Είς Εὐτρόπιον - Ἁγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου
Πρόλογος
Οἱ δύο λόγοι «Εἰς Εὐτρόπιον» τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου (354-407) εἶναι ἀναμφισβήτητα ἀπό τά πιό ἀντιπροσωπευτικά δείγματα τόσο τῆς ρητορικῆς δεινότητος ὅσο καί τῆς ποιμαντικῆς δεξιοτεχνίας τοῦ μεγάλου ἱεράρχη.
Ἀλλά ποιός ἦταν ὁ Εὐτρόπιος; Ἕνας εὐφυής καί πανοῦργος αὐλικός, πού εἶχε κατορθώσει μέ τέχνασμα νά δώσει ὡς σύζυγο στόν τότε αὐτοκράτορα Ἀρκάδιο (395-408) τήν Εὐδοξία, πανέμορφη κόρη στρατιωτικοῦ. Κερδίζοντας ἔτσι τήν εὔνοια τῆς νεαρῆς αὐτοκράτειρας, ἀναρριχήθηκε στήν ἐξουσία καί σύντομα ἔγινε πρωθυπουργός. Πανίσχυρος καί ἀσύδοτος καθώς ἦταν, χρησιμοποιοῦσε ἀδίσταχτα κάθε µέσο γιά νά ἱκανοποιεῖ τήν ἀχαλίνωτη φιλοδοξία καί τήν ἀκόρεστη πλεονεξία του. Ὁ λαός τόν μισοῦσε καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἀσκοῦσε δριμύτατο ἔλεγχο τῶν παρονομιῶν καί τῶν ἐγκλημάτων του.
Ἕνα ἀπό τά μέτρα πού εἶχε πάρει ὁ Εὐτρόπιος γιά τήν ἐξόντωση τῶν πολιτικῶν του ἀντιπάλων ἦταν καί ἡ κατάργηση τοῦ ἀσύλου τῶν ναῶν. Οἱ ὀδυνηρές συνέπειες ὅμως αὐτοῦ τοῦ μέτρου -τί τραγική εἰρωνεία! -ἔπληξαν πρῶτα τόν ἴδιο. Γιατί σύντομα τά πράγματα πῆραν ἄλλη τροπή.
Τό 399, ἀφοῦ τό ποτήρι τῆς λαϊκῆς ἀγανακτήσεως ξεχείλισε, ὁ Ἄρκάδιος, µέ ἀποφασιστική ἐπέμβαση τοῦ στρατοῦ, ἀποφάσισε τήν καθαίρεση τοῦ ἄνομου πρωθυπουργοῦ, πού ἐγκαταλείφθηκε ἁμέσως ἀπ᾽ ὅλους. Κυνηγημένος ἀπό τόν µανιασµένο ὄχλο, πού διψοῦσε γιά ἐκδίκηση, καί βλέποντας νά κινδυνεύει ἄμεσα ἡ ζωή του, κατέφυγε στό ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί γαντζώθηκε ἔντρομος στήν ἁγία Τράπεζα.
Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἰωάννης, ἀφοῦ μέ παρέμβασή του στόν αὐτοκράτορα ἐξασφάλισε τό δικαίωµα τῆς ἀσυλίας, ἀνέβηκε στόν ἄμβωνα τοῦ ναοῦ καί ἐκφώνησε τόν πρῶτο «Εἰς Εὐτρόπιον» λόγο του, μέ τόν ὁποῖο κατόρθωσε νά τιθασεύσει τήν παραφορά τοῦ λαοῦ καί νά σώσει τή ζωή τοῦ ἔκπτωτου ἀξιωματούχου.
Λίγες μέρες ἀργότερα ὁ Εὐτρόπιος προσπάθησε νά φύγει ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη. Τό πλῆθος τόν ἀναγνώρισε καί τόν συνέλαβε. Παίρνοντας ἀφορμή ἀπ᾽ αὐτό τό γεγονός, ὁ ἅγιος ἱεράρχης ἐκφώνησε τόν δεύτερο «Εἰς Εὐτρόπιον» λόγο του.
Τά ἀποσπάσματα τῶν δύο λόγων πού ἀκολουθοῦν σέ ἐλεύθερη ἀπόδοση ἐπικεντρώνονται σέ τρία θέματα: α) τήν ἀκατάβλητη δύναμη τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι τό ἀσφαλές καταφύγιο ὅλων, β) τή ματαιότητα τῆς παρούσης ζωῆς καί γ) τό πνεῦμα τῆς ἀγωνιστικότητος καί αὐτοθυσίας πού πρέπει νά διακρίνει τόν ἐπίσκοπο σέ κάθε ἐκκλησιαστικό ζήτημα, ἔστω καί δευτερεῦον.
