Την εποχή εκείνη εμφανίστηκαν πολλοί λεπροί στη νέα πρωτεύουσα και επειδή σύμφωνα με τις αντιλήψεις της εποχής, η λέπρα θεωρούνταν μεταδοτική ασθένεια, ο αυτοκράτορας διέταξε να πνίγονται στη θάλασσα όσοι διαπιστωνόταν πως είχαν νοσήσει. Ο αυλικός όμως Ζωτικός με τίποτε δεν μπορούσε να ανεχθεί αυτό το μέτρο. Γι’ αυτό και έθεσε σε εφαρμογή ένα ευφυές σχέδιο για τη σωτηρία αυτών των δυστυχισμένων ανθρώπων.
Κάποτε (337) ο Μ. Κωνσταντίνος εξεδήμησε προς Κύριον και τα σκήπτρα της Αυτοκρατορίας ανέλαβε ο γιος τους Κωνστάντιος. Αυτός δεν συμπαθούσε τον Ζωτικό, γιατί ανάμεσα στα άλλα ο φιλεύσπλαχνος αυλικός ήταν ορθόδοξος ενώ ο Κωνστάντιος αρειανός. Τον σεβόταν όμως, λόγω της απεριόριστης εκτίμησης που του έτρεφε ο πατέρας του. Ωστόσο, τον υποπτευόταν ότι ήταν επικίνδυνος, γιατί η πρακτική του να σώζει τους λεπρούς μπορούσε να γίνει αιτία γενικευμένης μόλυνσης της Κωνσταντινούπολης.
Έτυχε δε, λίγο αργότερα, να νοσήσει και η ίδια η κόρη του αυτοκράτορα. Ο Κωνστάντιος δεν έκανε καμία διάκριση για χάρη της και διέταξε να θανατωθεί μαζί με τους υπόλοιπους. Ο Ζωτικός, όμως, έσπευσε να τη σώσει και εκείνη και να τη μεταφέρει ασφαλή στον Ελαιώνα.
Μετά από σύντομο διάστημα, ενέσκηψε μεγάλη πείνα στην αυτοκρατορία. Από τους πρώτους ύποπτους θεωρήθηκε ο Ζωτικός. Πριν ακόμη διατυπωθούν ευθείς κατηγορίες εναντίον του, παρουσιάστηκε στον αυτοκράτορα. Εκείνος τον ρώτησε ειρωνικά τι γίνονται οι πολύτιμοι λίθοι που (υποτίθεται πως) συνάγει τόσον καιρό. Ο Ζωτικός με χαρά τον κάλεσε να τους δει και τον οδήγησε στον Ελαιώνα.
Οργισμένος ο Κωνστάντιος, νομίζοντας πως ο αυλικός του τον εμπαίζει, διέταξε να τον δέσουν σε μουλάρια, για να συρθεί και να διαμελιστεί, πράγμα που έγινε. Στο μέρος μάλιστα που άφησε την τελευταία του πνοή ο θαρραλέος μάρτυς, ανέβλυσε θαυματουργό αγίασμα.
Η μνήμη του Αγίου Ζωτικού τιμάται την 31η Δεκεμβρίου.