ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ [:Λουκᾶ 18,18-27]
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία τοῦ μακαριστοῦ γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου
μὲ θέμα:
«ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΝΕΟΙ ΚΑΙ ΙΔΑΝΙΚΑ»
[ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στὶς 27-11-1994] (Β 308)
Ἡ παρουσία τοῦ πλουσίου νεανίσκου, ἀγαπητοί μου, ποὺ ζητᾷ ἀπὸ τὸν Κύριον τί νὰ πράξει γιὰ νὰ κερδίσει τὴν αἰώνιον ζωήν, ὄντως μᾶς συγκινεῖ. Ἐνῶ τὸ ἐρώτημα εἶναι ἕνα τεράστιον θέμα, «τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;», ἡ ἀπάντησις τοῦ Κυρίου μοιάζει ὅτι εἶναι πολὺ πεζή. Τί τοῦ εἶπε; «Τήρησε τίς ἐντολές». Πολὺ ἁπλά. «Τήρησε τίς ἐντολές». Καὶ ὁ νεανίσκος ἴσως νόμισε περὶ μεγάλων καὶ ἐκτάκτων καὶ ἀγνώστων ἐντολῶν. Γι᾿ αὐτὸ ἐρωτᾷ: «Ποιὲς εἶναι αὐτές;». Καὶ ὁ Κύριος τοῦ ἀπαριθμεῖ ἐντολὲς ἀπὸ τὸν δεκάλογον, πολὺ γνωστές.
Ἔτσι, πολλοὶ σύγχρονοί μας, περιφρονοῦν, ἀγαπητοί μου, τίς δέκα ἐντολὲς σὰν πολὺ γνωστές. Εἶναι ἕνα ἴδιον τοῦ ἀνθρώπου νὰ θέλει κάτι τὸ γνωστὸ νὰ τὸ περιφρονεῖ. Πάντοτε. Ὁμιλητὴς εἶναι; Ἐντολὲς εἶναι; Λειτουργία εἶναι; Αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ ἀπωθήσει, νὰ περιφρονήσει. Γιατί; «Ἔ, τὰ ξέρομε αὐτά, εἶναι γνωστά». Δὲν ὑπάρχει μέσα στὸν ἄνθρωπο ἐκείνη ἡ διαρκής, γιατί ἐκεῖ μέσα εἶναι ὅλη ἡ δουλειά, ἡ διαρκὴς ἀνανέωσις, ποὺ νὰ δημιουργεῖ παρθενικότητα ματιῶν. Νὰ μπορεῖς νὰ βλέπεις τὸ ἴδιο πρᾶγμα κάθε φορὰ καινούριο! Αὐτὸ εἶναι μία μεγάλη-μεγάλη ὑπόθεση. Καὶ δὲν εἶναι στὴν περίπτωση μόνο ὅσων πνευματικῶν πραγμάτων. Εἶναι καὶ εἰς τὴν γύρω μας φύση. Θέλετε; Καὶ εἰς τὰ γύρω μας πρόσωπα. Πόσες φορὲς βαριόμαστε τὰ ἴδια πρόσωπα, ποὺ τὰ ἔχουμε δεῖ, τὰ ἔχομε ξαναδεῖ. Κάποτε ἡ γυναῖκα μας, ὁ ἄνδρας μας, τὰ παιδιά μας. Ναί, ναί. Οἱ φίλοι μας. Κάποτε τοὺς βαριόμαστε. Τὸν πνευματικό μας, τὰ πνευματικά μας παιδιά. Τὰ βαριόμαστε. Λέμε: «Ἔ...».... Ἐνῶ ἔχομε ἕνα ἐνδιαφέρον πάντοτε γιὰ κάτι καινούριο. Τὸ περιβάλλον, τὰ βουνά, τὰ δένδρα, ἡ θάλασσα, τὰ πάντα. «Ἔ, τὰ ξέρομε, τί εἶναι αὐτά;». Δὲν βλέπομε μὲ αὐτὰ τὰ ἀνανεωμένα μάτια. Νὰ αἰσθανόμεθα ὅτι τὰ βλέπομε γιὰ πρώτη φορά. Τὸ θέμα ποῦ βρίσκεται; Μέσα μας. Μόνο μέσα μας. Ἔτσι λοιπὸν καὶ οἱ δέκα ἐντολές. «Ἄ, τίς ξέρω». Τί εἶπε ὁ νεαρός; «Τίς ἐτήρησα», λέει, «ἐκ νεότητός μου». Ἀπὸ μικρό μου παιδάκι τίς ἐτήρησα τίς ἐντολές. Καὶ ὅμως ἡ ὁδὸς τῶν ἐντολῶν εἶναι ἐκείνη ποὺ ὁδηγεῖ εἰς τὴν αἰώνιον ζωήν. Ἐὰν τηροῦσε τίς ἐντολὲς ὄντως, τότε δὲν ἦταν ἀνάγκη νὰ ἐρωτήσει τὸν Κύριον· διότι θὰ ἤξερε ὅτι οἱ ἐντολὲς εἶναι ὁ δρόμος, ἡ ὁδός, ὁ τρόπος γιὰ νὰ φθάσουμε εἰς τὴν αἰώνιον ζωήν.
