Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Γεώργιος, ὁ ἐκ Χίου καὶ ἐν Κυδωνίαι (Ἀϊβαλὶ) ἀθλήσας κατὰ τῷ 1807ῳ [͵αωζ΄] ἔτει, ξίφει τελειοῦται.
Σὺν τῷ παλαιῷ τάττεται ἀθληδροµήσας.
Στίχοι
Ναοῦ σου ἐγκαίνια ἐν Κυπαρίσσῳ,
Τελοῦντες, Γώργιε, νῦν σε ὑμνοῦμεν.
Ανήμερα τ’ Άγιου Γιώργη του Χιοπολίτη
“Ανήμερα τ’ Άγιου Γιώργη του Χιοπολίτη γινότανε η Λειτουργία στο Αϊβαλί με μεγάλη κατάνυξη, δεν απόμνησκε σε σπίτι κανένας, μηδέ μικρός, μηδέ μεγάλος, μόνε γέμιζε κείνη μεγάλη εκκλησιά από μέσα κι απ’ όξω. Ο δεσπότης κ’ οι παπάδες ήτανε δακρυσμένοι, οι γυναίκες και τα μωρά κλαίγανε. Κείνη την ημέρα, από τις δώδεκα εκκλησιές που ’χε τ’ Αϊβαλί, μαζευόντανε στον Άγιο Γιώργη όλοι οι παπάδες κ’ οι ψαλτάδες. Εκεί πέρα έβλεπες ελληνισμό και χριστιανοσύνη. Εκεί πέρα ανετρίχιαζε κι ο πιο αναίσθητος άνθρωπος, κι όποιος ήθελε να κλάψει, εκεί πέρα έπρεπε να βρεθεί. Να κλάψει, και μαζί ν’ αναγαλλιάσει, όπως θωρούσε κείνο το μεγαλείο πόχει η Ορθοδοξία η κατατρεγμένη κ’ η ματωμένη, ακούγοντας είκοσι ψαλτάδες και πενήντα κανόναρχους να ψέλνουνε μια παλληκαρίσια ψαλμωδία. Ακόμα κ’ οι Τούρκοι, φαινόντανε στεναχωρημένοι, γιατί ήτανε και, κείνοι, γεννημένοι από την ίδια τη μάννα, που μεταδίνει στα παιδιά της το πάθος της καρδιάς και κείνη τη σπλαχνικιά αθωότητα που δεν βρίσκεται σ’ άλλον τόπο.
Αυτά τα πανηγύρια γινόντανε από ανθρώπους θλιμμένους, απάνω σε μνημόρια ματωμένα. Η Ορθοδοξία τότες ήτανε σαν και κείνη τη μάννα τη βασανισμένη, που την πονάνε τα παιδιά της πιότερο, παρά σαν είναι καλοπερασμένη. Αγάπη αληθινή είναι μονάχα κείνη που ’ναι πονεμένη αγάπη. Απάνου σε τέτοιαν αγάπη θεμελίωσε ο Χριστός τη γλυκιά την πίστη του.
Αυτοί οι άνθρωποι, βρέχανε το γιατάκι τους με δάκρυα και πηγαίνανε στην εκκλησιά και δοξολογούσανε τον Θεό, π’ αξίωσε ν’ αγιάσει ένας άνθρωπος αμαρτωλός, που ζούσε ίσαμε ψες ανάμεσά τους, και παράδωσε το κορμί του κουρμπάνι για την πίστη μας, όπως ο Χριστός παράδωσε το δικό του το κορμί για να μας δείξει την αληθινή την αγάπη”.
...Κάθε χρόνο στις 26 του Νοέβρη αποβραδίς χτυπούσανε θλιβερά οι καμπάνες στα δώδεκα καμπαναριά της πολιτείας, κι ούλος ο κόσμος φορεμένος τα καλά του πάγαινε στο παζάρι κι άναβε κεριά και τα κολλούσε απάνω σε μιά ματωμένη πέτρα, κι ανεσπαζότανε τ’ ασημωμένο κεφάλι τ’ Άγιου Γιώργη του Χιοπολίτη, πού ’χε μαρτυρήσει σε κείνο το μέρος κι απάνου σε κείνη την πλάκα.
Οι καμπάνες χτυπούσανε ίσαμε τα μεσάνυχτα, κι ο πιό πολύς ο κόσμος δεν κοιμότανε, μόνο διαβάζανε μέσα στα σπίτια το συναξάρι τ’ Άγιου Γιώργη, κ’ οι γέροι διηγόντουσαν το τι θυμόντανε απ’ τη σφαγή του, είτε το τί είχανε ακουστά άπ’ τούς γεροντότερους. Κ’ έτσι στην καρδιά μας, εμάς των μικρών, απόμνησκε μιά θλίψη, πού βαστούσε δυό και τρεις ημέρες, κατά το αίστημα του καθενούς. Κ’ εγώ από μικρός είχα πιθυμιά να γράψω την ιστορία του γιά ν’ απομείνει απ’ το χέρι μου…
Μαρτύριον του Αγίου Γεωργίου του Χιοπολίτου
κυρ Φώτης Κόντογλου
Κατά τα 1790 ήτανε διορισμένος άπ’ τον σουλτάνο να κυβερνά την Καβάλα ένα θηριό αληθινό, πού τον λέγανε Μουσταφάγα. Τους Ρωμιούς τους κρέμαζε και τους παλούκωνε γιά ένα ουδέ. Μέσα στο κάστρο οι φυλακές ήτανε πάντα πατικωμένες άπ’ ένα σωρό φουκαράδες, πού πεθαίνανε άπ’ την πείνα, άπ’ το κρύο κι άπ’ τις αρρώστιες. Η μανία του ήτανε να τυραγνά τους χριστιανούς γιά να τους αλλαξοπιστήσει.
