
«Οὐαί, ἔθνος ἁμαρτωλόν, λαὸς πλήρης ἁμαρτιῶν, σπέρμα πονηρόν, υἱοὶ ἄνομοι· ἐγκατελίπατε τὸν Κύριον καὶ παρωργίσατε τὸν ἅγιον τοῦ Ἰσραήλ» (Ἠσ. 1,4)
Προσπαθῶ, ἀγαπητοί μου, νὰ λαλῶ ἀλήθειαν. Αὐτὰ ποὺ θὰ ποῦμε θὰ εἶνε ἔλεγχος, ὅπως ἐπιβάλλει τὸ πνεῦμα Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης στὸν ἐργάτη τοῦ εὐαγγελίου. Χωρὶς ἔλεγχο μετάνοια δὲν ἐπέρχεται.
Μόνο μωροὶ μισοῦν τὸν ἔλεγχο· οἱ σοφοὶ τὸν ἀγαποῦν (βλ. Παρ. 9,8). Ἐλπίζω ἐσεῖς ν᾽ ἀγαπᾶτε τὸν ἔλεγχο, ποὺ στρέφεται ὄχι μόνο σὲ ἄλλους ἀλλὰ καὶ στὸν ἑαυτό μας, στ᾽ ἁμαρτήματά μας. Μὲ τὴν ἐλπίδα αὐτὴν προχωρῶ. Ἀφορμὴ μᾶς δίνουν θεόπνευστα λόγια.
* * *
Ὁ προφήτης Ἠσαΐας, σὲ ἐποχὴ διαφθορᾶς τοῦ Ἰσραήλ, εἶπε κατ᾽ ἐντολὴν Θεοῦ· «Οὐαί, ἔθνος ἁμαρτωλόν, λαὸς πλήρης ἁμαρτιῶν, σπέρμα πονηρόν, υἱοὶ ἄνομοι…» (Ἠσ. 1,4). Ὁ ἔλεγχός του, τὸ «κουστούμι» αὐτό, ταιριάζει καὶ στὰ δικά μας μέτρα, στὴν ἐποχή μας.
Ὁ προφήτης ἤλεγξε τότε τοὺς πλουσίους γιὰ τὴν ἀσπλαχνία καὶ πλεονεξία τους, τὶς γυναῖκες γιὰ τὴν πολυτέλειά τους, τοὺς δικαστὰς γιὰ τὴ μεροληψία τους, τοὺς ἄρχοντες γιατὶ ἦταν «κοινωνοὶ κλεπτῶν» (ἔ.ἀ. 1,23), εἶχαν μερίδιο σὲ κλοπές. Ἀλλὰ προχώρησε περισσότερο. Διότι ὁ κυρίως ὑπεύθυνος τῆς ὅλης διαφθορᾶς ἑνὸς λαοῦ εἶνε ὁ κλῆρος· ἐναντίον αὐτῶν εἶνε ἀμείλικτος. Ὅ,τι ἀνομίες κι ἂν διέπρατταν οἱ ἄρχοντες, αὐτοὶ τοὺς ἐκάλυπταν μὲ τὰ ἄμφιά τους. Ἱερεῖς καὶ ἀρχιερεῖς ἔγιναν αἰτία ἡ πνευματικότης τῆς θρησκευτικῆς ζωῆς νὰ καταπέσῃ, νὰ μείνῃ ξηρὸς τύπος.
Θαυμαστὴ ἦταν ἡ λατρεία τοῦ Ἰσραήλ. Πῶς ἕνας μικρὸς λαός, μέσα σὲ μιὰ θάλασσα εἰδωλολατρίας, σὰν νησάκι στὸν ὠκεανό, κράτησε τὴν πίστι στὸν ἀληθινὸ Θεό. Στὴ λατρεία του εἶχε ἑορτές (σάββατο, νουμηνία, πάσχα, σκηνοπηγία, πεντηκοστή)· θυσίες ζῴων (πρόβατα, αἶγες, τράγοι, μοσχάρια, περιστέρια, τρυγόνια), καρπῶν (σιτάρι, λάδι, σιμιγδάλι, θυμίαμα)· εἶχε νηστεῖες (δύο μέρες τὴν ἑβδομάδα καὶ ἄλλες σὲ μνῆμες ἐορτῶν καὶ χαρμοσύνων γεγονότων τῆς ἱστορίας).
