ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΛΟΥΚΑ [:Ἐφεσ. 2,4-10]
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«Ὁ δὲ Θεὸς πλούσιος ὢν ἐν ἐλέει, διὰ τὴν πολλὴν ἀγάπην αὐτοῦ ἣν ἠγάπησεν ἡμᾶς, καὶ ὄντας ἡμᾶς νεκροὺς τοῖς παραπτώμασι συνεζωοποίησε τῷ Χριστῷ (:Ὁ Θεὸς ὅμως ποὺ εἶναι πλούσιος σὲ ἔλεος, ἐξαιτίας τῆς πολλῆς ἀγάπης Του, μὲ τὴν ὁποία μᾶς ἀγάπησε, καὶ ἐνῶ ἀκόμη ἤμασταν πνευματικὰ νεκροὶ ἐξαιτίας τῶν παραβάσεών μας, μᾶς ζωοποίησε πνευματικὰ μαζὶ μὲ τὸν Χριστό)» [Ἐφ. 2,4-5].
«Ὁ δὲ Θεὸς πλούσιος ὢν ἐν ἐλέει»: Ὄχι ἁπλῶς εὔσπλαχνος, ἀλλὰ πλούσιος σὲ εὐσπλαχνία, ὅπως λέγει καὶ ἀλλοῦ: «Εἰσάκουσόν μου, Κύριε, ὅτι χρηστὸν τὸ ἔλεός σου· κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐπίβλεψον ἐπ᾿ ἐμέ (:Ἄκουσε, Κύριε, καὶ κάμε δεκτὴ τὴν προσευχή μου, διότι εἶναι ἀγαθὸ καὶ εὐεργετικὸ τὸ ἔλεὸς Σου πρὸς ὅλους. Σύμφωνα μὲ τὴν ἄπειρη εὐσπλαχνία Σου ρῖξε ἕνα στοργικὸ βλέμμα πρὸς ἐμένα)» [Ψαλμ. 68,17]· καὶ πάλι: «Ἐλέησόν μέ, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου (:Ἐλέησέ με, Θεέ μου, σύμφωνα πρὸς τὸ ἄπειρο ἔλεὸς Σου· καὶ σύμφωνα μὲ τὸ ἀπέραντο πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν Σου σβῆσε ἐντελῶς τὴν παρανομία μου)» [Ψαλμ. 50,1].
«Διὰ τὴν πολλὴν ἀγάπην αὐτοῦ ἣν ἠγάπησεν ἡμᾶς (:ἐξαιτίας τῆς πολλῆς ἀγάπης Του, μὲ τὴν ὁποία μᾶς ἀγάπησε)». Ἀπὸ ποῦ μᾶς ἀγάπησε; Διότι αὐτὰ ποὺ κάναμε δὲν ἦσαν ἄξια ἀγάπης, ἀλλὰ ὀργῆς καὶ μεγίστης τιμωρίας. Καὶ αὐτὸ λοιπὸν ἀπὸ πολλὴ εὐσπλαχνία· «καὶ ὄντας ἡμᾶς νεκροὺς τοῖς παραπτώμασι συνεζωοποίησε τῷ Χριστῷ (:καὶ ἐνῶ ἀκόμη ἤμασταν πνευματικὰ νεκροὶ ἐξαιτίας τῶν παραβάσεών μας, μᾶς ζωοποίησε πνευματικὰ μαζὶ μὲ τὸν Χριστό)» [Ἐφ. 2,5]. Πάλι ὁ Χριστὸς μεσάζων, καὶ συνεπῶς εἶναι ἀξιόπιστη ἡ πνευματική μας ἀνάσταση γιὰ τὴν ὁποία γίνεται λόγος ἐδῶ· διότι ἐφόσον ζεῖ ἡ Ἀπαρχή, ἄρα καὶ ἐμεῖς· ζωοποίησε καὶ Ἐκεῖνον καὶ ἐμᾶς.
Βλέπεις λοιπὸν ὅτι τὰ πάντα ἔχουν εἰπωθεῖ σχετικὰ μέ τὴν κατὰ σάρκα γέννηση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ; Εἶδες τὸ ἄπειρο μέγεθος τῆς δυνάμεώς Του γιὰ ἐμᾶς τοὺς πιστούς; Τοὺς πνευματικὰ νεκρούς, τοὺς υἱοὺς τῆς ὀργῆς, τοὺς ζωοποίησε. Εἶδες πόσο μεγάλη εἶναι ἡ ἐλπίδα τῆς προσκλήσεως; «Καὶ συνήγειρε καὶ συνεκάθισεν (:Καὶ μᾶς ἀνέστησε μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ μᾶς ἔβαλε νὰ καθίσουμε μαζί Του στὰ ἐπουράνια. Καὶ ἡ ἀνάσταση καὶ ἡ ἀνύψωσή μας αὐτὴ ἔγινε μὲ τὴν ἕνωσή μας μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό)». Εἶδες τὸν πλοῦτο τῆς ἐνδόξου κληρονομίας Του; Τὸ μὲν «ἀνέστησε μαζὶ» εἶναι γνωστό· ἀλλὰ τὸ «μᾶς ἔβαλε νὰ καθίσουμε μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ στὰ ἐπουράνια», πῶς εἶναι βέβαιο; Ὅπως βέβαιο εἶναι καὶ τὸ «ἀνέστησε μαζὶ μὲ τὸν Χριστό»· διότι κανεὶς δὲν ἀναστήθηκε ποτέ, παρὰ μόνο ἀφοῦ ἀναστήθηκε ἡ Κεφαλή, ἀναστηθήκαμε καὶ ἐμεῖς, ὅπως καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἀφοῦ προσκύνησε ὁ Ἰακώβ, προσκύνησε καὶ ἡ γυναῖκα τὸν Ἰωσήφ.
Λοιπόν, ἔτσι καὶ ὁ Θεὸς μᾶς ἔβαλε νὰ καθίσουμε μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦ στὰ ἐπουράνια· ὅταν κάθεται ἡ Κεφαλή, κάθεται καὶ τὸ σῶμα [κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός, καὶ σῶμα εἴμαστε ἐμεῖς οἱ πιστοί]. Γιὰ αὐτὸν τὸν λόγο, λοιπόν, πρόσθεσε τὴ φράση «μαζὶ μὲ τὸν Χριστό». Ἤ, ἂν ὄχι γι᾿ αὐτό, τότε μᾶς ἀνέστησε μαζὶ Του διὰ τοῦ λουτροῦ τῆς μετανοίας καὶ τοῦ βαπτίσματος. Πῶς λοιπὸν «μᾶς ἔβαλε νὰ καθίσουμε μαζί Του;». «Εἰ ὑπομένομεν, καὶ συμβασιλεύσομεν· εἰ ἀρνούμεθα, κἀκεῖνος ἀρνήσεται ἡμᾶς (:Ἄν δείχνουμε ὑπομονή, τότε καὶ μαζὶ Του θὰ βασιλέψουμε. Ἄν Τὸν ἀρνούμαστε, κι ἐκεῖνος θὰ ἀρνηθεῖ ἐμᾶς)» [Β΄ Τιμ. 2,12], λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Πράγματι ὑπάρχει ἀνάγκη τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ τῆς θείας ἀποκαλύψεως, γιὰ νὰ ἐννοήσει κανεὶς τὸ βάθος αὐτῶν τῶν μυστηρίων.
