Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2023

ΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Α΄ (Ὁ π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης στὴν Κοζάνη) - (Βιβλίο Α΄ - Μέρος 11ο, 12ο,13ο,14ο,15ο)

                 
























Ὅλες οἱ ἀναρτήσεις τοῦ βιβλίου «ΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Α΄» ΕΔΩ
  
Ἰδεῶδες πολίτευμα ἡ ΧΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΑ

Παρέλασαν νεοι στους δρόμους τῆς Κοζάνης το 1945 φωναζοντας, το συνθημα του ιεροκήρυκα Αυγουστίνου Ν. Καντιωτου: «Ζητῶ η Χριστοκρατία»

«Θυμᾶμαι τότε ποὺ ἦταν στὴν Κοζάνη ὁ Βαφειάδης, ὁ ἀρχηγὸς τοῦ κομμουνιστικοῦ κόμματος καὶ ἀρχιστράτηγος. Στεκόταν κλαρίνο μπροστά του ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι. Ἦταν ἡμέρες δύσκολες. Οἱ Κοζανῖτες ξέρουν ὅτι δὲν ἀνήκουμε σὲ κόμματα. 
 
Μᾶς πιέσαν, κινδύνευσε ἡ ζωή μας, ἀλλὰ μείναμε σταθεροὶ καὶ ἀκλόνητοι.
 
Ἡ πόλι τῆς Κοζάνης εἶχε διαιρεθεῖ σὲ διάφορα κόμματα. Ἐμεῖς τότε καλέσαμε τὸν λαὸ γιὰ νὰ τοῦ ὑποδείξουμε τὸ ἰδεῶδες πολίτευμα καὶ ὁ καθεδρικὸς ναὸς τοῦ ἁγίου Νικολάου ἐπλημμύρισε ἀπὸ κόσμο. Ἦρθαν καὶ αὐτοὶ μέσα.
 
Tοὺς μίλησα γιὰ τὰ διάφορα πολιτεύματα ποὺ ὑπήρχαν ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα μέχρι τῶν ἡμερῶν των. Καὶ μετὰ τοὺς εἶπα:
 
Θὰ σᾶς ὑποδείξω μιὰ ἰδεολογία, ποὺ ἄν τὴν ἐφαρμόσῃ ἡ πόλι τῆς Κοζάνης, ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρη ἡ πατρίδα μας, ἡ Ἑλλάδα θὰ εἶνε ἡ πιὸ εὐτυχισμένη χώρα τοῦ κόσμου.
 
Τοὺς περιέγραψα τ᾿ ἄλλα πολιτεύματα. Παρουσίασα τὰ ἐλαττώματά τους, ὡς ὑπὸ ἀνθρώπων διοικούμενα καὶ τέλος εἶπα ὅτι ἡ δική μου ἰδεολογία εἶνε XPIΣTOKPATIA, ὅ,τι θέλει ὁ Xριστός.
 
Ποῖος μπορεῖ νὰ εἶνε ἐναντίον αὐτοῦ τοῦ ἄριστοῦ καὶ τέλειου πολιτεύματος;
 
Ἂν ἀποφασίζαν μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἄνδρες καὶ γυναῖκες ὅλων τῶν παρατάξεων, ν᾿ ἀκούσουν τὴν φωνή τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἐφαρμόσουν τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, τότε ἡ Ἑλλάδα θὰ ἦταν ἡ εὐτυχεστέρα χώρα τοῦ κόσμου. Βασιλεὺς καὶ κυβερνήτης παντοῦ θὰ ἦταν ὁ Xριστός.
 
Tὸ σχολιάζαν βέβαια οἱ ἀντάρτες, γιατὶ ἦταν τετραπέρατοι. Καὶ κατόπιν ἔδωσαν ἀπάντησι.
 
«Ἀκούσαμε», εἶπαν, «τὸ σύνθημα τοῦ Αὐγουστίνου, ἀλλὰ ἀπαντᾶμε: Εἶνε ἀφελὴς ὁ Αὐγουστῖνος καὶ τὰ λέει αὐτά. Τὸ «Χριστοκρατία» ποὺ τὸ παραδεχόμεθα καὶ ἐμεῖς ὡς ἰδεῶδες πολίτευμα, θὰ καταντήσῃ νὰ γίνη παπαδοκρατία».
 
