Του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου του 16ου Δ. Σχ. Λάρισας
Ο Άγιος Σεραφεὶμ καταγόταν από την
Πεζούλα Αγράφων. Οι γονείς του, Σωφρόνιος καὶ Μαρία, τον ανέθρεψαν με
τα νάματα της πίστης, εγγράφοντάς τον στο σχολείο τῶν ιερών γραμμάτων. Ο
μικρός Σεραφείμ, ακόμη και όταν δεν πήγαινε στο σχολείο, τον
περισσότερο καιρὸ τον περνούσε με ανάγνωση γραφών και βίων αγίων, ενώ
ποτέ δεν έλειπε από τις ιερές ακολουθίες. Όταν ενηλικιώθηκε, ψάχνοντας
για τόπο ησυχίας και άσκησης, κατέληξε στην Ι. Μονή της Κρυεράς Πηγής ή
Κυρίας Θεοτόκου (Κορώνης), όπου εκάρη μοναχός. Με τον καιρό, βλέποντας
οι συμμοναστές του τις αρετές του (νηστεία, αγρυπνία, ταπείνωση, αγάπη),
πρότειναν και ο άγιος δέχτηκε να χειροτονηθεί, αρχικά αναγνώστης,
μετέπειτα διάκονος και εν τέλει πρεσβύτερος.
Ήταν τόση η εκτίμηση του
λαύ στο πρόσωπό του, που μετά την εκδημία του Μητροπολίτη Φαναρίου και
Νεοχωρίου, ο Σεραφείμ εκλέχτηκε Επίσκοπος. Ο Άγιος, αναλαμβάνοντας τη
φροντίδα και την καθοδήγηση τόσων ψυχών, πολλαπλασίασε τους αγώνες του
φροντίζοντας με ταπείνωση το ποίμνιό του, αποκαλώντας συχνά τον εαυτό
του αχρείο δούλο. Την περίοδο εκείνη, αρχές του 17ου αι., ο μητροπολίτης
Λάρισας, Διονύσιος Φιλόσοφος κήρυξε την επανάσταση στις περιοχές
Ηπείρου και Θεσσαλίας, που απέτυχε, ενώ ο ίδιος, ως υπαίτιος, φονεύτηκε
βασανιζόμενος από τους Οθωμανούς.
ΜΑΡΤΥΡΙΟ:
Σ’ αυτή τη συγκυρία ο Σεραφείμ μετέβη στο Φανάρι Καρδίτσας για να δώσει
τα καθιερωμένα πεσκέσια στους αγάδες. Οι Οθωμανοί, πιστεύοντας ότι και ο
Σεραφείμ μετείχε στην επανάσταση, του επετέθησαν, στην αρχή λεκτικά,
προτείνοντας του να απαρνηθεί την πίστη του για να γλυτώσει από την
τιμωρία σβήνοντας τις υποψίες. Μετά τη θαρρετή άρνηση του Αγίου, ο
τουρκικός όχλος τον οδήγησε στον Χαμούζ μπέη, πασά του Φαναρίου. Ο πασάς
άρχισε με ήρεμο τρόπο να μιλά στον Άγιο λέγοντάς του ότι ακόμα κι αν
απατήθηκε από τον Διονύσιο, μπορούσε να γλυτώσει αν γινόταν
μουσουλμάνος. Ο Άγιος υπερασπίστηκε την αλήθεια των λόγων του,
επιμένοντας ότι και δεν είχε ανάμιξη στην επανάσταση και ότι δεν είχε σκοπό να αποχωρισθεί ποτε τον Ιησού Χριστό, προσθέττοντας: “καν
μυρίους θανάτους ήθελα λάβει διὰ το όνομά Του το άγιον, χαράν μου καὶ
ευφροσύνην το ἔχω· προς ταύτα, ω ηγεμών, παίε, κόπτε, ποίει, ό,τι είναι
της εξουσίας σου”1
Τότε ο αγάς διέταξε να τον δείρουν ανηλεώς και να του κόψουν τη μύτη.
Ενώ ο Άγιος έπασχε αυτά, ευχαριστούσε το Θεό που τον αξίωνε να
μαρτυρήσει για το όνομά Του. Κατόπιν φυλακίστηκε χωρίς φαγητό και νερό.
