Σάββατο 25 Ιουλίου 2020

ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ - ΣΑΒΒΑΤΟ 25 ΙΟΥΛΙΟΥ 2020

Ἡ Κοίμηση τῆς Ἁγίας Ἄννας Μητέρας τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου
Μήτηρ τελευτᾷ Μητροπαρθένου Κόρης,
Ἡ τῶν κυουσῶν μητέρων σωτηρία.
Πέμπτῃ ἐξεβίωσε μογοστόκος εἰκάδι Ἄννα.

Ἡ Ἁγία Ἄννα, ἡ μητέρα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, καταγόταν ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Λευί.

Ὁ πατέρας της, ποὺ ἦταν ἱερέας, ὀνομαζόταν Ματθᾶν καὶ ἡ μητέρα της Μαρία. Ἡ Ἄννα εἶχε καὶ δυὸ ἀδελφές, τὴν ὁμώνυμη μὲ τὴ μητέρα της Μαρία καὶ τὴ Σοβήν. Καὶ ἡ μὲν Μαρία εἶχε κόρη τὴ Σαλώμη, ἡ δὲ Σοβῆ τὴν Ἐλισάβετ. Καὶ ἡ Ἄννα τὴν Παρθένο Μαρία.

Ἡ Ἁγία Ἄννα ἀξιώθηκε νὰ ἔχει τὴ μεγάλη τιμὴ καὶ εὐτυχία νὰ ἀποκτήσει μοναδικὴ κόρη, τὴν μητέρα τοῦ Σωτῆρος τοῦ κόσμου. Ἀφοῦ ἡ Ἁγία Ἄννα ἀπογαλάκτισε τὴν Θεοτόκο καὶ τὴν ἀφιέρωσε στὸ Θεό, αὐτὴ πέρασε τὴν ὑπόλοιπη ζωή της μὲ νηστεῖες, προσευχὲς καὶ ἐλεημοσύνες πρὸς τοὺς φτωχούς.
Τέλος, εἰρηνικὰ παρέδωσε στὸ Θεὸ τὴ δίκαια ψυχή της, κληρονομώντας τὰ αἰώνια ἀγαθά. Διότι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος διαβεβαίωσε ὅτι «οἱ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιο ἀπελεύσονται». Οἱ δίκαιοι, δηλαδή, θὰ μεταβοῦν γιὰ νὰ ἀπολαύσουν ζωὴ αἰώνια.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε
Ζωὴν τὴν κυήσασαν, ἐκυοφόρησας, Ἁγνὴν Θεομήτορα, θεόφρον Ἄννα· διὸ πρὸς λῆξιν οὐράνιον, ἔνθα εὐφραινομένων, κατοικία ἐν δόξῃ, χαίρουσα νῦν μετέστης, τοῖς τιμῶσί σε πόθῳ, πταισμάτων αἰτουμένη ἱλασμόν, ἀειμακάριστε.

Κοντάκιον Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.

Προγόνων Χριστοῦ, τὴν μνήμην ἑορτάζομεν, τὴν τούτων πιστῶς, αἰτούμενοι βοήθειαν, τοῦ ῥυσθῆναι ἅπαντας, ἀπὸ πάσης θλίψεως τοὺς κράζοντας· ὁ Θεὸς γενοῦ μεθ’ ἡμῶν, ὁ τούτους δοξάσας ὡς ηὐδόκησας.


Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ὡς τοῦ Σωτῆρος εὐκλεέστατοι Προπάτορες

Ἐπουρανίων δωρεῶν ἄμφω ἐτύχετε

Ἰωακείμ τε καὶ Ἄννα οἱ θεοφόροι.

Ἀλλ’ ἐκ πάσης ἐπηρείας ἐκλυτρώσασθε

Τοὺς αἰτοῦντας τὴν θερμὴν ὑμῶν ἀντίληψιν

Καὶ κραυγάζοντας, χαίροις ζεῦγος θεόκλητον.


Μεγαλυνάριον.
Χαίρουσα μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, Ἄννα ὥσπερ μήτηρ, τῆς τεκούσης τὸν Ποιητήν. Ὅθεν τοὺς τιμῶντας, τὴν θείαν κοίμησίν σου, χαρᾶς τῆς ἀθανάτου, μετόχους ποίησον.

Ἡ Ὁσία Ὀλυμπιάδα ἡ Διακόνισσα
Oλυμπιάς πεσούσα πατρίδος φίλης,
Προς την άνω χαίρουσα βαίνει πατρίδα.

Ἡ Ὀλυμπιάδα ὑπῆρξε στὰ χρόνια τῶν Πατριαρχῶν Νεκταρίου καὶ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου (395 μ.Χ.). Ὁ πατέρας της Ἀκοῦνδος εἶχε τὸ ἀξίωμα τοῦ κόμητος. Κατ’ ἄλλους ὅμως ὀνομαζόταν Σέλευκος.

Ἡ Ὀλυμπιάδα εἶχε μεγάλη σωματικὴ ὡραιότητα, εὐφυΐα, παιδεία, καὶ πολλὰ πλούτη. Παντρεύτηκε τὸν ἔπαρχο Κωνσταντινούπολης Νευρίδιο, ἀλλὰ αὐτὸς μετὰ ἀπὸ λίγο χρόνο πέθανε καὶ ἔτσι ἡ Ὀλυμπιάδα ἔμεινε χήρα σὲ πολὺ μικρὴ ἡλικία. Ὁ αὐτοκράτωρ Θεοδόσιος προσπάθησε νὰ τὴν πείσει νὰ πάρει δεύτερο ἄνδρα, κάποιο ἀξιωματοῦχο Ἐλπίδιο. Αὐτὴ ὅμως, τιμώντας τὴν μνήμη τοῦ ἄντρα της καὶ φλεγόμενη ἀπὸ τὸν πόθο νὰ ὑπηρετήσει τὴν Ἐκκλησία μὲ τὰ πλούτη της, ἀπέρριψε τὸν δεύτερο γάμο.

Ἀφοσιώθηκε λοιπὸν στὸν μέγα ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινούπολης Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο καὶ γεμάτη ἐνθουσιασμὸ ἔδωσε στὴν ἀρχιεπισκοπὴ του χιλιάδες χρυσὰ νομίσματα καὶ κτήματα. Μέσα στὴν Ἐκκλησία εἶχε τὸν τίτλο τῆς Διακόνισσας. Ἵδρυσε μάλιστα καὶ μοναστήρι, κοντὰ στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Εἰρήνης.