Οι Τούρκοι τον είχανε γιά τον πιό θρήσκο στη θρησκεία τους, και πολλοί άπ’ αυτουνούς τον είχανε και γιά άγιο, ντεντέ όπως τον λένε στη γλώσσα τους. Οι χριστιανοί πάλι, άπ’ τη μεγάλη τρομάρα πού τον πήρανε, λέγανε πώς είχε ένα κέρατο στο κεφάλι, κι άλλα τέτοια….
Μιά μέρα μπήκανε σ’ ένα τούρκικο μποστάνι καμιά δεκαριά χριστιανόπουλα γιά να κλέψουνε καρπούζια. Μα ο Τούρκος τα πήρε χαμπάρι και τα κυνήγησε, αφού πρώτα έριξε μιά τουφεκιά. Τ’ άλλα πηδήξανε το φράχτη και φύγανε. Μόνο το πιό μικρό, πού το λέγανε Γιώργη, δεν το βαστάξανε τα ποδάρια του κι απόμεινε το καημένο κλαίγοντας μέσα στο χωράφι και το ’πιασε ο μποσταντζής, και την άλλη μέρα πήγε και το παράδωσε του πασά. Και κείνος πρόσταξε να το βάλουνε στο μπουντρούμι, γιά να το φοβερίξει κι απέ το ‘δωσε σ’ έναν Τούρκο φαμελίτη, πού τον λέγανε Καρά-Αλή κ’ είχε σπίτι μέσα στο κάστρο, παραγγέλνοντάς του να το καλοπιάσει όσο μπορέσει, ταγίζοντας το καλά φαγιά, ντύνοντάς το ρούχα φανταχτερά με κόκκινο ζουνάρι, και βάζοντάς το να παίζει με τα μωρά του. Και γιά ούλα τα έξοδα είπε και του δώσανε όσα γρόσα γύρεψε.
Αυτό το παιδί ήτανε απ’ τη Χιό, άπ’ το χωριό Πυτιός. Ο πατέρας του ήτανε θαλασσινός, και τον λέγανε Παρασκευά˙ και, πεθαίνοντας η μάννα του, η Αγγερού, τ’ άφησε ορφανό εννιά μηνώ. Ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε και τ’ ανάθρεψε η μητρυιά. Σαν μεγάλωσε, πήγε κοντά σ’ έναν ταλιαδοΰρο, Βισετζή λεγόμενο, γιά να μάθει την τέχνη, και κείνος το πήρε μαζί του στα Ψαρά, πόκανε το τέμπλο τ’ Άη-Νικόλα. Μα άπ’ τα Ψαρά ο Γιώργης έφυγε κρυφά άπ’ τον μάστορή του και πήγε στην Καβάλα, κ’ εκεί τον πιάσανε οι Τούρκοι, όπως τα ξιστόρησα πρωτύτερα.
Κείνος ο φαμελίτης το λοιπόν έκανε όπως τον πρόσταξε ο πασάς. Και τ’ όντις το μικρό τόση χαρά πήρε άπ’ τα όμορφα ρούχα και τόσο συνήθισε με τα Τουρκόπουλα, κοντολογίς τόσο πολύ πλανεύτηκε ύστερ’ άπ’ το φυλάκωμα από ειδών -ειδών καλοπιάσματα και γλυγούδια, πού δεν τα ’χε σπίτι του, πόπαψε να γυρεύει να γυρίσει πίσω στους δικούς του, κι αρχίνησε να λέγει ένα σωρό τούρκικα λόγια.
Σαν πέρασε ένα διάστημα, ο Μουσταφάγας έστειλε και παράγγειλε του Καρά-Αλή να του πάγει το χριστιανόπουλο. Και, σαν του το πήγε, τό ’βαλε κ’ έκατσε κοντά του κι αρχίνησε να του γλυκομιλά τούρκικα, δείχνοντάς του τον Καρά-Αλή και λέγοντας πώς αυτός ήτανε ο μπουμπάς του, δηλαδή ο πατέρας του. Κι αφού ξεθαρρεύτηκε, αρχίνησε να το ξομολογά και να τού λέγει πώς ο Χριστός κ’ οι άγιοι είναι ψευτιές, και πώς ο Μεμέτης είναι ο προφήτης πού πρέπει να προσκυνάνε ούλοι οι άνθρωποι, και πώς ο θεός τους είναι ο αληθινός. Και πώς η φυλή των χριστιανών είναι καταραμένη και κακορίζικη, πλασμένη γιά νά ’ναι σκλάβα των Τούρκων. Μ’ έναν λόγο, ο πασάς το ρώτηξε αν θέλει να γίνει Τούρκος, οπού θά ’χει τιμή και καλοπέραση, και πώς αν δεν έστρεγε να παρατήσει να κάνει τον σταυρό του και να μιλά ρωμέϊκα, θα τό ’σφαζε σαν αρνί.