Ἀπὸ τότε, λοιπόν, ἐμεῖς ἐλέγξαμε καὶ δὲν συμφωνήσαμε ποτέ, οὔτε μὲ τοὺς μὲν οὔτε μὲ τοὺς δέ». (Kατασκ. 13-8-93)
 
Συνεχίζεται
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς Ἀνδρονίκης Π.  Καπλάνογλου 
«ΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Α΄»
(ὁ π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης στὴν Κοζάνη)
 

===========================================

ΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Α΄ (Ὁ π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης στὴν Κοζάνη) - (Βιβλίο Α΄ - Μέρος 14ο)


Ὅλες οἱ ἀναρτήσεις τοῦ βιβλίου «ΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Α΄» ΕΔΩ
 
H AΛHΘHΣ ΔHMOKPATIA EINE O XPIΣTIANIΣMOΣ
 
«Mίλησα στὸν Ἅγιο Κωσταντῖνο παρουσίᾳ ἐνόπλων καὶ τοῦ ἐπισκόπου Ἰωακεὶμ καὶ εἶπα· «Ἡ ἀληθὴς δημοκρατία εἶνε ὁ Χριστιανισμός. Ἡ πολιτικὴ δὲν συμβιβάζεται μὲ τὰ καθήκοντα τοῦ ἱερωμένου.(2) Ὅποιος ἱερωμένος θέλει νὰ πολιτευθῆ, νὰ πετάξη τὰ ράσα, νὰ φορέση γραβάτα και τότε νὰ κατεβῆ στὸν πολιτικὸ στίβο.
 
Ὅταν τελείωσα καὶ κατέβηκα ἀπὸ τὸν ἄμβωνα ὁ Ἰωακείμ, ποὺ ἦταν παρὼν καὶ ἄκουε τὸ κήρυγμα, μὲ φίλησε καὶ μ’ εἶπε στ’ ἀφτί· “Nὰ περάσῃς μετὰ ἀπὸ τὴν Mητρόπολι”.
 
Ὅταν πῆγα στὴν Μητρόπολι καὶ μὲ εἶδε, λέει· “Tί ἦταν αὐτὰ ποὺ ἔλεγες ρὲ Αὐγουστῖνε, ἕτοιμοι ἦταν νὰ σὲ ἀρπάξουν, δὲν τοὺς ἔβλεπες; Σὲ φίλησα γιὰ νὰ τοὺς ἀφοπλίσω. Δὲν ἤθελα ἐγὼ νὰ σὲ κάνω ἤρωα”.
 
Ἀπὸ ᾿δῶ καὶ πέρα ἡ ἀγωνία ὅλων αὐξάνεται. Ὁ ἰσχνὸς στὸ σῶμα, ἀλλὰ γενναῖος στὴν ψυχὴ ἱεροκήρυκας κάνει νέο κήρυγμα στὸν Ἅγιο Δημήτριο γιὰ τὸν «ἄθεο Mαρξισμό». Oἱ ἀντάρτες δὲν ἀστειεύονται πλέον. Μιὰ νύκτα, ίσως ἀπὸ τῆς τραγικότερες τῆς ζωῆς τοῦ π. Αὐγουστίνου, ἔρχονται ἔνοπλοι νὰ τὸν συλλάβουν στὸ σπίτι τῆς κ. Ἄννας Χαλβατζῆ, ποὺ διέμενε. Τὸ σχέδιό τους ἦταν νὰ τὸν ρίξουν σὲ πηγάδι, νὰ τὸν πνίξουν καὶ νὰ ἐξαφανίσουν τὰ ίχνη του. Τὸ σχέδιό τους τὸ ματαίωσε ὁ Θεός.

Ὁ Θεολόγος καθηγητὴς Βασιλείου, ποὺ ἔμεινε στὸ κάτω ὄροφο τοῦ σπιτιοῦ, ἀντιλήφθηκε μέσα στὴν νύκτα τὶς δύο φιγοῦρες τῶν ἔνοπλων, ποὺ περιεργάζονταν τὸ σπίτι. Κάποια στιγμὴ ὁ ἕνας ἔδειξε τὸ παράθυρο τοῦ π. Αὐγουστίνου. Ὁ καθηγητὴς κατάλαβε τί ἐπρόκειτο νὰ γίνη.

Kτυπάει ἀπὸ κάτω τὸ πάτωμα τοῦ ἐπάνω ὁρόφου, ποὺ ἦταν ξύλινο καὶ λέει στὸν π. Αὐγουστῖνο, νὰ σβήσῃ τὸ φῶς καὶ νὰ πέση στὸ πάτωμα, γιατὶ κινδυνεύει. Συγχρόνως εἰδοποιεῖ τὴν σπιτονυκοκοιρά του ποὺ ἔμεινε καὶ αὐτὴ στὸν κάτω ὄροφο τοῦ σπιτιοῦ. Ἐκείνη ξυπνᾷ τὸν γιό της, ποὺ βρισκόταν τὴν νύκτα ἐκείνη στὸ σπίτι· “Ξύπνα”, τοῦ λέει, “κινδυνεύει ὁ π. Αὐγουστῖνος, ἦρθαν νὰ τὸν συλλάβουν’’.
 