Ὕστερα, γιὰ νὰ μὴν ἀπιστήσεις, κοίταξε τί προσθέτει: «ἵνα ἐνδείξηται ἐν τοῖς αἰῶσι τοῖς ἐπερχομένοις τὸν ὑπερβάλλοντα πλοῦτον τῆς χάριτος αὐτοῦ ἐν χρηστότητι ἐφ᾿ ἡμᾶς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ (:Καὶ μᾶς εὐεργέτησε τόσο πολὺ ὁ Θεός, γιὰ νὰ δείξει κατὰ τοὺς ἀτελεύτητους αἰῶνες τῆς μελλοντικῆς ζωῆς τὸν ὑπερβολικὸ πλοῦτο τῆς χάριτός Του μὲ τὴν ἀγαθότητα ποὺ ἐπέδειξε σέ μᾶς μέσῳ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ)» [Ἐφ. 2,7]· διότι ἐπειδὴ εἶπε τὰ σχετικὰ μὲ τὸν Χριστό, τὰ ὁποῖα φαίνονταν ἄσχετα μέ μᾶς, διότι θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κάποιος: «Τί μᾶς ἐνδιαφέρει ἐμᾶς ἐὰν ἀναστήθηκε Ἐκεῖνος;», ἔδειξε λοιπὸν ὅτι αὐτὸ ἀφορᾷ καὶ ἐμᾶς, ἐφόσον ὁ Χριστὸς ἑνώθηκε κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο μὲ ἐμᾶς· ἀλλὰ ἐπιπλέον καὶ γιὰ τὰ δικά μας ὁμιλεῖ ἰδιαιτέρως: «Ὄντας ἡμᾶς νεκροὺς τοῖς παραπτώμασι συνεζωοποίησε τῷ Χριστῷ καὶ συνήγειρε καὶ συνεκάθισεν»: Ὥστε, γιὰ αὐτὸ τὸ ὁποῖο εἶπα, νὰ μὴν ἀπιστεῖς, ἀφοῦ λάβεις τὴν ἀπόδειξη καὶ ἀπὸ τὰ προηγούμενα, καὶ ἀπό τὸ ὅτι εἶναι Κεφαλὴ τοῦ σώματος, καὶ ἀπό τὸ ὅτι θέλει νὰ φανερώσει Αὐτὸς τὴν ἀγαθότητά Του μὲ τὸν τρόπο αὐτόν. Πῶς λοιπὸν θὰ τὴ φανερώσει ἐὰν αὐτὸ ποὺ ἀναφέρεται πιὸ πάνω δὲν πραγματοποιηθεῖ; Καὶ θὰ τὸ καταστήσει φανερὸ στοὺς αἰῶνες ποὺ μελλοντικὰ ἔρχονται; Τί; Ὅτι καὶ μεγάλα ἦσαν τὰ ἀγαθὰ καὶ πιὸ ἀξιόπιστα ἀπὸ ὅλα· διότι αὐτὰ μέν, τὰ ὁποῖα τώρα λέγονται, φαίνονται τώρα στοὺς ἀπίστους ὡς ἀνοησία, τότε ὅμως ὅλοι θὰ τὰ γνωρίσουν.
Θέλεις νὰ μάθεις καὶ πῶς μᾶς ἔβαλε νὰ καθίσουμε μαζί Του στὰ ἐπουράνια; Ἄκουσε τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος λέγει στοὺς μαθητές: «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὑμεῖς οἱ ἀκολουθήσαντές μοι, ἐν τῇ παλιγγενεσίᾳ, ὅταν καθίσῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ, καθίσεσθε καὶ ὑμεῖς ἐπὶ δώδεκα θρόνους κρίνοντες τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ (:Σᾶς διαβεβαιώνω ὅτι ἐσεῖς ποὺ μὲ ἔχετε ἀκολουθήσει ἐδῶ στὴ γῆ, ὅταν στὴν συντέλεια τῶν αἰώνων ἀναδημιουργηθεῖ νέος κόσμος καὶ ἀναστηθοῦν οἱ νεκροὶ καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου καθίσει ἐπάνω σὲ θρόνο λαμπρό, ἀντάξιο τῆς δόξας Του, τότε καὶ ἐσεῖς θὰ καθίσετε ἐπάνω σε δώδεκα θρόνους, γιὰ νὰ κρίνετε τίς δώδεκα φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ)» [Ματθ. 19,28]· καὶ πάλι: «Τὸ μὲν ποτήριόν μου πίεσθε, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε· τὸ δὲ καθίσαι ἐκ δεξιῶν μου καὶ ἐξ εὐωνύμων μου οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦναι, ἀλλ᾿ οἷς ἡτοίμασται ὑπὸ τοῦ πατρός μου (:Τὸ ποτήριο βέβαια ποὺ θὰ πιῶ ἐγὼ θὰ τὸ πιεῖτε καὶ σεῖς, καὶ τὸ βάπτισμα ποὺ πρόκειται νὰ βαπτιστῶ σὲ λίγο μέσα στὴ θάλασσα τῶν παθημάτων μου θὰ τὸ βαπτιστεῖτε˙ διότι καὶ ἐσεῖς θὰ ὑποστεῖτε διωγμοὺς καὶ μαρτύριο γιὰ τὸ εὐαγγέλιο. Τὸ νὰ καθίσετε ὅμως στὰ δεξιὰ καὶ στὰ ἀριστερά μου δὲν εἶναι δικό μου δικαίωμα νὰ τὸ δώσω σὲ ὅποιον μοῦ τὸ ζητήσει, ἀλλὰ αὐτὸ θὰ δοθεῖ σὲ ἐκείνους γιὰ τοὺς ὁποίους ἔχει ἑτοιμαστεῖ ἀπὸ τὸν δικαιοκρίτη Πατέρα μου. Αὐτὸς θὰ δώσει τίς ἀμοιβὲς καὶ τίς διακρίσεις στὸν καθένα σύμφωνα μὲ τὰ ἔργα του καὶ τὴν ἀρετὴ του)» [Ματθ. 20,23]. Ἑπομένως ἔχει ἑτοιμαστεῖ.