Βλέποντας κανεὶς ἐκεῖ ἕνα ναὸ περίλαμπρο μὲ θυσιαστήριο, λυχνίες νὰ φωτίζουν, ἱερεῖς καὶ ἀρχιερεῖς μὲ εἰδικὲς στολές, καπνοὺς θυμιαμάτων καὶ θυσιῶν, ἀσημένια καὶ χρυσᾶ θυμιατήρια· ὀσφραινόμενος εὐωδία θυμιαμάτων καὶ κνῖσες ὁλοκαυτωμάτων· ἀκούγοντας ὑμνῳδίες ἀπὸ φωνὲς καὶ μουσικὰ ὄργανα· βλέποντας πάνδημες πανηγύρεις θὰ ἔλεγε μέσα του· Τί θρησκευόμενος λαός!
Μὲ ἄλλα ὅμως μάτια ἔβλεπε ὁ Ἠσαΐας. Αὐτὴ ἦταν ἡ ἐπιφάνεια, τὸ βάθος ἦταν πολὺ διαφορετικό. Ἱερεῖς καὶ ἀρχιερεῖς ἔγιναν κόλακες· ἀνέβαιναν καὶ κατέβαιναν στ᾽ ἀνάκτορα, ἐπαινοῦσαν τοὺς βασιλιᾶδες ὡς εὐσεβεῖς –τὴν ὥρα ποὺ αὐτοὶ διέπρατταν ἀνοσιουργήματα–, καὶ ἔτρωγαν εἰς «τράπεζαν Ἰεζάβελ» (Γ΄ Βασ. 18,19). Ἔλεγαν ὅτι, Μὴν ἀνησυχεῖτε, ὅλα πᾶν καλά, δὲν ὑπάρχει κίνδυνος, ὁ λαὸς μπορεῖ ν᾽ ἀπολαμβάνῃ μὲ ἀσφάλεια τ᾽ ἀγαθὰ τῆς εἰρήνης. Εἶχε δημιουργηθῆ μία φαρισαϊκὴ ἰδέα, συμφεροντολογική, ὅτι ὁ Θεὸς ὀφείλει νὰ τοὺς πληρώσῃ. Ἔλεγαν τρόπον τινά· Κύριε, βλέπεις τὶς νηστεῖες, προσευχές, ἑορτές μας· θέλουμε ἀμοιβή, πλήρωσέ μας!…
Αὐτὰ ἐξώργιζαν τὸν Ἠσαΐα καὶ ἀκούγεται νὰ ῥίχνῃ κεραυνούς, νὰ λέῃ λόγια φοβερά, αὐτὰ ποὺ τελικὰ τοῦ στοίχισαν τὴ ζωή του. Ἀλλ᾽ ἀξίζουν! δείχνουν ποῦ θέλει νὰ τοὺς ἀνυψώσῃ· μέχρι σήμερα ἀστράφτουν καὶ βροντοῦν μέσα σὲ μία ψευδῆ θρησκευτικὴ ζωὴ τοῦ τόπου μας. Ἀκοῦστε λοιπόν.
Τί νὰ τὶς κάνω, λέει ὁ παντοκράτωρ Κύριος, τὶς νηστεῖες καὶ τὶς θυσίες σας; τὶς βδελύσσομαι (ἔ.ἀ. 1,13), τὶς σιχαίνομαι. «Τὰς ἑορτὰς ὑμῶν μισεῖ ἡ ψυχή μου» (Ἠσ. 1,14). Κατάπληκτοι θὰ ρωτοῦσαν τὸν Ἠσαΐα· –Γιατί ὁ Θεὸς δὲν μένει εὐχαριστημένος; Καὶ τοὺς λέει κατ᾽ ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ· –Δεῖξτε μου τὰ χέρια σας! στάζουν αἷμα, γιατὶ ἀδικεῖτε, ἐξοντώνετε τὸν ἀδύναμο· ἐπὶ λέξει, «αἱ χεῖρες ὑμῶν αἵματος πλήρεις» (ἔ.ἀ. 1,15). Γι᾽ αὐτὸ νὰ μὴν ξαπατήσετε στὸ κατώφλιτοῦ ναοῦ μου (ἔ.ἀ. 1,12-13), δὲν θέλω νὰ σᾶς βλέπω. Δὲν θέλω νὰ σᾶς ἀκούω, θὰ φράξω τ᾽ αὐτιά μου· «οὐκ εἰσακούσομαι ὑμῶν» (ἔ.ἀ. 1,15).
Ὁ μέγας Βασίλειος ἑρμηνεύων τὸ ῥητὸ «αἱ χεῖρες ὑμῶν αἵματος πλήρεις» λέει· Ξέρετε πῶς μοιάζουν οἰ προσευχὲς τῶν Ἰουδαίων στὸν Κύριο; «ὅπως ἐὰν ἕνας, ἀφοῦ σκότωσε τὸ ἀγαπημένο παιδὶ κάποιου, μὲ ματωμένα ἀκόμα τὰ χέρια, πάῃ στὸν ἐξαγριωμένο πατέρα καὶ τοῦ τείνει τὸ δεξὶ χέρι γιὰ φιλία»· τί θὰ αἰσθανθῇ ὁ πατέρας; Θὰ ἐξοργιστῇ ἀκόμη περισσότερο (Περὶ προσευχῆς λόγ. Θ΄,1· PG 32,1237c-d).
* * *
Ἀλλὰ ὁ ἔλεγχος αὐτὸς ἐναντίον τοῦ Ἰσραὴλ ἁρμόζει καὶ σ᾽ ἐμᾶς, ἀδελφοί μου, στὸν νέο Ἰσραὴλ τῆς χάριτος· κι αὐτὸς εἶνε οἱ Χριστιανοί, καὶ μέσα σ᾽ αὐτοὺς κ᾽ ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες. Ὅσα εἶπε ἐκεῖ ὁ Ἠσαΐας ἁρμόζουν καὶ σ᾽ ἐμᾶς. Ἐπιτρέψτε μου νὰ κάνω τὸν παραλληλισμό.
Τὶς γιορτὲς καὶ τὰ πανηγύρια σας «μισεῖ ἡ ψυχή μου», μᾶς λέει ὁ Κύριος. Γιατί ὅμως; Οἱ δικές μας ἑορτὲς (ἡ Κυριακή, οἱ δεσποτικές, οἱ θεομητορικές, τῶν ἁγίων, τῶν ἀγγέλων κ.λπ.) εἶνε ἀπείρως ἀνώτερες ἀπὸ τῶν Ἰσραηλιτῶν· ἐκεῖ ἦταν ὁ τύπος, ἐδῶ εἶνε ἡ οὐσία· ἐκεῖ ἡ σκιά, ἐδῶ ἡ πραγματικότητα. Ἀλλὰ σᾶς ἐρωτῶ· ὁ τρόπος ποὺ τὶς ἑορτάζουμε εἶνε χριστιανικός, ὀρθόδοξος; Σήμερα λόγου χάριν εἶνε ἡ ἑορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ ἀναστήλωσις τῶν ἁγίων εἰκόνων. «Ἀνάθεμα» φωνάζουμε ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν, τῶν εἰκονομάχων, τῶν ἐχθρῶν τῆς ὀρθοδόξου Πίστεως. «Ἀνάθεμα» φωνάζει ἡ Ἐκκλησία καὶ τρὶς «ἀνάθεμα» λέμε κ᾽ ἐμεῖς μαζί της. Ἀλλὰ νομίζετε, ὅτι ἐκεῖ ἐξαντλεῖται ἡ Ὀρθόδοξος πίστις μας; Λάθος. Τὸν βλέπεις ἐκεῖνον; πάει στὴν ἐκκλησιὰ καὶ προσκυνάει τὶς εἰκόνες ὅλες. Πολὺ καλά, δὲν τὸν κατηγορῶ. Ἀλλὰ ἔχω μιὰ διαφωνία. Ὑπάρχει μία εἰκόνα ἀνώτερη· ὄχι σὲ ξύλο ντυμένο μὲ χρυσὸ ἢ ἀσήμι, ἀλλὰ ἔμψυχη, ἀνεκτιμήτου ἀξίας. Καὶ ἐνῷ, ἂν δῇς κάποιον νὰ ῥίξῃ μία ἁγία εἰκόνα σὲ λάσπη ἢ σὲ ἀποχωρητήριο φρίττεις καὶ τὸν λὲς νέο εἰκονομάχο, πῶς τὴν ἔμψυχη αὐτὴ εἰκόνα τὴ ῥίχνεις ἐσὺ στὸ βόρβορο, στὴν ἀτιμία, στὸ βοῦρκο; Ποιά εἶνε αὐτὴ ἡ ἁνεκτίμητη εἰκόνα; Εἶσαι σύ! Ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε «κατ᾽ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν» τοῦ Πλάστου (Γέν. 1,26). Κάθε ἄνθρωπος, κι ὁ πιὸ φτωχός, κι ὁ τσοπᾶνος, κι ὁ ξυπόλητος καὶ ἐλεεινός, εἶνε ἔμψυχη εἰκόνα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καὶ πῶς ἐσὺ ὁ ἄλλος πατᾷς κάτω τὸν ἀδελφό σου καὶ τοῦ πίνεις τὸ αἷμα; Γι᾽ αὐτὸ ἕνας διάσημος ἱεροκήρυκας τοῦ ΙΖ΄ αἰῶνος ἔλεγε, ὅτι οἱ χριστιανοί, ὅταν ῥίχνουμε τὸν ἑαυτό μας σὲ πάθη ἀτιμίας κι ὅταν ἀδικοῦμε τὸν πλησίον μας, εἴμαστε οἱ σύγχρονοι εἰκονομάχοι καὶ εἰκονοκλάστες.