Oἱ δυὸ ὁπλοφόροι, ποὺ στὸ μεταξὺ πήδηξαν ἀπὸ τὰ κάγκελα καὶ βρέθηκαν στὸν μικρὸ προαύλιο, ἀνέβηκαν γρήγορα τὰ σκαλοπάτια καὶ βροντοῦσαν τὴν πόρτα, γιὰ νὰ τοὺς ἀνοίξη ὁ π. Aὐγουστῖνος· ἀλλὰ πόσο μεγάλη ἦταν ἡ ἐκπληξί τους, ποὺ βρέθηκαν ἀντιμέτωποι μὲ ἕναν δικό τους. Ὁ γιὸς τῆς Ἄννας, ὁ Γιάννης, ποὺ ἦταν ἀξιωματικὸς τῶν ἀνταρτῶν, ἀνέβηκε στὸ μεταξύ τὴν ἐσωτερικὴ σκάλα καὶ ἔπιασε τὸ πόμολο τῆς πόρτας ἀπὸ μέσα, ἦταν ἀποφασισμένος νὰ προστατεύση με κάθε τρόπο τὸν πατέρα Αὐγουστῖνο.

Γίνεται ἔντονος διάλογος μεταξὺ τοῦ γιοῦ τῆς Ἄννας καὶ τῶν ἐνόπλων, ποὺ παραβίαζαν ἐκείνη τὴν νύκτα τὸ σπίτι του, γιὰ νὰ συλλάβουν τὸν π. Aὐγουστῖνο.

―«Ἔχουμε διαταγὴ νὰ συλλάβομαι τὸν παπᾶ, ποὺ εἶνε ἐχθρὸς τοῦ λαοῦ», τοῦ λένε· Kαὶ αὐτὸς ἀπαντᾶ·

―«Δὲν ἔχετε νὰ πάρετε κανέναν Αὐγουστῖνο, θὰ τὸν πάρετε μόνον ἂν περάσετε ἀπὸ τὸ πτῶμα μου. Φύγετε γιατὶ θὰ πιάσω τὸ ὁπλοπολυβόλο».

Ἡ ἀντίστασι τοῦ ἡρωϊκοῦ αὐτοῦ παιδιοῦ, ἔσωσε τὸν πατέρα Αὐγουστῖνο γιὰ μιὰ ἀκόμη φορά.

Ὁ π. Αὐγουστῖνος, ὅταν ξημέρωσε, πῆγε νὰ τοὺς ζητήσῃ τὸν λόγο, ποὺ ἄνανδρα μέσα στὴν νύχτα πῆγαν νὰ τὸν συλλάβουν. Κάποιοι κοντινοὶ συνεργάτες του, προσπάθησαν νὰ τὸν ἐμποδίσουν. Ἀλλὰ ὁ π. Αὐγουστῖνος ἤξερε ὅτι δὲν κινδύνευε ἀπ’ αὐτοὺς τὴν ἡμέρα, ἀλλὰ μόνο τὴν νύκτα. Δὲν τολμοῦσαν νὰ ἔρθουν ἀντιμέτωποι μὲ τὸν λαὸ τῆς Κοζάνης, ποὺ ὑπεραγαποῦσε τὸν π. Αὐγουστῖνο, γι’ αὐτὸ καὶ τὸ σχέδιό τους ἦταν νὰ τὸν ρίξουν σὲ πηγάδι, γιὰ νὰ μὴν μπορέσῃ κανεὶς νὰ μάθῃ τί ἀπέγινε.

Συνεχίζεται
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς Ἀνδρονίκης Π.  Καπλάνογλου 
«ΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Α΄»
(ὁ π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης στὴν Κοζάνη)
 

==================================

ΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Α΄ (Ὁ π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης στὴν Κοζάνη) - (Βιβλίο Α΄ - Μέρος 13ο)


Ὅλες οἱ ἀναρτήσεις τοῦ βιβλίου «ΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Α΄» ΕΔΩ
 
Ἀνθρώπινη ἀδυναμία
 
Ἡ ἱστορία ἐπαναλαμβάνεται. Αὐτὸ ποὺ ἔγινε στὸν Ἀρχηγὸ τῆς Πίστεως μας, τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, ἔγινε καὶ στὸν π. Αὐγουστῖνο. Ἦρθε στιγμὴ ποὺ καὶ οἱ συνεργάτες του φοβήθηκαν καὶ ἀπέσεισαν τὶς εὐθύνες ἀπὸ πάνω τους. Μὲ κάποιο ἐλαφρὴ παράπονο τὸ θυμᾶται ὁ Γέροντας καὶ λέει·
 
«Kάποια στιγμή, μ’ ἐγκατέλειψαν ὅλοι.
 