Καὶ καλῶς εἶπε: «Ἐν χρηστότητι ἐφ᾿ ἡμᾶς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ (:μὲ τὴν ἀγαθότητα ποὺ ἐπέδειξε σέ μᾶς μέσῳ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ)» [Ἐφ. 2,7]· διότι τὸ νὰ καθίσει κάποιος στὰ δεξιὰ τοῦ Χριστοῦ, εἶναι δεῖγμα τιμῆς, ἡ ὁποία εἶναι ὑπεράνω πάσης τιμῆς, μετὰ ἀπὸ τὴν ὁποία δὲν ὑπάρχει ἄλλη. Αὐτὸ λοιπὸν τὸ λέγει, διότι καὶ ἐμεῖς θὰ καθίσουμε. Πράγματι εἶναι ἄπειρος πλοῦτος, πράγματι εἶναι ἀνυπέρβλητο τὸ μέγεθος τῆς δυνάμεώς Του, τὸ νὰ καθίσουμε μαζὶ μὲ τὸν Χριστό. Καὶ ἂν ἀκόμη ἔχεις μυριάδες ζωές, δὲν τίς θυσιάζεις γιὰ τὸν Θεό; Ἐὰν λοιπὸν ἔπρεπε νὰ πέσεις στὴν πυρά, δὲν ἔπρεπε νὰ τὸ ὑπομείνεις αὐτὸ πρόθυμα;
Καὶ ὁ ἴδιος ἐπίσης λέγει πάλι: «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται· καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα (:Ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει σὲ ἐμένα, ἀκόμη καὶ ἂν πεθάνει σωματικῶς, θὰ ζήσει πνευματικῶς στὴ μακάρια ζωή· θὰ λάβει τότε ἐπίσης καὶ ἀναστημένο, ἄφθαρτο καὶ αἰώνιο τὸ σῶμα του. Καὶ καθένας ποὺ ζεῖ στὴν παροῦσα ζωὴ καὶ πιστεύει σὲ ἐμένα, θὰ ἀντιμετωπίσει γεμᾶτος ἀφοβία τὸν πρόσκαιρο θάνατο, τὸν ὁποῖο τρέμουν καὶ φοβοῦνται οἱ ἄνθρωποι ποὺ βρίσκονται μακριὰ ἀπὸ Ἐμένα. Κι ἐπειδὴ θὰ μένει πάντοτε ἑνωμένος μὲ μένα, δὲν θὰ ὑποστεῖ ποτὲ τὸν πνευματικὸ θάνατο, ποὺ εἶναι καὶ ὁ πραγματικὸς καὶ ὁ αἰώνιος καὶ ἀνεπανόρθωτος θάνατος)» [Ἰω. 11,26] [ἐρμην. ἀπόδοση Παναγιώτου Τρεμπέλα].
Ἐὰν λοιπὸν ἔπρεπε νὰ κατατεμαχιζόμαστε ἀπὸ τοὺς ἀπίστους κάθε ἡμέρα γιὰ αὐτά, δὲν ἔπρεπε νὰ τὸ δεχόμαστε πρόθυμα; Ἀναλογίσου ποῦ κάθισε Ἐκεῖνος. Ὑπεράνω ἀπὸ κάθε ἀρχὴ καὶ ἐξουσία. Καὶ μὲ ποιόν κάθεσαι μαζί; Μὲ Ἐκεῖνον. Ἐνῶ ποιός εἶσαι; Νεκρὸς καὶ ἐκ φύσεως τέκνο ὀργῆς. Καὶ τί ἔχεις κατορθώσει; Τίποτε. Πράγματι, τώρα εἶναι ἡ κατάλληλη στιγμὴ γιὰ νὰ ἀναφωνήσουμε: «Ὦ βάθος πλούτου καὶ σοφίας καὶ γνώσεως Θεοῦ! Ὡς ἀνεξερεύνητα τὰ κρίματα αὐτοῦ καὶ ἀνεξιχνίαστοι αἱ ὁδοὶ αὐτοῦ! (:Ὦ ἀπροσμέτρητο βάθος πλούσιας ἀγαθότητας καὶ σοφίας τοῦ Θεοῦ, μέσα ἀπὸ τὴν ὁποία ὅλα ὁδηγοῦνται στὸ ἄριστο τέλος τους! Ὦ πλοῦτος γνώσεως Θεοῦ, μέσα ἀπὸ τὸ ὁποῖο προγνωρίζει τὸ τέλος ὅλων! Πόσο ὑπερβαίνουν τὴν ἀνθρώπινη ἔρευνα οἱ κρίσεις καὶ οἱ ἀποφάσεις Του, καὶ πόσο εἶναι ἀδύνατο στὸ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου νὰ παρακολουθήσει τὰ ἴχνη τῶν σοφῶν καὶ ἀγαθῶν Του μεθόδων, μὲ τίς ὁποῖες σώζει τοὺς ἀνθρώπους!)» [Ρωμ. 11,33].
«τῇ γὰρ χάριτί ἐστε σεσωσμένοι διὰ τῆς πίστεως (:Καὶ εἶναι ὄντως ἀσύλληπτος ὁ πλοῦτος τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Διότι μέ τὴ χάρη Του ἔχετε σωθεῖ μέσῳ τῆς πίστεως)», λέγει [Ἐφ. 2,8]. Γιὰ νὰ μὴν σὲ ἀφήσει νὰ ὑπερηφανευτεῖς, κοίταξε πῶς σὲ ταπεινώνει: «τῇ γὰρ χάριτί ἐστε σεσωσμένοι», λέγει, «διὰ τῆς πίστεως».
Ὕστερα πάλι, γιὰ νὰ μὴν καταστρέψει τὸ αὐτεξούσιο, πρόσθεσε καὶ τὴ δική μας συμβολή, καὶ πάλι ἀναίρεσε αὐτὴν καὶ λέγει: «καὶ τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν (:καὶ αὐτὸ δὲν προέρχεται ἀπὸ ἐμᾶς)». «Οὔτε ἡ πίστη», λέγει, «εἶναι δικό μας ἔργο»· διότι ἐὰν δὲν ἐρχόταν ὁ Ἴδιος στὴ γῆ, ἐὰν δὲν μᾶς προσκαλοῦσε, πῶς θὰ μπορούσαμε νὰ πιστέψουμε; Διότι «πῶς δὲ πιστεύσουσιν (:πῶς θὰ πιστέψουν Ἐκεῖνον)», λέγει, «οὗ οὐκ ἤκουσαν; (:τὸν ὁποῖο δὲν ἄκουσαν νὰ κηρύττεται;)» [Ρωμ. 10,14]. Ὥστε, οὔτε ἡ πίστη εἶναι δικό μας κατόρθωμα. «Θεοῦ τὸ δῶρον (:δῶρο Θεοῦ εἶναι αὐτό)», λέγει. «Ἀλλὰ μήπως ἦταν ἀρκετὴ ἡ πίστη γιὰ νὰ σώσει;», λέγει. «Ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ μᾶς σώσει χωρὶς καθόλου νὰ συμπράξουμε, καὶ νὰ εἴμαστε τελείως ἄπρακτοι καὶ ἀργοί, ζήτησε τὴν πίστη ὁ Θεός», λέγει. Εἶπε ὅτι ἡ πίστη σώζει. Ἐπειδὴ ὁ Θεὸς θέλησε, γιὰ τοῦτο ἔσωσε ἡ πίστη.