Α' Λόγος «Εἰς Εὐτρόπιον»
Πάντοτε, μά ἰδιαίτερα τώρα, εἶναι κατάλληλη στιγμή γιά νά ποῦμε: «Ὅλα εἶναι μάταια, ματαιότητα καί πάλι ματαιότητα» (Ἐκκλ. 1:2).
Ποῦ τώρα ἡ λαμπρή ἀρχοντική στολή; Ποῦ οἱ κρότοι καί οἱ χοροί καί οἱ συγκεντρώσεις; Ποῦ οἱ ἐπευφημίες στά ἱπποδρόμια καί οἱ κολακεῖες τῶν θεατῶν; Ὅλα ἔφυγαν. Φύσηξε ξαφνικά ἀέρας, ἔριξε τά φύλλα κι ἔδειξε τό δέντρο γυμνό, νά σαλεύεται σύγκορμο καί νά κινδυνεύει νά ξεριζωθεῖ.
Ποῦ τώρα οἱ ἐπίπλαστοι φίλοι; Ποῦ τά γλέντια; Ποῦ ἡ συμμορία τῶν παρασίτων; Ποῦ τά καλύτερα κρασιά, πού χύνονταν ὁλοήμερα, καί οἱ ποικίλες τέχνες τῶν μαγείρων; Ποῦ οἱ γλυκόλογοι κι ἐξυπηρετικοί δουλόφρονες;
Νύχτα ἦταν ὅλα κι ὄνειρο. Καί μόλις ξημέρωσε, ἐξαφανίστηκαν. Ἄνθη ἦταν ἐαρινά καί μαράθηκαν. Σκιά ήταν καί πέρασε. Καπνός ἦταν καί διαλύθηκε. Σαπουνόφουσκα ἦταν κι ἔσκασε. Ἀράχνη ήταν κι ἔσπασε. Νά γιατί πάντα καταλήγουμε στό συμπέρασμα: «Ὅλα εἶναι μάταια, ματαιότητα καί πάλι ματαιότητα».
Δέν σοῦ ἔλεγα συχνά-πυκνά, Εὐτρόπιε, πώς εἶναι δραπέτης ὁ πλοῦτος; Ἐσύ ὅμως δέν μέ ἀνεχόσουν. Δέν σοῦ ἔλεγα πώς εἶναι ἀχάριστος δοῦλος; Νά πού τό ἀπέδειξαν τά πράγματα.
Ὅταν ἐσύ μοῦ ἔκανες ἐπανειλημμένες παρατηρήσεις, ἐπειδή ἔλεγα τήν ἀλήθεια, δέν σέ βεβαίωνα πώς σ’ ἀγαποῦσα περισσότερο ἀπό τούς κόλακες; Ἄν ὑπέφερες τά δῆθεν τραύματά μου, δέν θά σοῦ προκαλοῦσαν τά προσποιητά φιλήματα ἐκείνων τοῦτον τόν ὄλεθρο. Οἱ πληγές ἀπό μένα προξενοῦν ὑγεία, ἐνῶ τά δικά τους φιλήματα σοῦ χάλκεψαν ἀρρώστια ἀνίατη.
Ποῦ εἶναι τώρα οἱ κεραστές σου; Ποῦ ὅσοι σοῦ ἔπλεκαν μύρια ἐγκώμια; Χάθηκαν, ἀρνήθηκαν τή φιλία, κοιτάζουν νά ἐξασφαλίσουν τόν ἑαυτό τους.
Ἀλλά δέν φερνόμαστε ἔτσι ἐμεῖς. Δέν σ᾽ ἐγκαταλείπαμε, ὅταν θύμωνες. Καί τώρα πού ἔπεσες, σέ περιμαζεύουμε καί σέ συντρέχουμε.
Ἡ Ἐκκλησία, πού τήν πολέμησες, ἄνοιξε τήν ἀγκαλιά της καί σέ δέχτηκε. Αντίθετα, τά θέατρα πού ὑποστήριζες, αὐτά πού γιά χάρη τους ἀγανακτοῦσες καί τά ᾿βαζες μαζί μας, σέ πρόδωσαν καί σέ καταβαράθρωσαν. Ἐμεῖς ποτέ δέν πάψαμε νά σέ προειδοποιοῦμε: “Τί κάνεις; Ἔτσι πού πολεμᾶς τήν Ἐκκλησία, βαδίζεις στήν καταστροφή!”. Μά δέν έδινες σημασία... Καί οἱ μέν ἱπποδρομίες ἐξανέμισαν τόν πλοῦτο σου καί ἀκόνισαν τό ξίφος ἐναντίον σου, ἡ Ἐκκλησία ὅμως, πού γνώρισε τήν ἄδικη µανία σου, βάζει τώρα τά στήθη της γιά νά σέ ἀποσπάσει ἀπό τά δίχτυα τοῦ θανάτου.