Ἀργότερα, ὅταν ὁ Χρυσόστομος ἐξορίστηκε, ἡ Ὀλυμπιάδα ἔπεσε σὲ βαθὺ πένθος. Γιὰ νὰ τὴν παρηγορήσει ὁ μέγας ἱεράρχης, τῆς ἔστειλε ἀρκετὲς ἐπιστολὲς (σώζονται 17).
Πέθανε ἐξορισμένη στὴ Νικομήδεια, μόλις 50 ἐτῶν, λίγο μετὰ ἀπὸ τὸ θάνατο τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τὸν πλοῦτον σκορπίσασα, τὸν σὸν τελίῳ νοΐ, Χριστῷ ἠκολούθησας δι’ ἐναρέτου ζωῆς, Ὁσία πανεύφημε· σὺ γὰρ ἐφεπομένη, τῷ σοφῷ Χρυσοστόμῳ, χρύσεον ὤφθης σκεῦος, τῆς Χριστοῦ Ἐκκλησίας· διό σε Ὀλυμπιάς, ὁ Κύριος ἐδόξασε.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Εὐσεβείᾳ λάμψασα καὶ ἐγκρατείᾳ, τὸν Θεὸν ἐδόξασας, ἔργοις καὶ τρόποις ἱεροῖς, Ὀλυμπιὰς ἀεισέβαστε· διὸ τῆς δόξης τῆς ἄνω ἠξίωσαι.

Μεγαλυνάρια.
Χαίροις ἡ Ὁσία Ὀλυμπιάς, ἐναρέτων ἔργων, ὑποτύπωσις ἀληθής· χαίροις ἡ τῶν ἄθλων, καὶ τῆς ἁγίας δόξης, τῷ θείῳ Χρυσοστόμῳ συγκοινωνήσασα.

Ἡ Ὁσία Εὐπραξία
 
Eυπραξία πρόσεισι Xριστώ πλουσία,
Πολλαίς κομώσα ψυχικαίς ευπραξίαις.

Ἡ Ἁγία αὐτὴ ἦταν κόρη τοῦ συγκλητικοῦ Ἀντίγονου καὶ τῆς Εὐπραξίας (ἡ Ἅγια εἶχε τὸ ἴδιο ὄνομα μὲ τὴ μητέρα της), ποὺ ἦταν συγγενὴς τοῦ Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου (379 – 395).

Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἀντιγόνου, ἡ μητέρα της τὴν παρέδωσε στὸν βασιλιὰ Θεοδόσιο γιὰ νὰ τὴν ἀποκαταστήσει. Αὐτὸς τὴν ἀρραβώνιασε πολὺ μικρὴ μὲ κάποιον συγκλητικό. Ἄλλα κατὰ τὴ διάρκεια κάποιας περιήγησής της στὴν Αἴγυπτο, μὲ τὴ συνοδεία τῆς μητέρας της, ἡ Εὐπραξία ἐπισκέφθηκε κάποια γυναικεία Μονὴ στὴ Θήβα τῆς Ἄνω Αἰγύπτου (ὅπου ἡγουμένη ἦταν μία ἁγία γυναίκα, ποὺ λεγόταν Μαρίνα) καὶ τόσο τῆς ἄρεσε ἡ ζωὴ τῶν ἐκεῖ ἀσκουμένων, ὥστε ἀποφάσισε νὰ περάσει τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς της μαζὶ μ’ αὐτές. Ἡ δὲ μητέρα της δὲν ἔφερε ἀντίρρηση, ἐπέστρεψε στὴν Ἀνατολή, πούλησε τὴν κτηματική της περιουσία καὶ ἐπανῆλθε στὴ Μονή. Ἐκεῖ ἀφοῦ κατέθεσε ὅλα τὰ χρήματα ἀπὸ τὴν πώληση τῆς περιουσίας της, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ἡ δὲ κόρη της Εὐπραξία, μοίρασε τὰ χρήματα αὐτὰ στὶς ἐκκλησίες καὶ στοὺς φτωχοὺς καὶ ἐπιδόθηκε σὲ αὐστηρότατη ἄσκηση γιὰ 45 ὁλόκληρα χρόνια.
Ἔτσι ἀσκητικὰ καὶ ἅγια ἀφοῦ ἔζησε, παρέδωσε εἰρηνικὰ τὸ πνεῦμα της στὸν Θεό, ἐπιτελώντας πολλὰ θαύματα.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἐκ νεότητος Μῆτερ τὸν Χριστὸν ἀγαπήσασα, κόσμου τὰ τερπνὰ ὑπερεῖδες, καὶ μνηστῆρα τὸν πρόσκαιρον, καὶ ἤσκησας ἰσάγγελον ζωήν, Ὁσία Εὐπραξία ἐπὶ γῆς· διὰ τοῦτο ἐδοξάσθης παρὰ Χριστοῦ, καὶ ᾔσχυνας τὸν δράκοντα· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐκπληροῦντι διὰ σοῦ ἡμῶν τὰ αἰτήματα.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Τὴν τῶν παρθένων καλλονὴν καὶ ὑποτύπωσιν

Καὶ τῶν ὁσίων στηλογράφημα καὶ σέμνωμα

Τὴν Ὁσίαν εὐφημήσωμεν Εὐπραξίαν·

Ἀρετῶν γὰρ εὐπραγίαις διαλάμπουσα

Νύμφη ὤφθη τοῦ Σωτῆρος θεοδόξαστος.
ᾟ βοήσωμεν· χαίροις Μῆτερ ἰσάγγελε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Εὐπραξία νύμφη Χριστοῦ· χαίροις παρθενίας, καὶ ἀσκήσεως λαμπηδών· χαίροις ἡ τῆς δόξης, τρυφῶσα τοῦ Κυρίου· ᾧ πρέσβευε σωθῆναι, τοὺς σὲ γεραίροντας.

Μνήμη Ε’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου
 
Λόγοι Βελίαρ οἱ λόγοι Ὠριγένους,
Οὕσπερ καθεῖλον προσκυνηταὶ τοῦ Λόγου.

Σήμερα ἑορτάζουμε τὴν μνήμη τῶν ἁγίων 165 Πατέρων, ποὺ ἀποτέλεσαν τὴν Ε’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο.

Κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ Α’ τοῦ Μεγάλου, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἦταν ὁ Ἄνθιμος ὁ Α’, ὁ ὁποῖος ἦταν αἱρετικὸς καὶ συγκεκριμένα μονοφυσίτης. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο, ἐκθρονίστηκε ἀπὸ τοὺς ὀρθοδόξους καὶ ἀπὸ τὸν τότε πάπα τῆς Ρώμης Ἀγαπητὸ καὶ στὴ θέση του χειροτονήθηκε ὁ ἁγιότατος Μηνᾶς.

Μὲ ἀφορμὴ ὅμως τὸ γεγονὸς τῆς ἀπομακρύνσεως τοῦ αἱρετικοῦ Πατριάρχη Ἀνθίμου ξεσηκώθηκαν ὁ Σέβηρος καὶ ὁ Πέτρος, οἱ ὁποῖοι βρίσκονταν κάτω ἀπὸ αἱρετικὴ κυριαρχία καὶ συνιστοῦσαν μάλιστα καὶ τὰ βλάσφημα δόγματα τοῦ Ὠριγένη.

Γι' αὐτὸν τὸν λόγο ὁ Ἰουστινιανός, συγκάλεσε τὸ 553μ.Χ. στὴν Κωνσταντινούπολη, τὴν Ε’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, στὴν ὁποία πῆραν μέρος 165 Ἅγιοι Πατέρες, μαζὶ μὲ τὸν Πατριάρχη Μηνᾶ.
Ἡ σύνοδος αὐτὴ ἀναθεμάτισε τοὺς μονοφυσίτες Σέβηρο καὶ Πέτρο καὶ τὶς κακοδοξίες τοῦ Ὠριγένη.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείου Πνεύματος, τῇ ἐπιπνοίᾳ, θεῖος ὅμιλος, σεπτῶν Πατέρων, ἐν τῇ Πέμπτῃ Συνόδῳ καθείλετε, αἱρετικῶν τὰ ὀθνεῖα διδάγματα, καὶ Ὀρθοδόξοις τὸ κράτος δεδώκατε· ἀλλ’ αἰτήσασθε, Τριάδα τὴν Ὑπερούσιον, δωρήσασθε ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τοὺς ἐν τῇ πόλει τῇ λαμπρᾷ Κωνσταντίνου, τὴν Πέμπτην Σύνοδον ἐν Πνεύματι θείῳ, θεοειδεῖς Πατέρας συγκροτήσαντας, ὕμνοις εὐφημήσωμεν, Ὀρθοδόξων οἱ δῆμοι, πρὸς αὐτοὺς κραυγάζοντες· ἀπὸ πάσης ἀνάγκης, τὴν Ἐκκλησίαν ῥύσασθε Χριστοῦ, ὑμῶν πρεσβείαις, Πατέρες θεόληπτοι.

Μεγαλυνάριον.
Χαίρετε Πατέρες θεοειδεῖς, τῆς Πέμπτης Συνόδου, οἱ φωστῆρες καὶ συνεργοί· χαίρετε προστάται, Χριστοῦ τῆς Ἐκκλησίας, καὶ τῶν αἱρετιζόντων, ἧττα καὶ ὄλεθρος.

Οἱ Ἅγιοι Σάκτος (ἢ Σάγκτος), Ματοῦρος, Ἄτταλος καὶ Βλανδίνα οἱ Μάρτυρες

Eις τον Σάκτον, Mάττουρον και Άτταλον.
Tρεις εξ ενός πνίγουσιν άνδρας σπαρτίου,
Ως τρίπλοκόν τι σπαρτίον συνημμένους.

Eις την Bλανδίναν.
Nίκης αγώνος ιππικού τη Bλανδίνη,
Δίδωσι λαμπρά παμβασιλεύς τα στέφη.

Μαρτύρησαν στὰ χρόνια του βασιλιὰ τῶν Ρωμαίων Μάρκου Ἀντωνίνου.

Ὁ Σάκτος καὶ ὁ Ματοῦρος ἦταν ἀπὸ τὴ Βιέννα, οἱ δὲ Ἄτταλος καὶ Βλανδίνα ἀπὸ τὴν Πέργαμο.

Συνελήφθησαν διότι ἦταν χριστιανοὶ καὶ τοὺς βασάνισαν φρικτὰ μὲ διάφορα βασανιστήρια, ὅπως μὲ κοφτερὰ μαχαίρια, πυρακτωμένα σίδερα, ἄγρια θηρία, μαστιγώσεις καὶ ἄλλα.
Τελικά τοὺς ἀπαγχόνισαν στὴ φυλακὴ καὶ τὰ σώματά τους τὰ ἔριξαν στὴ φωτιὰ καὶ κατόπιν στὸν Ροδανὸ ποταμό, ἀφοῦ τὰ τρύπησαν μὲ ἀκόντια.

Ὁ Ἅγιος Ἠλίας Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης

Ο αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Ηλίας διεδραμάτισε ενεργό ρόλο στα εκκλησιαστικά δρώμενα που προηγήθηκαν της Ε' Οικουμενικής Συνόδου.

Στις 6 Ιανουαρίου του 553 μ.Χ. συνυπογράφει με τους Απολινάριο Αλεξανδρείας και Δομνίνο Αντιοχείας την επιστολή που απέστειλε ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ευτύχιος, ο οποίος κινήθηκε δραστήρια και ανέλαβε την πρωτοβουλία για τη σύγκληση της Συνόδου, προς τον πάπα Βιγίλιο. Στην επιστολή αυτή εκφραζόταν η επιτακτική ανάγκη για διατήρηση της εκκλησιαστικής ενότητος και παρετίθετο ομολογία πίστεως στις τέσσερις Οικουμενικές Συνόδους που είχαν προηγηθεί και στις παπικές επιστολές.

Για άγνωστους λόγους ο Ηλίας απουσίαζε από τις εργασίες της Ε' Οικουμενικής Συνόδου που συνήλθε το ίδιο έτος (5 Μαΐου - 2 Ιουνίου 553 μ.Χ.)· γι αυτό το λόγο εκπροσωπήθηκε από τον τιτουλάριό του επίσκοπο Ηρακλείας της Μακεδονίας Βενίγνο, ο οποίος υπογράφει στα σωζόμενα σε λατινική μετάφραση πρακτικά της Συνόδου ως «Benignus misericordia Dei episcopus Heracleotanae civitatis, quae est primae Macedoniae, agens vicem Elia sanctissimi archiepiscopi Thessalonicensium civitatis, tam pro illo etiam pro me». Αξιοσημείωτο είναι πως στους επισκοπικούς καταλόγους ο τοποτηρητής του απουσιάζοντος αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Ηλία, κατέχει την 7η θέση, αμέσως μετά τους πατριάρχες.