―Mὴ κάνεις τέτοια κηρύγματα, ποὺ ἐνοχλοῦνται οἱ Γερμανοί, μοῦ εἶπαν, γιατὶ κινδυνεύουμε ὅλοι. Kαὶ ἐμεῖς ἔχουμε οἱκογένειες καὶ παιδιά.
 
Kαλὰ τοὺς εἶπα, ἀφοῦ ἔτσι θέτετε τὸ θέμα· Θὰ κάνουμε ἕνα χαρτί, ποὺ θὰ λέη· Γιὰ ὅτι λέει ὁ ἱεροκήρυκας, εἶνε ὑπεύθυνος ὁ ­ἴδιος καὶ νὰ τὸ ὑπογράψετε, γιὰ νὰ ἀπαλαχθῆτε ἀπὸ ὁποιαδήποτε εὐθύνη. Κάναμε τὸ χαρτί καὶ τὸ ὑπέγραψαν ὅλοι, πλὴν τοῦ Παφίλη.
 
Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ οἱ κομουνισταὶ εἶχαν ἕνα δυνατὸ ἀρθρογράφο καὶ γιὰ νὰ μὴ συλληφθῆ, ἔλεγαν στοὺς ἐργατικούς· Ποιός θέλει νὰ βάλλη τὸ ὄνομά του, κάτω ἀπὸ τὸ ἄρθρο, καὶ νὰ ἀναλάβῃ τὴν εὐθύνη; 100 χέρια σηκώνονταν, γιὰ ἐκεῖνον. Μετὰ ἀπὸ κάθε ἄρθρο συλλαμβάναν τὸν ἐργάτη, ποὺ ἔφερε τὸ ὄνομά του καὶ τὸν ρωτοῦσαν ―ξέραν αὐτοὶ ὅτι δὲν εἶνε δικό του― Ἀφοῦ ἐσὺ εἶσαι ἀγράμματος, τοῦ λέγαν, πῶς ἔγραψες τέτοιο ἄρθρο; Καὶ ἐκεῖνος ἀπαντοῦσε· Mὲ προσβάλης κ. δικαστά, δικό μου εἶνε τὸ ἄρθρο καὶ τὸν ἔριχναν στὴν φυλακή. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἔμενε ἀσύλλυπτος ὁ ἀρθρογράφος καὶ συνέχιζε τὸ ἔργο του.
 
Oἱ πλούσιοι τῆς Κοζάνης
 
Οἱ πλούσιοι τῆς Κοζάνης δὲν ἔδιναν τίποτε, ὁ φτωχὸς λαὸς μᾶς συμπαραστάθηκε. Tοὺς ἤλεγξα τότε καὶ γι’ αὐτὸ μὲ μισοῦσαν. Τοὺς εἶπα· «Kρατᾶτε τὰ χρήματά σας καὶ δὲν δίνετε τίποτε στοὺς πτωχούς; Ἔννοια σας, θὰ σᾶς τὰ φᾶνε ἄλλοι».
 
Kαὶ πράγματι, ὅταν ἄλλαξε ἡ κατάστασι καὶ κατέβηκαν ἀπὸ τὰ βουνά, μὲ τὸν καπετὰν Μάρκο, ἔστειλαν μήνυμα σὲ κάποιους πλουσίους ἀπὸ τὴν πόλι καὶ τοὺς εἶπαν· «Ἂν μέχρι τὸ βράδυ δὲν φέρετε τὰ χρήματα ποὺ σᾶς ὡρίσαμε, θὰ σᾶς κοντύνουμε μιὰ πιθαμή. Φοβήθηκαν οἱ πλούσιοι καὶ ἔδωσαν ὅ,τι τοὺς ζητοῦσαν. Τὰ συγκεντρῶσαν κατόπιν αὐτοί καὶ μὲ κάλεσαν·
 
«Ἔλα», μοῦ λένε, «Aὐγουστῖνε, νὰ δῇς πόσα κοκοράκια (λῖρες) ἐμεῖς μαζέψαμε, ἐνῶ ἐσὺ μὲ τὸ Εὐαγγέλιο μάζεψες μόνο δύο».
 
―«Nαί», τοὺς ἀπαντῶ, «μάζεψα μόνον δύο, ἀλλὰ ὑπάρχει μιὰ μεγάλη διαφορά. Ἐγὼ τὰ μάζεψα μὲ ἐλευθερία, ἐνῶ ἐσεῖς τὰ μαζέψατε μὲ τὴν βία».
 
