Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2011

"Εμετρήθης, εζυγίσθης, και ευρέθης ελλιπής"*


«Μη έλεγχε κακούς, ίνα μη μισήσωσί σε·έλεγχε σοφόν, και αγαπήσει σε.δίδου σοφώ αφορμήν, και σοφώτερος έσται·γνώριζε δικαίω, και προσθήσει του δέχεσθαι»(Παροιμ. θ 8-9).
    Αγαπητέ Ιερώνυμε,
 Δε θα σου έγραφα αυτή την επιστολή, αν δεν ήμουνα πεπεισμένος, ότι ο υψηλός δείκτης πνευματικής καλλιέργειας και η ποιότητα ήθους, που προσδιορίζονται με την υπόμνηση και παρότρυνση του συγκεκριμένου στίχου των Παροιμιών, αποτελούν προσωπική σου επιλογή και πνευματικό σου άθλημα, που εμπλουτίζει την αρχιεπισκοπική σου προσωπικότητα και σε κάνει ικανό να δέχεσαι την «εκ καθήκοντος» και «εξ αγάπης» κριτική των φίλων σου.
Συνηθέστατη πρακτική, που προδίδει αναξιοπρέπεια και ιδιοτέλεια του δράστη και μειώνει απογοητευτικά την αξιοπρέπεια του αποδέκτη, φορέα ενός υψηλού αξιώματος, είναι η ανάλατη κολακεία. Ο λιβανωτός, που αντί να αρωματίζει την ατμόσφαιρα και να αναδεικνύει την ευγένεια του «διακεκριμένου» προσώπου, φλομώνει το χώρο, αποδεικνύει την πνικτική σκοπιμότητα του κόλακα και προκαλεί κύμα φυγής.
Πιστεύω, πως αυτή την ποιότητα της προσέγγισης στον ιερό θρόνο της ευθύνης σου θα την έχεις υποστεί και θα την έχεις αποστραφεί. Και επιλέγω να προσεγγίσω, με ευθύτητα και με ειλικρίνεια, τη σοφή, αρχιεπισκοπική σου συνείδηση και να καταθέσω μια ενημέ-ρωση, που ενώ για τούς «κακούς» εξελίσσεται σε πυροδότηση οργής και μίσους, για τούς σοφούς αποβαίνει έναυσμα αύξησης του Αγιοπνευματικού χαρίσματος της αγάπης.
***
Σου δηλώνω, εκ πρώτης αρχής, ότι δε θα επιτρέψω στον εαυτό μου να συντάξει ένα προσωπικό και άκριτο κατηγορητήριο σε βάρος σου. Θα ασκήσω διακόνημα απλού μεταφορέα. Θα σου διαβιβάσω τις κρίσεις και τις αντιδράσεις του ευρύτατου λαϊκού δυναμικού, που ενώ φορτίζουν τον ανοιχτό κοινωνικό χώρο, δεν εισχωρούν στα δικά σου ενδιαιτήματα. Τα ξεσπάσματα των ψυχών, που διαχέονται στο γήπεδο του μόχθου, άλλοτε, ως απλός ψίθυρος, άλλοτε, ως νηφάλια κριτική και άλλοτε, ως φορτισμένη επαναστατικότητα.
Θέλω να πιστεύω, πως η μεταφορά αυτών των λαϊκών αντιδράσεων
στο τραπέζι των μελετών σου και των σχεδιασμών σου-πρόκληση μελαγχολίας, κατά την αρχική της εμφάνιση-θα λειτουργήσει θετικά και αποτελεσματικά. Θα σε φέρει «κατενώπιον» μιας πραγματικότητας, που δεν σου επιτρέπεται να την αγνοείς, αλλά είσαι υποχρεωμένος να την αντιμετωπίσεις, θαρρετά και ηρωϊκά. Και θα σε βοηθήσει να ευρύνεις τούς ορίζοντες των προσωπικών σου οραμάτων και να αναμορφώσεις τούς δείκτες και την ποιότητα της ποιμαντικής σου διακονίας.