Ούλα τοΰτα τα χασομέρια δε γινόντανε για τον κάθε έναν πού θέλανε ν’ αλλαξοπιστήσουνε. Μα επειδής ο Γιώργης ήτανε όμορφος κ’ έξυπνος, γεροδεμένος και κοκκινομάγουλος, γι’ αυτό τον ζώνανε με τόσες γαλιφιές. Να μην τα πολυλογούμε, τον καταφέρανε, και κείνο το ίδιο βράδυ τον σουνετέψανε [8] στο σπίτι του Καρά-Αλή και τον βγάλανε Αχμέτη.
Σαν ήρτε σε ηλικία, έπιασε να διαλογίζεται το τί είχε κάνει. Μέρες ολάκερες έπεφτε σε συλλογή κ’ έκλαιγε σαν απόμνησκε μοναχός. Κοιταζότανε σαν παραξενεμένος, έβλεπε τα ρούχα του κι αναστέναζε. Και, μ’ όλα ταύτα, απόφευγε τους Γραικούς, γιατί ντρεπότανε μην γνωριστεί. Ώρες-ώρες ξαφνιζότανε π’ άκουγε να τον φωνάζουνε Αχμέτη. Έφερνε στον νού του τους γονιούς του, τα συνομήλικα Γραικόπουλα, τ’ όνομά του και τον νουνό πού τον βάφτισε, και ξεσκιζόντανε τα σπλάχνα του.
Ήτανε χρόνια πού ’χε φύγει απ’ το σπίτι του Καρά-Αλή, γιατί ο Καρά-Αλής είχε πολλά παιδιά. Τώρα καθότανε μ’ έναν Μαμούν-μπαμπά, έναν γεροθαλασσινό πού ’χε μιά μπομπάρδα. Αυτός δεν καταπιανότανε πιά με τη θάλασσα, μόνο καθότανε στη στεριά και δουλεύανε το καράβι οι δυό παντρεμένοι γυιοί του, και κείνοι παίρνανε μαζί τους και τον Γιώργη. Το χειμώνα, σαν δένανε τη μπομπάρδα στο καραμοσάλι, ο Αχμέτης καθότανε μαζί με τον Μαμούν-μπαμπά και δεν ξεμάκραινε άπ’ τον τουρκομαχαλά. Κείνα τα χρόνια οι Τούρκοι επιδινόντανε στη θάλασσα κ’ είχανε κάμποσα μπάρκα, τα πιό πολλά καραβόσκαρα, μπομπάρδες και γκαγκαλήδες, στη Μυτιλήνη, στη Χιό, στο Μόλυβο, στα μπουγάζια της Πόλης, ίσαμε την Καβάλα.
Το καράβι του Μαμούν-μπαμπά ναυλώθηκε κάποτες γιά τα Καράμπουρνα, κ’ εκεί πού καθότανε μιά μέρα ο Αχμέτης και ξεκουραζότανε, πίνοντας καφέ άπ’ όξου άπ’ το Κιρμιζί Τζαμί στον Τσεσμέ, του φάνηκε πώς τον κοίταζε ένα μεγάλο μάτι απάν’ άπ’ τα βουνά της Χιός, κι απόμεινε ξερός.
Ακόμη μιά φορά, ανήμερα τ’ Άγιου Γιώργη, κει πού καθότανε πάλε σταυροπόδι απάνου στη ντάμπια, στον ίσκιο, και σεργιάνιζε τον κόσμο και τα βαλμαριά [9] πού περνούσανε κάτ’ απ’ το κάστρο, ίσα-ίσα το καταμεσήμερο, σα νά ’δε έναν Λιάπη αρματωμένον, πότρεχε μέσα στο μεϊντάνι και, σαν σίμωσε, αρχίνησε να του κάνει ένα σωρό χειρονομίες. Η ασυνήθιστη όψη του και τ’ αρχαία του τ’ άρματα τον τρομάξανε. Έκανε να σηκωθεί και να τραβηχτεί πάρα μέσα, γιατί τού ’ρθε ζάλη, μα ίσαμε να ξα-ναγυρίσει το κεφάλι του, ο αρματωμένος χάθηκε.