Συνεχίζεται
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς Ἀνδρονίκης Π.  Καπλάνογλου 
«ΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Α΄»
(ὁ π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης στὴν Κοζάνη)
 
==========================================================================

ΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Α΄ (Ὁ π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης στὴν Κοζάνη) - (Βιβλίο Α΄ - Μέρος 12ο)


Ὅλες οἱ ἀναρτήσεις τοῦ βιβλίου «ΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Α΄» ΕΔΩ
 
Eὐχαριστῶ τὸν Θεό γιὰ τὰ φτωχαδάκια
 
«Γι’ αὐτό, λοιπόν, σᾶς λέω καὶ ἐγώ· Tώρα ποὺ εἶμαι 70 χρονῶν καὶ πέρασα πολλὲς πόλεις, εὐχαριστῶ τὸ Θεό, γιὰ τὰ πτωχαδάκια. Αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Παῦλος τὸ δοκιμάσαμε καὶ ἐμεῖς. Κοντὰ στὸ Χριστὸ εἶνε τὰ πτωχαδάκια. Ὅποιος ἔχει πολλὰ λεφτά, ὅποιος ἔχει ἀξιώματα κ.λ.π. φεῦγε μακριά, ἔχει ἕναν ἐγωϊσμὸ καὶ μία ὑπερηφάνεια.
 
Ἀλλά, δὲν μοῦ λές, ἀγαπητέ Τραΐανέ, γιατὶ ὅταν γεννιέται τὸ παιδί ἔχει τὸ χέρι, ἔτσι, σφικτό. Κουμουνιστικὰ εἶνε τὰ παιδιά. Tί λές, ἔτσι εἶνε πάντα;
Καλό, εἶνε αὐτὸ ποὺ λές ―«βουτάει τὸ δακτυλίδι τῆς μαμῆς»― πρωτότυπο εἶνε. Νὰ λοιπόν, ποὺ ξέρω καὶ σὲ ρωτῶ.
 
Tὸ παιδί, κράπα, ἔτσι σφυκτὰ κρατάει τὸ χέρι του καὶ εἶνε ἡ μανία τοῦ ἀνθρώπου, λέει κάποιος φιλόσοφος, γιὰ νὰ τὰ πιάσῃ ὅλα, θέλει νὰ πιάσῃ τὴν γῆ ὁλόκληρη. Ἔρχεται ἔπειτα ὁ χάρος καὶ ἄπ, τοῦ ἀνοίγει τὸ χέρι. Ἂντε νὰ κλείσῃς τὰ χέρια τῶν νεκρῶν.
 
Kαλὰ Τραΐανε, τὸ παιδάκι ἐκεῖνο, εἶνε ἀθῶο, ἀπὸ ἔνστικτο τέλος πάντων τὸ κάνει, ἀλλὰ οἱ μεγάλοι, ποὺ τὰ βουτᾶνε ὅλα; Μ’ αὐτοὺς τί γίνεται; Ἄλλοι βουτᾶνε δακτυλίδια, ἄλλοι βουτᾶνε ἀξιώματα, ἄλλοι βουτᾶνε τοῦτο καὶ ἄλλοι τὸ ἄλλο καὶ μετὰ ἔρχεται ὁ χάρος, τοὺς δίνει μία γροθιὰ καὶ ἔτσι φεύγουμε γυμνοὶ καὶ τετραχηλισμένοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
 
Ἄνθρωπε, κράτησέ τα. Τί θὰ τὰ κάνῃς; Ἔρχεσαι μὲ τέτοια, τάσσει καὶ φεύγεις μὲ ἀνοικτὰ τὰ χέρια.
 
Aὐτὸ τὸ εἶχα δεῖ τότε ποὺ πέθανε {ὁ Στάλιν}, ποὺ καὶ οἱ φανατικοὶ κουμουνισταὶ δὲν τὸν ἀγαποῦνε. Ὁ Στάλιν ὑπῆρξε τὸ ἀγριότερο θηρίο τοῦ κόσμου. Ἂς εἶνε καλὰ οἱ Ἀμερικάνοι ποὺ τὸν βοηθῆσαν. Τὸν κατεδίωξε καλὰ ὁ ἄλλος, μέχρι τὰ Οὐράλια. Αὐτὰ εἶνε τὰ μεγάλα σφάλματα τῶν Ἀμερικάνων, ποὺ ἔχουμε στὸν αἰώνα μας.
Κακοῦργος ὁ Στάλιν, χειρότερος ἀπὸ τὸν Νέρωνας καὶ ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Mετὰ ἐδημοσιεύθη μιὰ φωτογραφία του, ποὺ εἶνε τὸ συνθημά σας, κύριοι συντρόφοι. Μιὰ γροθιὰ στὰ χέρια τοῦ Στάλιν, ποὺ κρατοῦσε τὴν γῆ ὁλόκληρο καὶ πάει. Ἔτσι εἶνε ὁ ἄνθρωπος. Δὲν ἔχει τίποτε, μόνον ἐδῶ στὸν Xριστό. Aὐτὸ ποὺ λέει ἐδῶ ὁ Παῦλος ἐν Xριστῷ, αὐτοὶ οἱ λίγοι, τὰ πτωχαδάκια καὶ μέσα στὴν Ρωσία σήμερα τὰ πτωχαδάκια μένουν στὴν ἐκκλησία. Μεγάλο πρᾶγμα καὶ ἀνεκρίζωτος εἶνε ἡ Ἐκκλησία.ὐχαριστῶ τὸ Θεὸ γιὰ τὰ φτωχαδάκια

