Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2021

Η στάση του Βατικανού έναντι της Επανάστασης του 1821

 

Γράφει ο Αθανάσιος Δέμος

Στα μέσα Οκτωβρίου του 1822 συγκεντρώθηκαν στη Βερόνα της Ιταλίας οι αντιπρόσωποι της Ιερής Συμμαχίας. Τις διπλωματικές αντιπροσωπείες αποτελούσαν:

Για την Αυστρία: οι Μέττερνιχ, Εντερχάζυ, Λεμπτοσέλτερυ και Γκένς.

Για τη Γαλλία: Οι Μονμεραννύ, Σατωμπριάν, Καραμάν, Λα Φερρονέ.

 Για τη Μεγάλη Βρετανία: Οι Ουέλιγκτον, Στέβαρτ, Γκόρντον.

Για τη Νεάπολη: Ο Ρούφο. Για την Πρωσσία: Οι Χάρντερμεγκ, Μπέρισταρ.

Για τη Ρωσία: Οι Νέσσερλοδ, Πότζο ντιΜποργκο,Νέσεν, Στάκελμπεργκ.

Για τη Σαρδηνία: Ο Λατούρ.

Στο συνέδριο αυτό είχε αφεθεί το προβάδισμα στον Τσάρο Αλέξανδρο, ο οποίος είχε ήδη παραδοθεί σε νέα φαντασίωση. Επίστευε, από αφορμή της επανάστασης στην Ισπανία, που αποτελούσε και το κύριο θέμα του συνεδρίου της Βερόνα, ότι είχε έλθει η ώρα να ηγηθεί σταυροφορίας εναντίον των επαναστάσεων, «εναντίον των ανατροπέων της τάξεως, των επιχειρούντων να ταράξουν την γαλήνην και την εμπιστοσύνην των λαών εις του ηγεμόνας των».

Υποβολέας της ιδέας, η οποία ήταν προσπάθεια ανανέωσης του δόγματος της Ιερής Συμμαχίας, και μάλιστα εφαρμογής της διά των οπλών, ήταν ο Μέτερνιχ. Ο Αυστριακός Καγκελάριος περισσότερο από κάθε άλλη φορά εφρόντιζε ώστε να κρατά υπό την επήρειά του τον Ρώσο αυτοκράτορα και τόσο επίστευε ότι το κατόρθωνε και ότι ο Αλέξανδρος είχε καταστεί στα χέρια του άβουλο νευρόσπαστο, που εκινόταν μόνον με τις διπλωματικές του ταχυδακτυλουργίες, ώστε πριν από ολίγες ημέρες, όταν ο αυτοκράτορας είχε φθάσει στη Βιέννη, αφού είχε απομακρύνει από το υπουργείο Εξωτερικών τον Ιω. Καποδίστρια, ο οποίος εγκαταστάθηκε στη Γενεύη της Ελβετίας, ο Μέττερνιχ έγραψε για τον Τσάρο με αυταρέσκεια: «Ο αυτοκράτωρ Αλέξανδρος ήλθε προς εμέ παρακαλών να τακτοποιήσω τας συγκρουομένας εις την κεφαλήν του ιδέας και εις αυτό ασχολούμαι τώρα…».

Την είδηση για τη σύγκληση του συνεδρίου της Βερόνα την άκουσαν με αισιοδοξία στην Ελλάδα. Αυτό γιατί είχαν πληροφορίες ότι στο συνέδριο αυτό θα συζητούσαν και το ελληνικό ζήτημα. Μόλις πληροφορήθηκαν για το συνέδριο της Βερόνα οι κυβερνώντες άρχισαν να σκέπτονται ότι πρέπει να απευθύνουν σ’ εκείνους που πρόκειται να συνεδριάσουν στη Βερόνα, που χειρίζονται τις τύχες της Ευρώπης και να τους εκθέσουν τα δίκαια των Ελλήνων και τον πόθο τους για ελευθερία.

Έπρεπε να στείλουν επίσημη αντιπροσωπεία από πρόσωπα άξια εμπιστοσύνης η οποία να επιδώσει στο συνέδριο έγγραφες εκκλήσεις, του αγωνιζόμενου έθνους εμφανιζόμενου ήδη ως κράτους και ζητεί την αναγνώριση των δικαίων του και των πολεμικών του επιτυχιών. Έπειτα από διαβουλεύσεις αποφασίστηκε να σταλούν ο Ανδρέας Μεταξάς και ο Γάλλος φιλέλληνας Ζουρνταίν, πλοίαρχος του γαλλικού ναυτικού, θεωρούμενος άξιος κάθε εμπιστοσύνης για τη σοβαρότητα και τα ανιδιοτελή του αισθήματα για τον ελληνικό αγώνα.