Δυό-τρεΐς μέρες κρυφόκλαιγε δίχως να βάλει στο στόμα του μηδέ ψωμί, μηδέ νερό. Γιά να μη βλέπει χριστιανούς, σ’ ένα ταξίδι πόκανε η μπομπάρδα, απόμεινε κοντά σ’ έναν ανιψιό του Μαμούν-μπαμπά, που ’χε γύφτικο στον Ρεΐζ-Ντερέ, απάνου στα Καράμπουρνα. Δούλεψε κεΐ πέρα τρία χρόνια, βιάζοντας τον εαυτό του να ξεχάσει τα περασμένα του. Μα σαν πέθανε ο αφεντικός του πήρε τα μάτια του και πήγε στον Τσεσμέ, κ’ εκεί βρήκε έναν Τούρκο καραβοκύρη πού τον ήξερε άπ’ την Καβάλα, κ’ επειδής χρειαζότανε έναν άνθρωπο, τον πήρε μέσα στο καΐκι του, κ’ έτσι έπιασε το παλιό ζαναάτι [10] του.
Μιά μέρα, κεΐ πού ξεφορτώνανε κερεστέ [11] στη Χιό, είδε πώς ένας χριστιανός, πότυχε περαστικός απ’ τό μόλο, ένας γηραλέος, έστριψε το κεφάλι του και τον κοίταξε, κ’ ύστερα στάθηκε δίχως να ξεκολλήσει τα μάτια του από πάνω του. Κι όπως επίμενε να τον κοιτάζει κείνος ο άνθρωπος, κατάλαβε πώς το κεφάλι του στριφογύριζε και παραλύσανε τα γόνατά του, πού λίγο έλειψε να πέσει άπ’ τη σανίδα μέσ’ στη θάλασσα. Μα ο χριστιανός τον ζύγωσε και τον χαιρέτησε και τού ’πε:
«Δεν είσαι, μαθές, ο Γιώργης; Δε σ’ έχω δει από παιδί, μα και τώρα πόγινες παλληκάρι, πάλε σε γνώρισα!»
Τότες πιάστηκε η μιλιά του μέσ’ στό λαρύγγι του, και στεκότανε μπρος στο συχωριανό του σαν πεθαμένος. Απάνου σ’ αυτά, κάποιος άπ’ το καράβι του φώναξε:
«Αχμέτ! Αχμέτ!»
Ακούγοντας ο χριστιανός να κράζουνε έτσι τον ομόθρησκό του, απόρεσε πολύ και του λέγει:
«Μπρέ Γιώργη, τί ακούγω; Γιατί δε μιλάς;»
Μα κείνος έσκυψε το κεφάλι του και πήγε μέσα στό καΐκι. Το μαράζι τον έλιωνε μέρα με τη μέρα κ’ ήτανε πάντα συλλογισμένος. Φαρμάκι έτρεχε απ’ το στόμα του. Τα μάτια του ήτανε βουλιασμένα και θλιμμένα, τα γένια του αμπαρμπέριστα, το μουστάκι του πεσμένο απάνου στο στόμα του. Μηδέ σε καφενέ πάγαινε, μηδέ σε τζαμί, μηδέ πουθενά. Καθότανε σε μιά γωνιά του λιμανιού πού δέ ζύγωνε ψυχή, κι αν λάχαινε να πάγει κατά κει κανένας, σηκωνότανε και τραβούσε μέσα στο μεζαρλίκι [12] γιατί κει πέρα εύρισκε μιά σταλιά ησυχία. Έχωνε μέσα στα μάλαθρα πού ’χανε θεριέψει, κάτου από ’να ροζιασμένο κυπαρίσσι, και ξάπλωνε ανάσκελος, κοιτώντας τον ουρανό.
Το σπίτι τ’ αφεντικού του ήτανε στη Χιό μέσα στο κάστρο. Οι Τούρκοι, βλέποντας τον Αχμέτη έτσι μονόχνωτο και βουβό, επειδής πληροφορεθήκανε τα καθέκαστα, πιάσανε να τον υποπτεύουνται. Καταλαβαίνανε πώς ήτανε μετανοιωμένος. «Γκιαουρού νέ γιαπσάν γκιαούρ ντιρ!» «Ό,τι και να τον κάνεις, ο άπιστος είναι άπιστος!» Στο τέλος συμφωνήσανε να τον σκοτώσουνε.
Ωστόσο κείνος δεν έδινε άσπρο γιά τίποτα. Δεν είχε πλιά κανένα μεράκι απάνου στον εαυτό του. Το φέσι του ήτανε λιγδιασμένο, τα καλαμοβράκια του παγαίνανε τό ’να πάνου και τ’ άλλο κάτου, οι αγκώνοι του ήτανε τρύπιοι. Στο ζουνάρι του δεν είχε μηδ’ έναν τσακά [13], γιά να παστρέψει εν’ απίδι, μηδ’ ένα τσακμάκι, αυτός πού ήτανε τεριακλής κι άλλη φορά φουμάριζε απάν’ από δέκα βέργες τη μέρα. Περπάταγε σκουμπός, σαν κανένας γέρος εκατό χρονώ, με τα χέρια μπλεγμένα πίσω του, και σιγά-σιγά πάγαινε κι ακουμπούσε απάνου σε κανέναν απόζερβον τοίχο, κ’ έτσι τον έπαιρνε ο νύπνος.