Διότι, πές μου, ποῦ σώζει ἡ πίστη δίχως ἔργα; Τοῦτο εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ· «ἵνα μὴ τίς καυχήσηται (:γιὰ νὰ μὴν ἔχει κανεὶς τὸ δικαίωμα νὰ καυχηθεῖ)» [Ἐφ. 2,9], γιὰ νὰ μᾶς κάνει εὐγνώμονες γιὰ τὴ χάρη. «Τί δηλαδή;», θὰ μποροῦσε νὰ ἀναρωτηθεῖ κάποιος, «Αὐτὸς ἐμπόδισε νὰ δικαιωθοῦμε ἀπὸ τὰ ἔργα;». Καθόλου· ἀλλὰ «κανείς», λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «δὲν δικαιώθηκε ἀπὸ τὰ ἔργα, γιὰ νὰ δειχτεῖ ἡ χάρη καὶ ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ». Δὲν μᾶς ἀπομάκρυνε, ἐνῶ εἴχαμε ἔργα, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἤμασταν γυμνοῖ ἀπὸ ἔργα ἀγαθὰ καὶ θεάρεστα, μᾶς ἔσωσε διὰ τῆς χάριτος, ὥστε κανεὶς λοιπὸν νὰ μὴν μπορεῖ νὰ καυχᾷται.
Ὕστερα, γιὰ νὰ μὴ γίνεις ὀκνηρὸς καὶ δὲν φροντίζεις γιὰ ἔργα, ἐπειδὴ ἄκουσες ὅτι ὄχι ἀπὸ ἔργα, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν πίστη κατορθώθηκε τὸ πᾶν, κοίταξε τί πρόσθεσε: «Αὐτοῦ γὰρ ἐσμεν ποίημα, κτισθέντες ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἐπὶ ἔργοις ἀγαθοῖς, οἷς προητοίμασεν ὁ Θεὸς ἵνα ἐν αὐτοῖς περιπατήσωμεν (:Διότι καὶ ὡς ἄνθρωποι, ἀλλὰ προπάντων ὡς ἀναγεννημένοι Χριστιανοί, δικό Του δημιούργημα εἴμαστε, ποὺ δημιουργηθήκαμε γιὰ νὰ μένουμε ἑνωμένοι μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ γιὰ νὰ πράττουμε ἔργα ἀγαθά, γιὰ τὰ ὁποῖα μᾶς προετοίμασε ὁ Θεός, γιὰ νὰ πολιτευτοῦμε, νὰ πορευτοῦμε καὶ νὰ ζήσουμε τὴν ὑπόλοιπη ζωή μας μὲ αὐτά)» [Ἐφ. 2,10]. Πρόσεξε τί λέγει· ἐδῶ ὑπαινίσσεται τὴν πνευματική μας ἀναγέννηση. Πράγματι εἶναι ἄλλη δημιουργία. Ἀπὸ τὸ μὴ εἶναι ὁδηγηθήκαμε στὸ εἶναι. Αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἤμασταν πρίν, δηλαδὴ ὁ παλιὸς ἄνθρωπος, πέθανε· αὐτὸ τὸ ὁποῖο γίναμε, δὲν ἤμασταν πρίν. Ἄρα εἶναι δημιουργία αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, καὶ πολυτιμότερη ἀπὸ τὴν ἄλλη· διότι ἀπὸ ἐκείνη μὲν λάβαμε ἁπλῶς τὴ ζωή, ἐνῶ ἀπὸ αὐτὴν τὸ νὰ ζοῦμε ὅπως πρέπει.
«Γιὰ νὰ πράττουμε ἔργα ἀγαθά, γιὰ τὰ ὁποῖα μᾶς προπαρασκεύασε ὁ Θεός, γιὰ νὰ πολιτευτοῦμε καὶ νὰ ζήσουμε τὸν ὑπόλοιπο βίο μας μὲ αὐτά». Ἔχουμε ἀνάγκη λοιπὸν διαρκοῦς ἀρετῆς, ἡ ὁποία νὰ ἀναπτύσσεται καὶ νὰ ἐπεκτείνεται μέχρι τὸν θάνατό μας. Διότι καθόλου δὲν θὰ μᾶς ἦταν ὠφέλιμο ἐὰν εἴχαμε νὰ βαδίσουμε μία ὁδὸ ἡ ὁποία ὁδηγεῖ σὲ πόλη βασιλικὴ καί, ἀφοῦ ἐπιδεικνύαμε ὀκνηρία καὶ ἀδυναμία, νὰ μέναμε ἄπρακτοι πρὸς τὸ τέλος, τὴ στιγμὴ δηλαδὴ ποὺ εἴχαμε διανύσει τὸ μεγαλύτερο μέρος αὐτῆς. Διότι, λέγει «γιὰ νὰ ἐπιτελοῦμε ἔργα ἀγαθά». Καθόλου δὲν θὰ μᾶς ὠφελοῦσε λοιπὸν ἐὰν μέναμε ἀργοί, χωρὶς θεάρεστα ἔργα στὴ ζωή μας.
Ἔτσι, λοιπὸν καὶ ἐδῶ, δὲν προστάσσει νὰ τελειώσουμε μόνο ἕνα ἔργο, ἀλλὰ ὅλα· διότι ὅπως οἱ αἰσθήσεις μας εἶναι πέντε, καὶ πρέπει ὅλες νὰ τίς χρησιμοποιοῦμε ὅπως πρέπει, ἔτσι πρέπει νὰ καλλιεργοῦμε καὶ ὅλες τίς ἀρετές. Ἐὰν κάποιος φυλάττει μὲν τὴ σωφροσύνη, ἀλλὰ εἶναι ἀνελεήμονας, ἢ εἶναι μὲν ἐλεήμονας, ἀλλὰ συγχρόνως καὶ πλεονέκτης, ἢ δὲν ἐπιθυμεῖ μὲν τὰ ἀγαθὰ τῶν ἄλλων, ἀλλὰ οὔτε ἀπὸ τὰ δικά του δίνει, τότε ὅλα εἰς μάτην γίνονται· διότι δὲν ἀρκεῖ μία ἀρετὴ γιὰ νὰ μᾶς κάνει νὰ παραστοῦμε μὲ παρρησία στὸ βῆμα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ χρειάζεται πολλὴ καὶ πολυποίκιλη καὶ ἀπὸ κάθε εἶδος καὶ ὁλόκληρη ἡ ἀρετή· διότι ἄκουσε τὸν ἴδιο τὸν Κύριο ὁ ὁποῖος λέγει στοὺς μαθητές Του: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν (:Λοιπόν, πηγαίνετε τώρα καὶ διδάξτε σὲ ὅλα τὰ ἔθνη τὴν ἀλήθεια. Καὶ αὐτοὺς ποὺ θὰ πιστέψουν καὶ θὰ γίνουν μαθητές σας, βαπτίστε τους στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντάς τους νὰ τηροῦν καὶ νὰ ἐφαρμόζουν στὴ ζωὴ τους ὅλα τὰ παραγγέλματα ποὺ σᾶς ἔδωσα ὡς ἐντολές)» [Ματθ. 28,19-20].