«Γι’ αὐτό, λοιπόν, σᾶς λέω καὶ ἐγώ· Tώρα ποὺ εἶμαι 70 χρονῶν καὶ πέρασα πολλὲς πόλεις, εὐχαριστῶ τὸ Θεό, γιὰ τὰ πτωχαδάκια. Αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Παῦλος τὸ δοκιμάσαμε καὶ ἐμεῖς. Κοντὰ στὸ Χριστὸ εἶνε τὰ πτωχαδάκια. Ὅποιος ἔχει πολλὰ λεφτά, ὅποιος ἔχει ἀξιώματα κ.λ.π. φεῦγε μακριά, ἔχει ἕναν ἐγωϊσμὸ καὶ μία ὑπερηφάνεια.

Ἀλλά, δὲν μοῦ λές, ἀγαπητέ Τραΐανέ, γιατὶ ὅταν γεννιέται τὸ παιδί ἔχει τὸ χέρι, ἔτσι, σφικτό. Κουμουνιστικὰ εἶνε τὰ παιδιά. Tί λές, ἔτσι εἶνε πάντα;

Καλό, εἶνε αὐτὸ ποὺ λές ―«βουτάει τὸ δακτυλίδι τῆς μαμῆς»― πρωτότυπο εἶνε. Νὰ λοιπόν, ποὺ ξέρω καὶ σὲ ρωτῶ.

Tὸ παιδί, κράπα, ἔτσι σφυκτὰ κρατάει τὸ χέρι του καὶ εἶνε ἡ μανία τοῦ ἀνθρώπου, λέει κάποιος φιλόσοφος, γιὰ νὰ τὰ πιάσῃ ὅλα, θέλει νὰ πιάσῃ τὴν γῆ ὁλόκληρη. Ἔρχεται ἔπειτα ὁ χάρος καὶ ἄπ, τοῦ ἀνοίγει τὸ χέρι. Ἂντε νὰ κλείσῃς τὰ χέρια τῶν νεκρῶν.

Kαλὰ Τραΐανε, τὸ παιδάκι ἐκεῖνο, εἶνε ἀθῳο, ἀπὸ ἔνστικτο τέλος πάντων τὸ κάνει, ἀλλὰ οἱ μεγάλοι, ποὺ τὰ βουτᾶνε ὅλα; Μ’ αὐτοὺς τί γίνεται; Ἄλλοι βουτᾶνε δακτυλίδια, ἄλλοι βουτᾶνε ἀξιώματα, ἄλλοι βουτᾶνε τοῦτο καὶ ἄλλοι τὸ ἄλλο καὶ μετὰ ἔρχεται ὁ χάρος, τοὺς δίνει μία γροθιὰ καὶ ἔτσι φεύγουμε γυμνοὶ καὶ τετραχηλισμένοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
 
Ἄνθρωπε, κράτησέ τα. Τί θὰ τὰ κάνῃς; Ἔρχεσαι μὲ τέτοια, τάσσει καὶ φεύγεις μὲ ἀνοικτὰ τὰ χέρια.
 
Aὐτὸ τὸ εἶχα δεῖ τότε ποὺ πέθανε {ὁ Στάλιν}, ποὺ καὶ οἱ φανατικοὶ κουμουνισταὶ δὲν τὸν ἀγαποῦνε. Ὁ Στάλιν ὑπῆρξε τὸ ἀγριότερο θηρίο τοῦ κόσμου. Ἂς εἶνε καλὰ οἱ Ἀμερικάνοι ποὺ τὸν βοηθῆσαν. Τὸν κατεδίωξε καλὰ ὁ ἄλλος, μέχρι τὰ Οὐράλια. Αὐτὰ εἶνε τὰ μεγάλα σφάλματα τῶν Ἀμερικάνων, ποὺ ἔχουμε στὸν αἰώνα μας.
 
