του μητροπολιτου Πειραιως κ. Σεραφειμ
Μέ ἀφορμή τήν
κυκλοφόρησι πληροφοριῶν ἐγκρίτων ἐκκλησιαστικῶν ἀναλυτῶν ἐν οἷς καί τοῦ
ἐλλογιμωτάτου Διευθυντοῦ τῆς ἀγωνιζομένης καί θεοφιλῶς μαχομένης Ἐφημερίδος
ὑπέρ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί ἀληθείας, ὀργάνου τῆς Π.Ο.Ε. «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ»
κ.κ. Γεωργίου Ζερβοῦ, ὅτι εἰς τήν προσεχῆ ἔκτακτον Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας τῆς
Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τόν μῆνα Φεβρουάριον πρόκειται «νά ἀποφασισθῆ ἡ ἐπαναφορά
εἰς τάς τάξεις τοῦ Ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος τοῦ μοναχοῦ Παντελεήμονος Μπεζενίτη» κατόπιν
σχετικῆς εἰσηγήσεως τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπί τῶν Νομοκανονικῶν καί
Δογματικῶν ζητημάτων καί παραπεμπτικῆς ἀποφάσεως τῆς παρούσης ΔΙΣ ἐπαγόμεθα τά
κάτωθι:
1.
Αἰσθανόμεθα πλήρως συμπάθειαν καί
στοργήν πρός δοκιμαζομένους καί ἐμπεριστάτους ἀδελφούς καί εἰδικώτερον πρός τό
πρόσωπον τοῦ πρ. Μητροπολίτου Ἀττικῆς κ. Παντελεήμονος καί ἐκ τοῦ λόγου αὐτοῦ
εἰλικρινῶς συναλγοῦμεν διά τήν τραγικήν του περιπέτειαν.
2.
Τά αἰσθήματα φιλίας, γνωριμίας καί ἀλληλεγγύης
ὅμως δέν ἐπιτρέπεται νά ἔχουν ἐντός τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας προσωποληπτικόν
χαρακτῆρα πού ὑπερβαίνει τήν κανονικήν εὐταξίαν καί τό περί δικαίου αἴσθημα τῶν
πιστῶν διότι ἄλλως πλήσσεται ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας καί ἀκυρώνεται τό
σωτηριῶδες μήνυμα Αὐτῆς. Ἡ ἐφαρμογή τῆς ἀρχῆς τῆς οἰκονομίας ἀσφαλῶς ἰσχύει εἰς
τόν χῶρον τοῦ Κανονικοῦ καί Ἐκκλησιαστικοῦ δικαίου ἀλλά πάντοτε σέ συνάρτησι μέ
τήν σωτηρία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.
3.
Εἰς τήν συγκεκριμένην ὑπόθεσι
ὑφίσταται πλήρης νομική ἀδυναμία διά τήν οἱανδήτινα συζήτησι ἀποκαταστάσεως τοῦ
εἰρημένου πρώην Ἱεράρχου διότι εἰς τήν περίπτωσιν πού ἤθελε κριθεῖ ὅτι ἡ Ἱερά
Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας ὅπως ἠκούσθη ὅτι εἰσηγήθη ἐλλογιμώτατος Καθηγητής τοῦ
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν ἔχει τό ἀποκλειστικόν δικαίωμα «κατά τό δεσμεῖν καί λύειν»
(Ἰω. Κ΄23) νά ἀποφασίζη ἐπί παντός θέματος, ἀκόμη καί δι’ ἀποφάσεως
ἀντικειμένης εἰς τό κρατοῦν νομικόν σύστημα συναλληλίας Ἐκκλησίας καί Πολιτείας
ἀπομειώνει καί οὐσιαστικῶς παραθεωρεῖ τόν Καταστατικόν Αὐτῆς Χάρτην, εἰς τήν
νομοπαρασκευαστικήν κατάρτισιν τοῦ ὁποίου καί συνέπραξεν καί τόν ἐπί
80ηκονταετίαν ἰσχύοντα νόμον περί Ἐκκλησιαστικῶν δικαστηρίων καί τῆς πρό αὐτῶν
διαδικασίας (5383/1932 ὡς τίθεται καί ἰσχύει κατά τά σαφῶς ὁριζόμενα ὑπό τῆς
παραγρ. 1, τοῦ ἄρθρου 44 τοῦ Ν. 590/1977). Εἰς τήν κοσμογονικήν αὐτήν χρονικήν στιγμήν κατά τήν
ὁποίαν οἱ ἐκκλησιομάχοι τῶν δῆθεν ἀριστερῶν κομμάτων ἐπιδικώκουν urbi et orbi τόν ἐξανδραποδισμόν τοῦ νομικοῦ
χαρακτῆρος τῆς Ἐκκλησίας ὡς πρός τάς ἐξωτερικάς αὐτῆς σχέσεις ὡς ΝΠΔΔ καί τήν
ὑποβάθμισιν Αὐτῆς εἰς σωματειακήν ἕνωσιν ἰδιωτικοῦ δικαίου θά δοθῆ μοναδικόν ἐπιχείρημα
διά νά ἐνδυναμωθῆ ἡ ἐκκλησιομάχος θέσις των ἐφ’ ὅσον ἡ ἰδία ἡ Ἐκκλησία θά
ἐμφανισθῇ περιφρονοῦσα καί ἀθετῶσα τό νομοθετικόν πλαίσιον λειτουργίας Αὐτῆς
ἐντός τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας.