Τέλος, το όνομα του αρχιεπισκόπου Ηλία, ως συμμετασχόντος στην Ε' Οικουμενική Σύνοδο, αναγράφεται στο έργο του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερμανού Α', Περί των αγίων συνόδων: «καὶ σύνοδος ἐνταῦθα συνεκροτεῖτο τῶν ρξε' ἁγίων πατέρων, ὄντος ἐν αὐτῇ Εὐτυχίου τοῦ τῆς πόλεως ἡμῶν προέδρου, ᾿Απολλιναρίου τοῦ ᾿Αλεξανδρείας,... ᾿Ηλία τε τοῦ Θεσσαλονίκης καὶ ἑτέρων πλείστων». Εαν δεν πρόκειται για ιστορική παρερμηνεία, αποσκοπεί στον τονισμό του πρωτεύοντος ρόλου του αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Ηλία στις προπαρασκευαστικές ενέργειες για τη σύγκληση της Συνόδου.

Όσιος Γρηγόριος Καλλίδης
Ο Όσιος Γρηγόριος (ο Καλλίδης) γεννήθηκε στις 24 Ιανουαρίου του 1844 μ.Χ. από ευλαβείς γονείς, τον Ιωάννη και την Ευφροσύνη, στο Κούμβαο της επαρχίας Ηρακλείας, της Ανατολικής Θράκης. Από μικρός έδειξε κλίση προς την ιερωσύνη και έτσι προσλήφθηκε στην υπηρεσία του Μητροπολίτου Σηλυβρίας και μετά Σερρών Μελετίου Θεοφιλίδη του Θεσσαλονικέως, από το οποίο έλαβε τον πρώτο βαθμό της ιερωσύνης στις 26 Φεβρουαρίου του 1862 μ.Χ. Μαθήτευσε με επιμέλεια στα λαμπρά εκπαιδευτήρια των Σερρών, με Διευθυντή τον Ι. Πανταζίδη, τον μετέπειτα καθηγητή Πανεπιστημίου και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Ριζάρειο Σχολή και στη Θεολογική Σχολή του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Στην Αθήνα ο Μητροπολίτης Θεόφιλος Βλαχοπαπαδόπουλος (1862 - 1873 μ.Χ.) τον προεχείρισε σε Αρχιδιάκονό του, εκτιμώντας την προσωπικότητα και τα σπάνια προσόντα του. Έτσι έλαβε μέρος στη δοξολογία για την άφιξη της νύμφης τότε βασίλισσας Όλγας και αργότερα στη βάπτιση του διαδόχου Κωνσταντίνου.

Κατά το έτος 1873 μ.Χ. βρίσκουμε τον Γρηγόριο Σχολάρχη στη Ραιδεστό, το 1874 μ.Χ. πρωτοσύγκελλο του Μητροπολίτου Ηρακλείας Παναρέτου και ιεροκήρυκα, μέχρι να λάβει τον τρίτο βαθμό της ιερωσύνης, ονομαζόμενος επίσκοπος Ναζιανζού στις 24 Μαρτίου του έτους 1875 μ.Χ. Ως βοηθός επίσκοπος του Μητροπολίτου Ηρακλείας, με πολλή σύνεση, μαζί με τους προκρίτους, διαφύλαξε την πόλη της Ραιδεστού από την επιδρομή 45 χιλιάδων Κιρκασίων κατά τον Ρωσσοτουρκικό πόλεμο, μέχρι να υποδεχθεί τους Ρώσσους.

Στους χρόνους της βουλγαρικής εξαρχείας, απεστάλη από το Πατριαρχείο στην Ανδριανούπολη ως έξαρχος, μετά τις εκεί βιαιότητες κατά του Μητροπολίτου Διονυσίου του Ε', του μετέπειτα Οικουμενικού Πατριάρχου (1887 - 1891 μ.Χ.) για να τον αντιπροσωπεύσει μια και αυτός θα απουσίαζε νοσηλευόμενος στην Κωνσταντινούπολη.

Μετά από τρίμηνη παραμονή στην Ανδριανούπολη, εξελέγη στις 12 Μαίου του 1879 μ.Χ. Μητροπολίτης Τραπεζούντος από τον Πατριάρχη Ιωακείμ το Γ' τον μεγαλοπρεπή κατά την πρώτη πατριαρχεία του.

Την επαρχία της Τραπεζούντος ο Γρηγόριος Καλλίδης εποίμανε για πέντε χρόνια και αναδείχθηκε άξιος διάδοχος των αειμνήστων προκατόχων του, που λάμπρυναν τον μητροπολιτικό αυτό θρόνο των Κομνηνών και της Τραπεζούντος. Από την ημέρα της ενθρονίσεως του επιμελήθηκε του έργου της περιφρουρήσεως του ποιμνίου του από τις επιθέσεις των περιοίκων μεταναστών Τούρκων.

Ομοίως μερίμνησε και περί της ελαττώσεως της βαριάς φορολογία των χριστιανών. Αποκατέστησε την ειρήνη και την ομόνοια μεταξύ του ποιμνίου του και ανασυνέταξε τους κοινοτικούς κανονισμούς της ορθόδοξης κοινότητας των Ρωμηών. Με την βοήθεια των μεγάλων ευεργετών Θεοφυλάκτου και Φωκίωνος Κιούση, δημιούργησε προσοδοφόρα κτήματα από τα έσοδα των οποίων να καλύπτεται ο προϋπολογισμός των σχολείων. Γι' αυτή μάλιστα την ενέργειά του τον συνεχάρη το Πατριαρχείο με προσωπική επιστολή στις 13 Ιουνίου 1880 μ.Χ.

Επί της αρχιερατείας του στην Τραπεζούντα το 1879 μ.Χ., η Μεγάλη Εκκλησία, αφού απέσπασε τις εξαρχίες των τριών Σταυροπηγιακών Μονών Σουμελά, Βαζελώνος και Περιστερεώτα, τις υπήγαγε στην άμεση διοίκηση της μητροπόλεως Τραπεζούντος, με την ελπίδα της καλύτερης συγκροτήσεως και προκοπής των Χριστιανών.