Ένα πουρνό σηκώθηκε άπ’ τό γιατάκι του πριν να χαράξει, επειδής είχε στεναχώρια και δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Στη θάλασσα ούλοι κοιμόντανε ακόμα, στη στεριά το ίδιο. Όξου το πέλαγο τό ’δερνε φρέσκια νοτιά, και πέφτανε ανάριες στάλες άπ’ τον βουρκωμένον ουρανό. Τράβηξε κατά το λιμάνι και, σαν έφταξε στο μέρος πού δένανε τα καΐκια τους οι χριστιανοί, πήρε το μάτι του από μακριά δυό σκιές, πού βιαστήκανε να κρυφτούνε μόλις τον είδανε. Μα μονομιάς η μιά απ’ αυτές κοντοστάθηκε στην κόχη του δρόμου.
Ήτανε ο χριστιανός πού ’χε μιλήσει του Γιώργη πριν από καιρό. Κ’ επειδής τον σουσούμιασε πώς ήτανε κείνος, στάθηκε και τον περίμενε να ζυγώσει. Και, σαν σίμωσε και τον καλογνώρισε, βγήκε στο φανερό και πήγε κοντά του και τον καλημέρισε και τού ’πε:
«Γιατί, Γιώργη, αρνήστηκες τη θρησκεία μας; Γιατί ρεζίλεψες τη φυλή μας; Έμ την ψυχή σου κόλασες, έμ το σόγι σου ντρόπιασες! Μόλεψες τ’ άγιο μύρος, κόλασες και τον νουνό πού σε βάφτισε! Σε βλέπω και ματών’ η καρδιά μου! Ακόμα τα ρούχα σου τα ίδια, και κείνα κλαΐνε πάνου στο κορμί σου! Έτσι παιδεύει ο Θεός τον αμαρτωλό, μά τα κρίματά του είναι μεγάλα, κ’ η σπλαχνιά του τα κονομά ούλα, γιά να σωθεί το χαμένο πρόβατο! Και τώρα έχει βάλει ολοφάνερα το χέρι του, γιά να φκολύνει τη σωτηρία σου! Τέτοιαν ώρα τί γυρεύεις στο μόλο; Η Παναγιά σ’ έσπρωξε και ξύπνησες, γιά να μην ξανακοινηθεΐς πλιά τον ύπνο της αμαρτίας! Εμένα τον ίδιο, γιατί δε με ρωτάς τι γυρευω τέτοιαν ώρα οξ απ’ το σπίτι μου, πως να ’ρτω άπ’ τον απάνου μαχαλά ο αγέρας πήρε το καλπάκι άπ’ το κεφάλι μου, κόντεψε να ξεκολλήσει το βρακί άπ’ τα μεριά μου; Παιδί μου, γιά το ίδιο χρέος μάς αντάμωσε ο Χριστός σήμερα! Την ώρα πού φάνηκες από μακριά, εγώ κι ο Γιάννης ο Νεράντζης βγαίναμε άπ’ το καΐκι τού καπετάν-Μπετεφρή. Είναι κάμποσες μέρες πού πήραμε απόφαση, στ’ όνομα τού Θεού π’ αρνήστηκες, να φύγουμε κρυφά άπ’ τη Χιό με τις φαμελιές μας, επειδής ακούστηκε πώς ο πασάς θα χαλάσει τα μεγάλα κεφάλια κι άλλους χριστιανούς μέσ’ άπ’ το φακίρ-φουκαρά [14] του νησιού. Και, σε τούτη την απόφαση, συμφωνήσαμε και ταιριάξαμε κ’ οι τρεις, και ψές το βράδυ βρεθήκαμε απάνου στο καΐκι γιά να μιλήσουμε γιά τα καθέκαστα. Και, με την κουβέντα, δεν καλύψαμε μάτι ουλή τη νύχτα. Το λοιπόν, τα συμφωνημένα μας είναι να σηκωθούμε στα πανιά αύριο περασμένα τα μεσάνυχτα, τώρα πού βοηθά ο καιρός, γιατί θα βάλουμε πλώρη κατά τ’ Αϊβαλί, επειδής μαθαίνουμε πώς σε κείνο το μέρος οι χριστιανοί βρίσκουνε ραχάτι.
Βλέπεις και κρίνεις κ’ εσύ άτός σου πόσο βολικά τά ’φερε ο Θεός, γιά να παρατήσεις τούς Τούρκους και να πας να ζήσεις πάλε σα χριστιανός, όπως ζήσανε οι γονοί σου. Κάνε τον σταυρό σου, κ’ έλα μαζί μας!»