Ἐκεῖ ὅμως εἶναι καὶ τὸ λάθος τοῦ νεανίσκου. Καὶ ἡ ἀποτυχία του. Στὶς ἐντολές; Ναί, νεανίσκε μου, ὑπάρχουν πράγματα ποὺ δὲν παλιώνουν ποτέ. Οἱ ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ. Δὲν παλιώνουν. Εἶναι διαχρονικές. Εἶναι πάντοτε οἱ ἴδιες. Κι ἂν θέλετε, ὡς πρὸς τὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ ὡς πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, «Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας», λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ὁ Ἴδιος καὶ χθὲς καὶ σήμερα καὶ αὔριο καὶ αἰωνίως. Λοιπόν; Λοιπόν. Οἱ δέκα ἐντολὲς πρέπει νὰ βιωθοῦν.
Ὡστόσο ὑπάρχει καὶ ἡ ὑπέρβασις τῶν ἐντολῶν. Καὶ ὁ νεανίσκος ἐζήτησε αὐτὴν τὴν ὑπέρβασιν. Καὶ ὁ Κύριος τοῦ εἶπε: «Ἕνα σοῦ λείπει». «Τί, Κύριε;». «Πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ (:Ὅλα ὅσα ἔχεις πούλησέ τα, ἀφοῦ ἐπιθυμεῖς νὰ εἶσαι πιὸ πάνω καὶ ἀπὸ τίς ἐντολές, πιὸ πέρα δηλαδή, καὶ τότε θὰ ἔχεις θησαυρὸ στὸν οὐρανό), καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι». «Καὶ ἔλα νὰ μὲ ἀκολουθήσεις».
Τὸ βάρος τῆς προτάσεως πέφτει ποῦ; Ὄχι στὸν πλοῦτο, ὄχι στὸ «διάδος πτωχοῖς». Γιατί μποροῦσε νὰ ἦταν κάποιος καὶ νὰ μὴν εἶχε πλοῦτον. Ὁπότε νὰ μὴν ἔπρεπε, νὰ μὴν εἶχε τὴ δυνατότητα νὰ πουλήσει τὰ ὑπάρχοντά του καὶ νὰ τὰ δώσει εἰς τοὺς πτωχούς. Ποῦ πέφτει τὸ βάρος; Στὸ «δεῦρο ἀκολούθει μοι». «Ἔλα νὰ μὲ ἀκολουθήσεις». Ἡ περιουσία τοῦ πλουσίου νεανίσκου ἦταν ἁπλῶς ἕνα ἐμπόδιον. Κι ἔπρεπε νὰ φύγει ἀπὸ τὴ μέση γιὰ νὰ ἀκολουθήσει τὸν Χριστόν. Τί εἶναι αὐτό; «Ἔλα νὰ μὲ ἀκολουθήσεις;». Εἶναι ἡ ἀφιέρωσις· ποὺ ξεπερνᾷ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν. Δὲν εἶναι πιὰ τί θὰ τηρήσω, ἀλλὰ ποιός θὰ ἔχω γίνει. Θὰ τὸ ξαναπῶ. Δὲν εἶναι πιὰ τί θὰ τηρήσω. Ἄν τήρησα, δὲν τήρησα τίς ἐντολὲς καὶ πόσο τίς τήρησα. Ἀλλὰ ἐκ τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν, ἐγὼ ποιός ἔχω γίνει, πῶς διαμορφώθηκα, πῶς φτιάχτηκα.
