σὲ τρώει ἡ ὑποψία, μήπως ἄκουσε γι᾿ αὐτὸ ποὺ εἶπες, εἴτε εἶναι μεγάλος εἴτε εἶναι μικρός. Καὶ ἂν εἶναι μεγάλος, θὰ κινδυνεύσεις ἀμέσως μὲ ἔργα· ἂν ὅμως εἶναι μικρός, θά σοῦ τὸ ἀνταποδώσει μὲ τὰ ἴδια, ἢ καλύτερα μὲ πολὺ χειρότερα, γιατί θὰ σὲ κακολογήσει περισσότερο.

Δὲν πήραμε λοιπὸν καμία δύσκολη καὶ ἐνοχλητικὴ ἐντολή, ἂν θέλουμε. Ἄν ὅμως δὲν θέλουμε καὶ τὰ πιὸ εὔκολα θὰ μᾶς φανοῦν δύσκολα. Τί εἶναι πιὸ εὔκολο ἀπὸ τὸ φαγητό; Καὶ ὅμως ἀπὸ πολλὴ βλακεία πολλοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ δυσανασχετοῦν γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀκούω πολλοὺς νὰ λένε ὅτι καὶ τὸ φαγητὸ εἶναι κούραση. Τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἔχει κούραση ἐὰν βέβαια ἔχεις τὴ θέληση. Γιατί ἀπὸ τὴν θέλησή μας ἐξαρτῶνται ὅλα, ὕστερα ἀπό τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ.

Ἄς θελήσουμε λοιπὸν τὰ ἀγαθά, γιὰ νὰ ἐπιτύχουμε καὶ τὰ αἰώνια ἀγαθά, μέ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, μαζὶ μὲ τὸν ὁποῖο στὸν Πατέρα καὶ συγχρόνως στὸ ἅγιο Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα, ἡ δύναμη καὶ ἡ τιμή, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

.................................................................................................................................................................................

ΟΜΙΛΙΑ ΙΔ΄(ὑπομνηματισμὸς τῶν ἐδαφίων Ἑβρ. 8,1-2)

«Κεφάλαιον δὲ ἐπὶ τοῖς λεγομένοις, τοιοῦτον ἔχομεν ἀρχιερέα, ὃς ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ τοῦ θρόνου τῆς μεγαλωσύνης ἐν τοῖς οὐρανοῖς, τῶν ἁγίων λειτουργὸς καὶ τῆς σκηνῆς τῆς ἀληθινῆς, ἣν ἔπηξεν ὁ Κύριος, καὶ οὐκ ἄνθρωπος (:Τὸ σπουδαιότερο λοιπὸν ἀπὸ ὅσα εἴπαμε εἶναι αὐτό: ὅτι ἔχουμε τέτοιον Ἀρχιερέα, ὁ ὁποῖος κάθισε στὰ δεξιὰ τοῦ θρόνου τῆς μεγαλειότητας τοῦ Θεοῦ στοὺς οὐρανούς. Καὶ ἔγινε λειτουργὸς τῶν Ἁγίων ποὺ βρίσκονται στοὺς οὐρανούς, καὶ τῆς ἀληθινῆς σκηνῆς, ποὺ δὲν τὴν κατασκεύασε κάποιος ἄνθρωπος, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος)» [Ἑβρ. 8,2].

Ἀναμιγνύει τὰ ταπεινὰ μὲ τὰ ὑψηλὰ ὁ Παῦλος, αὐτὸς ποὺ πάντοτε μιμεῖται τὸν Διδάσκαλό του, ὥστε τὰ ταπεινὰ νὰ γίνουν ὁδὸς πρὸς τὰ ὑψηλὰ καὶ μέσῳ αὐτῶν νὰ ὁδηγηθοῦν σὲ ἐκεῖνα καὶ ὅταν φθάσουν στὰ ὑψηλὰ νὰ μάθουν ὅτι αὐτὰ ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς συγκατάβασης τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ λοιπὸν κάνει καὶ ἐδῶ. Γιατί ἀφοῦ εἶπε ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς πρόσφερε τὸν ἑαυτὸ Του καὶ ἔδειξε ὅτι εἶναι ἀρχιερέας, προσθέτει: «Κεφάλαιον δὲ ἐπὶ τοῖς λεγομένοις, τοιοῦτον ἔχομεν ἀρχιερέα, ὃς ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ τοῦ θρόνου τῆς μεγαλωσύνης ἐν τοῖς οὐρανοῖς (:Τὸ σπουδαιότερο λοιπὸν ἀπὸ ὅσα εἴπαμε εἶναι αὐτό: ὅτι ἔχουμε τέτοιον Ἀρχιερέα, ὁ ὁποῖος κάθισε στὰ δεξιὰ τοῦ θρόνου τῆς μεγαλειότητας τοῦ Θεοῦ στοὺς οὐρανούς)». Ἄν καὶ βέβαια αὐτὸ δὲν εἶναι γνώρισμα ἱερέα, ἀλλὰ ἐκείνου στὸν ὁποῖο πρέπει νὰ εἶναι ἱερέας.