Καὶ πάλι: «Ὃς ἐὰν οὖν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξῃ οὕτω τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν (:Ἐκεῖνος λοιπόν, ποὺ θὰ παραβεῖ μία ἀπὸ τίς ἐντολὲς αὐτές, ποὺ φαίνονται μικρὲς καὶ ἀσήμαντες, καὶ διδάξει ἔτσι τοὺς ἀνθρώπους, θὰ ὀνομαστεῖ ἐλάχιστος στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν)» [Ματθ. 5,19]. Δηλαδὴ ὅταν θὰ γίνει ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καὶ ἡ τελικὴ κρίση· διότι δὲν θὰ εἰσέλθει στὴ βασιλεία· καθόσον γνωρίζει νὰ ὀνομάζει «βασιλεία» καὶ αὐτὸν τὸν καιρὸ τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν. «Μία ἐντολὴ ἐὰν παραβεῖ», λέγει ὁ Κύριος, «ἐλάχιστος θὰ ὀνομαστεῖ»· ὥστε ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ ὅλες τίς ἀρετές.
Καὶ πρόσεχε πῶς δὲν εἶναι δυνατὸ χωρὶς ἐλεημοσύνη νὰ εἰσέλθουμε, ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμη λείπει μόνο αὐτή, θὰ ἀπέλθουμε στὴν κόλαση. Διότι λέγει: «Πορεύεσθε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ (:Τότε θὰ πεῖ καὶ σὲ ἐκείνους, ποὺ στέκονται στὰ ἀριστερά του: "φύγετε μακριὰ ἀπὸ ἐμένα ἐσεῖς οἱ καταραμένοι καὶ πηγαίνετε στὸ αἰώνιο πῦρ, ποὺ ἔχει ἑτοιμαστεῖ γιὰ τὸν διάβολο καὶ τοὺς πονηροὺς ἀγγέλους του)» [Ματθ. 25,41]. Ἐξαιτίας τίνος καὶ γιὰ ποιό λόγο; «Ἐπείνασα γάρ, καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ οὐ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με (:Διότι πείνασα καὶ δὲν μοῦ δώσατε νὰ φάω, δίψασα καὶ δὲν μοῦ δώσατε νὰ πιῶ. Ξένος ἤμουν καὶ δὲν μὲ πήρατε στὸ σπίτι σας, γυμνὸς καὶ δὲν μὲ ντύσατε, ἄρρωστος καὶ φυλακισμένος καὶ δὲν μὲ ἐπισκεφθήκατε)» [Ματθ. 25,42-43].
Εἶδες πῶς ἐνῶ δὲν κατηγορήθηκαν γιὰ τίποτε ἄλλο, γι᾿ αὐτὸ καὶ μόνο χάθηκαν; Καὶ οἱ μωρὲς παρθένες στὴν παραβολή, γιὰ τοῦτο μόνο ἐκβλήθηκαν ἀπὸ τὸν νυμφῶνα, ἂν καὶ εἶχαν σωφροσύνη, ὅπως λέγει ὁ Παῦλος. «Εἰρήνην διώκετε μετὰ πάντων, καὶ τὸν ἁγιασμόν, οὗ χωρὶς οὐδεὶς ὄψεται τὸν Κύριον (:Ἀγωνίζεστε καὶ προσπαθεῖτε νὰ ἔχετε εἰρήνη μὲ ὅλους. Ἐπιδιώκετε νὰ ἀποκτήσετε καὶ τὸν ἁγιασμὸ καὶ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς ἀπὸ κάθε πάθος, διότι χωρὶς αὐτὸν τὸν ἁγιασμὸ κανεὶς δὲν θὰ δεῖ τὸν Κύριο)» [Ἑβρ. 12,14]. Σκέψου λοιπὸν ὅτι χωρὶς μὲν σωφροσύνη δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ δεῖ κανεὶς τὸν Κύριο· ἀλλὰ καὶ οὔτε ἐὰν ἔχει κανεὶς σωφροσύνη εἶναι δυνατὸ ὁπωσδήποτε νὰ Τὸν δεῖ, διότι πολλὲς φορὲς κάτι ἄλλο ἐμπόδισε σὲ αὐτό. Καὶ πάλι ἐὰν κατορθώσουμε τὰ πάντα, ἀλλὰ δὲν ὠφελήσουμε τὸν πλησίον, οὔτε ἔτσι θὰ εἰσέλθουμε στὴ βασιλεία.
Ἀπὸ ποῦ φαίνεται αὐτό; Ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτες στοὺς ὁποίους ἐμπιστεύτηκαν τὰ τάλαντα· διότι ἐκεῖ ὅλη ἡ ἀρετὴ ἦταν πλήρης καὶ τίποτε δὲν ἔλειπε· ἀλλὰ ἐπειδὴ ἔγινε ὀκνηρὸς στὴν ἐργασία, κατὰ φυσικὸ λόγο ἐξεβλήθῃ. Εἶναι δυνατὸν καὶ μόνο ἀπὸ κακολογία νὰ εἰσέλθει κανεὶς στὴ γέενα. Διότι «Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ ὀργιζόμενος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ εἰκῆ ἔνοχος ἔσται τῇ κρίσει· ὃς δ᾿ ἂν εἴπῃ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ῥακά, ἔνοχος ἔσται τῷ συνεδρίῳ· ὃς δ᾿ ἂν εἴπῃ μωρέ, ἔνοχος ἔσται εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός (:Ἐγὼ ὅμως σᾶς λέγω ὅτι καθένας ποὺ ὀργίζεται ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του χωρὶς σοβαρὸ πνευματικὸ λόγο, διαπράττει ἔγκλημα ἀνάλογο μὲ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο δικαζόταν ἄλλοτε ἀπὸ τὸ τοπικὸ ἑπταμελὲς δικαστήριο, ποὺ ὀνομαζόταν «κρίση». Καὶ ἐκεῖνος ποὺ θὰ προσφωνήσει καὶ θὰ πεῖ περιφρονητικὰ τὸν ἀδελφό του: "ἀνόητε, τιποτένιε", εἶναι ἔνοχος ἐγκλήματος βαρύτερου, ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ δικάζει τὸ μεγάλο συνέδριο, τὸ ἀνώτατο δηλαδὴ δικαστήριο τῶν Ἑβραίων. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ μὲ μῖσος καὶ κακία θὰ πεῖ τὸν ἀδελφό του: "ἠλίθιε", εἶναι βαρύτατα ἔνοχος καὶ ἄξιος νὰ τιμωρηθεῖ μὲ τὴν γέενα τοῦ πυρὸς ποὺ βρίσκεται στὸν Ἅδη)» [Ματθ. 5,22], λέγει.