Μετά από όλες αυτές, τις απαραίτητες διευκρινίσεις, ανοίγω την καρδιά μου και μεταφέρω μπροστά σου, τον ψίθυρο, τον πονεμένο στεναγμό και την καυτή κραυγή του ποιμνίου σου και του ποιμνίου μου και όλης της παρεμβολής της ελληνικής Εκκλησίας. Τα καταθέτω στη συνείδησή σου και στην ευθύνη σου. Και συνοδεύω την πράξη της κατάθεσης, με τη θερμή ικεσία στον Κύριο, να σε φωτίσει και να σε ενδυναμώσει, να υπερβείς τα προσκόμματα και να εκπληρώσεις, με άνεση και με πιστότητα, το ιερό χρέος σου.
***
1. Καταθέτω, με πολλή συνοχή ψυχής, την πρώτη οδυνηρή εμπειρία μου. Σ’ οποιοδήποτε χώρο και σ’ οποιαδήποτε συγκυρία η πληροφόρηση ή η επεξεργασία της επικαιρότητας εγγίσει το πρόσωπο και τις πρωτοβουλίες του προκαθήμενου της Εκκλησίας μας, η αντίδραση, που εκσπάει ομόφωνα και αποφασιστικά, είναι μία·
« Ανύπαρκτος». Ο σημερινός Αρχιεπίσκοπος είναι φιγούρα κοσμημένη με τα διάσημα του εκκλησιαστικού προκαθήμενου, αλλά προσωπικότητα -αν και, οφειλετικά, ενταγμένη στη δεοντολογία της αποστολικότητας- ανύπαρκτη. Με διάθεση μελαγχολίας η με μορφασμό αμφισβήτησης, οι συνομιλητές καταθέτουν το καταστάλαγμα της προσωπικής τους εμπειρίας, χαρακτηρίζοντας τον Αρχιεπίσκοπο, τον πατέρα και ποιμένα της εκκλησιαστικής παρεμβολής, ως παράγοντα, θεσπισμένο μεν και νόμιμα ανυψωμένο στον εξουσιαστικό θρόνο, αλλ’ αποστασιοποιημένο από την τρέχουσα παραζάλη και ανίκανο να αναμετρηθεί με τις καταιγίδες και με την οδύνη της εποχής μας. Τον μετρούν και τον ζυγίζουν, ως άφωνο και άπραγο.
Ίσως, αδελφέ μου, ενοχλημένος από τις αυτοθαυμαστικές κορόνες της πρότερης αρχιεπισκοπικής διαδρομής, επέλεξες τη σιωπή, ως νέο δείγμα επισκοπικής αξιοπρέπειας και ως τρόπο ταπεινότερης προσέγγισης στα προβλήματα και στις αγωνίες του ποιμνίου σου. Κάνοντας αναφορά σ ἕνα τέτοιο ενδεχόμενο, επιστρατεύω το επίρρημα «ίσως», για να καταστήσω σαφές, ότι η υποψία μιας τέτοιας εκδοχής δεν αποτελεί δική μου, αποσαφηνισμένη επιλογή, αλλά μια από τις εκδοχές, που μπορούν να ακουστούν, έστω και αν δε συνοδεύονται από την απαραίτητη αποδεικτική διαλεκτική.
Εκείνο, που θέλω να σου επισημάνω, αδελφέ Ιερώνυμε, είναι ότι η σιωπή σου, ξεπέρασε κάθε επιτρεπτό όριο. Λειτούργησε και προβλήθηκε στο λαό του Θεού και σ ὁλόκληρο το κοινωνικό σύνολο, ως καταλυτική «απουσία». Ως σύνδρομο έμφοβου αποτραβήγματος από το σκάμμα του θυσιαστικού, ποιμαντικού αθλήματος. Και ως ανούσιος και αναποτελεσματικός αυτοπεριορισμός στις άφωνες και άγονες παρουσίες κατά τις επίσημες τελετές και τις κοσμικές δεξιώσεις.