Τά λέω τοῦτα ὄχι γιά νά ριχτῶ πάνω στόν πεσμένο, ἀλλά γιά ν᾽ ἀσφαλίσω τούς ὄρθιους. Ὄχι γιά νά ξύσω τίς πληγές τοῦ τραυματισμένου, ἀλλά γιά νά διατηρήσω ἄτρωτους τούς ἄλλους. Δέν καταποντίζω αὐτόν πού θαλασσοδέρνεται, ἀλλά ἐκπαιδεύω ὅσους τώρα πλέουν μέ οὖριο ἄνεμο, ὦστε σέ ὥρα τρικυμίας νά μήν τούς καταπιεῖ τό νερό.
Ἂς ἔχουμε πάντοτε στό νοῦ µας, πόσο εὐμετάβλητα εἶναι τ᾽ ἀνθρώπινα. Ἄν αὐτός φοθόταν µεταβολή, δέν θά πάθαινε μεταβολή. Τ᾽ ἀνθρώπινα εἶναι μηδαμινότερα κι ἀπό τό μηδέν. Γιατί ποιός, ἀλήθεια, ἦταν ἀνώτερός του; Δέν ἦταν αὐτός ὁ πλουσιότερος τῆς οἰκουμένης; Δέν ἦταν ὁ πιό ἰσχυρός ἀπό τούς ἰσχυρούς; Δέν τόν ἔτρεμαν ὅλοι; Ὡστόσο, νά πού ἔγινε ἀθλιότερος κι ἀπό τούς φυλακισμένους κι ἀπό τούς δούλους κι ἀπό τούς φτωχούς πού πεινᾶνε, γιατί ἀπειλεῖται μέ σπαθιά κοφτερά, μέ δήμιους, μέ ἐκτέλεση. Οὔτε κάν θυμᾶται τήν προηγούμενη κατάσταση τῆς εὐτυχίας. Βρίσκεται µέσα σέ πυκνό σκοτάδι, μέρα µεσημέρι. Ὅσο καί νά προσπαθήσουμε, δέν θά καταφέρουµε νά παραστήσουμε τό πόσο βασανίζεται, περιμένοντας ἀπό στιγμή σέ στιγμή τόν θάνατο...
Τί χρειάζονται τά δικά μου λόγια, ἀφοῦ ὁ ἴδιος μᾶς τά παρουσιάζει ζωντανά; Από χθές, πού πῆγαν νά τόν συλλάβουν καί πρόστρεξε στ’ Ἅγια, ἔχει μορφή ἀπολιθωμένου ἀπ’ τόν φόβο, πρόσωπο νεκροῦ, φωνή σπασμένη. Τρέμει σύγκορμος. Τά δόντια του χτυποῦν ἀπό τήν ἀγωνία.
Αὐτά τά λέω ὄχι γιά νά τόν χλευάσω, ἐπαναλαμβάνω, ἀλλά γιά νά σᾶς γαληνέψω καί νά δείξετε ἐπιείκεια. Αρκετές ἦταν, σάν τιμωρία του, οἱ συμφορές πού τόν βρῆκαν ὥς τώρα.
Πολλοί ἁπάνθρωποι μᾶς κατηγοροῦν γιατί τόν δεχτήκαμε µέσα στό ἱερό Βῆμα. Περιγράφω τήν κατάντια του γιά νά τούς μαλάξω τήν ἀστοργία. Ἀγανακτοῦν ἐπειδή κατέφυγε στήν Ἐκκλησία αὐτός, πού τήν πολέμησε ἀκατάπαυστα.
Μά γι αὐτό ἀκριβῶς νά δοξάζουμε τόν Θεό! Τόν ἔφερε σέ τέτοια ἀνάγκη, ὥστε ἔμαθε καί τή δύναμή της καί τή φιλανθρωπία της! Ἔμαθε τή δύναμή της, γιατί ἔμεινε ἀήττητη στόν πόλεμο πού τῆς κήρυξε, ἐνῶ ἀφανίστηκε ἐκεῖνος. Ἔμαθε καί τή φιλανθρωπία της, γιατί, μολονότι τήν ἀντιμετώπισε ἄδικα καί σκληρά, αὐτή ἔγινε τώρα ἀσπίδα καί τόν καλύπτει. Τόν ἀσφαλίζει κάτω ἀπ’ τίς φτεροῦγες της καί τόν ζεσταίνει μέσα στήν ἀγκάλη της. Δέν τοῦ κρατάει κακία. Τοῦτο εἶναι τό λαμπρότερο τρόπαιο, ἡ περιφανέστερη νίκη. Ἔπιασε αἰχμάλωτο τόν ἐχθρό καί τόν σπλαχνίζεται, τή στιγμή πού ὅλοι τόν ἐγκατέλειψαν ἔρημο. Σάν μάνα τρυφερή τόν ἔκρυψε μέσα στά ροῦχα της, μήν ὑπολογίζοντας τόν βασιλικό θυμό καί τή λαϊκή ὀργή. Τοῦτο εἶναι τό στολίδι πού κοσμεῖ τήν ἁγία Τράπεζα.