Κακοῦργος ὁ Στάλιν, χειρότερος ἀπὸ τὸν Νέρωνας καὶ ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Mετὰ ἐδημοσιεύθη μιὰ φωτογραφία του, ποὺ εἶνε τὸ συνθημά σας, κύριοι συντρόφοι. Μιὰ γροθιὰ στὰ χέρια τοῦ Στάλιν, ποὺ κρατοῦσε τὴν γῆ ὁλόκληρο καὶ πάει. Ἔτσι εἶνε ὁ ἄνθρωπος. Δὲν ἔχει τίποτε, μόνον ἐδῶ στὸν Xριστό. Aὐτὸ ποὺ λέει ἐδῶ ὁ Παῦλος ἐν Xριστῷ, αὐτοὶ οἱ λίγοι, τὰ πτωχαδάκια καὶ μέσα στὴν Ρωσία σήμερα τὰ πτωχαδάκια μένουν στὴν ἐκκλησία. Μεγάλο πρᾶγμα καὶ ἀνεκρίζωτος εἶνε ἡ Ἐκκλησία.
 
Εὐχαριστῶ τὸ Θεό, γιατὶ μέσα στὴν κόλασι αὐτή, λέγει ὁ Παῦλος, ὑπάρχουν τέτοια φτωχαδάκια ποὺ πιστεύουν στὸν Χριστό. Εὐχαριστῶ, λέγει τὸ Θεό, γιατὶ αὐτοὶ δὲν εἶνε κάλπικοι, ἀλλὰ εἶνε πραγματικοὶ χριστιανοί. Ἔχουν πίστη, ἔχουν ἐλπίδα καὶ ἀγάπη στὸ Θεό. Καὶ τί ἀγάπη!»
 
Εὐχαριστῶ τὸ Θεό, γιατὶ μέσα στὴν κόλασι αὐτή, λέγει ὁ Παῦλος, ὑπάρχουν τέτοια φτωχαδάκια ποὺ πιστεύουν στὸν Χριστό. Εὐχαριστῶ, λέγει τὸ Θεό, γιατὶ αὐτοὶ δὲν εἶνε κάλπικοι, ἀλλὰ εἶνε πραγματικοὶ χριστιανοί. Ἔχουν πίστη, ἔχουν ἐλπίδα καὶ ἀγάπη στὸ Θεό. Καὶ τί ἀγάπη!»
 
Συνεχίζεται
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς Ἀνδρονίκης Π.  Καπλάνογλου 
«ΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Α΄»
(ὁ π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης στὴν Κοζάνη)
 
«Πᾶνος»

ΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Α΄ (Ὁ π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης στὴν Κοζάνη) - (Βιβλίο Α΄ - Μέρος 11ο)


Ὅλες οἱ ἀναρτήσεις τοῦ βιβλίου «ΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Α΄» ΕΔΩ
 
Κατάσχονται
 
Eἶπα τότε, στὸν Ἅγιο Nικόλαο, γεμᾶτος ἦταν τότε ὁ ναός, ἀλλὰ πτωχαδάκια· οἱ ἄλλοι ἦταν ἀπ’ ἔξω καὶ κοροϊδεύαν. Τοὺς λέω· «Θὰ πᾶτε τὸ βράδυ στὰ σπίτια σας καὶ ὅτι ἔχετε θὰ τὸ χωρίσετε στὴν μέση. Μιὰ ὀκὰ μακαρόνια, τὴν μισὴ ὀκά θὰ τὴν φέρετε ἐδῶ. Μιὰ ὀκὰ φακές, ἡ μισὴ νὰ ρθῇ ἐδῶ». Ἀπ’ ὅτι ἔχετε, τὰ μισὰ ἐδῶ. Τὰ εἶπα μὲ ἔντονη φωνή. Τοὺς ἐξώρκισα ἐνώπιον τῆς εἰκόνος τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ποὺ ἀγαποῦν αὐτοὶ οἱ Κοζανῖτες. Θὰ τὰ χωρίστε ὅλα στὴ μέση καὶ τὰ μισὰ θὰ τὰ φέρετε ἐδῶ, ἂν τὰ κρατῆστε ὅλα γιὰ τὸν ἑαυτό σας, θὰ σαπίσουν.
 
Δὲν τὸ πίστευα! Τὴν ἑπομένη μέρα, τί νὰ δῶ, οὐρὰ εἶχε σχηματισθεῖ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἑστία. Ἔχουμε καλὸ καὶ εὐγενὴ λαό. Ὅλοι αὐτοὶ κρατοῦσαν στὰ χέρια τους σακουλάκια, μέχρι κρεμμύδια καὶ σκόρδα φέραν. Σοῦ λέει· Nὰ μὴ μᾶς καταραστῇ ὁ παπᾶς. Kαι ὅλη μέρα ἀπὸ τὸ πρωῒ ὡς τὸ βράδυ τὰ μετρούσαμε συνεχῶς καὶ γεμίσαμε μιὰ ὁλόκληρη ἀποθήκη, ἀπὸ τὰ πτωχαδάκια. Ἐπικεφαλῆς ἦταν ὁ Γιῶργος ὁ Παφίλης.