4.
Εἰδικώτερον ὁ Νόμος 590/1977 Περί
Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος πού ὅπως ἐλέχθη εἰς τήν
νομοπαρασκευαστικήν ἐπιτροπήν καταρτίσεως αὐτοῦ συνέπραξαν τόσον ἡ Αὐτοκέφαλος
Ἁγιωτάτη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ὅσον καί τό Σεπτόν Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον εἰς
τό ἄρθρον 44 παραγρ. 1 ὁρίζει ὅτι «1. Τὰ παραπτώματα τῶν κληρικῶν καὶ μοναχῶν τὰ
σχετικὰ
πρὸς
τὰ
καθήκοντα καὶ
τὰς
ἐπαγγελίας
τῆς
ὁμολογίας
αὐτῶν, τὰ συνεπαγόμενα κανονικὰς κυρώσεις, ἐκδικάζονται ὑπὸ
τῶν
ἐκκλησιαστικῶν δικαστηρίων. Εἰδικὸς
νόμος ῥυθμίζει
τὰ
τῆς
ἱδρύσεως,
συγκροτήσεως, ἀρμοδιότητος
καὶ
λειτουργίας τῶν
δικαστηρίων τούτων, μέχρι τῆς
ἐκδόσεως
τοῦ
ὁποίου
ἐξακολουθεῖ ἰσχύων
ὁ
Ν. 5388/1932 «περὶ
ἐκκλησιαστικῶν δικαστηρίων καὶ τῆς
πρὸς
αὐτῶν διαδικασίας»
καί κατά ταῦτα ἡ ὄντως ἀντικανονική ρυθμισις τοῦ ἄρθρου 160 τοῦ εἰρημένου Νόμου
ἡ προβλέπουσα τήν ἄνευ ἐκκλησιαστικῆς δίκης καθαίρεσι τοῦ ἀμετακλήτως ποινικῶς
καταδικασθέντος εἰς ἐγκληματικήν ποινήν (χαρακτηρισμός κατά τόν προϊσχύσαντα
ποινικόν κώδικα διά ποινήν ἐπιβάλουσα κάθειρξιν) Κληρικοῦ ἐγένετο δεκτή ὑπό τῆς
Ἐκκλησίας.
5.
Εἰς τόν περί Ἐκκλησιαστικῶν
Δικαστηρίων Νόμον δέν προβλέπεται ἔνδικον μέσον ἤ διαδικασία ἀκυρώσεως τῆς κατά
τάς ἀνωτέρω διατάξεις ἐπιβληθείσης
κανονικῆς ποινῆς, εἰ μή μόνον αἱ γενικαί διατάξεις τοῦ ἄρθρου 155 περί ἀπονομῆς
χάριτος, αἱ ὁποῖαι ὅμως εἰς τήν συγκεκριμένην περίπτωσιν προϋποθέτουν λόγῳ τῆς
ποινικῆς ἀμετακλήτου καταδίκης τήν ἀπονομήν προηγουμένως χάριτος ὑπό τοῦ
Προέδρου τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας διά τό ποινικόν ἀδίκημα καί τή μή καταδίκη
διά κωλυτικά τῆς ἱερωσύνης ἀδικήματα μέ τήν ηὐξημένη πλειονοψηφία τῶν 2/3 τῶν
ψήφων τῶν παρόντων μελῶν τῆς ΔΙΣ πού διά νά θεωρηθῆ ἐν ἁπαρτίᾳ πρέπει νά παρίστανται
τά 3/4 τοῦ συνόλου τῶν μελῶν Αὐτῆς. Ἡ ποινική ὅμως καταδίκη τοῦ πρ.
Μητροπολίτου Ἀττικῆς δι’ ὑπεξαίρεσιν καί ἡ συνεπείᾳ ταύτης καθαίρεσίς του
προσκρούει εἰς τήν ὡς εἴρηται προϋπόθεσιν τοῦ Νόμου, διότι ἡ ὑπεξαίρεσις
ἀποτελεῖ ἰδιώνυμον ἀδίκημα τῆς κλοπῆς, ἡ ὁποία κατά τόν ΚΕ΄ Ἱ. Κανόνα τῶν Ἁγ.
Ἀποστόλων κολάζεται διά καθαιρέσεως ἐκ τῆς Ἱερωσύνης καί συνεπῶς κωλύει τήν
πρόσκτησιν Ἱερωσύνην διότι ὅ,τι καθαιρεῖ ἐκ τῆς Ἱερωσύνης κωλύει αὐτήν.
6.
Ἑπομένως θεωρῶ ὡς νομικῶς ἀδύνατον τήν
φημολογουμένην ἀποκατάστασιν καί ταπεινῶς φρονῶ ὅτι τυχόν ἕτεραι σκέψεις θά
πλήξουν τήν Ἐκκλησία.
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+
ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