Γιατί μισεῖ ὁ Θεὸς τὶς ἑορτές μας; Πέφτουν στὰ χέρια μου προσκλήσεις ναῶν ποὺ γιορτάζουν. Βγάζουν φέϊγ-βολάν οἱ ἐπίτροποι καὶ καλοῦν· «Ἐλᾶτε στὴν πανήγυρί μας. Θὰ ψάλῃ ὁ τάδε καλλίφωνος ψάλτης, θὰ χοροστατήσῃ ὁ τάδε δεσπότης, …καὶ μετὰ τὴ λιτανεία θὰ πᾶμε δίπλα στὰ πλατάνια γιὰ γλέντι· θὰ ψήσουμε ἀρνιά, θὰ χορέψουν τὰ κορίτσια μὲ βιολιτζῆδες καὶ ὄργανα». Ναί, ὅλα αὐτά. Καὶ αὐτὸ λέγεται ἑορτὴ τοῦ ἁγίου; Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη θεομπαιξία. Κι ὅταν πιὰ βασιλέψῃ ὁ ἥλιος, βλέπεις τοὺς ἄντρες ζαλισμένους ἀπ᾽ τὸ κρασί, τὶς γυναῖκες ξετσίπωτες νὰ καγχάζουν, τὰ κορίτσια νὰ αἰσχρολογοῦν ἀδιάντροπα μὲ τοὺς νέους. Καὶ λές· Ποῦ ζοῦμε; εἶνε αὐτὴ ἑορτὴ χριστιανική, ἢ τοῦ Βάκχου τῶν ἀρχαίων εἰδωλατρῶν; Νά γιατί μισεῖ τὰς ἑορτές μας ὁ Θεός.
Θέλετε ἄλλο δεῖγμα ποὺ λυπεῖ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ; Ὅλοι ἔχετε παρακολουθήσει κηδεία. Μπροστὰ στὸ νεκρὸ ὅλοι κάθονται σκεπτικοί, ἀκολουθοῦν τὸ φέρετρο σιωπηλοί· κανένας δὲν γελάει, δὲν μιλάει, δὲν ἀστειεύεται. Αὐτὸ γίνεται στὶς κηδεῖες ὅλων ἀνεξαιρέτως. Ὑπάρχει ὅμως μιὰ κηδεία πίσω ἀπὸ τὴν ὁποία ὀργιάζουμε. Εἶνε, ὦ Θεέ μου! ὁ Ἐπιτάφιος θρῆνος τὴ Μεγάλη Παρασκευή. Ἐνῷ ὅλη ἡ κτίσις πενθεῖ, ὁ ἥλιος κρύβεται, ἡ γῆ σείεται, τὰ μνήματα ἀνοίγουν, ὁ ᾅδης ξερνᾷ τοὺς νεκρούς, οἱ ἄγγελοι θρηνοῦν καὶ καλοῦν· Ἐλᾶτε Χριστιανοί, νὰ συνοδεύσουμε τὸ Μεγάλο Νεκρό (ποὺ ἀξίζει νὰ γράφεται μὲ νῦ κεφαλαῖο), τί γίνεται· Ἐσύ, Χριστιανέ, ἐπιτρέπεις, πίσω ἀπὸ τὴν κηδεία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ναζωραίου κάποιοι νὰ γελοῦν, νὰ ἀστειεύωνται, νὰ αἰσχρολογοῦν, νὰ κάνουν ἔρωτες. Δόξα τῇ μακροθυμίᾳ σου, Κύριε! πῶς δὲν ῥίχνεις κεραυνοὺς νὰ κάψῃς τὴν ἀσέβειά μας. Γι᾽ αὐτὸ μισεῖ ὁ Θεὸς τοὺς ἐπιταφίους καὶ τὶς ἑορτές μας. Τέτοιοι ἐπιτάφιοι ἂς λείπουν. Δὲν ἔχει ἀνάγκη ὁ Κύριός μας ἀπὸ μᾶς τὰ σκουλήκια νὰ τὸν συνοδεύσουμε στὸν τάφο.