“Τί στολίδι μᾶς λές;”, διαμαρτύρεσθε. “Τόν ἀσεβή καί πλεονέκτη καί ἅρπαγα ν’ ἀκουμπάει στό Θυσιαστήριο;”. Μήν ξεστομίζετε τέτοια λόγια, παρακαλῶ, γιατί καί ἡ πόρνη ἀκούμπησε τά πόδια τοῦ Ἰησοῦ. Καί τοῦτο ὄχι μόνο δέν ἧταν ἔγκλημα ἐναντίον Του, ἀλλά θαῦμα καί ὕμνος μεγάλος. Γιατί δέν ἔβλαψε τόν καθαρό ἡ ἀκάθαρτη. Απεναντίας, τήν ἀκόλαστη καί μυαρή τή μετέβαλε σέ καθαρή ὁ ἄσπιλος καί ἄμωμος. Μή μνησικακεῖτε, ἄνθρωποί μου. Εἴμαστε δοῦλοι Ἐκείνου πού, ἐνῶ σταυρωνόταν ἔλεγε: «Πατέρα, συγχώρησέ τους, δέν ξέρουν τί κάνουν» (Λουκ. 23:34).
“Μά αὐτός”, λέτε, “κατάργησε τό ἄσυλο μέ νόμο”. Ναί, ἀλλά νά πού πρῶτος ἔλυσε τόν νόμο, κι ἔγινε θέαμα τῆς οἰκουμένης! Χωρίς ν᾽ ἀρθρώσει λέξη, φωνάζει σ’ ὅλους: “Μήν κάνετε ὅ,τι ἕκανα, γιά νά μήν πάθετε ὅ,τι ἔπαθα!”. Ἔγινε ἔτσι δάσκαλος μέ τή δική του συμφορά...
Λάμπει ἐξαίσιο τό Θυσιαστήριο, ἔχοντας δεμένο τό λιοντάρι. Κι ἐσεῖς, πού προστρέξατε, εἴσαστε μάρτυρες ὅτι δέν ὑπερβάλλω στά λόγια.
Λαμπρή σήµερα ἡ συγκέντρωση. Μόνο τό Πάσχα εἶδα τόσο κόσμο! Ἡ σιωπή του σᾶς συγκάλεσε σάν βροντόφωνη σάλπιγγα. Οἱ γυναῖκες ἀφήσατε τά σπίτια. Οἱ ἄνδρες ἀφήσατε τήν ἀγορά. “Ὅλοι τρέξατε ν’ ἀντικρύσετε γυμνή τή μηδαμινότητα τῶν ἀνθρώτπινων πραγμάτων.
Τί μεγάλη δύναμη ἔχει ἡ δυστυχία αὐτή! Τόν ἐπισημότερο καί μακαριότερο ἀπ’ ὅλους, τόν ἔκανε νά φαίνεται ἐλεεινότερος ἀπ’ ὅλους.
Ἄν μπεῖ πλούσιος ἐδῶ, κερδίζει πολλά. Διαπιστώνει πώς ἔχει πέσει ἀπό τόσο ὕψος ἐκεῖνος, πού ὧς τώρα ἔσειε τήν οἰκουμένη: πώς εἶναι πιό συμμαζεμένος καί δειλός ἀπό λαγό καί βάτραχο· πώς εἶναι κορφωμένος χωρίς δεσμά σέ τοῦτο τό κολονάκι, καί ἀντί γι ἁλυσίδα περισφίγγεται ἀπό τόν φόβο. Μέ ὅλ’ αὐτά ὑποχωρεῖ ἡ φλεγμονή τῆς ἀπληστίας καί πέφτει ὁ ἀέρας τοῦ πλούσιου, πού, φιλοσοφώντας γιά τά ἐπίγεια, φεύγει, ἀφοῦ μάθει στήν πράξη ὅ,τι διακηρύσσει ἡ Γραφή: «Κάθε ἄνθρωπος εἶναι σάν τό χορτάρι, καί ἡ δόξα του φευγαλέα σάν τό ἀγριολούλουδο· τό χορτάρι ξεραίνεται κι ὁ ἀνθός μαραίνεται καί πέφτει» (Ἧσ. 40:6-7). Ἐπίσης, «Οἱ μέρες του χάθηκαν σάν καπνός» (Ψαλμ. 101:4) καί πολλά ἄλλα.