Εις τον Τραπεζούντος Γρηγόριον Καλλίδην ανετέθη από τη Μεγάλη Εκκλησία με συνοδικό γράμμα στις 22 Οκτωβρίου 1879 μ.Χ. από τον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ' και το καθήκον της εποπτείας των τριών αυτών Σταυροπηγιακών Μονών, οπότε και ανέλαβε την υποχρέωση να τις επισκέπτεται σε τακτά χρονικά διαστήματα. Από τον Απρίλιον όμως του 1886 μ.Χ., η εποπτεία των χριστιανών της περιοχής περιήλθε και πάλι στην Ιερά Μονή Σουμελά.

Τον Τραπεζούντος Γρηγόριο Καλλίδη, ο οποίος εξελέγη στο θρόνο της αγιωτάτης Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, διαδέχθηκε στις 29 Δεκεμβρίου 1884 μ.Χ. ο από Φιλιππουπόλεως μετατεθείς Γρηγόριος ο Γ' ο Λέσβιος.

Η ενθρόνιση του Μητροπολίτου Γρηγορίου στη Θεσσαλονίκη έγινε στις 20 Μαρτίου του 1885 μ.Χ. μέσα σε κλίμα ενθουσιασμού.

Κατά την περίοδο της αρχιερατείας του Γρηγορίου Καλλίδη, βρισκόταν σε κορύφωση το κοινοτικό ζήτημα της Θεσσαλονίκης, με έντονες διενέξεις που είχαν να κάνουν με την εκλογή των τοπικών αρχόντων της πόλης. Εκείνη την εποχή άρχισαν να αποδυναμώνονται οι εύποροι συντεχνίτες που διεκδικούσαν μια αδιαφιλονίκητη εκλογή στη δημογεροντία και την αντιπροσωπεία της κοινότητας. Τα ισχυρά μέλη των κοινοτικών οργάνων της περιοχής, ήταν έμποροι, κτηματίες, δικηγόροι και γιατροί. Οι ηγέτες του συντεχνιακού κόσμου ζητούσαν επίμονα να αλλάξουν τους όρους του εκλογικού παιχνιδιού, που πια δεν τους ευνοούσε. Ξέσπασαν έτσι οι γνωστές διαμάχες της δεκαετίας του 1880 μ.Χ. που κατέληξαν στη μετάθεση του Μητροπολίτου Γρηγορίου Καλλίδου. Ωστόσο οι κοινοτικές διενέξεις που είχαν ξεκινήσει πολύ πριν την περίοδο της αρχιερατείας του Γρηγορίου, αλλά διήρκησαν και αρκετά μετά, έγιναν αιτία να μετατεθούν ακόμη δύο Μητροπολίτες, ο Καλλίνικος Φωτιάδης (1878 - 1883 μ.Χ.) και ο Αθανάσιος Μεγακλής (1893 - 1900 μ.Χ.).

Οι Στ. Ιωαννίδης, Δ. Βλάτσης και Κ. Σφήκας ήταν οι εκπρόσωποι των συντεχνιών, των ασθενεστέρων πλέον τάξεων της πόλης, που υποστήριξε ο Μητροπολίτης Γρηγόριος, με αποτέλεσμα να συκοφαντηθεί στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και να κυκλοφορήσει το 1888 μ.Χ. από τις αντίπαλες μερίδες, ρυπαρογραφικός ανώνυμος λίβελος ανόσιας κατηγορίας κατά του Μητρ. Γρηγορίου, λίγο πριν την δίκη που θα γινόταν στην Κωνσταντινούπολη για να διαλευκάνει την υπόθεση.

Στις 29 Απριλίου του 1889 μ.Χ. το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αθώωσε πανηγυρικά τον ανεξίκακο Μητροπολίτη Γρηγόριο. Οι κατήγοροί του δεν προσήλθαν καθόλου στη δίκη. Οι εκπρόσωποι κατήγοροι του ήταν οι Θ. Γεωργιάδης, Γ. Γράβαρης, Τ. Παπαγεωργίου. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι, ο Αλφρέδος Άμποττ, γόνος παλιάς και πλούσιας οικογένειας, όπως και ο Σταύρος Χατζηλαζάρου, είχαν ταχθεί μαζί με τον Μητροπολίτη τους υπέρ της φτωχής μερίδας των συντεχνιών.

Μετά την αθώωσή του, ο Μητροπολίτης Γρηγόριος δικαιωμένος παραμένει στην Κωνσταντινούπολη, μη θέλοντας να επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη και παραιτούμενος θέτει τον εαυτό του στη διάθεση της Μεγάλης Εκκλησίας, οπότε και εκλέγεται Μητροπολίτης Ιωαννίνων στις 28 Σεπτεμβρίου του 1889 μ.Χ.

Ως Μητροπολίτης Ιωαννίνων κλήθηκε αριστίνδην συνοδικό μέλος και έρχεται πάλι στην Κωνσταντινούπολη το 1892 μ.Χ. Στη θέση του αφήνει τον πρωτοσύγκελλό του Πανάρετο, που στη συνέχεια εκλέγεται διαδοχικά, επίσκοπος Ναζιανζού και χωρεπίσκοπος Ταταούλων.

Στη Βασιλεύουσα Πόλη, ο Γρηγόριος διετέλεσε πρόεδρος της διευθύνουσας επιτροπής του πατριαρχικού τυπογραφείου, πρόεδρος της επιτροπής διαχείρισης των μοναστηριακών κτημάτων και μέλος της Εφορίας της Ιεράς Θεολογικής Σχολής. Ιδιαίτερα αξιοσημείωτη υπήρξε η δράση του ως προέδρου του εκκλησιαστικού δικαστηρίου των Πατριαρχείων. Στα Ιωάννινα επέστρεψε και πάλι τον Μάιο του 1894 μ.Χ.