Ὅταν ἤμουν πρωτοσύγκελλος στὸ Μεσολόγγι μὲ δεσπότη τὸ μακαρίτη τὸν Ἰερόθεο, πολλὲς φορὲς ἀντιμετωπίσαμε μιὰ ἄγρια κατάστασι. Κοντὰ στοὺς Μεσολογγῖτες καὶ Ἀγρινιῶτες μαζεύονταν κι ἀπὸ μακριά, ἀπὸ τὸν Πειραιᾶ, ἀκόμα κι ἀπὸ τὸ Λονδῖνο, νὰ βρεθοῦν ἐκεῖ τὴ Μεγάλη Παρασκευή, γιὰ νὰ φτειάξουν πυροτεχνήματα ἐμπρηστικά, τὰ λεγόμενα χαλκούνια, ποὺ ὅταν τὰ πυροδοτοῦσαν σειόταν ὁ τόπος, εἴχαμε τραυματισμοὺς καὶ ἀκρωτηριασμούς. Γι᾽ αὐτὸ ὁ δεσπότης ἀπαγόρευσε νὰ βγαίνουν οἱ ἐπιτάφιοι ἔξω ἀπὸ τὸ ναό. Τέτοιες ἐκδηλώσεις μισεῖ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.
Τώρα, ἀδελφοί μου, νὰ πᾶμε βαθύτερα; Ἂν μποῦμε καὶ μέσα στὸ ναό, στὸ ἅγιο βῆμα, ἂν δοῦμε τὰ παιδιά, τοὺς ἱερεῖς, τοὺς ψαλτάδες, τοὺς νεωκόρους, τοὺς ἐπιτρόπους, τὸ χλιαρὸ ἐκκλησίασμα, τότε ὄχι μιὰ φορὰ ἀλλὰ πολλὲς φορὲς θὰ ποῦμε, ὅτι δυστυχῶς ἡ θρησκεία μας, ἡ πνευματικωτάτη λατρεία μας, τείνει νὰ φτάσῃ στὸ ἐπίπεδο ἐκεῖνο, ὅταν ὁ Θεάνθρωπος εἶπε τ᾽ ἀθάνατα ἐκεῖνα λόγια, «Πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν» (Ἰω. 4,24).
Μέρος τῆς λατρείας μας εἶνε ἀκόμα ἡ νηστεία. Οἱ νηστεῖες μας ὅμως δὲν εἶνε ὅπως τὶς θέλει ὁ Θεός. Ἡ νηστεία μας τώρα εἶνε μόνο ὑλική, ὄχι καὶ πνευματική. Ἡ Ἐκκλησία μας λέει· Ὄχι ἀποχὴ ἀπὸ φαγητὰ μόνο, ἀλλὰ ἀποχὴ καὶ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Νηστεύεις; τότε νὰ νηστέψουν καὶ τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια καὶ τὰ μάτια σου. Ἡ πιὸ δύσκολη νηστεία εἶνε, νὰ νηστέψῃ ἡ γλῶσσα ἀπὸ αἰσχρολογία, βλασφημία, ἀργολογία, κατάκρισι, συκοφαντία. «Τί τὸ ὄφελος», λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ὅταν τὸ μὲν σῶμα τὸ ἐμποδίσῃς ἀπὸ τὴν ὡρισμένη τροφή, ἀλλὰ τὴν ψυχὴ τὴν ταΐσῃς μὲ τὴν παράνομη τροφή;» (Περὶ νηστείας ὁμ. ΣΤ΄, α΄· PG 49,315).
Πρὸ ἐτῶν εἶπα ἀπὸ τοῦ βήματος τὸ ἑξῆς. Ἀναλαμβάνω ἐγὼ τὴν εὐθύνη γιὰ νὰ κοινωνήσετε τὸ Πάσχα. Θὰ εἶμαι ἐπιεικὴς ἂν φᾶτε καταλύσιμες τροφές, ἀλλὰ βάζω πετραχήλι καὶ σᾶς δεσμεύω, σαράντα ἡμέρες δὲν θὰ πατήσετε σὲ κινηματογράφο, τὰ μάτια σας νὰ νηστέψουν ἀπὸ αἰσχρὰ θεάματα.
Νὰ συντομεύω.