Ὁ φτωχός πάλι, μπαίνοντας καί ἀντικρύζοντας τό θέαμα, δέν λυπᾶται πιά τόν ἑαυτό του. ᾿Αντίθετα, καλοτυχίζει τή φτώχεια, γιατί τοῦ εἶναι ὅσυλο καί λιμάνι γαλήνιο καί τεῖχος ἀσφαλές. Προτιμάει νά μείνει στήν κατάστασή του, παρά ν’ ἀπολαύσει γιά λίγο τά πάντα καί ὕστερα νά διακινδυνεύσει καί τή ζωή του ἀκόμα.
Βλέπετε ὅτι δέν πῆγε ἄδικα ἡ συγκέντρωσή µας ἐδῶ, ἀλλά ἔγινε αἰτία μεγάλου κέρδους καί σέ πλούσιους καί σέ φτωχούς, καί σέ ἄσημους καί σέ ἐπίσημους, καί σέ δούλους καί σέ ἐλεύθερους;
Βλέπετε ὅτι καθένας φεύγει ἀποκομίζοντας φάρμακα, καί θεραπεύεται ἀπό τό θέαμα τοῦτο καί μόνο;
Ἄραγε σᾶς κατεύνασα τό πάθος; Ἔδιωξα τήν ὀργή; Ἔσβησα τήν ἀπανθρωπιά; Σᾶς ἔφερα σέ συμπάθεια;
Τό πιστεύω. Τό δείχνουν τά πρόσωπά σας καί οἱ πηγές τῶν δακρύων!
Ἀφοῦ λοιπόν οἱ πέτρινες καρδιές σας μεταβλήθηκαν σέ εὔφορο ἀγρό, ἐλᾶτε τώρα νά βλαστήσουµε καρπό εὐσπλαχνίας, νά ἐπιδείξουμε στάχυ μεστωμένο ἀπό ἀγαθοσύνη. Ἄς πᾶμε ὅλοι μαζί στόν καλό µας αὐτοκράτορα. Ἄς πᾶμε γιά χάρη τῆς Ἐκκλησίας, γιά χάρη τοῦ Θυσιαστηρίου, παρακαλώντας τον νά χαρίσει ἕναν ἄνδρα στήν ἁγία Τράπεζα. Καί αὐτός θά τό ἀποδεχθεῖ καί ὁ Θεός θά τό ἐπαινέσει. Ἤδη, βέβαια, ἔχει καταπραῦνθεῖ ὁ θυμός του καί, παρά τήν ἐκδικητική ἀπαίτηση τοῦ ἐξαγριωμένου στρατοῦ, αὐτός τόν ἔχει συγχωρήσει σάν ἄνθρωπο.
Ὁ βασιλιός τόν σπλαχνίστηκε. Κι ἐνῶ προσβλήθηκε, δέν μνησικάκησε. Ἐσεῖς, πού δέν πάθατε τίποτα, πῶς δείξατε τέτοιο μίσος;
Πῶς, ὅταν λυθεῖ ὅλη αὐτή ἡ παράσταση, θά πλησιάσετε στά ἱερά Μυστήρια καί θά πεῖτε τήν τροσευχή, «ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν», χωρίς νά τόν ἔχετε συγχωρήσει;
Ἐντάξει. Ἀδίκησε πολύ. Δέν διαφωνῶ. Μά τώρα εἶναι καιρός ὄχι δικαστηρίου, ἀλλά ἐλέους· ὄχι ἀνακρίσεως, ἀλλά συγχωρήσεως· ὄχι καταδίκης, ἀλλά συμπάθειας.
Ἄς μή δυσφορεῖ κανείς. Μᾶλλον ἄς δεηθοῦμε στόν φιλάνθρωπο Θεό νά τοῦ δώσει παράταση ζωῆς, ὥστε νά μετανοήσει καί νά ξεπλυθεῖ ἀπό τίς ἁμαρτίες του.
Ἔτσι, μέ τήν πράξη µας αὐτή, καί τά δικά µας πλημμελήματα θά σβήσουμε καί τήν Ἐκκλησία θά τιμήσουμε. Μά κι ἡ οἰκουμένη θά θαυμάσει καί θά διακηρύξει τή φιλανθρωπία τῆς πόλης μας.
Γιά νά καρπωθοῦμε λοιπόν τόσα ἀγαθά, ἄς σώσουµε τόν ἱκέτη.
Β' Λόγος Εἰς Εὐτρόπιον
Πολιορκήθηκε ἡ Ἐκκλησία πρίν ἀπό λίγες μέρες. Ἤρθαν στρατιῶτες σέ παράταξη, πού ἔβγαζαν φωτιές ἀπό τά μάτια. Γυμνώθηκαν ξίφη, μά κανείς δέν μάτωσε. Τά ἀνάκτορα ἦταν σέ κατάσταση ἀγωνίας, μά ἡ Ἐκκλησία σέ κατάσταση ἀσφάλειας. Στεκόμασταν χωρίς νά φοβόμαστε τήν παραφορά τοῦ στρατοῦ, πού ζητοῦσε τόν δραπέτη. Γιατί, τέλος πάντων εἴχαμε σίγουρο ἐνέχυρο τό «Οἱ δυνάμεις τοῦ ἅδη δέν θά τήν κατανικήσουν» (Ματθ. 16:18).