Tὸ βράδυ· Nά, ο διάολος με τὰ κέρατα παρουσιάστηκε. Mὲ τὰ μαῦρα κέρατα, γιατὶ ὁ διάβολος ἔχει πότε μαῦρα, πότε κόκκινα κέρατα. Ἔτσι δὲν εἶνε κ. Σαχινίδη;
Τὸ βράδυ ἔρχεται ὁ νομάρχης καὶ κάτι ἄλλοι καὶ λένε· «Ἐν ὀνόματι τίνος τὰ μάζεψες αὐτά; Τὰ κατάσχομε».

―«Bρέ», τοὺς λέω, «ἐσεῖς θὰ τὰ κατάσχετε; Ἐγὼ τὰ μάζεψα γιὰ τὰ περιστέρια καὶ θὰ τὰ φᾶνε τὰ κοράκια· Λάθος κάνετε. Kαὶ γίνεται ἕνας καβγᾶς!… »

Mὴ τὸν σκοτώνετε
 
Καὶ ὁ Εὐάγγελος Παφίλης, συμπληρώνει·
 
«Ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς ἔβγαλε τὸ ὅπλο καὶ ἦταν ἕτοιμος νὰ πυροβολήσῃ τὸν π. Αὐγουστῖνο ποὺ ἀντιστεκόταν. “Mή τὸν σκοτώνετε’’, φώναξε ἔντρομος ὁ ἀποθηκάριος κ. Γεώργιος Παφίλης καὶ μπῆκε μπροστὰ στὸν π. Αὐγουστῖνο, γιὰ νὰ γίνῃ ἀσπίδα μὲ τὸ σῶμα του. “Πᾶρτε ὅτι θέλετε’’, τοὺς εἶπε, “καὶ ἀφῆστε τὸν π. Αὐγουστῖνο’’.
 
Πῆραν κάποια πράγματα καὶ τὴν ἑπόμενη θὰ κάναν τὴν κατάσχεσι».
 
Καὶ ὁ π. Αὐγουστῖνος συνεχίζει·
 
―Δὲν τὰ βγάζομε πέρα, μὲ αὐτοὺς Εὐθύμιε, τοῦ εῖπα. Τί νὰ κάνουμε; Εἶνε ντροπὴ νὰ μᾶς τὰ πάρουν ἀπὸ τὰ χέρια. Τὰ μαζέψαμε ἐμεῖς ἀπὸ τὸν πτωχὸ λαό καὶ νὰ μᾶς τὰ φᾶνε τὰ κοράκια;
 
Ἐν καιρῷ νυκτός
 
«Τὸ βράδυ σκεφτόμασταν τί νὰ κάνουμε.
“Ἔχω ἀμάξι ἐγώ”, λέει ὁ Εὐθύμιος. Tὸν παίρνω τὸ διο βράδυ καὶ περνᾶμε τὴν Καστανιά, φτάσαμε κάτω στὴν Θεσσαλονίκη. Kαὶ ἀπὸ δῶ, ἀπὸ ἐκεῖ, κατορθώνουμε μὲ κάποιο φίλο, ποὺ εἶχε ὁ Εὐθύμιος, αὐτὰ εἶνε μυστικὰ δὲν πρέπει νὰ τὰ ποῦμε, κατορθώνουμε καὶ παίρνουμε μιὰ ἄδεια, ποὺ δὲν θέλαν νὰ τὴν δώσουν σὲ ἐμένα, γιατὶ μὲ εἶχαν διαβάλει τὰ ἐλεεινὰ ὑποκείμενα τῆς πόλεως ὅτι εἶμαι κόκκινος παπᾶς. Κάθε ἄλλο παρὰ κόκκινος παπᾶς ἤμουν. Μετὰ τί τράβηξα ἀπὸ τοὺς κοκκίνους εἶνε ἀπερίγραπτο. Λοιπόν, δὲν ἤθελαν νὰ μοῦ τὴν δώσουν, ἀλλὰ τὴν πήραμε καὶ διὰ νυκτὸς πάλι ἐπιστρέφομε στὴν Κοζάνη καὶ πρωὶ πρωὶ κολλᾶμε τὴν διαταγή.
 
Ἤηηη! ἔρχονται λοιπόν, πάλι τὰ κοράκια εἶδαν τὴν διαταγή καὶ φύγαν μουγκρίζοντας. «Eἶνε σωστὰ αὐτὰ Εὐθύμιε»;
Aὐτὰ ἔγιναν ἐκεῖ πέρα, δι’ ὀλίγον δηλαδή».
Συνεχίζεται
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς Ἀνδρονίκης Π.  Καπλάνογλου 
«ΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Α΄»
(ὁ π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης στὴν Κοζάνη)
 
«Πᾶνος»