Οι Έλληνες αντιπρόσωποι έφθασαν στην Ανκόνα στις 24 Οκτωβρίου 1822. Εζήτησαν από τους προξένους να διαβιβασθεί προς τον βασιλιά της Νεάπολης και μέσω αυτού στους άλλους συνέδρους το έγγραφο με το οποίο ζητούσαν την άδεια να μεταβούν στη Βερόνα. Συγχρόνως έστειλαν και στον Πάπα αναφορά με την οποία τον παρακαλούσαν να μεσολαβήσει για να γίνουν δεκτοί στο συνέδριο.

Το συνέδριο, όταν έφθασαν τα έγγραφα της ελληνικής αντιπροσωπείας, τα έκρινε ως «άτοπα και αυθάδη» και εζήτησαν από τις αρχές της Ανκόνα να διώξουν τους Έλληνες αντιπροσώπους. Ακόμη πιο σκληρή ήταν η απάντηση του Πάπα, ο οποίος άφηνε να εννοηθεί ότι μόνον με τη συμφωνία του 1439, δηλ. την υποταγή στο Βατικανό θα μπορούσαν να βοηθήσουν…

Άλλωστε, η στάση του Βατικανού φάνηκε καθαρά από τη θέση που πήραν οι Έλληνες καθολικοί απέναντι στην ελληνική επανάσταση.

Ο Άγγλος ιερέας George Waddington στο έργον «A visit to Greece in 1623 and 1824» London 1825, σελ. 34 γράφει: «Είναι απίστευτο το μίσος αυτών των Καθολικών Ελλήνων εναντίον των συμπατριωτών τους Ορθοδόξων. Όχι μόνον δεν πήραν μέρος στην επανάσταση, αλλά εύχονται το ναυάγιό της».

Δεν είναι διαφορετική η διαπίστωση του Γάλλου Maxime Rayband: «Οι Συριανοί μισούσαν τους Έλληνες και ήθελαν να μην αναμειχθούν διόλου στην επανάσταση… ο Οθωμανικός στόλος επιστρέφοντας στα Δαρδανέλλια πέρασε από την Σύρο. Οι καθολικοί πρόκριτοι ανέβηκαν στην ναυαρχίδα του Καπουδάν πασά, ανανεώνοντας τον όρκο τους για αιώνια πίστη στην πύλη και ο στόλαρχος ευχαριστημένος χάρισε στον καθένα τους από ένα μεταξωτό καφτάνι». (Memoire de la Grece pour Servirdal; Histoir de la querre de l’ Indehdance, Pariw 1824, σελ. 445 – 46).

Ο Άγγλος Λόρδος Stαngford σε αναφορά του προς το Υπουργείο Εξωτερικών της Αγγλίας (25 Μαΐου 1822) αναφέρει: «Η Γερουσία της Κορίνθου έστειλε γράμμα στους καθολικούς ιεράρχες της Νάξου συνιστώντας ενότητα και φιλία με τους Έλληνες αδελφούς και καλώντας τον Αρχιεπίσκοπο να μεταβεί στην Κόρινθο. Ο Αρχιεπίσκοπος απάντησε ότι διαταγές δέχεται μονάχα από τον πνευματικό του αρχηγό (τον Πάπα) ή τον νόμιμο ηγεμόνα του (τον βασιλιά της Γαλλίας)»! (Public Record Office, F. 0,78, τ.108).

Τα γράμματα τα είχαν στείλει ο Μαυροκορδάτος και ο Θεόδωρος Νέγρης στον παπικό αρχιεπίσκοπο Νάξου Ανδρέα Βεγγέτη (Κόρινθος 14 Απριλίου 1822). Αυτός έγραψε στον Πάπα ότι θα πήγαινε: «αν είχε άδεια από την πύλη και του παρείχε ασφάλεια ο Γάλλος Πρεσβευτής». Η Ρώμη συμφώνησε και είπε ότι «αν η Ελληνική Κυβέρνηση ήθελε σοβαρά συνομιλίες για επανένωση η βάση γι’ αυτές θα ήταν οι αποφάσεις της Συνόδου της Φλωρεντίας 1439»!