Ὅταν καταφεύγεις στήν Ἐκκλησία, δέν καταφεύγεις σέ τόπο. Γιατί ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι οἱ τοῖχοι καί ἠ σκεπή, ἀλλά ἡ πίστη καί ὁ βίος, τό δόγμα καί τό ἦθος.
Τίποτα δέν εἶναι ἴσο µέ τήν Ἐκκλησία. Μή μοῦ ἀναφέρεις ὅπλα καί τείχη. Γιατί τά τείχη μέ τόν καιρό παλιώνουν ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία ποτέ δέν γερνάει. Τά τείχη τά γκρεμίζουν οἱ βάρβαροι, τήν Ἐκκλησία ὡστόσο οὔτε οἱ δαίμονες δέν τή νικοῦν.
Καί ὅτι δέν εἶναι κούφιο κομπορρημοσύνη τά λόγια μου, τό μαρτυροῦν τά πράγματα. Πόσοι καί πόσοι δέν πολέμησαν τήν Ἐκκλησία! Ὅλοι τους χάθηκαν αὐτή ὅμως ὑψώθηκε πάνω ἀπό τούς οὐρανούς! Τέτοιο μέγεθος καί τέτοιαν ἰδιότητα ἔχει ἡ Ἐκκλησία: Ὅταν πολεμεῖται, νικᾶ· ὅταν ὑπονομεύεται, δυναμώνει· ὅταν συκοφαντεῖται, γίνεται λαμπρότερη. Δέχεται τραύματα, μά δέν πέφτει κάτω ἀπό τίς πληγές· κλυδωνίζεται, μά δέν καταποντίζεται· χειμάζεται, μά δέν ναυαγεῖ· παλεύει, μά δέν καταβάλλεται· πυγμαχεῖ, μά δέν νικιέται.
Γιατί παραχωρήθηκε ὁ πόλεμος; Γιά νά παρουσιαστεῖ ἐξαίσιο τό τρόπαιο! Ἤσασταν παρόντες ἐκείνη τήν ἡμέρα καί βλέπατε πόσα ὅπλα κραδαίνονταν. Ἡ ἐξαλλοσύνη τῶν στρατιωτικῶν εἶχε φουντώσει σάν φωτιά, κι ἐμεῖς τρέχαμε στή βασιλική αὐλή.
Ἀλλά τί ἔγινε; Μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, τίποτα δέν μᾶς ἕκανε νά δειλιάσουμε.
Τά λέω τοῦτα, γιά νά μεταγγίσω καί σ᾽ ἐσᾶς τόλμη καί θάρρος. Πῶς ἐμεῖς δέν δειλιάσαμε; Ἁπλούστατα, γιατί δέν φοβηθήκαμε κανένα ἀπό τά τότε δεινά. Ἄλλωστε τί εἶναι δεινό; Ὁ θάνατος; Κάθε ἄλλο, ἀφοῦ γρήγορα κατατπλέουµμε στό ἀκύμαντο λιμάνι τ’ οὐρανοῦ. Οἱ δημεύσεις; «Γυμνός βγῆκα ἀπ᾽ τήν κοιλιά τῆς μάνας μου, γυμνός καί θά γυρίσω πίσω στή μάνα γῆ» (Ἰώβ 1:21). Οἱ ἐξορίες; «Στόν Κύριο ἀνήκει ἡ γῆ καί ὅ,τι τή γεμίζει» (Ψαλμ. 23:1). Οἱ συκοφαντίες; «Νά αἰσθάνεσθε χαρά καί ἀγαλλίαση, ὅταν σᾶς κακολογήσουν μέ κάθε ψεύτικη κατηγορία, γιατί θ’ ἀνταμειφθεῖτε μέ τό παραπάνω στούς οὐρανούς» (πρβλ. Ματθ. 5:11-12).
Ἀτένιζα τά σπαθιά, καί τόν οὐρανό συλλογιζόμουν. Περίμενα τόν θάνατο, καί τήν ἀνάσταση σκεφτόμουν. Ἔβλεπα τά ἐπίγεια παθήματα, καί ἀριθμοῦσα τά ἐπουράνια βραβεῖα. Αντίκρυζα τίς ἐπιβουλές, καί εἶχα στό νοῦ µου τό ἀμαράντινο στεφάνι. Γιατί ὁ σκοπός τοῦ ἀγώνα μου ήταν ἀρκετός νά μέ παρηγορήσει.