Κ’ επειδής τον έβλεπε να στέκει βουβός, του ξαναλέγει:
«Μωρέ Γιώργη, γιατί στέκεις έτσι δίβουλος;»
Τότες ο Γιώργης άνοιξε το στόμα του και, μαζί με τα λόγια του, τον πήρανε τα κλάματα:
«Η γλώσσα μου είναι μουδιασμένη και δεν μπορώ να μιλήσω! Ποιος πέρασε τέτοιο μαρτύριο σαν το δικό μου; Ποιος ψήθηκε απάνου σε τέτοια κάρβουνα; Αμάν! Γιατί ο Θεός φύλαξε γιά μένα μιά τέτοια ντροπή; Άλλα ακούνε τ’ αυτιά μου κι άλλα ακού’ η καρδιά μου! Με φωνάζουνε Αχμέτη κι ακούγω Γιώργη, και πάλε με φωνάζουνε Γιώργη και σπαράζουμαι το ι’διο σά να με φωνάζουνε Αχμέτη! Μου μιλάνε τούρκικα κι ακούγω γραικικά! Φοβάμαι τους Τούρκους, φοβάμαι τους Ρωμιούς, και δεν ξέρω πού να πάγω να κρυφτώ! Στο τζαμί βλέπω ξαφτέρουγα, βλέπω τέμπλα κι ακούγω ψαλτάδες! Το ριζικό το δικό μου κανένας δεν τό ’χε στον ντουνιά! Δεν έφταιξα ο δόλιος γιά να τυραγνιέμαι και σε τούτον και στον άλλο κόσμο! Παιδί ήμουνα και με πλανέσανε, γιατί η ζωή φαίνεται γλυκιά σε κείνον πού δεν ξέρει ακόμα τί λογής φαρμάκια έχ’ η αλλαξοπιστιά!»
Τον πνίγανε τα δάκρυα κ’ έλεγε και ξανάλεγε:
«Πάρτε με μαζί σας, μπάρμπα!»
Βλέποντας ο γέρος τούτα, καταχάρηκε και τον παρηγόρεσε, κι απομείνανε σύμφωνοι να κατεβεί ο Γιώργης την άλλη νύχτα, περασμένα τα μεσάνυχτα, γιά να μισέψουνε. Κ’ επειδής είχε πιάσει να ξημερώνει, μ’ όλο π’ ό ουρανός ήτανε καταμουντωμένος και δεν πολυόφεγγε, βιαστήκανε να χωριστούνε.
Κείνη τη μέρα ο καιρός χειροτέρεψε. Ο αγέρας μπουρίνιασε και το πέλαγο έβγαζε μιά τέτοια βουή, πού φοβότανε άνθρωπος κι απάνου στη στεριά ακόμα….
Μέσα σε τούτη τη φουρτούνα είχανε μεγάλο χτυποκάρδι κείνοι οι φουκαράδες πού τοιμαζόντανε γιά να φύγουνε, μα περσότερο απ’ ολουνούς ο κακόσουρτος ο Γιώργης.
«Δεν ήτανε λοιπόν θέλημα Θεού να ξαναγίνει χριστιανός; Με τα μπόδια πού του ’βαζε, μπας κ’ ήθελε να του δείξει πώς δεν είχε κανένα όφελος γιά την ψυχή του μ’ ένα τέτοιο φευγιό κρυφά άπ’ τους Τούρκους; Δεν αρνήστηκε φανερά τον Χριστό, ώστε να χρωστά πάλε φανερά να φωνάξει πώς γυρίζει στην πίστη του; Μπρος, δεν έχει άλλο, μόνο να πάγει, σαν ξημερώσει, στον πασά και να μολογήσει μπροστά σ’ ούλο το συμβούλιο και σ’ ούλο το τουρκομάνι πώς είναι χριστιανός!»
Έτσι στριφογύριζε ίσαμε το πρωΐ. Μα, σαν σηκώθηκε άπ’ το γιατάκι του, άλλαξ’ απόφαση.
«Δεν ήτανε, μαθές, τρόπος να ξαναγίνει χριστιανός δίχως να παραδοθεί στα σκυλιά, να πάγει ν’ ασκητέψει μέσα σε τρύπες, σε ντερβένια πού δεν πατά άνθρωπος! Το λοιπόν, δεν υπάρχει πλιά γι’ αυτόν ζωή αντάμα με τον Χριστό, παρά μόνο θανάτωμα γιά την πίστη του! “Ώστε τούτο το πικρό ποτήρι, πού δείλιαζε να το πιει κι ο ίδιος ο Χριστός, έπρεπε να το πιει αυτός γιά τον Χριστό, αυτός, ένας απλός άνθρωπος, αγράμματος, πού ’χε ξεχάσει και τα ρωμέϊκα ανάμεσα στους Τούρκους!»
Το κουράγιο του λύγιζε και δεν ήθελε να πεθάνει, μόνο ήθελε να γίνει χριστιανός, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα στο συναμεταξύ. Πέρασε και κείνη η μέρα…
Τ’ Άϊβαλί δεν ήτανε αλάργα.