Ὁ νεανίσκος ὅμως ἔμενε στὸ τί θὰ τηρήσει. Δὲν μποροῦσε νὰ ξεπεράσει τὸν ἑαυτόν του καὶ τὰ χρήματά του. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Κύριος τοῦ εἶπε νὰ πουλήσει ὅ,τι ἔχει, ὄχι γιὰ τίποτε ἄλλο, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὸ «ἔχειν» καὶ νὰ περάσει στὸ «εἶναι». Πάντως, πέραν τῶν ἂν ὁ πλούσιος νεανίσκος ἀστόχησε, ἐκεῖνο ποὺ συγκινεῖ σὲ αὐτὸν τὸν νέον εἶναι ἡ ἀναζήτησις ἑνὸς ἰδανικοῦ. Αὐτὸ ἔχει πολλὴ σημασία. Κι αὐτὸ εἶναι ἡ αἰώνιος ζωή. «Τί νὰ κάνω γιὰ νὰ κερδίσω τὴν αἰώνιον ζωήν». Καὶ ὁ Κύριος, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ τὸ κατὰ Μᾶρκον Εὐαγγέλιον, γιατί τὸ θέμα τὸ περιγράφει καὶ ὁ Ματθαῖος καὶ ὁ Μᾶρκος, ἐκεῖ λέγει ὅτι ὁ Κύριος τὸν συνεπάθησεν τὸν νέον αὐτόν. «Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐμβλέψας αὐτῷ ἠγάπησεν αὐτὸν». Ἦταν συμπαθὴς νέος. Ποῦ ἦτο συμπαθής; Στὸ ὅτι ζητοῦσε ἕνα ἰδανικό. Καὶ μάλιστα ἀκραῖον, ὕψιστον ἰδανικόν. Τὴν αἰώνιον ζωήν.
Τί εἶναι τὰ ἰδανικά; Εἶναι οἱ ἀξίες. Εἶναι ὅλα ἐκεῖνα ποὺ ἕλκουν τὸν ἄνθρωπο πρὸς τὰ ἄνω. Τὸν ἀποσποῦν ἀπὸ τὴν πεζότητα τῆς ζωῆς καὶ τοῦ δείχνουν τὸ «εὖ ζῆν» μὲ τὴν πνευματικὴ σημασία τοῦ ὅρου. Γιατί «εὖ ζῆν» δύναται νὰ λογαριαστεῖ καὶ τὸ νὰ ἔχω νὰ τρώω καὶ νὰ πίνω καλά. Ἀλλὰ μὲ τὴν πνευματικὴ σημασία. Νὰ γίνω πνευματικότερος ἄνθρωπος, ὑψηλότερος ἄνθρωπος. Καὶ τὰ ἰδανικὰ εἶναι ἐκεῖνα ποὺ ἀξιοποιοῦν τὸ κατ᾿ εἰκόνα, ποὺ τὸ ἔχομε ὅλοι ἀναγκαστικά -«κατ᾿ εἰκόνα» θὰ πεῖ «ἄνθρωπος πιά, θέλω δὲν θέλω, εἶμαι ἄνθρωπος, δὲν μπορῶ νὰ εἶμαι κάτι τὸ διαφορετικό»- ἀξιοποιοῦν λοιπὸν τὰ ἰδανικά, οἱ ἀξίες ἀξιοποιοῦν τὸ κατ᾿ εἰκόνα καὶ τὸ μεταβιβάζουν, τὸ περνοῦν εἰς τὸ καθ᾿ ὁμοίωσιν. Νὰ φθάσω νὰ μιμηθῶ τὸν Θεόν.