Κατά τον πόλεμο του 1897 μ.Χ. μαζί με τους γενικούς προξένους προφύλαξε την πόλη των Ιωαννίνων από τους Τούρκους, οπότε και τιμήθηκε παρά του Αντιβασιλεύοντος Διαδόχου Κωνσταντίνου με το παράσημο των Ανωτέρων Ταξιαρχών του Σωτήρος Χριστού, λαμβάνοντας συγχρόνως από τον Αυτοκράτορα της Ρωσσίας τον μεγαλόσταυρο της Αγίας Άννης και από τον ηγεμόνα του Μαυροβουνίου τον μεγαλόσταυρο Δανιήλου. Ας σημειωθεί εδώ και η αναγνώριση της αξίας του Ιεράρχου και από την Τουρκική πλευρά ενωρίτερα, όταν τιμήθηκε από τον Σουλτάνο το Νοέμβριο του 1885 μ.Χ., με το επίσημο παράσημο Οσμανιέ Β' τάξεως. Διετέλεσε συνοδικός επί των Πατριαρχών Νεοφύτου του Η', Κωνσταντίνου Ε' και Ιωακείμ του Γ' και έγινε πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου, οπότε και έλαβε τον σερβικό μεγαλόσταυρο του Αγίου Σάββα.

Στις 22 Μαίου του έτους 1902 μ.Χ. ο Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ', προεβίβασε τον Γρηγόριο στη γεροντική Μητρόπολη Ηρακλείας και Ραιδεστού, στη θέση του Ιερωνύμου για να εκλεγεί στα Ιωάννινα ο Νικαίας Σωφρόνιος. Οι άλλοι συνυποψήφιοι για την Μητρόπολη Ηρακλείας ήταν ο Αμασείας Άνθιμος και ο Βερροίας Κωνσταντίνος. Ο πρώην Ηρακλείας Ιερώνυμος κατεστάθη και πάλιν Μητροπολίτης Νικαίας.

Στη διοίκηση της επαρχίας του, εκτός των περιοχών Ραιδεστού και Χαριουπόλεως διώρισε επισκόπους, τον επίσκοπο Ναζιανζού Γερμανό στα τμήματα Ηρακλείας και Τυρολόης και τον επίσκοπο Χαριουπόλεως Φιλόθεο στα τμήματα Κεσσάνης, Μαλγάρων και Μακράς Γέφυρας.

Η Εκκλησία της Ηρακλείας που ιδρύθηκε από τον πρωτόκλητο Απόστολο Ανδρέα, υπήρξε η πρωτεύουσα Μητρόπολη στη Θράκη και σ' αυτήν υπαγόταν και η επισκοπή Βυζαντίου, η μετέπειτα Κωνσταντινούπολη. Στην Δ' Οἰκουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας το 451 μ.Χ., η Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης ανυψώθηκε σε Νέα Ρώμη. Ο Μητροπολίτης Ηρακλείας όμως διατηρούσε το δικαίωμα, να εγχειρίζει στον εκάστοτε Οικουμενικό Πατριάρχη την πατριαρχική ράβδο.

Στα πρώτα χρόνια της αρχιερατείας του στην Μητρόπολη Ηρακλείας ανεκόμισε και παρέδωσε σε Ουγγρική αντιπροσωπεία, τα οστά του πρίγκιπα της Τρανσυλβανίας Φραγκίσκου του Β', του Ρακότση και άλλων Ούγγρων εξορίστων, κατά τις αρχές του ΙΗ αιώνος μ.Χ. μετά την ειρήνη του Κάρλοβιτς, που ήταν θαμμένα στον περίβολο του ναού της Παναγίας της Ρευματοκράτειρας. Τότε τιμήθηκε από την Αυστριακή Κυβέρνηση με τον μεγαλόσταυρο του Φραγκίσκου Ιωσήφ.

Στην πενταετία 1902 - 1907 μ.Χ., ο Μητροπολίτης Ηρακλείας Γρηγόριος με την βοήθεια Ελλήνων διπλωματών, κατάφερε να προφυλάξει την επαρχία του από τον κίνδυνο της Ουνίας, η οποία από τα μέσα του 19ου αιώνα μ.Χ. είχε κάνει την εμφάνισή της στην περιοχή, όπως κι απο την δράση των Βουλγάρων εξαρχικών.

Στη Ραιδεστό κατέθεσε τον θεμέλιο λίθο του κτιρίου του Θρακικού Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου το 1873 μ.Χ., του κεντρικού παρθεναγωγείου «τα Θεοδωρίδεια», του κεντρικού Αρρεναγωγείου «Γεωργιάδειον», του Νηπιαγωγείου Κουρνάλειος «Γεωργιάδειον» και της μεγάλης αποθήκης στην αποβάθρα της πόλης.

Αγόρασε και επισκεύασε την οικία Γιάγκου και τη δώρησε ως Μητροπολιτικό μέγαρο στην κοινότητα Ραιδεστού, υπό τον όρο να δίνει ο εκάστοτε Μητροπολίτης στο σχολικό ταμείο 35 χρυσές λίρες κάθε χρόνο. Γι' αυτό η ελληνική κοινότητα της Ραιδεστού είχε αναγράψει το όνομά του στον επίσημο κώδικά της και τον ανακήρυξε Μεγάλο Ευεργέτη της.

Επίσης ο Μητροπολίτης Γρηγόριος κατέθεσε χρήματα στην Εθνική Τράπεζα, προς συντήρηση του δασκάλου της πατρίδας του Κουμβάου, η οποία ονόμασε τη δημοτική σχολή της «Καλλίδειον». Στη Ραιδεστό μετά από πολυώδυνο και μαρτυρικό βίο, είδε απελαυνομένους τους περισσότερους χριστιανούς της Θράκης.

Συνεργάστηκε με τους ομογενείς Αρμένιους, Τούρκους και Ιουδαίους για να μη δεινοπαθήσει η Ραιδεστός και αξιώθηκε να υποδεχθεί στις 7 Ιουλίου του 1920 μ.Χ. τον Ελευθερωτή Ελληνικό Στρατό της μεραρχίας της Σμύρνης και τήν επόμενη μέρα τον νεαρό βασιλιά Αλέξανδρο. Διετέλεσε πρώτο μέλος της θρακικής επιτροπής Ορθοδόξων, Μουσουλμάνων, Αρμενίων και Ιουδαίων, η οποία υπέβαλε την ευγνωμοσύνη της στον βασιλιά Αλέξανδρο και στην Κυβέρνηση Βενιζέλου και έλαβε μέρος στον εορτασμό των Εθνικών Επινικείων.

