Παρασκευή 29 Απριλίου 2022

ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ - ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 29 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2022


Ζωοδόχου Πηγῆς

 
Μάννα, Σιλωάμ, καὶ Στοὰν Σολομῶντος,
Πηγὴν Κόρη σήν, ἐμφανῶς πᾶς τις βλέπει.

Με το όνομα Ζωοδόχος Πηγή του Μπαλουκλί ή Παναγία η Μπαλουκλιώτισσα φέρεται ιερό χριστιανικό αγίασμα που βρίσκεται στη Κωνσταντινούπολη έξω από τη δυτική πύλη της Σηλυβρίας, όπου υπήρχαν τα λεγόμενα "παλάτια των πηγών" στα οποία οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες παραθέριζαν την Άνοιξη. Πήρε την ονομασία του από το τουρκικό όνομα Balık (= ψάρι) και περιλαμβάνει το μοναστήρι, την εκκλησία και το αγίασμα.

Για την αποκάλυψη του Αγιάσματος υπάρχουν δυο εκδοχές:
α) Η πρώτη, που εξιστορεί ο Νικηφόρος Κάλλιστος αναφέρει ότι: Ο μετέπειτα Αυτοκράτορας Λέων ο Θράξ ή Λέων ο Μέγας (457 - 474 μ.Χ.), όταν ερχόταν ως απλός στρατιώτης στην Κωνσταντινούπολη, συνάντησε στη Χρυσή Πύλη έναν τυφλό που του ζήτησε νερό. Ψάχνοντας γιά νερό, μιά φωνή του υπέδειξε την πηγή. Πίνοντας ο τυφλός και ερχόμενο το λασπώδες νερό στα μάτια του θεραπεύτηκε. Όταν αργότερα έγινε Αυτοκράτορας, του είπε η προφητική φωνή, πως θα έπρεπε να χτίσει δίπλα στην πηγή μια Εκκλησία. 

Πράγματι ο Λέων έκτισε μια μεγαλοπρεπή εκκλησία προς τιμή της Θεοτόκου στο χώρο εκείνο, τον οποίο και ονόμασε «Πηγή». Ο Κάλλιστος περιγράφει τη μεγάλη αυτή Εκκλησία με πολλές λεπτομέρειες, αν και η περιγραφή ταιριάζει περισσότερο στό οικοδόμημα του Ιουστινιανού. Ιστορικά πάντως είναι εξακριβωμένο, ότι το 536 μ.Χ. στη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως, υπό τον Πατριάρχη Μηνά 536 - 552 μ.Χ.), λαμβάνει μέρος και ο Ζήνων, ηγούμενος «του Οίκου της αγίας ενδόξου Παρθένου και Θεοτόκου Μαρίας εν τη Πηγή».

β) Η δεύτερη, που εξιστορεί ο ιστορικός Προκόπιος, τοποθετείται στις αρχές του 6ου αιώνα και αναφέρεται στον Ιουστινιανό. Ο Ιουστινιανός κυνηγούσε σ' ένα θαυμάσιο τοπίο με πολύ πράσινο, νερά καί δένδρα. Εκεί, σαν σε όραμα, είδε ένα μικρό παρεκκλήσι, πλήθος λαού και έναν ιερέα μπροστά σέ μιά πηγή. «Είναι η πηγή των θαυμάτων» του είπαν. Και έχτισε εκεί μοναστήρι με υλικά που περίσσεψαν από την Αγιά Σοφιά. Ο Ι. Κεδρηνός αναφέρει ότι χτίστηκε το 560 μ.Χ.

Χρονοδιάγραμμα κυριοτέρων γεγονότων και συμβάντω 626 μ.Χ. Επιδρομή των Αβάρων, αλλά οι βυζαντινοί σώζουν το ιερό αγίασμα.
790 μ.Χ. Ο Ψευδο-κωδινός αναφέρει ότι η αυτοκράτειρα Ειρήνη επισκεύασε την εκκλησία, που ειχε πάθει μεγάλη καταστροφή από σεισμό.
869 μ.Χ. Νέα επισκευή, ύστερα από νέο σεισμό, από τον Βασίλειο Α' τον Μακεδόνα (867 - 886 μ.Χ.) κατα πληροφορία του Νικηφόρου Καλλίστου.
924 μ.Χ. Σε επιδρομή των Βουλγάρων ο Συμεών καίει την εκκλησία, αλλά αναστηλώνεται αμέσως αφού το 927 μ.Χ. έγιναν εκεί οι γάμοι του ηγεμόνος των Ρώσων Πέτρου με τη Μαρία, εγγονή του Ρωμανού Λεκαπηνού.