Τὰ ἰδανικά, οἱ ἀξίες, κάνουν τὸν ἄνθρωπο νὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ εἶναι. Εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ἔλεγε ὁ Πίνδαρος: «Γένοιο οἷος ἔσῃ». «Νὰ γίνεις αὐτὸ ποὺ ἡ δομή σου, ἀπὸ τὴ δομή σου εἶσαι». Νὰ γίνεις αὐτὸ ποὺ εἶσαι. Δηλαδὴ νὰ γίνεις ἄνθρωπος. «Γένοιο οἷος ἔσῃ». Εἴθε νὰ γίνεις. Καὶ τὰ ἰδανικά, οἱ ἀξίες, εἶναι πολλά. Ἡ θρησκεία, ἡ πατρίδα, ἡ οἰκογένεια, ἡ μάθησις, ἡ κοινωνικότης, ἡ ἐντιμότης, ἡ ἐργασία. Ὅλα εἶναι ἀξίες αὐτὰ τὰ πράγματα. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει εἰς τοὺς Φιλιππησίους κάτι θαυμάσιον. Δείχνοντας καὶ ἐκθέτοντας αὐτὲς τίς ἀξίες. Λέγει: «Τὸ λοιπόν, ἀδελφοί, ὅσα ἐστὶν ἀληθῆ, ὅσα σεμνά, ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνά, ὅσα προσφιλῆ, ὅσα εὔφημα (:ἔχουν καλὴ φήμη), εἴ τις ἀρετὴ καὶ εἴ τις ἔπαινος (:ὅ,τι εἶναι κάτι ποὺ νὰ ἀφορᾷ τὴν ἀρετή, ὁτιδήποτε εἶναι ποὺ ἀποσπᾷ τὸν ἔπαινον), ταῦτα λογίζεσθε (:αὐτὰ νὰ ἔχετε στὸν νοῦ σας), ταῦτα πράσσετε». «Αὐτὰ νὰ ἐφαρμόζετε». Ἀκόμη θὰ γράψει στὴν ἴδια ἐπιστολή: «Ἡμῶν τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει». «Τὸ πολίτευμά μας εἶναι στὸν οὐρανό. Ζοῦμε στὴ Γῆ, ἀλλὰ στὸν οὐρανὸ πολιτευόμεθα». Δηλαδή; Δηλαδή, ἡ ἀκρότης τῶν ἰδανικῶν εἶναι ὁ οὐρανός. Ἡ ἀκρότης τῶν ἰδανικῶν, τῶν ἀξιῶν εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ αἰώνιος ζωή.
Ὅλα αὐτὰ σὰν ἀξίες τίς ἔχομε εἴτε ἐξ ἀποκαλύψεως, ὅ,τι μᾶς ἀποκαλύπτει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, εἴτε δυνάμει τῆς ἐν ἡμῖν εἰκόνος τοῦ Θεοῦ. Ὡς ἄνθρωποι, ποὺ ἔχομε τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἔχομε λογικὸ καὶ σκεφτόμαστε καὶ ἔτσι μποροῦμε νὰ ἔχομε μίαν ὡραίαν δέσμη ἀξιῶν καὶ ἰδανικῶν. Πῶς φιλοσοφοῦσαν οἱ ἀρχαῖοι; Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες. Πῶς εἶχε πεῖ αὐτὸ ὁ Πίνδαρος, «Γένοιο οἷος ἔσῃ», «εἴθε νὰ γίνεις οἷος ἔσῃ», κλπ. κλπ. Δὲν εἶναι ἐξ ἀποκαλύψεως, ἀλλὰ εἶναι δυνάμει τῆς ἐν ἡμῖν εἰκόνος τοῦ Θεοῦ.