Ἡ ἐποχή μας εἶνε ἐποχὴ τῶν βατράχων ποὺ λέει ἡ Ἀποκάλυψις (βλ. Ἀπ. 16,13). Κάνουμε δηλαδὴ διπλῆ ζωὴ ὅπως ὁ βάτραχος, ποὺ εἶνε μιά στὸ νερὸ καὶ μιά στὸ βράχο· κ᾽ ἐμεῖς εἴμαστε μιά στὸ Θεό, μιά στὸν διάβολο. Σᾶς βλέπω ἐδῶ καὶ σᾶς καμαρώνω, ἀλλὰ φεύγοντας ἀπὸ ᾽δῶ σᾶς περιμένει τὸ ἐναέριο πνεῦμα καὶ σᾶς λέει· Μωρὲ ἄσ᾽ τον τὸν παπᾶ κ᾽ ἔλα παρακάτω… Καὶ θὰ σᾶς ὁδηγήσῃ κατ᾽ εὐθεῖαν στὸν κινηματογράφο. Ποιά ὠφέλεια ἔπειτα, ἐγὼ νὰ χτίζω κ᾽ ἐσεῖς νὰ γκρεμίζετε; «῾Ράβε ξήλωνε, δουλειὰ νὰ μὴ σοῦ λείπῃ».
Ἡ Ἐκκλησία θὰ μποροῦσε νὰ κάνῃ ἕναν ἅγιο συγχρονισμό, σύμφωνα μὲ τὶς πνευματικὲς ἀνάγκες της. Θὰ χαλάρωνε τὰ ἡνία ὡς πρὸς τὴν ὑλικὴ νηστεία, ἀλλ᾽ ὡς πρὸς τὴν πνευματικὴ νηστεία θ᾽ ἀπηγόρευε ὡρισμένα πράγματα· τὸ κάπνισμα, τὰ θεάματα, τὴν πολυτέλεια, τὴν κατάκρισι…
Στὴ Μάνη εἶχαν μιὰ κακὴ συνήθεια, τὴ βεντέτα, τὴν ἐκδίκησι. Συνέβη ἕνας φόνος. Μαζεύτηκαν οἱ συγγενεῖς τοῦ σκοτωμένου, ἔκαναν οἰκογενειακὸ συμβούλιο κι ἀποφάσισαν· ἔβαλαν κλῆρο καὶ εἶπαν σ᾽ ἕνα νεαρὸ παιδί· Ἐσὺ θὰ σκοτώσῃς ἕνα συγγενῆ τοῦ φονιᾶ, γιὰ νὰ πάρουμε πίσω τὸ αἷμα. Τὸ πρωὶ τὸ παιδὶ ξεκίνησε, πῆγε κ᾽ ἔστησε καρτέρι ἐκεῖ ποὺ θὰ περνοῦσε ἀνύποπτος ὁ ἄλλος. Ἦταν ἡμέρα Παρασκευή. Ἡ μάνα μαγείρεψε νηστήσιμο φαγητό, χωρὶς λάδι, καὶ τὸ πῆγαν στὸ γυιόκα της. Τὸ ὅτι τὸ παιδὶ σὲ λίγη ὥρα θὰ ἔβαφε τὰ χέρια του στὸ αἷμα δὲν ἦταν τίποτα· νὰ μὴ φάῃ ὅμως κρέας, τίποτα ἀρτύσιμο. Φαντάσου διαστρέβλωσι τῆς νηστείας. Αὐτὰ μισεῖ καὶ ἀποστρέφεται ὁ Θεός.
***
Ἀπὸ ὅσα εἴπαμε, ἀδελφοί μου, φάνηκε, ὅτι δὲν εἴμαστε μόνο ἁμαρτωλοί· εἴμαστε καὶ ἀσεβεῖς. Καὶ ἡ ἀσέβεια εἶνε τὸ στέμμα τῆς ἀποστασίας. Μία εὐχὴ τῆς Πεντηκοστῆς λέει· «Σοὶ μόνῳ ἁμαρτάνομεν, ἀλλὰ καὶ σοὶ μόνῳ λατρεύομεν». Ὁ ἁμαρτωλὸς παραβαίνει νόμον Θεοῦ, ἐνῷ ὁ ἀσεβὴς βρίζει καὶ ἀτιμάζει τὸν ἴδιο τὸ Θεό.
Δεῖγμα τῆς ἀσεβείας τοῦ λαοῦ μας εἶνε οἱ φρικτὲς βλασφημίες. Λέω δύο παραδείγματα.