Σ ὅλες τις εθιμοτυπικές εκδηλώσεις, ο Αρχιεπίσκοπος δήλωσε και δηλώνει «παρών». Αλλ ὁ λόγος του και ο ρόλος του δεν ενεργοποιούνται. Η καθαρά «πατερική» μαρτυρία, δεν εκπορεύεται από τα χείλη του και δεν εκπέμπεται δυναμικά και δραστικά, για να προσδιορίσει τούς ορίζοντες της εκκλησιαστικής εμπειρίας και για να προσφέρει «άρτο αλήθειας» και «πόμα καινόν, ουκ εκ πέτρας αγόνου τερατουργούμενον» στις διψασμένες υπάρξεις.
***
Κατά την εικοσάμηνη θητεία σου στην αρχιεπισκοπική έπαλξη (και δεν είναι μικρό το διάστημα) εμφανίστηκαν στον ορίζοντα σύννεφα και απειλές, που αναστάτωσαν τη συνείδηση του λαού μας. Σύγχρονα ρεύματα, άγνωστης προέλευσης και αδοκίμαστης αποδοτικότητας, πλημμύρισαν τα παράθυρα της διαφήμισης και χύθηκαν, σαν τσουνάμι αφανιστικό της πνευματικής και πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
Όλοι, από τη μια άκρη της χώρας ίσαμε την άλλη, περίμεναν, με κομμένη την ανάσα, το διδακτικό και τον ενισχυτικό λόγο του προκαθήμενου της Εκκλησίας, να εκφέρει φωτισμένη άποψη, να δώσει το στίγμα της εξαγιασμένης ποιότητας του βίου και να αντιπαραταχτεί, με δυναμική διαλεκτική, στις καιρικές σκοπιμότητες, που αιχμαλωτίζουν και εμπορεύονται τη νεανική απειρία και τα ακόρεστα οράματά της, για εμπλουτισμό και για καταξίωση του ανθρώπινου προσώπου.
Οφείλω μιά διευκρίνιση· Η προσδοκία του λαού μας, κατά τό εικοσάμηνο της δικής σου θητείας, δεν οπισθοδρόμησε σε αναζήτηση της αλαζονικής αυτοπροβολής και της θορυβοποιού τυμπανοκρουσίας κάποιων ξεπερασμένων πρακτικών. Ήταν γέννημα της δίψας για «φως και ζωή». Για αποστολικό ευαγγελισμό. Και για πατρική οδηγία του νου και της καρδιάς. Ηταν ικετευτική αναφορά στην υψηλή εκκλησιαστική έπαλξη, στον πρώτο πατέρα και ποιμένα, που διατηρεί την αποστολική διαδοχή, που «ευαγγελίζεται τον ανεξιχνίαστον πλούτον του Χριστού» και φωτίζει «πάντας τις η οικονομία του μυστηρίου του αποκεκρυμμέ-νου από των αιώνων εν τω Θεώ, τω τα πάντα κτίσαντι δια Ιησοῦ Χριστού» ( Εφεσ. γ 8-9).