Καὶ θέτομε τὸ ἐρώτημα: Οἱ σύγχρονοι νέοι, μιὰ ποὺ ὁ λόγος περὶ νεανίσκου στὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, οἱ σύγχρονοι νέοι ἔχουν ἰδανικά; Τί ἰδανικὰ ἔχουν; Τὴν ἐποχή μας, εἶναι γνωστό, τὴ χαρακτηρίζει μία πολιτιστικὴ ἢ πνευματικὴ καθίζηση. Ἔχομε κάτι ποὺ κατεβαίνει διαρκῶς. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι νὰ ἔχομε ἔντονα σημάδια κοινωνικῆς, ἀνθρωπιστικῆς παρακμῆς. Βαθιὰ σημάδια. Ἐκτὸς βέβαια ἐξαιρέσεων, οἱ σύγχρονοι νέοι μας, δὲν ἔχουν ἰδανικά. Ἢ ἀκριβέστερα, τὰ ἰδανικά τους εἶναι ἀπαξίες, ὄχι ἀξίες. Ἀπαξίες. Δείχνουν τὴν προτίμησή τους σὲ πράγματα ποὺ σὲ ἄλλη ἐποχὴ θὰ ἠσθάνοντο ντροπὴ οἱ ἄνθρωποι. Εἶναι αὐτὸ ποὺ γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στοὺς Φιλιππησίους: «ὧν (:τῶν ὁποίων) ὁ Θεὸς ἡ κοιλία -«Ὅ,τι ἀφορᾷ τὴν ἱκανοποίηση τῶν αἰσθήσεων, αὐτὸ εἶναι ὁ Θεός μας. Τί θὰ φάω, τί θὰ πιῶ, πῶς θὰ ἀφροδισιάσω. Αὐτὸ εἶναι ὁ Θεὸς μου»- καὶ ἡ δόξα ἐν τῇ αἰσχύνῃ αὐτῶν (:ἡ δόξα τους, ὁ ἔπαινός τους, εἶναι σὲ πράγματα ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ ντρέπονται), οἱ τὰ ἐπίγεια φρονοῦντες». Αὐτοὶ ποὺ φρονοῦν τὰ ἐπίγεια. Αὐτὰ εἶναι τὰ ἰδανικά, σήμερα, τῶν νέων μας.
Ἀκόμη ὁ Παῦλος περιγράφει τὸν ἀρχαῖο κόσμο καὶ τὸ ἦθος του· ποὺ σήμερα τὸ ἦθος τοῦ ἀρχαίου κόσμου, οἱ Χριστιανοί μας, τὸ ξεπέρασαν. Γράφει στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή του στὸ Α΄ κεφάλαιο. Δὲν θὰ τὸ ἑρμηνεύσω. Θὰ διαβάσω: «Ἐματαιώθησαν ἐν τοῖς διαλογισμοῖς αὐτῶν, καὶ ἐσκοτίσθη ἡ ἀσύνετος αὐτῶν καρδία· φάσκοντες εἶναι σοφοὶ ἐμωράνθησαν (:Ἰσχυριζόμενοι ὅτι εἶναι σοφοί, ἀποκαλύπτονται μωροί, ἀνόητοι). Διὸ (:Γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο) καὶ παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις τῶν καρδιῶν αὐτῶν εἰς ἀκαθαρσίαν τοῦ ἀτιμάζεσθαι τὰ σώματα αὐτῶν ἐν αὐτοῖς». Ἀναφέρεται εἰς τὴν ὁμοφυλοφιλία ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. «Δὲν θέλετε, ἔ; Σᾶς ἀφήνω στὸν ἑαυτό σας. Νὰ ποῦ φθάνετε». «Καὶ καθὼς οὐκ ἐδοκίμασαν τὸν Θεὸν ἔχειν ἐν ἐπιγνώσει, παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς εἰς ἀδόκιμον νοῦν -Ὦ, αὐτὸς ὁ ἀδόκιμος νοῦς, ἀγαπητοί. Ὁ ἀδόκιμος νοῦς. Ὁ ἀδοκίμαστος, ὁ παιδαριώδης νοῦς- ποιεῖν τὰ μὴ καθήκοντα (:Νὰ πράττουν ἐκεῖνα ποὺ δὲν πρέπει), πεπληρωμένους πάσῃ ἀδικίᾳ, πορνείᾳ πονηρίᾳ πλεονεξίᾳ κακίᾳ, μεστοὺς φθόνου, φόνου, ἔριδος, δόλου, κακοηθείας, ψιθυριστάς, καταλάλους, θεοστυγεῖς, ὑβριστάς, ὑπερηφάνους, ἀλαζόνας, ἐφευρέτας κακῶν, γονεῦσιν ἀπειθεῖς, ἀσυνέτους, ἀσυνθέτους, ἀστόργους, ἀσπόνδους, ἀνελεήμονας».