Δηλαδή, ο παπικός Αρχιεπίσκοπος θα πήγαινε να συζητήσει με τους συμπατριώτες του Έλληνες επαναστάτες αν είχε την άδεια των Τούρκων, ο δε Πάπας δεχόταν συζητήσεις με βάση την προδοτική για τους Ορθοδόξους ψευδοσύνοδο της Φλωρεντίας του 1439. Οι επιστολές βρίσκονται στο έργο του George Hofman, Das Papsttum under Griechische Freineits Kampt, τόμος 136, Orientalia Cristiana (Rome, 1952, σελ. 72 – 74 και 78).

Αλλά και η στάση του Βατικανού ήτα αντίστοιχη. Ζητούσε να μη χορηγούνται θεωρήσεις εισόδου Ελλήνων προσφύγων στην παπική επικράτεια, για να μη επιτύχουν βοήθεια είτε οικονομική είτε διά συμμετοχής προσηλύτων στον αγώνα της απελευθέρωσης!...

Οι ειδικές οδηγίες της Segretaria de Stato (Υπουργείο Εξωτερικών του Βατικανού) προς τον Γενικό Πρόξενο στα Επτάνησα Catio de Ribas – Pieri (13/25 Νοεμβρίου 1821) έλεγαν και τα εξής: «Η Φροντίς την οποίαν πρέπει να έχετε, συνίσταται κυρίως εις την διαπίστωσιν, αν εντός των πλοίων ευρίσκονται πρόσωπα ανατρεπτικών ιδεών, ερχόμενα εις τα πάπικα κράτη με σκοπόν να προβούν εις πρσηλυτισμόν υπέρ της υποθέσεως των και εν συνεχεία να επιτύχουν βοήθειαν προς τους αγωνιζόμενους Έλληνας είτε χρηματικώς είτε διά της συμμετοχής εις τας τάξεις των κατά τον αγώνα ως συνέβη εις τινά κράτη της Γερμανίας».

Στις 30 Σεπτεμβρίου 1822 ο Ανδρέας Μεταξάς και ο Γάλλος θερμός φιλέλληνας Philippe ξεκίνησαν για το παπικό κράτος για συνάντηση με τον Πάπα (όπως και με άλλους ηγεμόνες της δύσης). Παρά τις συνεχείς προσπάθειές τους δεν γινότανε δεκτοί από τον Πάπα. Η Ελληνική Κυβέρνηση έστειλε ακόμη τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη και τον επίσκοπο παλαιών Πατρών Γερμανό, εξουσιοδοτημένο ακόμη και να συζητήσει και για επανένωση των Εκκλησιαστικών, προκειμένου να υπάρξει βοήθεια από τον Πάπα. Και σ’ αυτόν επανάλαβαν και υπέδειξαν ότι κάθε συζήτηση θα εγίνετο με βάση τις αποφάσεις της Φλωρεντίας 1439 (Hofman σελ. 134 – 135).

Τελικά, δεν έγιναν δεκτοί από τον Πάπα «επειδή οι επικεφαλής των κρατών ήταν πεπεισμένοι ότι η επανάσταση στην Ελλάδα στρεφόταν εναντίον νομίμου ηγεμόνα… η παραχώρηση ακροάσεως θα εξέθετε την Αγία Έδρα σε κάθε άλλη κυβέρνηση της Ευρώπης» και τελικά «δεν πρέπει να έρθει στη Ρώμη» (Hofman, σελ. 140 – 141).
Παρατηρήσεις: Ο Χριστός είπε: «Η Βασιλεία η εμοί ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου». Το Βατικανό έχει αρχηγό κράτους τον Πάπα και όλες τις αρχές ενός κοσμικού κράτους. Επομένως οι αρχές κα τα κριτήρια του Βατικανού δεν είναι δυνατό να έχουν σχέση με τη Χριστιανική αγάπη.

Οι θηριωδίες των τυράννων τους αφήνουν αδιάφορους. Τα ορφανά Ελληνόπουλα που τρέχουν περίτρομα να κρυφτούν στις σπηλιές και στα δάση να σωθούν, δεν τους συγκινούν καθόλου. Μόνον οι διακρατικές σχέσεις τους απασχολούν. Αυτός είναι ο Χριστιανισμός τους…

Γι’ αυτό οι συνοδοιπόροι, όχι μόνον δεν πήραν μέρος στην επανάσταση, αλλά εύχονταν το ναυάγιό της…

Ελάχιστα, όσα αναφέραμε, αλλά χαρακτηριστικά δείγματα της στάσης του Βατικανού κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821.