Εκεί ο Άγιος έχαιρε και δοξολογούσε το Θεό, ευχαριστώντας τον για τα
παθήματα που αξιώθηκε να υπομένει προς δόξαν του Αγίου Τριαδικού Θεού,
προσευχόμενος να του δώσει δύναμη για να αντέξει το μαρτύριο. Την
επομένη ο τύραννος διέταξε να του ξαναφέρουν τον Σεραφείμ. Ο Χαμούζ, με
νέες απειλές, προσπαθούσε να κάμψει το φρόνημα του Αγίου. Μα εκείνος
επαναλάμβανε αποφασιστικότερα την απόφασή του να μην αρνηθεί τον Ιησού
Χριστό. Τότε ο αγάς διέταξε να τον ξαναδείρουν αγριότερα. Οι βασανιστές
συνέχισαν τα απάνθρωπα κατορθώματά τους, τανώντας με σχοινιά χέρια και
πόδια του Αγίου, ενώ συγχρόνως, του έβαλαν στην κοιλιά μια μεγάλη πέτρα
και τον κατέκοπταν με μαχαίρια συνεχώς. Έπειτα του έδωσαν να πιει νερό
με χώμα και χολή, ενώ το πρόσωπο του Αγίου έλαμπε δείχνοντας σαν να
μετείχε σε ευωχία κι όχι σε βασανισμό. Ακόμη και οι βασανιστές του
θαύμαζαν. Κοντά σ’ ένα κυπαρίσσι, στο χώρο του φαναριώτικου παζαριού, ο
Άγιος παρέδωσε το πνεύμα του πληγωμένος θανάσιμα στα σπλάχνα του. Ήταν 4
Δεκεμβρίου. Το άγιο σώμα έμεινε εκεί αρκετές μέρες, καρφωμένο στο
βασανιστικό ξύλο αλλά δεν αλλοιώθηκε. Το αντίθετο: φαινόταν σαν σώμα
ζωντανού και έβγαζε άρρητη ευωδία, προξενώντας θαυμασμό στους πιστούς
και απορία στους Οθωμανούς. Μετά από ημέρες διετάχθη να αποκοπεί η
κεφαλή του Αγίου και να μεταφερθεί στα Τρίκαλα μαζί με άλλα κεφάλια
αγωνιστών της επανάστασης του Διονυσίου. Εκεί τοποθετήθηκαν όλα πάνω σε
κοντάρια, δημιουργώντας ένα μακάβριο δάσος για να παραδειγματιστούν οι
“γκιαούρηδες” της περιοχής. Ο ηγούμενος της Μονής Δουσίκου, που βρέθηκε
στα Τρίκαλα έδωσε σε κάποιον Αλβανό χριστιανό πενήντα γρόσια για να
κλέψει την κεφαλή του Αγίου, με σκοπό να την αποθησαυρίσει στη Μονή του.
Την προσπάθεια κλοπής του λειψάνου αντιλήφθηκαν φύλακες που όρμησαν
κυνηγώντας το χριστιανό που έτρεχε γρήγορα μαζί με το λείψανο. Κοντά σε
γέφυρα του Πηνειού, οι διώκτες του τον πλησίασαν επικίνδυνα. Τότε
εκείνος έριξε το άγιο λείψανο στο ποτάμι ξεφεύγοντας από τους Τούρκους,
που σταμάτησαν βλέποντας την προηγούμενη σκηνή. Λίγο πιο κάτω από τη
γέφυρα δύο ψαράδες που είχαν στήσει φράκτη στην κοίτη του Πηνειού με
θαυμαστό τρόπο βρήκαν το άγιο λείψανο κι αφού το αναγνώρισαν, το πήραν
ευλαβικά και το παρέδωσαν στον ηγούμενο, που προαναφέραμε. Αργότερα ο
ηγούμενος της Ι.Μ. Κορώνης ζήτησε το λείψανο από τους Δουσικιώτες,
επειδή ο Άγιος Σεραφείμ εκεί είχε μονάσει, δίνοντας τους και τα πενήντα
γρόσια που είχαν πληρώσει στον χριστιανό, που πήγε να το κλέψει. Έκτοτε η
κάρα του Αγίου βρίσκεται εκεί αποθησαυρισμένη και μέχρι σήμερα
ευωδιάζει και ελευθερώνει τους προσφεύγοντας στη μεσιτεία του Αγίου από
κάθε νόσο ή κακό.
1. Λαγγής Μ., Ο Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τόμος ΙΒ΄, Αθήναι 1990.