Μακρὺς ὁ κατάλογος. Αὐτὰ εἶναι ἀπαξίες. Οἱ νέοι μας μένουν σὲ αὐτὲς τίς ἀπαξίες. Τί; Νὰ τιμήσουν τοὺς γονεῖς; «Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴ μητέρα σου». Εἶναι ἡ ἐντολὴ ἡ πέμπτη καὶ ποὺ τὴν ἀκούσαμε σήμερα. Ποιούς γονεῖς νὰ σεβαστοῦν;... Γιὰ νὰ προσθέσομε ὅτι τὰ ἰδανικὰ τῶν σύγχρονων νέων μας, πάντοτε ἀπαξίες εἶναι μία συστηματοποιημένη καὶ ὀργανωμένη ὀκνηρία, ἀκηδία. Εἶναι τὸ ἁμάρτημα τοῦ δευτέρου ἡμίσεος τοῦ 20ου αἰῶνος. Ἡ ἀκηδία. Ἡ τεμπελιά. Ἡ τεμπελιά. Ἡ ἀνερμάτιστη, ἀνελέητη τεμπελιά· ποὺ ἁπλώνεται σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς τῆς ζωῆς μας. Ρῖξτε μιὰ ματιὰ στὶς πλατεῖες, κατὰ τίς 10 τὸ πρωί. Χειμῶνας εἶναι, καλοκαίρι εἶναι, νὰ δεῖτε στὴν πόλη μας, στὴ Λάρισα. Νέοι καὶ νέες. Βγαίνουν...κάαααθονται, κάαααθονται. Μὴ μοῦ πεῖτε ὅτι «ὑπάρχει ἀνεργία γι᾿ αὐτὸ κάθονται». Μὴ μοῦ τὸ πεῖτε αὐτό. Κάαααθονται. Ἄπραγοι. Περισσότερον ἄπραγοι ἀπὸ βατράχους. Ὥστε νὰ φαίνονται στὴν ἥσσονα προσπάθεια· ὅ,τι εἶναι δυνατὸν τὸ λιγότερα νὰ κάνουν. Ταυτόχρονα ζητοῦν χρήματα. Βέβαια ἀπὸ ποῦ; Ἀπὸ τοὺς γονεῖς. Ἢ κλέπτουν. Γι᾿ αὐτὸ σήμερα ἡ κλοπὴ εἶναι πολύ, πολύ, σὲ μεγάλο δείκτη. Γιατί; Γιὰ τὴν σπατάλη στὶς ἡδονές. Ἡδονὲς πάσης μορφῆς. Τὸ τσιγάρο, τὰ ναρκωτικά, τὰ σκληρὰ οἰνοπνευματώδη, οἱ ἀτέλειωτες χαμένες ὧρες στὶς καφετέριες, στὴν ντίσκο, στὴν τηλεόραση, στοὺς χοροὺς καί τα τραγούδια· ποὺ ἔχουν δαιμονικὸ περιεχόμενο, ἀλλὰ καὶ δαιμονικὸ σχῆμα, τὸ ἀτημέλητον, τὸ ἀτσούμπαλο, τὸ ἀλήτικο, μὲ τὸ ἐπίτηδες γιὰ τ᾿ ἀγόρια ξεφτισμένο παντελόνι. Μὲ τὸ ὕφος ἐκεῖνο ποὺ μόνο σοβαροὺς νέους δὲν προδίδει καὶ κοπέλες. Μὲ τὸ ὕφος ἐκεῖνο ποὺ μόνο σοβαροὺς νέους δὲν προδίδει καὶ κοπέλες. Μὲ σκουλαρίκια τ᾿ ἀγόρια. Τ᾿ ἀγόρια μὲ σκουλαρίκια. Μὲ δαχτυλίδια καὶ μακριὰ μαλλιά. Μὲ μιὰν ἠθελημένη ἀεργία. Ὄχι ἀνεργία. Ἀ-εργία. Θεληματική, δηλαδή, τεμπελιά. Δὲν θέλουν νὰ δουλέψουν. Ὅλα αὐτὰ συνθέτουν τίς ἀπαξίες ποὺ σήμερα οἱ νέοι μας ἐπιθυμοῦν νὰ χορτάσουν τὴν ψυχή τους. Εἶναι κρίμα. Εἶναι πολὺ κρίμα.