Καὶ ἂν ἀκόμη τὰ πάντα κατορθώσει κανείς, ἀλλὰ εἶναι ὑβριστής, καὶ πάλι δὲ θὰ εἰσέλθει. Καὶ ἂς μὴν κατηγορεῖ κανεὶς γιὰ σκληρότητα τὸν Θεό, ἐπειδὴ ἐκβάλλει ἀπὸ τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ὅσους ἔφταιξαν σὲ αὐτό· διότι ἂν στοὺς ἀνθρώπους, ὁποιανδήποτε παρανομία καὶ ἂν κάνει κάποιος, γίνεται ἀνάξιος νὰ ἀντικρύσει τὸ πρόσωπο τοῦ βασιλέως, καὶ ἂν ἀκόμη παραβεῖ ἕνα νόμο ἀπό τοὺς ἰσχύοντες, εἴτε συκοφαντήσει κατηγορῶντας, χάνει τὸ ἀξίωμά του, εἴτε μοιχεύσει καὶ κυριευτεῖ ἀπὸ πάθος, ἔγινε ἀνάξιος, καὶ ἂν ἀκόμη ἔχει κατορθώσει ἀμέτρητα πράγματα, χάνεται· καὶ ἂν κάνει φόνο καὶ ἀποδειχτεῖ, καὶ αὐτὸ εἶναι ἀρκετὸ γιὰ νὰ τὸν καταστρέψει· ἂν λοιπὸν οἱ νόμοι τῶν ἀνθρώπων φυλάσσονται μὲ τόση αὐστηρότητα καὶ ἀκρίβεια, πολὺ περισσότερο οἱ νόμοι τοῦ Θεοῦ.
«Ἀλλὰ ὁ Θεὸς εἶναι Ἀγαθὸς καὶ δὲν θὰ μᾶς τιμωρήσει», θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κάποιος. Ἕως πότε θὰ λέμε αὐτὸν τὸν ἀνόητο λόγο; Ἀνόητο τὸν χαρακτήρισα τὸν λόγο αὐτόν, ὄχι διότι δὲν εἶναι Ἀγαθὸς ὁ Θεός, ἀλλὰ διότι νομίζουμε ὅτι ἡ ἀγαθότητά Του εἶναι χρήσιμη γιὰ ἐμᾶς σὲ αὐτά, ἂν καὶ πολλὲς φορὲς ἔχουμε πεῖ πάρα πολλὰ γιὰ τὸν λόγο αὐτόν. Ἄκουε λοιπὸν τὴ Γραφή, ἡ ὁποία λέγει: «Καὶ μὴ εἴπῃς· ὁ οἰκτιρμὸς αὐτοῦ πολύς, τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν μου ἐξιλάσεται· ἔλεος γὰρ καὶ ὀργὴ παρ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἐπὶ ἁμαρτωλοὺς καταπαύσει ὁ θυμὸς αὐτοῦ (:Μὴν πεῖς: "μέγα καὶ πολὺ εἶναι τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ ὁσονδήποτε πλῆθος ἁμαρτιῶν καὶ ἂν ἔχω διαπράξει, θά με συγχωρήσει ὁ Κύριος". Μὴ λησμονεῖς ὅμως, ὅτι παρὰ τῷ Θεῷ ὑπάρχει βεβαίως τὸ ἔλεος ἀλλὰ καὶ ἡ ὀργή. Ἐναντίον λοιπὸν ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἄφοβα ἁμαρτάνουν, θὰ ἐπιπέσει ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ)» [Σοφ. Σειρ. 5,6].
Δὲν ἐμποδίζει νὰ λέμε ὅτι ἡ εὐσπλαχνία Του εἶναι μεγάλη· δὲν προτρέπει σὲ αὐτό, παρότι θέλει νὰ λέμε συνεχῶς αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, γιὰ τὸ ὁποῖο καὶ ὁ Παῦλος κινεῖ τὰ πάντα· ἀλλὰ γιὰ τὸν ἑξῆς λόγο. «Μὴν θαυμάζεις», λέγει, «τὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ ἁμαρτάνεις καὶ νὰ λέγεις: ''θά μὲ λυτρώσει ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν μου''»· διότι γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ λέμε τόσο πολλὰ γιὰ τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, ὄχι γιὰ νὰ πράττουμε ὅλα τὰ κακὰ ἔχοντας θάρρος σὲ αὐτήν, διότι τότε ἡ ἀγαθότητα θὰ γίνει αἰτία νὰ ἀπολεστεῖ ἡ σωτηρία μας, ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴν ἀπελπιζόμαστε γιὰ τίς ἁμαρτίες μας καὶ γιὰ νὰ μετανοοῦμε. Διότι «τὸ χρηστὸν τοῦ Θεοῦ εἰς μετάνοιάν σε ἄγει (:τὸ ὅτι σὲ εὐεργετεῖ ὁ Θεός, ἀντὶ νὰ ἐξαπολύσει τὴν ὀργή Του ἐναντίον σου γιὰ τίς κακὲς πράξεις σου, πρέπει νὰ σὲ παρακινεῖ καὶ νὰ σὲ ὁδηγεῖ σὲ μετάνοια)» [Ρωμ. 2,4], ὄχι σὲ περισσότερη κακία. Ἐὰν λοιπὸν γίνεις κακὸς ἐξαιτίας τῆς ἀγαθότητας τοῦ Θεοῦ, τότε ἐσὺ πολὺ περισσότερο τὴν διαβάλλεις στοὺς ἀνθρώπους· διότι βλέπω πολλοὺς νὰ κατηγοροῦν τὴ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ. Ὥστε θὰ κατακριθεῖς διότι δὲν χρησιμοποίησες αὐτὴν ὅπως πρέπει.