Σὲ ὑπουργικὸ γραφεῖο ὁ ἰδιαίτερος γραμματεὺς τοῦ ὑπουργοῦ πιάστηκε ἀπὸ τηλεφώνου μὲ κάποιον ἄλλο (τοῦ ζητοῦσε ἴσως κάποιο ῥουσφέτι) καὶ πάνω στὴν ἔντασι ὁ γραμματεὺς βλαστήμησε. Μέσα στὸ γραφεῖο ἦταν καμμιὰ τριανταριά, ὅλοι γιὰ ῥουσφέτια· μὰ κανένας δὲν μίλησε. Δὲν πά᾽ νὰ βρίζῃ τὰ θεῖα! θὰ σκέφτηκαν, τί μ᾽ ἐνδιαφέρει ἐμένα;… Ὅλοι σιώπησαν. Ἀλλὰ ἔχει ὁ Θεὸς τοὺς δικούς του. Ἦταν ἐκεῖ κ᾽ ἕνας νεαρὸς ποὺ ἐρχόταν στὰ κηρύγματα. Μολονότι πῆγε κι αὐτὸς γιὰ κάποια ὑπόθεσί του, δὲν τὸ ἀνέχθηκε. Σηκώθηκε καὶ φώναξε· «Συλλυπητήρια, κύριε· ὁ ἰδιαίτερος γραμματεὺς τοῦ ὑπουργοῦ νὰ βλαστημάῃ τὸ Θεό; Αἶσχος!». Καὶτί συνέβη; Κανείς ἀπὸ τοὺς ἄλλους δὲν πῆρε τὸ μέρος του, κοίταξαν τὰ συμφέροντά τους. Ὁ βλάστημος γραμματεὺς φώναξε τὸν ἀστυφύλακα νὰ τὸν βγάλῃ ἔξω, διότι ἀσέβησε, λέει, μέσα στὸ γραφεῖο τοῦ κ. ὑπουργοῦ. Τὸ ὅτι αὐτὸς ἀσέβησε στὸ Θεό, δὲν ἦταν τίποτα. Τί τραβᾶνε καὶ οἱ τηλεφωνήτριες στὰ τηλεφωνικὰ κέντρα! μέσα σὲ ἕνα χρόνο μέτρησαν δέκα χιλιάδες βλαστήμιες ποὺ πέρασαν ἀπὸ τὶς τηλεφωνικὲς γραμμές!
Τὸ ἄλλο, τὸ ἀκόμη χειρότερο. Αὐτὲς τὶς μέρες σὲ μιὰ ἐφημερίδα ἕνας στρατηγός, κατὰ τὰ ἄλλα ἔνδοξος, δημοσιεύει τὴν ἱστορία τοῦ ἔθνους ἀπὸ τὸ 1900 καὶ ἐντεῦθεν. Φτάνοντας στὸ μακαρίτη στρατηλάτη τῶν Βαλκανικῶν πολέμων, τὸν βασιλέα Κωνσταντῖνο, λέει τὰ καλά του, λέει καὶ τὰ κακά του. Μεταξὺ ἄλλων λέει· Εἶχε καὶ μιὰ συνήθεια ὁ μακαρίτης βασιλιᾶς, νὰ βλαστημάῃ τὸ Θεό. Καὶ τί λέει αὐτός, τὸν κατακρίνει; Καλὰ ἔκανε, λέει, γιατὶ στὸ στρατὸ ἡ βλαστήμια εἶνε ἡ κινητήριος δύναμις!… Δηλαδή, χωρὶς βλαστήμια στρατὸς δὲν ὑπάρχει. (Τὰ ἴδια λέει κάπου σὲ μιὰ σύναξι ἕνας ἄλλος· Ἂν δὲν βλαστημᾶτε, δὲν εἶστε ἄντρες, δὲν εἶστε ἀξιωματικοί). Καὶ προσθέτει γιὰ τὸν ἑαυτό του παρακάτω ὁ στρατηγὸς συγγραφεὺς κάτι ἄλλο· Κ᾽ ἐγώ, λέει, ἔχω τὴ συνήθεια νὰ βλαστημῶ, γιατὶ εἶμαι ἀπὸ τὴν Κεφαλονιὰ κ᾽ ἐκεῖ βλαστημᾶνε ὅλοι… Ἀκοῦτε; δικαιολόγησε τὸ βασιλιᾶ, δικαιολόγησε τὸν ἑαυτό του, δικαιολόγησε τὸ νησί του. Ναί, κ. στρατηγέ, ἀλλὰ πὲς καὶ ποιό ἦταν τὸ τέλος τοῦ Κωνσταντίνου ποὺ βλαστημοῦσε τὸ Θεό· ὁ ἴδιος πέθανε ἐξόριστος, ἡ οἰκογένειά του εἶχε περιπέτειες, καὶ ἡ πατρίδα του θρήνησε τὴν καταστροφὴ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Βλαστημᾶτε λοιπὸν τὸ Θεό, ἄθλιοι καὶ πανάθλιοι, καὶ περιμένουμε προκοπή; «Τί ἔτι πληγῆτε προστιθέντες ἀνομίαν;», λέει ὁ προφήτης Ἠσαΐας. Δηλαδή; Θέλετε κι ἄλλο χτύπημα προσθέτοντας ἀνομία στὴν ἀνομία; δὲν φτάνουν τὰ χτυπήματα, ποὺ δεχτήκατε ὣς τώρα;