Ἀλλὰ πῶς ἔφθασαν ὅμως οἱ νέοι μας σὲ αὐτὲς τίς ἀπαξίες; Τί φταίει; Πολλά. Οἱ δύο παγκόσμιοι πόλεμοι τοῦ αἰῶνος μας. Οἱ κοινωνικὲς ἀκαταστασίες καὶ ἀνακατατάξεις. Ἡ ἀνάπτυξις ἑνὸς ἀκράτου ἀτομισμοῦ· ποὺ φθάνει εἰς τὰ ὅρια τῆς ἀναρχίας, ὅπως σήμερα τὴ ζοῦμε καὶ τὴ γνωρίζουμε τὴν ἀναρχία. Ὁ Θεός, ὁ Θεός, ὁ Θεός, ἡ θρησκεία, ἡ οἰκογένεια, ἡ πατρίδα, θεωρήθηκαν ἄχρηστο κατεστημένο. Καὶ «ὅπου ὁ Θεὸς ἀπουσιάζει, τότε ὅλα ἐπιτρέπονται», λέγει ὁ Ντοστογιέφσκι. Ναί. Λείπει ὁ Θεός; Ὅλα μου ἐπιτρέπονται.
Ἔτσι ἔχομε ἕνα γενικὸ κλίμα βαθιᾶς παρακμῆς, ποὺ οἱ νέοι πλέον δὲν ἔχουν ἰδανικά. Μᾶλλον κυνηγοῦν τίς ἀπαξίες. Ἡ οἰκογένεια δὲν μπορεῖ νὰ βοηθήσει. Γιατί κι αὐτὴ δυστυχῶς εἶναι μπολιασμένη μὲ ἰδέες χαλασμένες. Πλήν, βεβαίως, ἐξαιρέσεων. Ἀλλὰ καὶ τὰ παιδιὰ καλῶν, χριστιανικῶν, ἂν θέλετε, οἰκογενειῶν, βρισκόμενα σὲ αὐτὸ τὸ γενικό, κακὸ κλίμα, ποὺ κατακλύζει τὰ πάντα, καὶ αὐτὰ ὑφίστανται φθορά. Τὸ παιδὶ θὰ βγεῖ στὸν δρόμο, θὰ βγεῖ στὴν κοινωνία, θὰ πάει στὸ σχολειὸ καὶ ἐκεῖ θὰ πάθει πολὺ κακό.
Τί μποροῦμε νὰ κάνουμε; Κάποτε, ἀγαπητοί, γιὰ ἕνα δαιμονισμένο παιδὶ εἶπε ὁ Κύριος ὅτι «τὸ γένος τοῦτο τῶν δαιμόνων οὐκ ἐκπορεύεται παρὰ μόνον μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία». «Κύριε», λέει, «γιατί δὲν μπορέσαμε νὰ θεραπεύσομε ἐμεῖς τὸ παιδί;», εἶπαν οἱ μαθηταί. «Τὸ γένος τοῦτο τῶν δαιμόνων οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ». Τί σημαίνει αὐτό; Σημαίνει ὅτι οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς μας εἶναι λεία τοῦ διαβόλου. Γι᾿ αὐτό, ἐκεῖνοι ποὺ καταλαβαίνουν, ἐκεῖνοι ποὺ πονοῦν, ἐκεῖνοι ποὺ ἀκόμη διατηροῦν μέσα τους ὑγείαν πνευματικήν, ἂς τὸ κάνουν αὐτό. Νὰ νηστεύουν καὶ νὰ προσεύχονται. Μὴν παραμελοῦμε τίς Τετάρτες καὶ τίς Παρασκευές, καὶ τίς Σαρακοστές. Νὰ νηστεύομε. Καὶ νὰ παρακαλοῦμε τὸν Κύριον νὰ ἀπαλλάξει ἀπὸ τὰ δαιμόνια ποὺ ἐπέπεσαν στὴν ἀνθρωπότητα καὶ ἰδιαίτερα εἰς τοὺς νέους μας ἀνθρώπους. Ἀκόμη χρειάζεται μαρτυρία πρὸς κάθε κατεύθυνση. Νὰ ποῦμε, νὰ διασαφήσομε, νὰ διαφωτίσομε. Ἡ παιδεία μας μάλιστα σήμερα ὅπως προσφέρεται, εἶναι ἕνας -καὶ ποιός τὸ ἀρνεῖται;- ἕνας μεγάλος παράλυτος. Δὲν μπορεῖ τίποτε νὰ κάνει ἡ παιδεία. Φοβᾶμαι μήπως καὶ ἀρνητικὰ προσφέρεται. Ὅσοι ὅμως ἐκπαιδευτικοί, ποὺ μὲ ἀκοῦτε, ἔχετε μέσα σας μιὰ πνευματικὴ ὑγεία, τότε νὰ προτάξετε ἀντίσταση. Νὰ πεῖτε στὰ παιδιά, στοὺς μαθητάς σας, μὰ Δημοτικό, μὰ Γυμνάσιο, μὰ Λύκειο, νὰ πεῖτε τὸ σωστό. Θὰ κάνομε ὅ,τι μποροῦμε ὡστόσο. Ἔχομε φθάσει, καὶ τὸ βλέπομε, σὲ ὁριακὲς τιμές, στὸ μὴ περαιτέρω...
Ἀγαπητοί, χαιρόμαστε βέβαια τὸν νεανίσκον τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ ζήτησε νὰ κατακτήσει τὴν αἰώνιον ζωήν. Βέβαια δὲν μπόρεσε. Δὲν μπόρεσε γιατί ἡ καρδιά του ἦταν αἰχμάλωτη στὸ πάθος τῆς φιλαργυρίας. Ὅμως εἶχε ἐνατενίσεις ὁ πλούσιος νεανίσκος. Εἶχε ἐνατενίσεις. Ἔβλεπε καὶ ποθοῦσε ἰδανικά. Καὶ ἀνάμεσά μας βέβαια ὑπάρχουν ἀκόμη νέοι μὲ ὡραῖα ἰδανικά, μὲ ὑψηλὸ φρόνημα, μὲ ἀγάπη εἰς τὸν Χριστόν. Δόξα τῷ Θεῷ, ὑπάρχουν. Αὐτοὺς τοὺς νέους νὰ τοὺς φυλάξομε, νὰ τοὺς προστατεύσομε, νὰ τοὺς ἐπαινέσομε, νὰ τοὺς δώσομε θάρρος, σὲ αὐτὴν τὴν ἐποχὴ ποὺ τόσο ἀπογοητεύει. Ἐπιτέλους θὰ κάνομε ὅ,τι μποροῦμε. Ὁ καθένας ὅπως καταλαβαίνει, ὅ,τι καταλαβαίνει, ὅ,τι μποροῦμε νὰ περισώσομε. Θὰ κάνομε ὅ,τι μποροῦμε. Ἔστω νὰ δώσουμε τὴν μαρτυρία μας. Καὶ ἂς μήν μᾶς προσέχει κανείς. Νὰ δώσομε ὅμως τὴ μαρτυρία μας. Κάποιοι πάντα θὰ βρίσκονται, θὰ εἶναι τὸ λείμμα, θὰ εἶναι ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ. Θὰ εἶναι «τὸ μικρὸ ποίμνιον», ποὺ εἶπε ὁ Κύριος. Αὐτὸ θὰ προσέξει. Αὐτὸ θὰ ὠφεληθεῖ. Καὶ ὁ Θεός, ἀγαπητοί, ἂς λυπηθεῖ τὴν νέα γενεὰ καὶ ἂς τὴν ἐλεήσει.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,
ψηφιοποίηση καὶ ἐπιμέλεια τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας:
Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
• Ἀπομαγνητοφώνηση ὁμιλίας διὰ χειρὸς τοῦ ἀξιοτίμου κ. Ἀθανασίου Κ.
• http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p athanasios/omiliai kyriakvn/omiliai kyriakvn 622.mp3