Πρόστρεχα στίς ἀρχές, ἀλλ’ αὐτό δέν ήταν γιά μένα προσβολή καί ξεπεσμός. Ξεπεσμός ἕνα μόνο εἶναι· ἡ ἁμαρτία! Κι ἄν ἀκόμα ὅλος ὁ κόσμος σέ προσβάλει, ἐφόσον ἐσύ δέν προσβάλεις τόν ἑαυτό σου, δέν ἔχεις προσβληθεῖ. Μιά καί μόνη προδοσία ὑπάρχει: ἡ προδοσία τῆς συνειδήσεως! Μήν προδώσεις ἐσύ τή συνείδησή σου, καί κανείς δέν θά σέ προδώσει.
Πέρασε ἡ νύχτα καί φάνηκε ἡ μέρα. Ἐλέγχθηκε ἡ σκιά καί παρουσιάστηκε ἡ ἀλήθεια. Διδαχή ήταν τά γεγονότα. Καί ἔλεγα ἐνδόμυχα: “Ἄραγε θά μείνουν σωφρονισμένοι, ἤ θά περάσουν δυό εἰκοσιτετράωρα καί θά ξεχάσουν τά πάντα;”. Πάλι τά ἴδια καί τά ἴδια νά λέω; Ποιό τό κέρδος; Μά ναί! Πολύ κέρδος! Κι ἄν δέν μέ ἀκούσουν ὅλοι, θά μέ ἀκούσουν οἱ μισοί· κι ἄν ὄχι οἱ μισοί, τό ἕνα τρίτο· ἤ ἔστω τό τέταρτο· ἤ ἔστω δέκα: ἤ ἔστω πέντε: ἤ ἔστω ἕνας. Κι ἂν οὔτ᾽ ἕνας, ἐγώ τόν μισθό μου τόν ἔχω!
Λοιπόν «τό χορτάρι ξεραίνεται κι ὁ ἀνθός µαραίνεται καί πέφτει, μά ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ μας μένει αἰώνιο» (Ἧσ. 40:7). Εἴδατε τήν ποταπότητα τῶν ἀνθρώπινων πρραγμάτων. Ὅταν οἱ λόγχες κινοῦντον ἀπειλητικά, ὅταν ἡ πόλη καιγόταν ὅταν δέν ἴσχυε οὔτε τό βασιλικό στέμμα, ὅταν ἡ βασιλική πορφύρα ταπεινωνόταν, ὅταν ὅλα βρίσκονταν σέ ἀναβρασμό, ποῦ ἤταν τότε οἱ δοῦλοι καί ποῦ οἱ φίλοι τοῦ Εὐτρόπιου; Ὅλοι εἶχαν ἐξαφανιστεῖί... Τά προσωπεῖα ἄλλαζαν. Ποῦ ήταν ὁ πλοῦτος του; Κι αὐτός εἶχε δραπετεύσει! Ναί, ὁ προκομμένος ὁ πλοῦτος τά μηχανεύεται ὅλα, καί πάνω στήν ἀνάγκη φεύγει...
Πολλοί μέ κατηγοροῦν: “Ἔγινες φόρτωμα στούς πλουσίους”. Μά ἀφοῦ ἐκεῖνοι ἔγιναν φόρτωμα στούς φτωχούς! Ἐγώ ἔγινα ἐνοχλητικός ὄχι σέ ὅλους τούς πλουσίους, ἀλλά σέ ὅσους ἀποκτοῦν καί χρησιμοποιοῦν τά χρήματα μέ τρόπο κακό. Ἀκατάπαυστα διαλαλῶ, ὅτι δέν τά βάζω μέ τόν πλούσιο, ἀλλά μέ τόν πλεονέκτη καί τόν ἄρπαγα. Καί οἱ εὔποροι παιδιά µου, καί οἱ ἄποροι παιδιά μου· καί τούς πρώτους καί τούς δεύτερους μήτρα μ᾽ ὠδίνες τούς γέννησε. Θέλεις νά µέ λιθοβολήσεις; Εἶμαι ἕτοιμος νά χύσω τό αἷμα μου, μόνο καί μόνο γιά νά παρεμποδίσω τήν ἁμαρτία σου.