966 μ.Χ. Έχει διασωθεί η περιγραφή μιας επίσημης τελετής στη γιορτή της Αναλήψεως, στην οποία έλαβε μέρος ο Νικηφόρος Φωκάς (963 - 969 μ.Χ.) με όλη την αυλή. Η πομπή έφτανε με πλοίο και από τη Χρυσή Πύλη συνέχιζε με άλογα. Το συγκεντρωμένο πλήθος ζητωκραύγαζε και προσέφερε λουλούδια και σταυρούς. Όταν εμφανιζόταν ο αυτοκράτωρ ο Πατριάρχης τον ασπαζόταν και στη συνέχεια έμπαιναν μαζί στο ναό, όπου στο χώρο του ιερού είχε στηθεί εξέδρα, απ᾽ όπου ο αυτοκράτωρ παρακολουθούσε τη λειτουργία. Στο τέλος της γιορτής ο αυτοκράτωρ καλούσε τον Πατριάρχη σε επίσημο τραπέζι.

1078 μ.Χ. Η μονή της Πηγής θεωρείται τόπος εξορίας, αφού εκεί απομονώνεται ο Γεώργιος Μονομάχος.
1084 μ.Χ. Ο Αλέξιος Α' Κομνηνὸς (1081 - 1118 μ.Χ.) περιόρισε τον φιλόσοφο Ιωάννη Ιταλό στη μονή της Πηγής για να καταπαύση ο αναβρασμός που είχε δημιουργηθεί από τις ιδέες του.
1204 - 1261 μ.Χ. Το ιερό της Πηγής περιέρχεται στους Λατίνους.
1328 μ.Χ. Ο νεαρός Ανδρόνικος Γ' ο Παλαιολόγος (1328 - 1341 μ.Χ.) χρησιμοποιεί τη μονή ως ορμητήριο πριν καταλάβει την Κωνσταντινούπολη.

1330 μ.Χ. Ο Ανδρόνικος Γ', που βρίσκεται ετοιμοθάνατος στο Διδυμότειχο, πίνει νερό από το αγίασμα της Πηγής που του έφεραν και γιατρεύεται.
1341 μ.Χ. Ιερέας της Πηγής, ονόματι Γεώργιος, είναι μάρτυρας σε νοταριακή πράξη.
1347 μ.Χ. Η Ελένη, κόρη του Ιωάννου Καντακουζηνού, παρουσιάζεται στο μέλλοντα σύζυγό της Ιωάννη Ε' Παλαιολόγο (1341 - 1391 μ.Χ.) ντυμένη με την επίσημη ενδυμασία της αυτοκράτειρας, μέσα στον ιερό χώρο της Πηγής. Σύμφωνά με παλαιό έθιμο η μέλλουσα αυτοκράτειρα όταν έφθανε στην Πόλη από τα μέρη της ξηράς έπρεπε να συναντηθεί με τον αυτοκράτορα στην Πηγή.

1422 μ.Χ. Κατα τη διάρκεια της πολιορκίας της Κωνσταντινουπόλεως ο σουλτάνος Μουράτ Β' εγκαταστάθηκε μέσα στην εκκλησία.
1547 μ.Χ. Ο Pierre Gylles σημειώνει το 1547 μ.Χ. ότι η εκκλησία δεν υπάρχει πια, αλλά οι ασθενείς εξακολουθούν να επισκέπτονται την Πηγή.
1727 μ.Χ. Ο μητροπολίτης Δέρκων Νικόδημος έχτισε ναΐσκο και ανανέωσε τη λατρεία. Οι Αρμένιοι ζητούσαν συμμετοχή στο ιερό της Πηγής, αλλά η μεγάλη παράδοση και τα σουλτανικά φιρμάνια αναγνώριζαν την κυριότητα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
1825 μ.Χ. Καταστροφή της πηγής από τους γενίτσαρους.