Αυτό το σοβαρό Θεολογικό λόγο, αυτό το «παραμύθιον της αγάπης» (Φιλιπ. β 1), αυτή τη σπονδή «επί τη θυσία και λειτουργία της πίστεως» (Φιλιπ. β 17) του ποιμνίου, προσδοκούσαν, με λαχτάρα και αγωνία τα προβληματισμένα τέκνα της μητέρας Εκκλησίας. Αλλά δεν τα βρήκαν. Στήλωσαν το βλέμμα στο πρόσωπό σου. Και το είδαν ψυχρό και ανέκφραστο. Έστησαν το αυτί στα μεγάφωνα και στα παράθυρα της καθημερινής ενημέρωσης, που ιστορούσαν η σχολίαζαν τη δραστηριότητα της Συνοδικής ηγεσίας. Και δεν άκουσαν αναμετάδοση μεστού λόγου, αγαπητικής διαλεύκανσης των μοντέρνων κοινωνικών γρίφων και χαρισματικής, Πατερικής διδαχής της αλήθειας, που ελευθερώνει την ύπαρξη. Μαραζωμένοι, έμειναν να επεξεργάζονται τα αναπάντητα ερωτήματα· Γιατί αυτή η παγερή σιωπή; Γιατί η αινιγματική απουσία;
***
Αν κάποιος, τολμηρός και πιστός στην αποστολικότητα του αρχιεπισκοπικού σου χαρίσματος, θεωρήσει επάρκεια τις μικρές, εποχιακές εξόδους σου από την απόλυτη σιωπή και τις προβάλει για να καλύψει τα κενά και να αναστηλώσει το κύρος σου, δε θα βρει σύμφωνη την κοινή γνώμη. Αντί για ανταπόκριση στην εισήγησή του, θα συναντήσει εμπρηστικότερη την αντίδραση.
Αυτή την περιπέτεια την έζησα προσωπικά και είμαι υποχρεωμένος να σου μεταφέρω το κλίμα της.
Άνθρωποι της Εκκλησίας, που ύψωσαν ευγνώμονη καρδιά στον «ποιμένα και επίσκοπον των ψυχών» ημών (Α Πέτρ. β 25) και Τον ευχαρίστησαν, με πηγαία χαρά, για την ανάδειξή σου, βρέθηκαν μπροστά μου εντελώς αλλαγμένοι και ιστόρησαν, με πόνο και δάκρυ, την καινούργια εκκλησιαστική περιπέτεια. Μεταξύ των άλλων, ξεδίπλωσαν και κάποια αποσπάσματα από τα ρεπορτάζ, που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο και κάποια δημοσιεύματα του εκκλησιαστικού Τύπου. Και, διαβάζοντάς τα, με έστησαν «προ έξι βημάτων». Αμφισβήτησαν τη Θεολογική και την Εκκλησιολογική  ενάργεια των μηνυμάτων σου και των ανακοινώσεών σου. Έφτασαν στην ακραία εκδοχή, να υπογραμμίσουν, ότι κάποιες προτάσεις σου εκφεύγουν ακόμα και από τούς κανόνες της άρτιας διατύπωσης της μητρικής μας γλώσσας, σύμπτωμα, που εγώ επιμένω να το χρεώνω στις απροσεξίες των συνεργατών σου.
Από το σωρό του υλικού, που ανασκάλεψαν οι συνομιλητές μου, περιορίζομαι στην παρουσίαση δυο μόνο παραδειγμάτων.