“Ώρα σπερνοΰ οι γυναίκες βάλανε λίγα κάρβουνα σ’ ένα γλαστρί και θυμιάσανε. Σε λίγο καλάρισε ένα αγεράκι άπ’ το πέλαγο και μπήκανε μέσα στο μπουγάζι… Άπ’ το ζερβό τους χέρι είδανε τα Μοσκονήσια, πού βγαίνουνε θαλασσινοί και σφουγγαράδες, κι άπ’ τα δεξά τους ένα νησάκι ΐσαμ’ ένα πιάτο, ίδιο μέ μιά φούντα καλάμια, τον ‘Άη-Γιάννη τον Πρόδρομο…
Από τότες περάσανε κάμποσοι μήνες κι ο Γιώργης ζούσε στ’ Άϊβαλί ήσυχα, κοντά σ’ έναν καλόν χριστιανό, γνώριμο του Βισετζή, πού ’χε ένα χτήμα όξ’ απ’ την πολιτεία. Η μοναξιά ολοένα τον ειρήνευε. Η πληγή της καρδιάς του έκλεινε μέρα με τη μέρα…. Ούλοι τον αγαπούσανε, γιατί η γνώμη του ήτανε καλή κ’ η καρδιά του δε βρισκότανε σ’ άλλον άνθρωπο. Δε σήκωνε μάτι να δει σε παραθύρι. Το περπάτημά του ήτανε ίσιο και σκεφτικό, τα φερσίματά του γεμάτα σεμνότη και φρονιμάδα. Δεν έβγαινε απ’ το στόμα του άσκημος λόγος, μα δεν κουβέντιαζε και πολύ-πολύ.
Στην πολιτεία δεν είχε άλλη συντροφιά, εξόν μιά γριά πού την αγάπησε σαν μητέρα και της ξεμυστερεύτηκε την ιστορία του…
…έκλαιγε μέρα-νύχτα, παρακαλώντας τον Θεό να τού δώσει δύναμη, γιά να βγάλει πέρα σαν παλληκάρι αυτόν τον άγώνα, πού ήτανε θέλημά του να τον τραβήξει.
Έτσι περάσανε πεντ’-έξι μέρες. Και, σαν πήρε πλιά την απόφαση και στέριωσε την καρδιά του με προσευκή, κοιμήθηκε σαν αρνί. Και το πρωΐ σηκώθηκε χαρούμενος, κι αφού νίφτηκε και μπαρμπερίστηκε, γονάτισε άπάνου στα παλιά σανίδια κ’ έκανε τον σταυρό του. …. Αφού προσευκήθηκε, έχωσε μέσα στον κόρφο του ένα φυλαχτό από τίμιο ξύλο, πού τού ’φερε ένας χριστιανός, και βγήκε όξου στο δρόμο.
Απ’ όπου περνούσε, οι γυναίκες χαράζανε τρομασμένες μιά σταλιά την πόρτα, γιά να τον δούνε πού πάγαινε να παραδοθεϊ, κ’ ύστερα αμπαρώνανε γλήγορα και πέφτανε σε προσευκή μαζί με τα παιδιά τους, παρακαλώντας να τού δώσει δύναμη ο Θεός…
Δεκαεφτά μέρες τον τυραγνούσανε και τον μπομπεύανε, απ’ τις 8 του Νοέβρη ως τις 26….
Ο αγάς, σαν είδε κι απόειδε πώς δεν έκανε τίποτα με τις φοβέρες, και πώς μόνο ρεζιλευότανε η αρχή από ’ναν ραγιά, έβγαλε απόφαση να του κόψουν το κεφάλι.
Ουλή η πολιτεία έπεσε σε μεγάλη θλίψη. Κείνες τις μέρες δεν ακούστηκε μηδέ τραγούδι, μηδέ λαλούμενο. Οι χριστιανοί είχανε παρατημένα τα γένια τους, και πολλοί βάλανε μαύρα πουκάμισα.
Ο Γιώργης μήνυσε στους δικούς του να μην τον αφήσουνε να πεθάνει αμετάλαβος. Τότες ένας παπάς καμώθηκε πώς πιάστηκε τάχα σε καβγά μ’ έναν χριστιανό και τούς φυλακώσανε, κ’ έτσι έσμιξε με τον Γιώργη, τον ξαγόρεψε και τον μετάλαβε. Στις 25 του μηνός ο Γιώργης δεν κοιμήθηκε ούλη τη νύχτα, μόνο προσευχότανε γονατισμένος μέσα στο κελλί του, με την μπάλα στα ποδάρια…
Ξημέρωσε κ’ η τελευταία μέρα του. Θα τον σφάζανε κείνο το βράδυ τα μεσάνυχτα. Κατά το μεσημέρι οι ζαπτιέδες του Κονακιού κουβαλήσανε μιά μεγάλη πλάκα σαρμουσακόπετρα στη μέση του παζαριού, στο μέρος πού θα τον θανατώνανε. Οι χριστιανοί στεκόντανε χλωμιασμένοι γύρου-τριγύρου, και στα σοκάκια χαιρετιόντανε μονάχα με το κούνημα του κεφαλιού…. Κι απ’ ούλα τα στόματα έβγαινε ένα μούρμουρο λυπητερό: «Κύριε, ελέησον!» Οι φίλοι του Γιώργη δεν είχανε βάλει τίποτα στο στόμα τους απ’ το πουρνό, και πιάσανε από νωρίς τα πόστα γύρω στην πλάκα, γιά να του δώσουνε καρδιά, αν τύχαινε να λιγοψυχήσει.