Εἶναι φιλάνθρωπος ὁ Θεός; Εἶναι ὅμως καὶ δίκαιος κριτής. Συγχωρεῖ ἁμαρτίες; Ἀποδίδει ὅμως κιόλας στὸν καθένα σύμφωνα πρὸς τὰ ἔργα του. Προσπερνᾷ ἀδικίες, ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὸ βάρος τῶν ἀνομιῶν; Ἀλλὰ καὶ ἐξετάζει. Τί λοιπόν; Δὲν εἶναι ἀντίθετα αὐτά; Δὲν εἶναι ἀντίθετα, ἂν διαστείλουμε αὐτὰ ὡς πρὸς τὸν χρόνο πραγματοποιήσεώς τους. Ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὴν ἀνομία ἐδῶ, στὴν ἐπίγεια ζωή μας, καὶ μέσῳ τοῦ βαπτίσματος καὶ μέσῳ τῆς μετανοίας· ἐξετάζει τίς πράξεις ἐκεῖ, στὴν ἄλλη ζωή, κατὰ τὴ μέλλουσα κρίση, διὰ πυρὸς καὶ βασάνων.
«Ἄν λοιπόν», θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κάποιος, «ἐπειδὴ ἔπραξα κακά, ἐκβάλλομαι καὶ ἐκπίπτω τῆς βασιλείας, εἴτε κάνω ἕνα ἀπὸ αὐτά, εἴτε ἄπειρα, γιατί νὰ μὴν κάνω ὅλα τὰ κακά;». Αὐτὸ εἶναι λόγος ἀχάριστου ὑπηρέτη· πλὴν ὅμως θὰ ἀπαντήσουμε καὶ σὲ αὐτόν. Μὴν πράττεις τὰ κακά, γιὰ νὰ ὠφελήσεις τὸν ἑαυτό σου· διότι ὅλοι μὲν ὁμοίως θὰ ἐκπέσουμε τῆς βασιλείας, στὴ γέεννα ὅμως δὲ θὰ καταδικαστοῦμε ἐξίσου ὅλοι, ἀλλὰ ὁ μὲν θὰ κολαστεῖ πολύ, ὁ δὲ λιγότερο. Ἐὰν λοιπὸν καὶ ἐσὺ καὶ ἐκεῖνος περιφρονήσατε τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος διέπραξε πολλές, καὶ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος διέπραξε λίγες ἁμαρτίες, ὁμοίως θὰ ἐκπέσετε τῆς βασιλείας· ἐὰν ὅμως δὲν περιφρονήσατε ὁμοίως τὸν θεῖο νόμο, ἀλλὰ ὁ μὲν περισσότερο, ὁ δὲ λιγότερο, θὰ αἰσθανθεῖτε τὴ διαφορὰ στὴ γέενα.
«Τί λοιπόν», θὰ ἔλεγε κάποιος ἄλλος ἴσως, «ὁ Θεὸς ἀπειλεῖ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι δὲν ἔδωσαν ἐλεημοσύνη, ὅτι θὰ ἀπέλθουν στὸ πῦρ; Καὶ ὄχι ἁπλῶς στὸ πῦρ, ἀλλὰ σὲ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ἑτοιμάστηκε γιὰ τὸν διάβολο καὶ τοὺς ἀγγέλους του; Καὶ γιὰ ποιό λόγο;». Τίποτε δὲν παροργίζει τόσο τὸν Θεό, ἀλλὰ ἀπὸ ὅλα τὰ κακὰ αὐτὰ θέτει πρῶτο· διότι ἐὰν πρέπει νὰ ἀγαποῦμε καὶ τοὺς ἐχθρούς, ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος βλάπτει καὶ τοὺς φίλους καὶ εἶναι ὡς πρὸς τοῦτο χειρότερος καὶ ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες, ποιάς κολάσεως δὲ θὰ εἶναι ἄξιος;
Ὥστε ἐδῶ τὸ μέγεθος τοῦ ἁμαρτήματος ἔκανε αὐτὸν τὸν ἀνελεήμονα καὶ σκληρὸ ἄνθρωπο νὰ ἀπέλθει στὴ γέενα μαζὶ μὲ τὸν διάβολο. Διότι «οὐκ ἔστιν ἀγαθὰ τῷ ἐνδελεχίζοντι εἰς κακὰ καὶ τῷ ἐλεημοσύνην μὴ χαριζομένῳ (:δὲν εἶναι ὀρθὸ καὶ δίκαιο νὰ εὐεργετεῖται ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἰσχυρογνωμόνως ἐπιμένει στὸ κακό· ὅπως ἐπίσης καὶ ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος, ἐνῶ μπορεῖ, δὲν κάνει ποτὲ ἐλεημοσύνη)» [Σοφ. Σειρ. 12,3]. Ἐὰν λοιπὸν τοῦτο ἴσχυσε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, πολὺ περισσότερο στὴν Καινή. Ἐὰν ἐκεῖ ὅπου ἦταν ἀνεκτὴ ἡ ἀπόκτηση χρημάτων καὶ ἀπόλαυση καὶ φροντίδα γι᾿ αὐτά, ὑπῆρχε τόση πρόνοια γιὰ βοήθεια στοὺς πτωχούς, πόσο μᾶλλον ὅταν λαμβάνουμε ὡς ἐντολὴ νὰ ἀπορρίπτουμε ὅλα τὰ ὑλικά; Διότι τί δὲν ἔκαναν ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης; Ἔδιναν συνεχῶς τὸ ἕνα δέκατο τῶν εἰσοδημάτων τους σὲ ὀρφανά, χῆρες, ξένους. Ἀλλὰ ἴσως μοῦ ἔλεγε κάποιος μὲ θαυμασμὸ ὅτι καὶ ὁ τάδε δίνει τὸ ἕνα δέκατο τῶν εἰσοδημάτων του. Πόση ντροπὴ ὑπάρχει σὲ αὐτό, ὅταν αὐτὸ τὸ ὁποῖο οὔτε στοὺς Ἰουδαίους ἦταν ἄξιο θαυμασμοῦ, αὐτὸ ἔχει γίνει ἀξιοθαύμαστο στοὺς Χριστιανούς; Ἐὰν τότε ἦταν ἐπικίνδυνο τὸ νὰ λησμονήσει κανεὶς τίς δεκάτες, σκέψου πόσο μᾶλλον τώρα. Ἡ μέθη πάλι δὲν κληρονομεῖ τὴ βασιλεία.