«τῶν ἁγίων λειτουργὸς (:καὶ ἔγινε λειτουργὸς τῶν Ἁγίων ποὺ βρίσκονται στοὺς οὐρανούς)». Ὄχι ἁπλῶς ὑπηρετεῖ, ἀλλὰ «ὑπηρετεῖ στὰ ἅγια τῶν ἁγίων». «Καὶ τῆς σκηνῆς τῆς ἀληθινῆς, ἣν ἔπηξεν ὁ Κύριος, καὶ οὐκ ἄνθρωπος (:καὶ λειτουργὸς τῆς ἀληθινῆς σκηνῆς, ποὺ δὲν τὴν κατασκεύασε κάποιος ἄνθρωπος, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος)». Βλέπεις τὴ συγκατάβασή Του; Δὲν ἔκανε πρὶν ἀπὸ λίγο τὴ διάκριση λέγοντας: «Οὐχὶ πάντες εἰσὶ λειτουργικὰ πνεύματα εἰς διακονίαν ἀποστελλόμενα διὰ τοὺς μέλλοντας κληρονομεῖν σωτηρίαν; (:Δὲν εἶναι ὅλοι οἱ ἄγγελοι ὑπηρετικὰ πνεύματα, ποὺ ἐνεργοῦν ὄχι ἀπὸ δική τους πρωτοβουλία, ἀλλὰ ἀποστέλλονται ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ νὰ ὑπηρετοῦν ἐκείνους ποὺ πρόκειται νὰ κληρονομήσουν τὴν αἰώνια ζωή;)» [Ἑβρ. 1,14];

Καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν δὲν ἀκοῦνε τὴν φράση «Κάθου ἐκ δεξιῶν μου (:Κάθισε στὰ δεξιὰ μου)» [πρβ. Ἑβρ. 1,13: «Πρὸς τίνα δὲ τῶν ἀγγέλων εἴρηκὲ ποτε· κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου; (:Σὲ ποιόν ἄλλωστε ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους ἔχει πεῖ ποτὲ ὁ Θεὸς Πατέρας: ''Κάθισε τώρα στὰ δεξιά μου, ὡσότου ὑποτάξω τοὺς ἐχθρούς σου νικημένους κάτω ἀπὸ τὰ πόδια σου ὡς ὑποπόδιο, γιὰ νὰ ἔχεις αἰωνίως ἀδιαφιλονίκητη τὴν ἐξουσία;''. Σὲ κανέναν)»]. Τὸ λέγει αὐτό, γιατί ὁπωσδήποτε δὲν εἶναι ὑπηρέτης αὐτὸς ποὺ κάθεται. Ἑπομένως αὐτὸ τὸ ἀκούει ἐξαιτίας τοῦ σώματος. «Σκηνὴν» ὅμως ἐδῶ ἐννοεῖ τὸν οὐρανό.  Γι᾿ αὐτὸ καὶ δείχνοντας τὴ διαφορὰ ἀπὸ τὴ σκηνὴ τῶν Ἰουδαίων προσθέτει καὶ λέγει: «ἣν ἔπηξεν ὁ Κύριος, καὶ οὐκ ἄνθρωπος (:τὴν ὁποία ἔστησε ὁ Κύριος καὶ ὄχι ἄνθρωπος)».

Πρόσεχε πῶς ἐξύψωσε τίς ψυχὲς τῶν ἐξ Ἰουδαίων πιστῶν, λέγοντας αὐτό. Ἐπειδὴ δηλαδὴ ἦταν φυσικὸ νὰ σκέπτονται αὐτοὶ καὶ νὰ λένε «δὲν ἔχουμε σκηνὴ τέτοια», «νά», λέγει, «ὁ ἱερέας, καὶ μεγάλος, καὶ πολὺ μεγαλύτερος ἀπὸ ἐκεῖνον, καὶ θυσία πρόσφερε πιὸ θαυμαστή». Ἀλλὰ μήπως αὐτὰ εἶναι λόγια, μήπως ἀλαζονεία καὶ ψυχαγωγία;  Γι᾿ αὐτὸ ὅμως τὰ βεβαίωσε πρῶτα ἀπὸ τὸν ὅρκο καὶ στὴ συνέχεια καὶ ἀπὸ τὴ σκηνή. Ἦταν βέβαια καὶ ἡ διαφορὰ αὐτὴ φανερή, ἀλλὰ αὐτὸς ἐπινοεῖ καὶ ἄλλη. «Τὴν ὁποία σκηνή», λέγει, «ἔστησε ὁ Κύριος καὶ ὄχι ἄνθρωπος». Ποῦ λοιπὸν εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ λένε ὅτι κινεῖται ὁ οὐρανός; Ποῦ εἶναι αὐτοὶ ποὺ διακηρύττουν ὅτι ἔχει σχῆμα σφαίρας; Καὶ τὰ δύο ἔχουν ἀναιρεθεῖ ἐδῶ. «Κεφάλαιον δὲ (:Τὸ σπουδαιότερο λοιπόν)», λέγει, «ἐπὶ τοῖς λεγομένοις (:ἀπὸ ὅσα εἴπαμε)»· «Κεφάλαιον» λέγεται πάντοτε τὸ μέγιστο.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

•   https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-hebraeos.pdf

•   Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου Ἅπαντα τὰ  ἔργα, Ὑπόμνημα στὴν Πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολήν , πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς»(ΕΠΕ), ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1986, τόμος 24, ὁμιλίες ΙΓ΄ καὶ ΙΔ΄ (κατ᾿ ἐπιλογήν), σελίδες  526-539 καὶ 540-543 ἀντίστοιχα.

•   http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html

•   Π. Τρεμπέλα, Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων « Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.

•   Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων « Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.

•   Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων « Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.

•   http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm

•   http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm

______________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»