Μετέβη για δεύτερη φορά στην Αθήνα μετά τον θάνατο του βασιλιά Αλέξανδρου με τους πνευματικούς Αρχηγούς και Αντιπροσώπους των κοινοτήτων της Θράκης, για την υποδοχή του βασιλιά Κωνσταντίνου. Περιήλθε τη Θεσσαλία και την Μακεδονία παροτρύνοντας και ενθαρρύνοντας την επάνοδο των εκεί προσφύγων Θρακών στις πατρίδες τους, σε συνεννόηση με τον υπουργό περιθάλψεως. Πήρε μέρος στη Σύνοδο Ιεραρχών Παλαιών και Νέων Χωρών το 1921 μ.Χ. στην οποία προήδρευσε έχοντας τα πρεσβεία, έναντι όλων των Συνέδρων.

Τέλος, παρά την προχωρημένη ηλικία του, συνέχισε εργαζόμενος ακούραστα στη θρακική έπαλξη για την πνευματική κατάρτιση του ποιμνίου του συναπολαμβάνοντας με αυτό τη δωρηθείσα ελευθερία της Θράκης.

Τις δόξες όμως αυτές και τις τιμές, ήλθε να αφανίσει η μαύρη συμφορά, ο χαλασμός του 1922 μ.Χ. που ξερίζωσε τον προαιώνιον ελληνισμόν της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης απο τις πατρογονικές εστίες. Έτσι ο Μητροπολίτης Γρηγόριος με την προσφυγική ράβδο σαν άλλος Μωϋσής, μεγαλόψυχος παρήγορος του εκτοπιζομένου ποιμνίου του, τους οδήγησε με ασφάλεια στην Ελλάδα.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στη Θεσσαλονίκη σχολάζων χωρίς να θελήσει να αναλάβει νέα Μητρόπολη.

Στις 12 Απριλίου (Κυριακή των Βαίων) του 1925 μ.Χ. ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος Αλεξιάδης και η κοινότητα της Θεσσαλονίκης τίμησαν τον Μητροπολίτην Γρηγόριο με αφορμή την συμπλήρωση πενήντα ετών θεοφιλούς και εθνωφελούς αρχιερατείας. Μετά από πανηγυρική Θεία Λειτουργία ακολούθησε αυτή η σεμνή τελετή στον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά παρουσία του Οικουμενικού Πατριάρχου Κωνσταντίνου, Μητροπολιτών του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος, εκπροσώπων του Αγίου Όρους και του ελληνικού κράτους, στρατιωτικών και τοπικών αρχόντων.

Το περιοδικό «Γρηγόριος ο Παλαμάς» αφιέρωσε τον θ' τόμο του (1925 μ.Χ.) στον Μητροπολίτη Γρηγόριο Καλλίδη με αφορμή τη συμπλήρωση του Ιωβηλαίου της αρχιερατείας του.

Ο Μητροπολίτης Γρηγόριος Αρχιεπίσκοπος Ηρακλείας και Ραιδεστού, μετά από σύντομη ασθένεια, άφησε την τελευταία του πνοή τα μεσάνυχτα της Πέμπτης 23 Ιουλίου του 1925 μ.Χ. Η εξόδιος ακολουθία του έγινε με περισσή μεγαλοπρέπεια από τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γεννάδιο, τον Καμπανίας Διόδωρο, τον Απολλωνιάδος Ιωακείμ και τον Κασσανδρείας Ειρηναίο στον Ιερό Ναό της Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης. Παρέστησαν επίσης οι Μητροπολίτες Σερρών Κωνσταντίνος και Σιδηροκάστρου Νεόφυτος, ο Αρμένιος επίσκοπος, εκπρόσωπος της Αρχιρραβινείας, πλήθος επισήμων και ο πιστός του Θεού λαός. Η σορός του με πομπή, κατέληξε στο νεκροταφείο της Ευαγγελιστρίας όπου κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη.

Στις 20 Οκτωβρίου 1979 μ.Χ. ο Παναγιώτατος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κυρός Παντελεήμων ο Β', έκανε την ανακομιδή των ιερών λειψάνων του τα οποία βρέθηκαν να ευωδιάζουν και να επιτελούν από τότε πλήθος θαυμάτων.

Μετά από ενέργειες του Παναγιωτάτου Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης κυρού Παντελεήμονος του Β', στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος και το Οικουμενικό Πατριαρχείο έγινε με πατριαρχική και συνοδική πράξη στις 22 Μαίου 2003 μ.Χ., η επίσημη κατάταξη του Αγίου Γρηγορίου στο αγιολόγιο της κατά Ανατολάς Ορθοδόξου Εκκλησίας και ορίστηκε ημέρα μνήμης του η 25η Ιουλίου (ημέρα κοιμήσεώς του) και η 20η Οκτωβρίου (επέτειος της ανακομιδής του) ως δεύτερη εορτή του.

Την Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη, εκόμισε ο ίδιος ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος ο Α' με πατριαρχική συνοδεία, ο οποίος προέστη και στην ακολουθία – δοξολογία της κατατάξεως του Αγίου Γρηγορίου στο αγιολόγιο της Εκκλησίας μας, στον Ιερό Ναό του Αγίου Δημητρίου στις 29 Μαίου 2003 μ.Χ.

Ὁ Ὅσιος Μακάριος Ζελτοβόδας ὁ Θαυματουργός (Ρῶσος)
Ὁ Ἅγιος Μακάριος Ζελτοβόδας καὶ Οὔνζας γεννήθηκε τὸ ἔτος 1349 μ.Χ. στὸ Νίζνιϊ – Νόβγκοροντ, ἀπὸ εὐσεβὴ οἰκογένεια. Σὲ ἡλικία δώδεκα ἐτῶν ἔφυγε κρυφὰ ἀπὸ τοὺς γονεῖς του καὶ ἔγινε μοναχὸς στὴ Μονὴ Νίζνιϊ – Νόβγκοροντ, ὐπὸ τὴν ἐπίβλεψη τοῦ Ἁγίου Διονυσίου († 26 Ἰουνίου). Μὲ ὅλη τὴν ἔνταση τῆς νεανικῆς ψυχῆς του ἀφιερώθηκε στὴν ἐργασία γιὰ τὴ σωτηρίας. Ἐξεχώρισε μεταξύ τῶν αδελφῶν γιὰ τὴν αὐστηρὴ νηστεία καὶ τὴν ἀκριβὴ τήρηση τοῦ μοναστικοῦ κανόνα.