Το πρόσωπό του είχε μιά τέτοια ημερότη, πόλεγες πώς έβλεπε κιόλας τον Θεό… Σαν έφταξε στη μέση, τον σταματήσανε μπροστά στον κριτή. Κι ο αγάς θέλησε να τού πει κατιτίς, μα δεν πρόφταξε, γιατί ο Γιώργης, δίχως να στήσει αυτί στο τί θα τού ’λεγε ο κόπρος, γιά καλό, γιά κακό, πήγε και γονάτισε απάνου στην πλάκα κ’ έσκυψε το κεφάλι του. Ο αγάς απόμεινε με βουλωμένο στόμα, κι ούλοι οι Τούρκοι σταθήκανε ντροπιασμένοι. Μέσα στον κόσμο σηκώθηκε ένα μούρμουρο άπ’ τούς χριστιανούς, πού καταχαρήκανε γιά την αντρεία του και δοξάζανε τον Θεό. Μάλιστα ένας από τούς φίλους του, πού παραστέκανε κοντά στην πλάκα, δε βάσταξε και του φώναξε δυνατά: «Άφεριμ, Γιώργη!»..
Μα το μαχαίρι ήτανε στομωμένο ξεπίτηδες για να τον τυραγνήσει, και δεν έκοβε, μόνο πριγιόνιζε το λαιμό. ..Ώρες ολάκερες τον τυράγνησε ως να τον τελειώσει… Στο μεταξύ ο μπόγιας έκοψε το σκοινί πού ήτανε δεμένα τα χέρια τ’ ‘Άγιου-Γιώργη, κ’ ένας άλλος Τούρκος φορτώθηκε το κορμί γιά να το πάγει μέσα στο Κονάκι. Με το πάλεμα και με το τίναμα πού τράβηξε τ’ αγιασμένο λείψανο, λύθηκε η βρακοζώνα του, κι όπως το σήκωνε στην πλάτη του ο Τούρκος, έπεσε το βρακί και κατέβηκε στα μεριά του. Τότες εκείνο το κορμί δίχως κεφάλι λένε πώς άδραξε με τα χέρια του το βρακί του κ’ έδεσε έναν κόμπο στη βρακοθελιά γιά να μη φανεί η γυμνότη του!
Έτσι μαρτύρησε γιά την πίστη ο ‘Άγιος Γιώργης ο Χιοπολίτης, τελευταίος στρατιώτης του Χριστού, γιατί αυτός έκλεισε το ματωμένο βιβλίο πού πρωτάνοιξε ο πρωτομάρτυρας Στέφανος.
Σαν αύριο, οι χριστιανοί γυρέψανε το κορμί να το θάψουνε. Μα οι Τούρκοι δεν το δώσανε, μόνο το πετάξανε μέσα σε μιά ρεματιά όξ’ άπ’ την πολιτεία, να τον φάν οι σκύλοι, Μ’ όλα ταύτα δυό-τρεϊς Αϊβαλιώτες το σηκώσανε κρυφά τη νύχτα και, βάζοντάς το μέσα σ’ ένα πέραμα, πήγανε και το θάψανε άπάνου σ’ ένα μικρό ρημονήσι, Νησοπούλα λεγόμενο, σ’ έναν κόρφο κοντά στου Δαιμόνου την Τράπεζα, ως τέσσερα μιλιά μακριά άπ’ τ’ Άϊβαλί.
Με χρόνια στρέξανε οι Τούρκοι, κ’ οι χριστιανοί κάνανε ανακομιδή τ’ άγιο λείψανο, κι αφού τ’ ασημώσανε μαζί με την άγια κάρα, το θέσανε μέσα στη μεγάλη εκκλησιά, πού χτίσανε στ’ όνομα τ’ Άγιου Γιώργη του Νεομάρτυρα.
Η αρραβωνιαστικιά του έζησε καί γέρασε. Λένε πώς τον έβλεπε κάθε λίγο στον ύπνο της και την ξόρκιζε να μην παντρευτεί μ’ άλλον, μόνο να φυλάξει το δαχτυλίδι του. Και πώς κάθε βράδυ έβαζε κι από ’να φλουρί απάνου στο τζάκι γιά συντήρησή της, μην τύχει και τη στενέψει η φτώχεια να κάνει τέτοιο πράμα. Και πώς άπ’ τη μέρα πού δε στάθηκε πιστή, μόνο αρραβωνιάστηκε, κόπηκε και το φλουρί πόβρισκε θεμένο κάθε πουρνό. Κάτι ντόπιοι ζουγράφοι στορήσανε και το κόνισμά του….
[8] Τόν σουνετέψανε = τοΰ κάνανε περιτομή.
[9] Βαλμαριά = κοπάδια
[10] Ζαναάτι = επάγγελμα.
[11] Κερεστές = ξυλεία.
[12] Μεζαρλίκι = τούρκικο νεκροτραφεΐο.
[13] Τσακάς = σουγιάς.
[14] Φακίρ-φουκαρά = η φτωχολογιά
* Από το βιβλίο του Φώτη Κόντογλου, «Το Αϊβαλί η Πατρίδα μου» (απόσπασμα)
Κόντογλου Φωτίου, «Μαρτύριον τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Χιοπολίτου», εκδ. Κιβωτός, Ἀθῆναι 1953.
iconandlight
τρελογιαννης