Το πρώτο· Σε συνομιλία του ποδαριού, διατύπωσες, αδελφέ μου, την άποψη, πως το να αναφέρεται κανείς, κατά τις πολλαπλές και απανωτές εμφανίσεις του, μόνο σε ένα από τα μεγάλα και δυσεπίλητα εθνικά μας θέματα και να στιγματίζει, με καυτή επιχειρηματολογία, τούς αδέξιους χειρισμούς των αρμόδιων πολιτικών μας παραγόντων, συνιστά αίρεση. Κανένας από τούς ακροατές αυτής της δημοσιογραφικής σου συνέντευξης δεν μπόρεσε να εξηγήσει, πως ο περιορισμός του ενδιαφέροντος και της μαχητικής δραστηριότητας στο «ένα εθνικό θέμα», αποτελεί αίρεση. Η αίρεση είναι στρέβλωση της διδαχής, αλλοίωση των νοημάτων της Βιβλικής Αποκάλυψης, προδοσία των Συνοδικών Όρων και της καταξιωμένης Πατερικής ερμηνείας τους. Το να μιλήσει, όμως, κανείς και να διαμαρτυρηθεί-μονότονα και μονότροπα-για τα πραξικοπήματα των Τούρκων η για την κλοπή των σελίδων της δοξασμένης ιστορίας μας από τούς Σκοπιανούς, εκφεύγει από τη Θεολογική δεοντολογία. Η τυχόν επιμονή σ αυτό το χαρακτηρισμό εκτρέπει το λόγο στο πεζοδρόμιο της φαιδρότητας. Ποιος κανόνας της ιστοριογραφίας η του συντακτικού η ποιος Όρος των Οικουμενικών μας Συνόδων στιγματίζει, ως αίρεση, το κλείδωμα του μυαλού στο ένα θέμα και ποιος Επίσκοπος η εμβριθής Θεολόγος η ευλαβής πιστός θα τολμήσει να ισχυριστεί, πως πρέπει να συνέλθει η Σύνοδος της Ιεραρχίας η η Πανορθόδοξη Σύνοδος, για να κατονομάσει την αίρεση και να επιβάλει ποινές στον αιρετικό η στους αιρετικούς;
Θα εγγίσω το δάχτυλο και στο δεύτερο περιστατικό·
Σχετικά πρόσφατα, όταν άνοιγαν τα σχολεία και τα νέα παιδιά, ο ανθός της Εκκλησίας, έτρεχε να συλλέξει γνώση και ήθος, είχες την έμπνευση-και πολύ καλά έκανες-να στείλεις ανοιχτή, εγκύκλια επιστολή στους εκπαιδευτικούς. Πρώτιστα, για να τούς ενισχύσεις με την ευλογία σου. Και, μετά, για να προσθέσεις στην ολιγοχρόνια η στην πολυχρόνια πείρα τους το πολύτιμο θησαύρισμα της δικής σου εμπειρίας, μια και σου παραχώρησε ο Θεός την ευκαιρία να διακονήσεις την εκπαίδευση, να σταθείς, για κάμποσα χρόνια, πλάϊ στους μαθητές σου και να εισφέρεις τις αγωνίες και τα οράματά σου και τούς σχεδιασμούς σου στην ομήγυρη των συναδέλφων σου καθηγητών.
Η πρωτοβουλία σου επαινετή και συγκινητική.
Ωστόσο, το κείμενο της ανοιχτής επιστολής σου, που έφτασε στα χέρια των καθηγητών και των δασκάλων, αντί για σοβαρό προβληματισμό και πατρική ενίσχυση, ερωτήματα γέννησε και χαμόγελα. Όχι μόνο οι παραλήπτες της εκπαιδευτικοί, αλλά και οι οποιοιδήποτε αναγνώστες της, που τη συνάντησαν, ανασκαλεύοντας τον όγκο του καθημερινού Τύπου, δεν κατάφεραν να εξηγήσουν, τι σχέση είχε το παιχνίδισμα κάποιων εντυπωσιακών, αλλά ξεκομμένων φράσεων, που διανθίζουν την επιστολή σου, με το βαρύ και υπεύθυνο έργο της παιδείας και με τα προβλήματα, που σώρευσε η εποχή μας γύρω από το σχολειό, μέσα στις διδακτικές αίθουσες και στο βάθος των νεανικών καρδιών, που ταλαντεύονται, από τη βαρειά κατάθλιψη στην εκρηκτική βαρβαρότητα.
Να σε παραπέμψω σε κάποιες φράσεις σου και να ζητήσω την ερμηνεία τους;
Γράφεις· « Επιθυμώ μόνο να θυμηθούμε, να προβληματιστούμε, να διαλεχθούμε και να υπερβούμε. Δεν με ενοχλεί η διαφωνία. Σαν πατέρας πολλά χρόνια ασκούμαι σε αυτή. Δεν με ενοχλεί ότι ίσως “η μνήμη να είναι απλώς το φιλολογικό ψευδώνυμο της λήθης” αρκεί να μην αφανίζεται η έγνοια για τα παιδιά μας. Μου αρκεί η υπέρβαση. Η δυνατότητα να αλλάζουμε ζωή, όταν ο ποιητής τονίζει το λάθος με θαυμαστικό».
Ποιο άραγε είναι το δυναμικό μήνυμα, που εκπέμπει η φράση αυτή στους αρματηλάτες της νέας γενιάς;
Γράφεις παρακάτω· « Ο ποιητής προσθέτει· Τις ημέρες εκείνες έκαναν σύναξη μυστική τα παιδιά και λάβανε την απόφαση, επειδή τα κακά μαντάτα πλήθαιναν στην πρωτεύουσα, να βγουν έξω σε δρόμους και πλατείες, με το μόνο πράγμα που τούς είχε απομείνει· μια παλάμη τόπο κάτω από τ ανοικτό πουκάμισο, με τις μαύρες τρίχες και το σταυρουδάκι του ήλιου. Όπου είχε κράτος και εξουσία η Άνοιξη».
Πιστεύω, πως εκείνοι, που διάβασαν αυτή την παράγραφο της επιστολής σου (εύχομαι να είναι οριστικά λαθεμένη η εκτίμησή μου) έσκασαν ένα χαμόγελο και έσπρωξαν το χαρτί στα αζήτητα.
Αν, αδελφέ μου, πριν πιάσεις στο χέρι τον κάλαμο, για να ιχνογραφήσεις τούς προβληματισμούς σου και τούς στοχασμούς σου, τη λαχτάρα σου και την προσευχή σου, για την πνευματική και επαγγελματική ανθοφορία της νέας γενιάς, έπιανες κάποιο Πατερικό κείμενο και το μελετούσες με προσοχή, ο αιφνιδιασμός και το θάμβος θα γέμιζαν την ψυχή σου και οι ορίζοντες θα λούζονταν στο φως. Θα έγραφες σαν πατέρας και σαν ποιμένας. Σαν κομιστής του Ευαγγελικού μηνύματος, που νοηματίζει τα φτερουγίσματα των νεανικών υπάρξεων και καταξιώνει τα οράματά τους και τούς αγώνες τους.
***
Είναι αυτόδηλο, πως οι πολλές επιφυλάξεις και τα αλυσιδωτά παράπονα του πλήθους, που παρακολουθούν και σταθμίζουν τα βήματά σου, δεν μπορούν να στριμωχτούν στο μικρό πίνακα του παρόντος ενημερωτικού σημειώματός μου. Τα ακούσματα, που διασταυρώνονται, είναι πολλά, όπως πολλές είναι και οι αφορμές, που δίνεις συ, ο Αρχιεπίσκοπος και πρώτος ποιμενάρχης της ελληνικής μας Εκκλησίας, με τις ομιχλώδεις, Θεολογικά η συντακτικά, ανακοινώσεις σου. Και οι κρίσεις αντιστοιχούν στο φάσμα των περιπτώσεων.
Κάποια από τα μέλη της εκκλησιαστικής αυλής, που βηματίζουν στη χρονική μεσότητα του δρόμου τους η και σε ακόμα πιο προχωρημένη διαδρομή και κουβαλούν στις αποσκευές τους παλιές εμπειρίες και ξεθωριασμένες αναμνήσεις, δίνουν το σήμα, ότι επιστρέψαμε στην περίοδο της αρχιεπισκοπικής θητείας του μακαριστού Θεοκλήτου. Θυμούνται τις απρόσμενες αναφορές και προσφωνήσεις, που έκανε εκείνος, όταν στεκόταν μπροστά στο μικρόφωνο. Και διηγούνται, με χιουμοριστική διάθεση, τις πυκνές συστάσεις, που του απηύθυνε ο αείμνηστος Θεολόγος και ιδιοκτήτης του περιοδικού « Ενορία», Ανδρέας Κεραμίδας. Έγραφε και ξανάγραφε· «παρακαλείται ο Μακαριώτατος να μην ομιλεί».
Ο Αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος δεν αποδεχόταν τη σύσταση και δεν έβαζε φραγμό στη γλωσσική του ακράτεια. Και ο Κεραμίδας δεν έπαυε να επαναλαμβάνει τη σύστασή του και να προτρέπει τον Αρχιεπίσκοπο σε σιωπή.
Και κάτι, πρόσθετο, που, πιστεύω, ότι θα το έχεις αντιληφθεί και θα σου έχει προξενήσει θλίψη, ίσως και αναδίπλωση. Ενώ το σύνδρομο της πνιγηρής σιωπής και απραξίας σου, το διανθισμένο με κάποια λεκτικά ανοίγματα λαθεμένης διατύπωσης, είναι «τοις πάσι» γνωστό, η αντίδραση δεν είναι ομότροπη. Απο όλες τις πτέρυγες ηχεί η διαπίστωση, ότι ο Αρχιεπίσκοπος είναι «ανύπαρκτος». Αλλά η εκτίμηση του φαινομένου γίνεται με διαμετρικά αντίθετα κριτήρια.
Οι παράγοντες, που έχουν στόχο ζωής την περιθωριοποίηση της Εκκλησίας Ιησού Χριστού, τη χαίρονται και την απολαμβάνουν. Τη θεωρούν, ότι ανταποκρίνεται στη σκοπιμότητά τους. Και την εμφανίζουν στα δημοσιεύματά τους και στις ανταποκρίσεις τους, ως υπέρβαση της εγωπαθούς φλυαρίας του παρελθόντος, ως εκούσιο αυτοπεριορισμό στην ιερατική τελετουργία και ως σώφρονη παραχώρηση των ηνίων της κοινωνικής ανάπτυξης και του πολιτισμού στα έμπειρα χέρια των εκπροσώπων της αθεϊστικής νεωτερικότητας.
Οι άνθρωποι της Εκκλησίας, οι ποτισμένοι με το «ύδωρ το ζων» ( Ιωάν. δ 10) του Ευαγγελίου και με τα κρυστάλλινα νάματα της Πατερικής ποιμαντικής, πονούν, θλίβονται και αισθάνονται προδομένοι. Περίμεναν άνοιξη. Και ήρθε χειμώνας. Σκοτεινιά και παγερότητα. Αποσύρονται στην ησυχία και στη σιωπή του δωματίου τους και αφήνονται στη θερμή προσευχή. Ικετεύουν και προσδοκούν. Να αλλάξει το κλίμα. Να γίνει αισθητή και οδηγητική η παρουσία του Αρχιεπισκόπου. Να ηχήσει το Αποστολικό μήνυμα. Να λάμψει η Πατερική κληρονομιά.
Θα μου επιτρέψεις να σου καταθέσω μια προσωπική δήλωση. Ανάμεσα σ αυτούς, που πονούν και προσεύχονται, βρίσκομαι και εγώ. Παρακολουθώ τις εξελίξεις. Μελετώ τα ρεύματα. Και, κρατώντας στο χέρι, σαν μισοσβησμένη λαμπάδα, την ελπίδα, ικετεύω τον Σταυρωμένο και Αναστημένο Ιησού, τον Κύριο μας και Αρχηγό της Εκκλησίας μας. Ζητώ να δώσει φως και δύναμη σε σένα. Και να σε αναδείξει χαρισματικό ποιμένα της Εκκλησίας Του.
Λυπάμαι, που δεν κατόρθωσα να εξαντλήσω το οδυνηρό μνημόνιο των λαϊκών αντιδράσεων, κατά την κατάστρωση τούτου του κειμένου μου. Αναγκαστικά, θα συμπληρώσω, με το επόμενο. Ελπίζω ότι θα έχω την αγάπη σου και την ανοχή σου.
Ο ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