Ἀλλὰ τί λέγουν οἱ πολλοί; Ἐὰν λοιπὸν καὶ ἐγὼ καὶ ἐκεῖνος βρισκόμαστε στὰ ἴδια ἁμαρτήματα, αὐτὸ εἶναι μεγάλη παρηγορία. Τί λοιπόν; Εἶναι ὀρθὸ τοῦτο· διότι πράγματι δὲν θὰ λάβετε τὴν ἴδια τιμωρία ἐσὺ καὶ ἐκεῖνος· ἄλλωστε δὲ οὔτε παρηγορία εἶναι αὐτό· διότι ἡ συμμετοχὴ στὰ βάσανα τότε ἔχει παρηγορία, ὅταν οἱ συμφορὲς εἶναι ἀνάλογες τῶν δυνάμεών μας· ὅταν ὅμως τίς ὑπερβαίνουν καὶ μᾶς προξενοῦν τρέλλα καὶ λιποθυμία, δὲν ἀφήνουν νὰ λάβουμε καμία παρηγορία. Πὲς λοιπὸν σὲ ἐκεῖνον τὸν ὁποῖο βασανίζουν καὶ ἔχει εἰσέλθει στὴν πυρά, ὅτι καὶ ὁ τάδε πάσχει αὐτό· ἀλλὰ οὔτε κἂν θὰ αἰσθανθεῖ τὴν παρηγορία. Μήπως δὲν χάθηκαν ὅλοι μαζὶ οἱ Ἰσραηλῖτες; Ποιά παρηγορία ἔφερε αὐτὸ σὲ ἐκείνους; Μᾶλλον αὐτὸ δὲν ἦταν ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο τοὺς λυποῦσε; Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ ἔλεγαν: «Καὶ εἶπαν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ πρὸς Μωυσῆν λέγοντες· ἰδοὺ ἐξανηλώμεθα, ἀπολώλαμεν, παρανηλώμεθα (:Εἶπαν τότε οἱ Ἰσραηλῖτες πρὸς τὸν Μωυσῆ: "χαθήκαμε, ἐξοντώθηκαμε, ἐκδαπανήθηκαμε !)» [Ἀριθμ. 17,27].
Τί παρηγορία εἶναι λοιπὸν αὐτή; Ἄδικα παρηγοροῦμε τοὺς ἑαυτούς μας μὲ αὐτὲς τίς ἐλπίδες. Μία μόνο παρηγορία ὑπάρχει, τὸ νὰ μὴν πέσουμε μέσα σὲ ἐκεῖνο τὸ ἄσβεστο πῦρ· γιὰ ἐκεῖνον ὅμως, ὁ ὁποῖος θὰ πέσει μέσα, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τύχει παρηγορίας ἐκεῖ ὅπου ὁ βρυγμός τῶν ὀδόντων, ὅπου ὁ κλαυθμός, ὅπου ὁ σκώληξ ὁ ἀκοίμητος, ὅπου τὸ ἄσβεστο πῦρ. Πές μου, λοιπόν, σκέπτεσαι καθόλου κάποια παρηγορία, ἐνῶ βρίσκεσαι σὲ θλίψη καὶ συμφορά; Σὲ αὐτὸ λοιπὸν θὰ στηριχτεῖς; Μή, παρακαλῶ καὶ ἱκετεύω, ἂς μὴν ἀπατᾶμε τοὺς ἑαυτούς μας ματαίως καὶ ἂς μὴν παρηγορούμαστε μὲ αὐτοὺς τοὺς λόγους, ἀλλὰ ἂς πράττουμε αὐτά, τὰ ὁποῖα θὰ δυνηθοῦν νὰ μᾶς σώσουν.
Μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ πρόκειται νὰ καθίσεις καὶ ἐσὺ ἀκριβολογεῖς γιὰ αὐτά; Ἐὰν λοιπὸν κανένα ἄλλο ἁμάρτημα δὲν ὑπῆρχε, πόση κόλαση ἔπρεπε νὰ ὑποστοῦμε, μόνο γιὰ τοὺς λόγους αὐτούς, διότι τόσο ὀκνηροί, τόσο ἄθλιοι καὶ ράθυμοι εἴμαστε, ὥστε, ἐνῶ μᾶς ἀναμένει τόση τιμή, νὰ λέγουμε αὐτά; Ὅταν, ἐπίσης, σκεφτεῖς τότε ἐκείνους οἱ ὁποῖοι κατόρθωσαν νὰ εἰσέλθουν στὸν Παράδεισο, δὲ θὰ λειώσεις περισσότερο; Ὅταν δεῖς ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι ἀπὸ δοῦλοι καὶ ἀπὸ χαμηλὴ καταγωγὴ προερχόμενοι, ἀφοῦ κοπίασαν λίγο ἐδῶ, νὰ μετέχουν ἐκεῖ στὸ βασιλικὸ θρόνο, δὲ θὰ εἶναι αὐτὰ χειρότερα ἀπὸ τὴν κόλασή σου; Διότι ἐὰν τώρα ὅταν βλέπεις αὐτοὺς νὰ εὐτυχοῦν, καὶ ἐνῶ δὲν παθαίνεις κανένα κακό, ἀπὸ αὐτὸ μόνο βασανίζεσαι περισσότερο ἀπὸ κάθε τιμωρία, καὶ πενθεῖς τὸν ἑαυτό σου καὶ δακρύζεις καὶ τὸν κρίνεις ἄξιο μυρίων θανάτων, τί θὰ ὑποστεῖς τότε; Διότι ἐὰν δὲν ὑπῆρχε γέενα, αὐτὴ μόνο ἡ ἰδέα τῆς δουλείας δὲν ἦταν ἀρκετὴ νά σὲ ἀφανίσει καὶ νὰ σὲ καταστρέψει; Καὶ ὅτι αὐτὸ ἔτσι θὰ εἶναι, μπορεῖς νὰ τὸ μάθεις ἀπὸ τὴν πεῖρα τῶν πραγμάτων.
Ἄς μὴν παρηγοροῦμε λοιπὸν ἄδικα τοὺς ἑαυτούς μας μὲ τέτοιους λόγους, ἀλλὰ ἂς προσέχουμε καὶ ἂς φροντίζουμε γιὰ τὴν σωτηρία μας, καὶ ἂς ἀσκοῦμε τὴν ἀρετή, καὶ ἂς παρακινοῦμε τοὺς ἑαυτούς μας γιὰ τὴν πραγματοποίηση τῶν καλῶν, γιὰ νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ τύχουμε τῆς ἄπειρης δόξης ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, τοῦ Κυρίου μας, μαζὶ μὲ τὸν ὁποῖο στὸν Πατέρα καὶ συγχρόνως στὸ ἅγιο Πνεῦμα ἀνήκει δόξα, δύναμις, τιμή, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
ἐπιμέλεια: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
• https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-ephesios.pdf.pdf
• Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου Ἅπαντα τὰ ἔργα, Ὑπόμνημα στὴν Πρὸς Ἐφεσίους ἐπιστολή, ὁμιλία Δ΄, πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς»(ΕΠΕ), ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1979, τόμος 20, σελίδες 501-519 .
• http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html
• Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.
• Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.
• Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.
• http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm
• http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm