Ὁ δικηγόρος κ. Ἀν. Βαβούσκος γιὰ
τὴν ἀπόφαση τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ποὺ ἀφορὰ τὴν ἑν Ἑλλάδι Ἱεραρχία.
Ὁ κ. Ἀναστάσιος Βαβοῦσκος ἀναφέρθηκε στὴ
χθεσινή του δημοσίευση στὴν ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας
στὶς 17 Ὀκτωβρίου, ὡς ἔχουσα δύο σκέλη:
Α. «Η πρώτη απόφαση είναι αυτή της
επιβολής σε ορισμένες Ιερές Μητροπόλεις της Εκκλησίας της Ελλάδος της ποινής
του αποκλεισμού τους ως προορισμού θρησκευτικού και προσκυνηματικού τουρισμού
των Ρώσων» καὶ Β. «Η δεύτερη απόφαση είναι αυτή της διακοπής της μνημονεύσεως
του ονόματος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών». Ἤδη ἀπὸ αὐτὸν τὸν διαχωρισμὸ ὑφίσταται
σημαντικὴ ἀλλοίωση τοῦ νοήματος τῆς ἀποφάσεως, καθῶς ἐνῶ πράγματι ἡ διακοπὴ τῆς
μνημονεύσεως τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν προκαταγγέλθηκε στὸ τέλος τῆς
ἀπόφασης, ὡστόσο τὸ πρῶτο σκέλος τῆς ἀπόφασης τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας δὲν ἀρχίζει
μόνο μὲ τὸν προσκυνηματικὸ τουριστικὸ ἀποκλεισμὸ τῶν ἑλληνικῶν Μητροπόλεων, ἀλλὰ
πρὶν ἀπὸ αὐτὸ ἔχουν προηγηθεῖ τὰ ἐξῆς: «Ἐκτιμοῦμε τὴν προσευχητικὴ κοινωνία μὲ
τοὺς ἀδελφούς μας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ θὰ κρατήσουμε μὲ αὐτὴν
ζωντανή, κανονικὴ καὶ εὐχαριστιακὴ σχέση μέσω ὅλων τῶν ἱεραρχῶν καὶ ποιμένων, οἱ
ὁποίοι ἤδη τάχθηκαν καὶ θὰ ταχθοῦν στὸ περαιτέρω κατὰ τῆς ἀναγνωρίσεως τοῦ οὐκρανικοῦ
σχίσματος, μέσω ὅσων δὲν θὰ μολυνθοῦν μὲ συλλείτουργα μὲ σχισματικοὺς
ψευδο-ιεράρχες, ἀλλὰ θὰ ἀποτελέσουν παραδείγματα τῆς χριστιανικῆς ἀνδρείας καὶ
σταθερῆς ἐμμονῆς στὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Κύριος νὰ τοὺς ἐνδυναμώνει στὸν ὁμολογητικό
τους ἀγώνα μὲ τὶς πρεσβεῖες τῶν Ἁγίων Μάρκου τῆς Ἐφέσου καὶ Γρηγορίου τοῦ
Παλαμά, τοῦ Ὁσίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ καὶ ὅλων τῶν Ἑλλήνων Ἁγίων, τοὺς ὁποίους
εὐλαβούμασταν καὶ εὐλαβούμαστε στὴν Ἁγία Ρως. Ταυτόχρονα ἐνθυμούμαστε ὅτι οἱ ἱεροὶ
κανόνες κατακρίνουν ὅσους δέχονται σὲ προσευχητικὴ κοινωνία καὶ προχωροῦν σὲ συλλείτουργα
μὲ τοὺς καθηρημένους καὶ ἀκοινωνήτους (Ἀποστ. 10, 11, 12, Α’ Οἰκ. 5, Ἀντιόχ. 2
κ.α.). Κατόπιν τούτων διακόπτουμε προσευχητικὴ καὶ εὐχαριστιακὴ κοινωνία μὲ ὅσους
ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος δέχθηκαν ἤ δεχθοῦν σὲ τέτοια κοινωνία ἐκπροσώπους
τῶν οὐκρανικῶν μὴ κανονικῶν σχισματικῶν κοινοτήτων».
Ἡ
ἀπόφαση λοιπὸν τῆς Ρωσικῆς Ἱεραρχίας ἀναφέρεται σὲ διακοπὴ τῆς κοινωνίας ἀποκλειστικὰ
σὲ ἐπίπεδο ἱεραρχῶν, καὶ δὲν ἀφορὰ ὅλη τὴν
Ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία, ὅπου ἀποσαφηνίζεται καὶ ὁ λόγος γιὰ τὴν διακοπὴ κοινωνίας μὲ
συγκεκριμένους ἱεράρχες: «οἱ ἱεροὶ κανόνες κατακρίνουν ὅσους δέχονται σὲ
προσευχητικὴ κοινωνία καὶ προχωροῦν σὲ συλλείτουργα μὲ τοὺς καθηρημένους καὶ ἀκοινωνήτους». Ἐφόσον λοιπὸν ἡ Ρωσικὴ Ἐκκλησία εἶχε ἀποφασίσει
τὴν καθαίρεση καὶ τὸν ἀφορισμὸ γιὰ τοὺς σχισματικοὺς τῆς Οὐκρανίας, Φιλάρετο καὶ
Μακάριο (μὲ τὸν δεύτερο νὰ μὴν ἔχει κὰν δεχθεῖ χειροτονία σὲ ἀρχιερέα ἀπὸ τὴν
κανονικὴ Ἐκκλησία, ἀλλὰ ἀπὸ τοὺς αὐτοχειροτόνητους), καὶ ἡ ἀπόφαση εἶχε ἀναγνωρισθεῖ
πανορθόδοξα συμπεριλαμβανομένου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (βλέπε τὶς πασίγνωστες πλέον πατριαρχικὲς ἐπιστολὲς
τοῦ 1992 καὶ 1997), καὶ ἡ ἀπόφαση δὲν ἔχει ἀρθεῖ, ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν Ρωσικὴ Ἐκκλησία,
ἀλλὰ πανορθοδόξως, πλὴν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ ἑνὸς μέρους τῆς Ἱεραρχίας
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐπομένως εἶναι
λογικὸ καὶ ἀναμενόμενο γιὰ τὴν Ρωσικὴ Ἐκκλησία οἱ σχισματικοὶ ποὺ συνιστοῦν τὴν
Ἱεραρχία τῆς Αὐτοκέφαλης Ἐκκλησίας ἐν Οὐκρανία νὰ θεωροῦνται ἀκόμα καθηρημένοι
καὶ ἀκοινώνητοι. Σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση εἶναι συνεπὴς ἡ ἀπόφαση τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας πρὸς
τοὺς ἱεροῦς κανόνες ὅτι διακόπτει τὴν κοινωνία
μὲ τοὺς ἱεράρχες ποὺ ἔρχονται σὲ κοινωνία μὲ τοὺς σχισματικοὺς τῆς Οὐκρανίας,
διευκρινίζοντας στὸ τέλος τῆς ἀπόφασής της ὅτι τὸ αὐτὸ πρόκειται νὰ πράξει (ὅπως
καὶ ἔγινε ἤδη) καὶ μὲ τὸν τοπικὸ Ἀρχιεπίσκοπό, ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ καὶ αὐτὸς άρχίσει
μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο μιὰ τέτοια κοινωνία, ὅπως μὲ ἀποστολὴ εἰρηνικῆς ἐπιστολῆς ἤ
μνημόνευση τοῦ προερχόμενου ἀπὸ τοὺς σχισματικοὺς Προκαθήμενου. Καὶ δὲν μποροῦμε νὰ διαμαρτυρόμαστε ὅτι εἶναι ἀντικανονικὴ
ὡς ἀμαρτύρητη στὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση καὶ ἱστορία παρόμοια ἐφαρμογὴ διακοπὴ
κοινωνίας ἐκλεκτικὰ σὲ κάποιους συγκεκριμένους ἱεράρχες, περιλαμβανομένου καὶ
τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, καθῶς ἐδῶ ὑπάρχει περιθώριο ἐφαρμογῆς οἰκονομίας, ὅπου εἶναι
σαφὲς προτιμότερη μιὰ ἐξ ἀνάγκης ἐπὶ μέρους ἐφαρμογὴ διακοπῆς κοινωνίας, παρὰ
μιὰ γενικευμένη διακοπὴ κοινωνίας σὲ ὅλη τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία, ὥστε νὰ
περιορισθεῖ ἔτσι ἡ ἐξάπλωση τοῦ σχίσματος μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν. Μέσα σὲ αὐτὸ τὸ
πνεῦμα καὶ τὶς συνθήκες εἶναι ἐντελῶς
παράλογο νὰ περιμένει κάποιος νὰ δίνει εὐλογία ἡ Ρωσικὴ Ἐκκλησία στοὺς
προσκυνητές της νὰ ἐπισκέπτονται τὶς περιοχὲς, ποὺ βρίσκονται στὴν δικαιοδοσία τῶν
ἐν λόγω ἱεραρχῶν μὲ τοὺς ὁποίους διακόπτει τὴν κοινωνία, ὅπου ἄν πήγαιναν θὰ
μποροῦσαν βέβαια καὶ νὰ τοὺς συναντήσουν καὶ νὰ ἐκκλησιαστοὺν μαζί τους.
Ἐπομένως,
ὅταν ὁ κ. Ἀν. Βαβοῦσκος παραβλέπει ὅλα τὰ παραπάνω καὶ κατὰ τὴν καρκινικὴ
μέθοδο (κοινῶς, τοῦ κάβουρα) ἀρχίζει ἀπὸ κάτω πρὸς τὰ πάνω, καὶ ξεκινᾶ
γράφοντας πρώτα γιὰ τὸν προσκυνηματικὸ ἀποκλεισμὸ τῶν Μητροπόλεων τὰ ἐξῆς: «Ποια
είναι τα τρωτά σημεία αυτής της απόφασης; Πρώτον, δεν υπάρχει τέτοια ποινή στο
Κανονικό Δίκαιο», τότε ἀντιλαμβανόμαστε τὸ ἀτόπημα τῆς ἀνάπτυξης τῶν ἰσχυρισμῶν του. Συνεχίζει
παρακάτω: «Κανονικά, η Ρωσική Εκκλησία θα έπρεπε να αποφασίσει, ότι θα τιμωρεί
τους δικούς της πιστούς, αν αυτοί ταξιδέψουν: α) σε Μητροπόλεις
"σχισματικές" και β) για σκοπούς θρησκευτικούς και προσκυνηματικούς. Όμως,
εδώ τίθεται άλλο ερώτημα: Ως "σχισματικός" χαρακτηρίζεται ο θεσμός,
δηλαδή η Μητρόπολη, ή ο Μητροπολίτης; Σύμφωνα με τα παραπάνω, φυσικά ο
Μητροπολίτης. Και βέβαια, δεν υπάρχει αντικειμενική ευθύνη στο Κανονικό Δίκαιο,
ώστε αν καταδικασθεί ο Μητροπολίτης, να καταδικάζεται αυτοδικαίως και το
ποίμνιο ή και η ίδια η Μητρόπολη ως θεσμός». Ποὺ τὸ βλέπει ὁ κ. Ἀν. Βαβοῦσκος
ὅτι ἡ ἀπόφαση τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας στρέφεται πρὸς ὅλο τὸ ποίμνιο; Ἀπαγορεύει
τοὺς προσκυνητές της νὰ ἐπισκεφθοὺν τὶς Μητροπόλεις ποὺ ποιμαίνονται ἀπὸ τοὺς Ἱεράρχες
μὲ τοὺς ὁποίους διακόπτουν τὴν κοινωνία, ὄχι γιὰ νὰ μὴν ἔρθουν σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸ
ποίμνιο, ἀλλὰ ἐπειδὴ αὐτονόητα θέλουν νὰ ἀποφύγουν τὴν κοινωνία μὲ τοὺς Ἱεράρχες
αὐτούς. Ὁ ἀποκλεισμὸς αὐτὸς δὲν εἶναι μιὰ ξεχωριστὴ καὶ ἀνεξάρτητη τῆς ἀπόφασης
τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας γιὰ διακοπὴ κοινωνίας μὲ τοὺς συγκεκριμένους Ἱεράρχες, ὅπως
ὁ κ. Ἀν. Βαβοῦσκος προσπαθεῖ νὰ παρουσιάσει, ἀλλὰ ἀποτελεῖ λογικὴ καὶ ἀναπόφευκτη
συνέπεια αὐτῆς.
Γράφει
μάλιστα παρακάτω, ἀποκαλύπτοντας ὅτι βρίσκεται σὲ σύγχυση περὶ τοῦ θέματος ποὺ
πραγματεύεται: «Και αν μάλιστα αναλογισθούμε, ότι οι Ρώσοι τουρίστες μπορούν να
επισκεφθούν αυτές τις περιοχές, αν η εκδρομή τους δεν είναι τυπικά θρησκευτικού
ή προσκυνηματικού χαρακτήρα, τότε το αδιέξοδο της αποφάσεως καθίσταται και στην
πράξη ακόμη πιο σαφές». Μὰ προφανῶς ἡ ἀπόφαση τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας δὲν ἀφορὰ
Ρώσους τουρίστες ποὺ δὲν εἶναι Ὀρθόδοξοι προσκυνητές, ἀφοῦ αὐτοὶ δὲν πρόκειται ἐκ
τῶν πραγμάτων νὰ ἔρθουν σὲ ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τὸν ἑκάστοτε τοπικὸ Ἱεράρχη.
Παρακάτω
ὁ κ. Βαβοῦσκος ἀναφέρεται στὴν ἀπόφαση τῆς Ἱεράρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος:
«Αυτό σημαίνει, ότι αν η απόφαση λαμβάνεται κατά πλειοψηφία, είναι εξίσου
δεσμευτική και για όσα μέλη της συνόδου μειοψήφισαν, οι οποίοι είχαν το
δικαίωμα της γνώμης κατά την συζήτηση και την υποχρέωση σεβασμού και υπακοής
στη απόφαση, αφού αυτή ληφθεί. Συνεπώς, η απόφαση της Συνόδου της Ιεραρχίας της
Εκκλησίας της Ελλάδος για την αναγνώριση της Ουκρανικής Εκκλησίας δεσμεύει
ακόμη και τους διαφωνήσαντες Μητροπολίτες, ανεξαρτήτως των δηλώσεων αυτών εκτός
των εργασιών της Συνόδου». Δὲν περιμέναμε ὅτι ὁ κ. Βαβοῦσκος θὰ συλληφθεῖ μὲ
τέτοιο ἕλλειμμα ἐνημέρωσης γιὰ τὸ τὶ πραγματικὰ συνέβη τὸ Σαββάτο στὶς 12 Ὀκτωβρίου,
δεδομένου ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ πιστέψουμε ὅτι ἐσκεμμένως ψεύδεται. Ἐκείνη τὴν ἡμέρα
λοιπὸν στὴν ἔκτατη Σύνοδο τῆς ἑλληνικῆς Ἱεραρχίας δὲν διεξήχθει καμιὰ κανονικὴ ψηφοφορία γιὰ νὰ
μποροῦμε νὰ μιλάμε γιὰ λήψη ἐπίσημης ἀπόφασης, παρὰ τὸ ἐπίμονο αἴτημα τοῦ
σεβασμιώτατου Μητροπολίτη Καισαριανῆς Δανιήλ, ὅπως διαβεβαίωσαν οἱ σεβασμιώτατοι
Μητροπολίτες Κυθήρων Σεραφεῖμ, Πειραιῶς Σεραφεῖμ, Μεσογαίας Νικόλαος, ἐνῶ αὐτὸ
ποὺ παρουσιάστηκε ὡς ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας ἦταν τὸ Δελτίο Τύπου της, τὸ ὁποῖο ἔλαβε
τελικὴ μορφὴ καὶ δημοσιεύθηκε μετὰ τὸ πέρας τῆς συνεδρίασης (μετὰ τὸ «Δι᾿ εὐχῶν»), μὲ πολλοὺς ἱεράρχες νὰ ἔχουν ἤδη ἀποχωρήσει,
χωρὶς νὰ λάβουν γνώση τῆς «ἀπόφασης». Καὶ ὅλα αὐτὰ ἐνῶ ἡ Ἱεραρχία κρατήθηκε ἐπιμελῶς
κυριολεκτικὰ σὲ ἄγνοια, μὲ τὴν ἐνημέρωση τῶν σχετικῶν Συνοδικῶν Ἐπιτροπῶν νὰ ἀπουσιάζει
πλήρως ἀπὸ τὴν πλευρὰ αὐτῆς ἐπὶ τῶν Διορθόδοξων καὶ Διαχριστιανικῶν
Ζητημάτων, ἐνῶ ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς ἄλλης ἐπὶ
τῶν Δογματικῶν καὶ Νομοκανονικῶν Ζητημάτων νὰ ἀκολουθεῖ ἐπακριβῶς τὴν γραμμὴ τοῦ
καθηγητοῦ Βλασίου Φειδά, πασιφανῶς κατευθυνόμενη ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο
ὑπὲρ τῆς δικαίωσής του, ἀσχέτως ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς κανόνες. Γι’ αὐτὸ καὶ πέρα ἀπὸ
τὰ θέματα τῆς κανονικῆς δικαιοδοσίας στὴν Οὐκρανία καὶ τῆς ἐκκλήτου προσφυγῆς,
στὴν πραγματικότητα δὲν ἐξετάζεται καὶ δὲν ἀναφέρεται ἀπολύτως τίποτα ἐπὶ τῆς οὐσίας
γιὰ τὸ πρόβλημα ποὺ προκύπτει μὲ τὴν ἱεροσύνη καὶ τὴν ἀποστολικὴ διαδοχὴ τῶν
καθηρημένων καὶ τῶν αὐτοχειροτόνητων σχισματικῶν, ποὺ ἔλαβαν τὸν Τόμο τῆς Αὐτοκεφαλίας.
Ἐκτὸς ὅλων τῶν ἀνωτέρω, ἡ ὑποτιθέμενη πραξικοπηματικὴ «ἀπόφαση» τῆς Ἱεραρχίας,
ποὺ λήφθηκε προδήλως ἀντικανονικὰ καὶ ἀντισυνοδικά, ὡς εἰπώθηκε «διὰ βοῆς», ὅπου
τὸ μόνο ἐπιχείρημα ποὺ ἀκουγόταν ἤταν ὅτι μᾶς φταῖνε οἱ Ρώσοι, δὲν ἀφοροῦσε τὴν
ἀναγνώριση τοῦ συγκεκριμένου αὐτοκεφάλου στὴν Οὐκρανία, ἀλλὰ γενικῶς τὴν ἀναγνώριση
τοῦ δικαιώματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου νὰ χορηγεῖ Αὐτοκεφαλία, παραχωρώντας
καὶ στὸν Ἀρχιεπίσκοπο τὸ δικαίωμα νὰ χειριστεῖ περαιτέρω τὸ Οὐκρανικὸ Ζήτημα.
Ὅσο
γιὰ τὸ ὅτι «ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, όταν μνημονεύει και αποστέλλει Ειρηνική
Επιστολή, δεν το πράττει ως Προκαθήμενος της Αρχιεπισκοπής Αθηνών αλλά ως
Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, οπότε και εκφράζει
σύμπασα την Εκκλησία της Ελλάδος, δηλαδή Αυτοκέφαλη και Νέες Χώρες», εἶναι
πράγματι μεγάλη ἐθελοτυφλία καὶ πλάνη, νὰ πιστεύει κανεῖς ὅτι στὸ συγκεκριμένο
θέμα ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ἐξέφρασε τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδας, τὴν στιγμὴ ποὺ προδήλως
ἐνέργησε πρὸς ἱκανοποίηση συμφερόντων καὶ θελημάτων, καὶ ὄχι ἱερῶν κανόνων, ἀγνοῶντας
πλήρως τὴν κανονικὴ Οὐκρανικὴ Ἐκκλησία ὑπὸ τοῦ Μητροπολίτου Ὀνούφριου, ποὺ ὡς
σήμερα ἀναγνωρίζεται ἀπὸ τὴν πανορθόδοξη πλειοψηφία ὡς ἡ κανονικὴ Ἐκκλησία τῆς
Οὐκρανίας, καὶ ἡ ὁποία παρόλη τὴν εὐνοϊκὴ ἀλλαγὴ τοῦ Προέδρου τῆς Οὐκρανίας δὲν
παύει νὰ διώκεται σὲ κάποιες περιοχὲς ἐν Οὐκρανία ἀπὸ μέλη τοῦ ποιμνίου ὑπὸ τὸν
ἐξ σχισματικῶν Μητροπολίτη Ἐπιφάνιο, καὶ γενικῶς πάσχει ἀπὸ τὴν ἐκβάθυνση τοῦ
σχίσματος ποὺ προέκυψε ἀπὸ τὴν χορήγηση τῆς αὐτοκεφαλίας στοὺς σχισματικοὺς καὶ
τὴν ἀναγνώριση παράλληλης συντοπικῆς ἱεραρχίας. Ἡ μεγάλη πλειοψηφία τῶν μελῶν τῆς
Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἱερωμένοι καὶ λαϊκοί,
ποὺ παρακολουθοῦν τὰ σχετικὰ γεγονότα, παρόλο ποὺ ἡ πλειοψηφία τῶν Ἱεραρχῶν
δὲν ὁμιλεῖ, ἐπ’ οὐδενὶ ἐκφράστηκαν ἀπὸ τὴν δήθεν αὐτὴν «ἀπόφαση» ἑνὸς μέρους τῆς
ἑλληνικῆς ἱεραρχίας, ἀριθμοῦ ἀγνώστου, καὶ πολὺ θλίβονται μὲ αὐτὴ γιὰ τὴν ἀντικανονικότητα
καὶ ἀδικία της.
Συνεχίζοντας
ὁ κ. Βαβοῦσκος στὸ δεύτερο σκέλος τῆς ἀπόφασης τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας περὶ τῆς
διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου τοῦ μακ. Ἀρχιεπισκόπου τῆς ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας γράφει:
«Ας δούμε, λοιπόν, αν η άρνηση του Πατριάρχη Μόσχας μνημονεύσεως του
Αρχιεπισκόπου Αθηνών είναι κανονική και συνεπώς δικαιολογημένη; Για να είναι
κανονική αυτή η μορφή ανυπακοής, και κατά συνέπεια να μην συνιστά Σχίσμα, θα
έπρεπε η ανυπακοή αυτή να βρίσκει έρεισμα: α) σε απόφαση (βλ. σχετ. τον όρο
«κατάκρισις», που χρησιμοποιείται στους 13ο και 15ο και τον όρο «διάγνωσις»
στον 14ο), β) που εξέδωσε σύνοδος (βλ. τον όρο «συνοδική», που χρησιμοποιείται
και στους τρεις κανόνες) και γ) που δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα (βλ. τον όρο
«τελεία», που χρησιμοποιείται στους 13ο και 15ο κανόνες). Θα έπρεπε δηλαδή, ο
Αρχιεπίσκοπος Αθηνών να έχει καταδικασθεί από το αρμόδιο συνοδικό δικαστήριο
για κάποιο κανονικό παράπτωμα και να έχει απορριφθεί και το έκκλητο, που πιθανόν
άσκησε. Τέτοια περίπτωση, όμως, δεν συντρέχει και συνεπώς αντικανονικώς ο
Πατριάρχης Μόσχας διέκοψε την μνημόνευση του ονόματος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών».
Εἶναι πολὺ σαφῆς ἡ ἐξήγηση τῆς Ρωσικῆς Ἱεραρχίας ποιὰ κανονικὴ παράβαση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου
ἀφορὰ μιὰ τέτοια ἀπόφαση, ποὺ ἔλαβε, ἀναφέροντας ἐπακριβῶς τοὺς ἱεροῦς κανόνες
στοὺς ὁποίους στηρίζεται (ἡ ὁποία παράβαση δὲν εἶχε διαπραχθεῖ ἀκόμα, ἀλλὰ συνέβη
δύο ἡμέρες μετὰ): «οἱ ἱεροί κανόνες κατακρίνουν ὅσους δέχονται σὲ προσευχητικὴ
κοινωνία καὶ προχωροῦν σὲ συλλείτουργα μὲ τοὺς καθηρημένους καὶ ἀκοινωνήτους (Ἀποστ.
10, 11, 12, Α΄ Οἰκ. 5, Ἀντιοχ. 2 κ.α.)». Καὶ ὅπως προείπαμε ἤδη, γιὰ τὴν Ρωσικὴ
Ἐκκλησία, ἡ ἱεραρχία τῆς Αὐτοκέφαλης Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας ἀποτελεῖται ἀπὸ
καθηρημένους καὶ ἀκοινώνητους.
Τὸ
κρίσιμο σημεῖο λοιπὸν ὅλης τῆς ἀνάλυσης τοῦ κ. Ἀν. Βαβούσκου ἔγκειται ἀκριβῶς
στὸ ἄν τελικὰ ἡ ἱεραρχία ἐκ τῶν σχισματικῶν ποὺ ἔλαβε τὴν Αὐτοκεφαλία, εἶναι
κανονικὰ ἀποκαταστημένοι ἤ ἐξακολουθοῦν νὰ εἶναι καθηρεμένοι καὶ ἀχειροτόνητοι.
Καὶ ἀκριβῶς ἐπ’ αὐτοῦ σχολιάζει καὶ ὁ ἴδιος: «Βεβαίως, για να λέμε τα πράγματα
με το όνομά τους, το Πατριαρχείο Μόσχας αποφάσισε τη διακοπή της μνημονεύσεως
του Αρχιεπισκόπου Αθηνών ως αντίποινα για την αναγνώριση του Μητροπολίτη
Επιφανίου, ο οποίος κατά το Πατριαρχείο Μόσχας είναι κληρικός χειροτονηθείς από
καθηρημένο επίσκοπο, δηλαδή τον μέχρι πρότινος επικεφαλής της Ουκρανικής
Εκκλησίας (Πατριαρχείο Κιέβου) Φιλάρετο Ντενισένκο. Γύρω, δε, από αυτό το θέμα
έγιναν πλείστες όσες συζητήσεις και αναλύσεις, οι οποίες όμως έχαναν το βασικό
στοιχείο της υποθέσεως. Ποιο ήταν αυτό το στοιχείο; Ότι ο Επιφάνιος ήταν όντως
κληρικός χειροτονηθείς από κληρικό καθηρημένο με καταδικαστική απόφαση, που
εξέδωσε το αρμόδιο εκκλησιαστικό δικαστήριο αλλά με μία διαφορά. Η
καταδικαστική όμως αυτή απόφαση δεν ήταν "τελεία" κατά τους ιερούς
κανόνες, αφού υπέκειτο στο ένδικο μέσο του εκκλήτου ενώπιον του Οικουμενικού
Πατριαρχείου».