Ὅταν οἱ γονεῖς του ἔμαθαν ὕστερα ἀπὸ τρία χρόνια ποὺ βρισκόταν ὁ υἱός τους, πῆγε ὁ πατέρας του νὰ τὸν ἱκετεύσει μὲ δάκρυα νὰ ἐπιστρέψει στὴν οἰκογένειά του. Ὁ Ἅγιος Μακάριος μίλησε μὲ τὸν πατέρα του πίσω ἀπὸ ἕναν τοῖχο, καὶ τοῦ ἀπάντησε ὅτι ἴσως νὰ πάει κοντά τους στὸ μέλλον. Ὁ πατέρας του, τοῦ ζήτησε ἔστω νὰ βγάλει τὸ χέρι του ἔξω ἀπὸ τὸν τοῖχο, γιὰ νὰ τὸ δεῖ, ὅπως καὶ ἔγινε. Ἀφοῦ φίλησε τὸ χέρι τοῦ υἱοῦ του, ὁ πατέρας τοῦ Ἁγίου Μακαρίου, ἐπέστρεψε στὸ σπίτι.

Ἡ φήμη τοῦ Ἁγίου, ἔφερε πολὺ κόσμο κοντά του καὶ γι’ αὐτὸ τὸν λόγο, ἔφυγε γιὰ τὶς ἀκτές τοῦ Βόλγα, ὅπου ἀσκήτεψε κοντά στα νερὰ τῆς κίτρινης λίμνης. Ἐδῶ μὲ πολὺ ὑπομονὴ νίκησε τοὺς πειρασμοὺς τοῦ κακού.

Πολλοὶ ἐραστές τοῦ μοναχισμοῦ ἦρθαν κοντά του καὶ ἔτσι ὁ Ἅγιος Μακάριος, τὸ 1435 μ.Χ., ἔφτιαξε μονὴ ἀφιερωμένη στὴν Ἁγία Τριάδα.

Ἐδῶ, ἐπίσης, ἄρχισε νὰ κηρύττει τὸν χριστιανισμὸ στοὺς γύρω ἀπὸ τὴν περιοχὴ λαούς, καὶ μάλιστα βάπτισε πολλοὺς μουσουλμάνους καὶ ἑθνικοὺς στὴ λίμνη, ἡ ὁποία ἔλαβε τὸ ὄνομά της ἀπὸ τὸν Ἅγιο. Ὅταν οἱ Τατάροι κατέστρεψαν τὸ Μοναστήρι, τὸ 1439, πῆραν αἰχμάλωτο τὸν Ἅγιο Μακάριο. Ὁ ἀρχηγὸς τῶν Τατάρων, Καάν, τὸν ἐλευθέρωσε μαζὶ μὲ σχεδὸν 400 Χριστιανοὺς, γιατὶ εἶδε στὰ μάτια τοῦ Ἁγίου τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν ἀγάπη, καὶ μὲ ἀντάλλαγμα τοῦ ζήτησε νὰ μὴν ἐγκατασταθεῖ πάλι στὴν κίτρινη λίμνη.

Ὁ Ἅγιος Μακάριος ἔθαψε ταπεινά ἐκείνους ποὺ σκοτώθηκαν στὸ μοναστήρι του, καὶ πῆγε 200 βέρστια πρὸς τὰ σύνορα τοῦ Γκάλιστς. Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ χρόνου αὐτῆς τῆς ἐπανατακτοποίησης ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ῆταν μαζί του, ταΐστηκαν μὲ θαυμαστὸ τρόπο μέςῳ τῶν προσευχῶν τοῦ Ἁγίου. Φθάνοντας λίγο ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη Οὔνζα, ἵδρυσε ἕνα νέο μοναστήρι. Πέντε χρόνια μετά, ἀρρώστησε καὶ κοιμήθηκε σὲ ἡλικία 95 ἐτῶν, τὸ 1444 μ.Χ.

Ἐνῷ ἦταν ἀκόμη ἐν ζωῇ, ὁ Ἅγιος Μακάριος, τοῦ χορηγήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ ἔνα δῶρο. Αὐτὸ τῆς θαυματουργίας. Ἐθεράπευσε ἔνα τυφλὸ, δαιμονισμένο κορίτσι. Ἀκόμα καὶ μετὰ τὴν κοίμησή του, πολὺς κόσμος ἔλαβε τὴν εὐλογία του, μέσω τῶν λειψάνων του. Οἱ μοναχοὶ ἔχτισαν ἕναν ναὸ κοντὰ στὸν τάφο τοῦ Ἁγίου καὶ ἵδρυσαν κοινόβιο.

Τὸ 1522, οἱ Τατάροι ἐπιτέθηκαν στὴν Οὔζνα καὶ στὴ μονὴ, καὶ θέλησαν νὰ καταστρέψουν τὴν ἀσημένια λειψανοθήκη τοῦ Ἁγίου, ἀλλὰ ξάφνου τυφλώθηκαν. Πάνω στὸν πανικό τους πνίγηκαν στὴν λίμνη Οὔζνα.

Τὸ 1532, μέσῳ τῶν προσευχῶν τοῦ Ἁγίου Μακαρίου, ἡ πόλη Σολίγκαλιτς σώθηκε ἀπὸ τοὺς Τατάρους. Ἀπὸ εὐγνωμοσύνη, οἱ κάτοικοι ἔχτισαν ἕνα παρεκκλησι στὴν ἐκκλησία τοῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου. Περισσότεροι ἀπό 50 ἄνθρωποι θεραπεύθηκαν μετὰ ἀπὸ προσευχές στὸν Ἅγιο Μακάριο, ὅπως πιστοποιεῖ ἡ ἐπιτροπὴ ποὺ ἐστάλει ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Φιλάρετο τὸ 1619 μ.Χ.

Άγιος Ζαχαρίας Επίσκοπος Λευκάδος

Ο Άγιος Ζαχαρίας ήταν Επίσκοπος Λευκάδος και έλαβε μέρος στην Ε' Οικουμενική Σύνοδο.

Σημείωση:
Η ημερομηνία της εορτής του παρατίθεται με επιφύλαξη.

Πηγές:http://www.saint.gr/07/25/index.aspx
https://www.synaxarion.gr/gr/m/7/d/25/sxsaintlist.aspx 
https://ethnegersis.blogspot.com/2020/07/25-2020.html#more«Πᾶνος»