Δέν φοβᾶμαι ἐπιβουλή. Ἕνα μονάχα φοβᾶμαι· τήν ἁμαρτία. Κανείς νά μή μέ πιάσει ν᾽ ἁμαρτάνω», κι ἂς μέ ἀντιμάχονται τά πέρατα τῆς γῆς. Θέλω νά ἐκπαιδεύσω κι ἐσᾶς, γιά νά σκέφτεστε ὅμοια. Μή φοβηθεῖτε δυσμένεια ἄρχοντα. Νά φοβᾶστε ὅμως τή δύναμη τῆς ἁμαρτίας. Ἂν δέν ἔχεις ἁμαρτία, ὁ Κύριος σέ ἁρπάζει καί σέ σώζει μέσα ἀπό μύρια ἐχθρικά ὅπλα! Ἄν ὅμως ἔχεις ἁμαρτία, καί μέσα στόν παράδεισο νά εἶσαι, πέφτεις. Στόν παράδεισο ἦταν ὁ Ἀδάμ κι ἔπεσε - στήν κοπριά ὁ Ἰώβ καί στεφανώθηκε. Τί ὠφέλησε τόν πρῶτο ὁ παράδεισος; Ἤ τί ἔβλαψε τόν δεύτερο ἡ κοπριά;
Ποτέ μή μακαρίζετε τόν ἁμαρτωλό. Νά µακαρίζετε τόν δίκαιο. Ποῦ εἶναι τόσοι μεγάλοι καί τρανοί; Περαστικοί ἦταν κι ἔφυγαν. Δέν τούς ἔτρεμαν οἱ ἀξιωματοῦχοι; Δέν ταπεινώνονταν ὅλοι μπροστά τους; Ἤρθε ὅμως ἡ ἁμαρτία, καί ὅλα φανερώδθηκαν κι ἐλέγχθηκαν.
Δέν βλέπετε τόν Εὐτρόπιο; Οἱ δουλόφρονες ἔγιναν δικαστές του κι οἱ κόλακες δήμιοι! Ἐκεῖνοι πού φιλοῦσαν κάποτε τά χέρια του, ἐπιχειροῦσαν τώρα πρῶτοι νά τόν σύρουν ἔξω ἀπ’ τόν ναό! Χθές δουλικός, σήμερα ἐχθρός! Χθές ἐπαινέτης, σήμερα κατήγορος! Χθές τόν ἀποκαλοῦσες σωτήρα κι εὐεργέτη, σήμερα τόν στιγματίζεις! Καί ὅλ’ αὐτά γιατί χθές δέν ἐνεργοῦσες μέ εἰλικρίνεια. Τί μεταστροφή! Τί μεταπήδηση στήν ἀντίπερα ὄχθη!
Ἀλλά ἐγώ δέν εἶμαι τέτοιος. Ἄν καί μ᾽ ἐπιβουλευόταν ἔγινα προστάτης του. Ἀναρίθμητα δεινά ἔπαθα καί δέν τ’ ἀνταπέδωσα, γιατί μιμοῦμαι τόν Κύριό μου Χριστό.
Τόσες ἀνακατατάξεις ἔγιναν ἀπό τότε πού ἦρθα στήν πόλη, καί κανείς δέν σωφρονίζεται. Ὅταν λέω κανείς, δέν κατηγορῶ ὅλους -μή γένοιτο! Δέν εἶναι δυνατό τοῦτα τά εὔφορα χώματα νά δεχθοῦν σπέρματα καί νά μή βγάλουν στάχυα. Ἐγώ ὅμως εἶμαι ἀχόρταγος! Δέν θέλω νά σωθοῦν λίγοι, ἀλλά ὅλοι! Κι ἂν ἕνας µόνο χαθεῖ, θά χαθῶ κι ἐγῶ!
Ἐμπρός! Μή στέκεσαι μακριά ἀπό τήν Ἐκκλησία! Τίποτα δέν εἶναι ἰσχυρότερο ἀπό τήν Ἐκκλησία! Ἡ ἐλπίδα σου ἡ Ἐκκλησία, ἡ σωτηρία σου ἡ Ἐκκλησία, τό καταφύγιό σου ἡ Ἐκκλησία! Εἶναι ὑψηλότερη ἀπό τόν οὐρανό, εἶναι πλατύτερη ἀπό τή γῆ! Ποτέ δέν γερνάει, πόντοτε ἀκμάζει.
Ἡ Γραφή τήν ἀποκαλεῖ βουνό, γιά νά δηλώσει τήν ἀσάλευτη στερρότητά της· παρθένο, γιά τήν ἀφθορία της· βασίλισσα, γιά τή μεγαλοπρέπειά της· θυγατέρα, γιά τή συγγένεια μέ τόν Θεό· στείρα πού γέννησε ἑφτά, γιά τήν πολυτεκνία της... Μύριες ὀνομασίες, γιά νά παραστήσει τήν εὐγένειά της, ὅπως ἀκριβῶς καί ὁ Κύριός της ἔχει πολλά ὀνόματα.
Γιά ὅλα τοῦτα ἄς εὐχαριστήσουμε τόν Θεό, γιατί σ᾽ Αὐτόν ἀποκλειστικά ἀνήκει ἡ δόξα στούς αἱῶνες τῶν αἰώνων. Αμήν!