«Τί ἔτι πληγῆτε προστιθέντες ἀνομίαν;». Ἐὰν δὲν μετανοήσουμε, κάποια ἄλλη συμφορὰ θὰ μᾶς βρῇ. Ποιά συμφορά; Δὲν εἶμαι προφήτης, οὔτε υἱὸς προφήτου. Εἶμαι κ᾽ ἐγὼ ἕνας ἁμαρτωλός κι ἀνάξιος νὰ φιλήσω τὰ πόδια σας, ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός. Αὐτὰ ποὺ λέω τὰ λέω πρῶτα γιὰ τὸν ἑαυτό μου. Ποιά θά ᾽νε ἡ συμφορά; Ὦ Θεέ μου! Μήπως κανένα κῦμα τῆς θαλάσσης 5 -10 μέτρα ψηλό; Μήπως κανένας σεισμός, σὰν τοὺς σεισμοὺς στὴν Κεφαλονιά, στὸ Βόλο, στὴ Σαντορίνη τὸ 1956, σείσῃ ἐκ θεμελίων τὴν πρωτεύουσα; Μήπως καμμιὰ φιάλη τῆς Ἀποκαλύψεως (21,9) γεμάτη συμπυκνωμένο θάνατο ἑκατομμυρίων; Δὲν γνωρίζω, ἕνα γνωρίζω καὶ τὸ πιστεύω ἀκραδάντως· πὼς ὅ,τι γράφουν οἱ προφῆτες καὶ ἡ Ἀποκάλυψις θὰ γίνῃ.
Ἄχ, ἀδέρφια μου, ἀναστενάζω ἀπ᾽ τὴν καρδιά μου. Ἐὰν ἐπάνω στοὺς θρόνους ἦταν Βασίλειοι καὶ Χρυσόστομοι, πατέρες πρόμαχοι τῆς Ὀρθοδοξίας, δὲν θὰ κολάκευαν τὰ παλάτια, τοὺς βασιλεῖς καὶ μεγάλους τῆς γῆς. Μία ἐλευθέρα καὶ ζῶσα Ἐκκλησία, βλέποντας τὸ κακὸ ποὺ ἐπικρατεῖ, θὰ ἐκήρυσσε διάγγελμα, ποὺ θὰ τὸ ὑπέγραφε ὁ ἀρχιεπίσκοπος καὶ ὅλοι οἱ ἀρχιερεῖς, καὶ θὰ καλοῦσε ὅλο τὸ λαὸ σὲ μετάνοια. Τρεῖς μέρες νὰ νηστέψουν τ᾽ ἀνάκτορα, οἱ ἄρχοντες, οἱ φτωχοὶ καὶ οἱ πλούσιοι, δεξιοὶ καὶ ἀριστεροί, ὅλος ὁ λαός μας, ὅπως στὴ Νινευΐ. Θὰ χτυποῦσαν νεκρικὰ οἱ καμπάνες, θὰ πέφταμε στὰ γόνατα, καὶ ἴσως ἔτσι ὑπῆρχε ἐλπὶδα ὁ Θεὸς νὰ μᾶς ἐλεήσῃ διὰ μιᾶς εἰλικρινοῦς μετανοίας. Ἀλλὰ δυστυχῶς σήμερα αὐτὰ δὲν ὑπάρχουν. Λοιπὸν τί ὑπολείπεται;
«Ὅσοι πιστοί, …ὅσοι πιστοί»(θ. Λειτ.), ἄντρες γυναῖκες μικρὰ παι- διά, πηγαίνετε στὰ σπίτια σας, γονατίστε μπροστὰ στὴν εἰκόνα, παρακαλέστε τὸ Θεὸ νὰ γίνῃ ἵλεως, ἵνα μὴ ἔλθῃ ἡ μεγάλη συμφορά.
Ὁ δὲ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς δι᾽ εὐχῶν τῶν ἁγίων πατέρων ἂς εἶνε μετὰ πάντων ἡμῶν· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος