Η επιθετικότητα είναι ορμέμφυτο φαινόμενο, παρατηρείται όχι
μόνο σε αρκετά παιδιά, μικρά ή μεγάλα, αλλά και βρέφη ακόμη και προβληματίζει
έντονα τους γονείς τους. Μερικές φορές δεν ξέρουν τι να κάνουν και πώς να
αντιμετωπίσουν την επιθετική τους συμπεριφορά τόσο στους ίδιους όσο και στα
λοιπά μέλη του οικογενειακού περιβάλλοντος.
Η δυσφορία και η αντίδραση μερικών παιδιών στους διάφορους
ερεθισμούς εκδηλώνονται με γοερό κλάμα, λίγωμα, τσιριχτό, γκρίνιασμα, ξάπλωμα
στο δάπεδο, κλωτσιές, σπάσιμο αντικειμένων και άρνηση συμμόρφωσης στις
συμβουλές. Μπροστά σε τέτοιες ενδεχόμενες καταστάσεις αναρωτιούνται οι γονείς
τι φταίει και αντιδρούν άλλοτε ψύχραιμα και άλλο καταφεύγουν στην τιμωρία,
χωρίς ωστόσο να επιτύχουν θετικό αποτέλεσμα.
Πρέπει να γνωρίζουμε ότι αυτά τα ξεσπάσματα κάποιου παιδιού
συνεχίζονται μέχρι τα δυο του χρόνια και από τα τρία σταδιακά ελαττώνονται. Σε
αυτή την ηλικία το παιδί παρουσιάζει ενίοτε συγκεκριμένη επιθετική διάθεση.
Κτυπά, τραβά τα μαλλιά και δαγκώνει παιδιά της δικής του
περίπου ηλικίας στο σπίτι, στον παιδικό σταθμό ή και στο πάρκο. Με την είσοδό
του στο 4ο έτος της ηλικίας του εξωτερικεύει την επιθετικότητά του μόνο λεκτικά
και χωρίς χειρονομίες. Ασχολείται πολύ με τα παιχνίδια του. Υποδύεται ρόλους
ενηλίκων. Επιζητεί τη σύναψη φιλικών σχέσεων. Και αρχίζει να κοινωνικοποιείται.
Τα κύρια αίτια που προκαλούν την επιθετική αντίδραση στα παιδιά είναι η
επιθυμία ικανοποίησης βιολογικών και κοινωνικών αναγκών, η διεκδίκηση κάτι που
θέλουν και δεν δίνεται, η ενόχληση από κάποιον παθολογικό ή εξωγενή παράγοντα,
το συναίσθημα της στέρησης και της «μειονεκτικότητας», η επιθυμία της
«κυριαρχίας», η ανάγκη υπεράσπισης της θιγόμενης τιμής και αξιοπρέπειας, η τάση
της ανεξαρτητοποίησης και η διαίσθηση ότι με αυτόν τον τρόπο θα αποκτήσουν ή θα
επιτύχουν το ποθούμενο. Την ενισχύουν δε οι αυστηροί περιορισμοί και
απαγορεύσεις, οι συχνές τιμωρίες, η υποτίμηση, η υπερβολική ανεκτικότητα, η μη
σταθερή στάση των γονέων στις παρεκτροπές τους και το προσωπικό αρνητικό
παράδειγμα των γονέων. Και ενίοτε στα μεγάλα παιδιά μπορεί να μεταλλαχθεί ακόμη
και σε εχθρότητα. Για την επιτυχή αντιμετώπισή της πρέπει να εξαλειφθούν ή να
περιοριστούν όσο είναι δυνατόν οι προαναφερόμενοι παράγοντες και τα αίτια που
την προκαλούν ή την ενισχύουν.
Και επιπρόσθετα πρέπει: Να γίνεται αποδεκτή ως φυσιολογική
αντίδραση και να αντιμετωπίζεται με αυτοσυγκράτηση, υπομονή και σύνεση. Να
αποφεύγεται η σωματική τιμωρία. Να επιδιώκεται διάλογος μετά τον κατευνασμό του
θυμού. Να απομακρύνεται, έστω και προσωρινά, το διεκδικούμενο και να γίνεται
προσπάθεια μετατόπισης του ενδιαφέροντος σε κάτι άλλο, πιο ευχάριστο και
ακίνδυνο. Να επαινείται και να ενισχύεται η συνεργατική συμπεριφορά. Να
βοηθείται το παιδί να συνειδητοποιήσει τα όρια του επιτρεπτού και να αποκτήσει
τον αυτοέλεγχο. Να γίνεται σεβαστή η προσωπικότητά του. Να αποφεύγονται οι
ακρότητες και να αντιμετωπίζονται οι δυσάρεστες καταστάσεις με πνεύμα
κατανόησης και αγάπης. Και σε πολύ δύσκολες περιπτώσεις να ζητείται η βοήθεια
ειδικού παιδοψυχολόγου.
Για τα παιδιά αξίζει κάθε κόπος και κάθε θυσία.
Αναντικατάστατη είναι η ύπαρξη και η αξία τους. Τις συνέπειες της έλλειψής τους
επισημαίνει κατά τρόπο εναργέστατο ο Λογκφέλοου στο τετράστιχο:
“Αχ! τι θάτανε ο κόσμος,
αν δεν είχαμε παιδιά.
Από πίσω ερημιά
και από εμπρός μας σκοτεινά”.
A.K.