Καὶ
ἐδῶ ἀκριβῶς ὑπεισέρχεται ἡ ἀπόκλιση ἀπὸ τὴν ὀρθὴ ἐρμηνεία τῶν ἱερῶν κανόνων,
λαμβάνοντας ὡς μὴ τέλεια τὴν ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας
καὶ ἀποδίδοντας στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο τὸ δικαίωμα νὰ δέχεται ἐκκλήτους
προσφυγὲς πέρα ἀπὸ τὶς συνοδικὲς ἀποφάσεις τῶν ἄλλων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν,
θεωρούμενες αὐτὲς ὡς μὴ τελείες. Ἔτσι βέβαια ἀλλοιώνεται τὸ νόημα τῶν ἱερῶν
κανόνων, οἱ ὁποίοι δὲν ἀποδίδουν καποιὰ ὑπερεκκλησιαστικὴ ἐξουσία στὸ Πατριαρχεῖο
Κωνσταντινουπόλεως, στὴν ὁποία περίπτωση θὰ ἀποκτοῦσε Πρωτεῖο ἄνευ ἴσων, τὸ ὁποῖο
δὲν προβλέπεται στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησιαστικὸ Πολίτευμα, ἀλλὰ ὁδηγεῖ τὴν αἵρεση
τοῦ παπισμοῦ. Τὸ ὀρθὸ νόημα τῶν ἱερῶν κανόνων περὶ τῆς ἐκκλήτου προσφυγῆς ἀποδίδει
ὀρθὰ ὁ σεβ. Μητροπολίτης Πειραιῶς Σεραφεῖμ στὴν ἀρθρογραφία του σχετικὰ μὲ τὸ Οὐκρανικό,
στὴν ὁποία ἔχουμε ἐπανειλημμένως ἀναφερθεῖ σὲ ὅλες σχεδὸν τὶς δικές μας σχετικὲς
δημοσιεύσεις, ὅπως καὶ ἡ νομοκανονικὴ μελέτη τῆς ἀθωνικῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου
Γρηγορίου, «Τὰ "δίκαια" τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας», ἀλλὰ
καὶ οἱ πρωτοπρ. Θ. Ζήσης καὶ Ἀν. Γκοτσόπουλος. Ἐπομένως αὐτὸ ποὺ ἀναφέρει ὁ κ. Ἀν.
Βαβοῦσκος «Και από τη στιγμή που ασκήθηκε το έκκλητο και έγινε δεκτό, η απόφαση
που εκδόθηκε εξαφάνισε την καταδικαστική απόφαση της καθαιρέσεως του Φιλάρετου»,
ὡς ἐχόντων τῶν πραγμάτων θὰ μποροῦσε νὰ ἦταν σίγουρο ὅτι ἰσχύει, μόνο ἄν
ζούσαμε ὑπὸ τὴν σκέπη τοῦ Βατικανοῦ.
Καὶ
ὅσον ἀφορὰ τὰ παρακάτω: «Και μάλιστα την εξαφάνισε αναδρομικώς, με αποτέλεσμα ο
Φιλάρετος να επανέλθει αναδρομικώς στην πρό της καθαιρέσεως κατάστασή του και
οι υπ’ αυτόν χειροτονίες να καταστούν αναδρομικώς έγκυρες. Αυτή είναι η "κανονική"
πραγματικότητα και όποιος την αγνοεί, σημαίνει ότι αγνοεί θεμελιώδεις αρχές του
Κανονικού Δικαίου», ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ὁ κ. Βαβοῦσκος μάλλον ἀγνοεῖ τὶς
πλήρως κατοχυρωμένες στὴν ἱερὰ παράδοση καὶ τοὺς ἱεροῦς κανόνες σχετικὲς μὲ τοὺς
σχισματικοὺς τῆς Οὐκρανίας θέσεις τοῦ μακ. Ἀρχιεπισκόπου Ἀλβανίας Ἀναστάσιου καὶ
τοῦ Ὁμ. Καθηγητοῦ Κανονικοῦ Δικαίου τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς κ. Παν.
Μπούμη: «Τί (θά) κοινωνοῦν;». Ὁλοκληρώνοντας θὰ θέλαμε νὰ ποῦμε ὅτι ὅσο
συνεχίζεται αὐτὴ ἡ κατὰ τὸ δοκοῦν ἐρμηνεία τῶν ἱερῶν κανόνων μέσα στὸ πλαίσιο
μιὰς μονομερῆς προσέγγισης τοῦ Οὐκρανικοῦ, ἐξαιτίας τοῦ ὁποίου αἱμορραγεῖ ἡ
πανορθόδοξη ἑνότητα, ἡ κατάσταση δὲν πρόκειται νὰ πάψει πρὸς θλίψη ὅλων νὰ ἐπιδεινώνεται.