Ο ΝΑΥΤΙΚΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Ο Άγιος καταγόταν από την Ζάκυνθο και ήταν ναυτικός. Συνέβη κάποτε, κατά συνέργεια του μισανθρώπου, να μαλώσει με τον καπετάνιο του και, ενώ βρισκόντουσαν στην Χίο, να αποχωρήσει δυσαρεστημένος από το καράβι.
Ο ΤΟΥΡΚΟΣ ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ ΚΑΙ Η ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΑ: Ένας τούρκος καπετάνιος που το έμαθε, ήθελε να τον πάρει να εργαστεί στο δικό του καράβι. Όμως ο άγιος με κανένα τρόπο δεν ήθελε να δουλέψει σε τούρκικο πλοίο, διότι αποστρεφόταν το γένος των αγαρηνών και αντιδρούσε έντονα στις πιέσεις του. Προσβλήθηκε τότε και οργίστηκε ο τούρκος και, για να το εκδικηθεί, τον συκοφάντησε λέγοντας πώς φορά τούρκικο φέσι ενώ είναι Ρωμιός. Έτσι με άλλους τούρκους τον οδήγησαν μπροστά στον κριτή [καδή].
Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΚΑΔΗ ΚΑΙ Ο ΒΙΑΙΟΣ ΕΞΙΣΛΑΜΙΣΜΟΣ: Ο οθωμανός δικαστής αποφάσισε πως πρέπει να γίνει Τούρκος. Ο άγιος φώναζε: ''Εγώ δεν αρνούμαι τον Χριστό μου ποτέ, Αυτόν πιστεύω, Αυτόν ομολογώ''. Εκείνοι προσπαθούσαν, όπως σε τόσες άλλες περιπτώσεις νεομαρτύρων, με κολακείες, με ταξίματα, με φοβέρες να τον καταφέρουν να αλλαξοπιστήσει, χωρίς αποτέλεσμα όμως. Τότε τον έπιασαν πολλοί μαζί και του έκαναν περιτομή δια της βίας. Κάποιος μάλιστα άνθρωπος της Αυλής του Σουλτάνου, που έτυχε να βρίσκεται στην Χίο, τον πήρε μαζί του για να τον κάνει δώρο στον Σουλτάνο, διότι ήταν όμορφος και νέος.
Η ΦΥΓΗ: Ο ευλογημένος Θεόφιλος παρακαλούσε με δάκρυα τον Θεό να του δείξει δρόμο να φύγει από τα χέρια τους. Πράγματι κάποια νύχτα που πήγαν στο τζαμί να προσκυνήσουν, τον άφησαν μόνο στο σπίτι. Οπλίστηκε με το σημείο του σταυρού, έφυγε και κρύφτηκε κάπου. Μόλις επέστρεψαν εκείνοι, αμέσως κατάλαβαν την απουσία του. Έτσι, άναψαν φανάρια κι άρχισαν να τον ψάχνουν παντού. Ο Θεός όμως τον σκέπαζε και δεν τον βρήκαν παρά τις επίμονες προσπάθειές τους. Μετά από τρεις μέρες πείνασε και βγήκε τα μεσάνυχτα και πήγε στο σπίτι του καπετάνιου του, όπου του έδωσαν τροφή και πάλι κρύφτηκε σε μια εκκλησία. Βρίσκοντας μια ευκαιρία διέφυγε με κάποιο μπρίκι στη Σάμο αλλά πάλι επέστρεψε, ζητώντας τον καπετάνιο του για να ταξιδέψει μαζί του.
ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΣΕ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥΡΚΩΝ: Τον αντιλήφθηκαν όμως κάποιοι Τούρκοι, οι οποίοι όρμησαν, τον άρπαξαν, τον οδήγησαν στον δικαστή όπου και βεβαίωναν με όρκους πως ο Θεόφιλος είχε γίνει μουσουλμάνος. Επειδή, όμως, ο Άγιος με το δίκιο του αρνούνταν φωνάζοντας: ''Χριστιανός είμαι και Χριστιανός θέλω ν’ αποθάνω'', ο κριτής τον καταδίκασε στον δια πυράς θάνατο.
ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ: Φορτωμένο με τα ξύλα της φωτιάς που θα τον έκαιγε τον οδήγησαν στον τόπο της εκτέλεσης. Ακόμα και την τελευταία στιγμή προσπαθούσαν να τον κάνουν ν΄αλλάξει γνώμη. Όμως ο άγιος φώναζε με επιμονή: ''Δεν αρνούμαι τον Χριστό μου, Χριστιανός είμαι, Χριστιανός επιθυμώ να αποθάνω, τί χασομεράτε;'' Τότε άναψαν μια τεράστια φωτιά, για να τον κάψουν. Ο άγιος μάρτυς κάνοντας την προσευχή του και το σημείο του σταυρού και λέγοντας: ''Εις χείρας Σου , Χριστέ μου, παραδίδω την ψυχήν μου'', μπήκε μόνος του μέσα στη φωτιά και έτσι τελειώθηκε, σε ηλικία μόλις 18 ετών. Ήταν η 24η Ιουλίου του 1635.
Όταν έσβησε η φωτιά οι Χριστιανοί ζήτησαν, δίνοντας πολλά χρήματα, να πάρουν όσα λείψανα του αγίου μάρτυρος είχαν μείνει και τα κατέθεσαν στον ναό του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου στη Χίο.
Ἀπολυτίκιον
Ήχος α’. Θεὸν τὸν σαρκωθέντα εὐθαρσῶς ὡμολόγησας, τὰ Ἀγαρηνῶν καταπτύσας, ἀπιστίας διδάγματα. Πυρὶ δὲ ὑπ' αὐτῶν κατακαείς, ἀρώμασιν ἐπλήρωσας τὴν γῆν, ὦ Θεόφιλε τρισμάκαρ, τοῦ Θεοῦ φίλε γνήσιε. Χαίροις οὖν Νεομάρτυς τοῦ Χριστοῦ, χαίροις Ἐκκλησίας τὸ καύχημα, τῆς Ζακύνθου χαίροις ὁ γόνος, καὶ τῆς Χίου ἐγκαλλώπισμα.
Ήχος α’. Θεὸν τὸν σαρκωθέντα εὐθαρσῶς ὡμολόγησας, τὰ Ἀγαρηνῶν καταπτύσας, ἀπιστίας διδάγματα. Πυρὶ δὲ ὑπ' αὐτῶν κατακαείς, ἀρώμασιν ἐπλήρωσας τὴν γῆν, ὦ Θεόφιλε τρισμάκαρ, τοῦ Θεοῦ φίλε γνήσιε. Χαίροις οὖν Νεομάρτυς τοῦ Χριστοῦ, χαίροις Ἐκκλησίας τὸ καύχημα, τῆς Ζακύνθου χαίροις ὁ γόνος, καὶ τῆς Χίου ἐγκαλλώπισμα.
Κοντάκιον
Ήχος γ’. Χριστοῦ δῆμος ᾄσμασιν, ἀνευφημεῖ ἐπαξίως, τοὺς λαμπροὺς ἀγῶνάς σου, Μάρτυς Θεόφιλε θεῖε, ἤνεγκας, καὶ γὰρ γενναίως εἱρκτὴν ζοφώδη, ἔφερας, πικρὰς αἰκίας καὶ ἀνυποίστους, καὶ τὸν θάνατον ἐδέξω, πυρὸς ἐν μέσῳ, ὡς φίλος ὄντως Θεοῦ.
Ήχος γ’. Χριστοῦ δῆμος ᾄσμασιν, ἀνευφημεῖ ἐπαξίως, τοὺς λαμπροὺς ἀγῶνάς σου, Μάρτυς Θεόφιλε θεῖε, ἤνεγκας, καὶ γὰρ γενναίως εἱρκτὴν ζοφώδη, ἔφερας, πικρὰς αἰκίας καὶ ἀνυποίστους, καὶ τὸν θάνατον ἐδέξω, πυρὸς ἐν μέσῳ, ὡς φίλος ὄντως Θεοῦ.