1827 μ.Χ. Ανεύρεση της Ιεράς εικόνας της Θεοτόκου εικονιζόμενη υπέρ της Ζωοδόχου Πηγής.
1833 μ.Χ. Ο πατριάρχης Κωνστάντιος Α' (1830 - 1834 μ.Χ.), με άδεια του σουλτάνου, έχτισε τη σημερινή εκκλησία, της οποίας τα εγκαίνια έγιναν το 1835 μ.Χ. Σήμερα, εκτός από τη μεγάλη εκκλησία, λατρευτικό κέντρο του μεγάλου κτιριακού συγκροτήματος αποτελεί ο υπόγειος ναός της Ζωοδόχου Πηγής, όπου η δεξαμένη με το αγίασμα και τα ψάρια.

Γράφοντας τον 14ο αι. μ.Χ. για το αγίασμα της Πηγής ο Νικηφόρος Κάλλιστος παραθέτει, από διάφορες πηγές, ένα κατάλογο 63 θαυμάτων, από τα οποία τα 15 φθάνουν ως την εποχή του.

Σήμερα στην αυλή της Ζωοδόχου Πηγής βρίσκονται οι τάφοι των Οικουμενικών Πατριαρχών. Το δε αγίασμα βρίσκεται στον υπόγειο Ναό και αποτελείται από μαρμαρόκτιστη πηγή, το νερό της οποίας θεωρείται αγιασμένο. Απ' εδώ διαδόθηκε ο τύπος της Παναγίας Ζωοδόχου Πηγής σε όλο τον ορθόδοξο κόσμο. Είναι αξιοσημείωτο ότι ψηφιδωτή παράσταση της εικόνας σώζεται στον εσωνάρθηκα της Μονής της Χώρας.

Σε ανάμνηση των εγκαινίων του Ναού από τον Αυτοκράτορα Λέοντα η Εκκλησία καθιέρωσε την κατ΄ έτος εορτή της Ζωοδόχου Πηγής, την Παρασκευή της Διακαινήσίμου Εβδομάδας.

Ο Ναός αυτός έμεινε γνωστός στην ιστορία ως το αγίασμα του «Μπαλουκλί». «Μπαλούκ» στα τουρκικά σημαίνει ψάρι και η παράδοση μας λέει πως εκεί δίπλα στο αγίασμα, στις 23 Μαΐου 1453 μ.Χ. ένας καλόγερος τηγάνιζε ψάρια, όταν κάποιος του έφερε την είδηση πως πήραν την Πόλη οι Τούρκοι. Ο καλόγερος απάντησε πως μόνο αν τα ψάρια που τηγάνιζε έφευγαν απ΄ το τηγάνι και έπεφταν μέσα στο αγίασμα θα πίστευε ότι έγινε κάτι τέτοιο. Και πραγματικά τα ψάρια ζωντάνεψαν και έπεσαν μέσα στην πηγή του αγιάσματος. Μέχρι σήμερα δε, μέσα στην δεξαμενή της Ζωοδόχου Πηγής διατηρούνται επτά ψάρια και μάλιστα σαν να είναι μισοτηγανισμένα απ΄ την μια πλευρά.

Το Μπαλουκλί (Τα ψάρια της Ζωοδόχου Πηγής),
ποίημα του Γεώργιου Βιζυηνού

Σαράντα μέρες πολεμά ο Μωχαμέτ να πάρη
την Πόλη την μεγάλη.

Σαράντα μέρες έκαμεν ο 'γούμενος το ψάρι
στα χείλη του να βάλη.

Απ' τες σαράντα κι ύστερα, πεθύμησε να φάγη
τηγανισμένο ψάρι.

– Αν μας φυλάγ' η Παναγιά καθώς μας'ε φυλάγει,
την Πόλη ποιος θα πάρη;

Ρίχτει τα δίχτυα στον γιαλό, τρία ψαράκια πιάνει,
– Θεός να τα βλογήση!

Το λάδι βάλλει στην φωτιά μες στ' αργυρό τηγάνι,
για να τα τηγανίση.

Τα τηγανίζ' από την μια, και πά' να τα γυρίση
κι από το άλλο μέρος.

Ο παραγιός του βιαστικά πετά να του μιλήση,
και τάχασεν ο γέρος!

– Μην τηγανίζης, γέροντα, και μόσχισε το ψάρι
στην Πόλη την μεγάλη!

Την Πόλη την εξακουστή οι Τούρκοι έχουν πάρει,
μας κόβουν το κεφάλι!

– Στην Πόλη Τούρκου δεν πατούν κι Αγαρηνού ποδάρια!
Με φαίνεται σαν ψεύμα!

Μ' αν είν' αλήθεια το κακό, να σηκωθούν τα ψάρια
να πέσουν μες στο ρεύμα!

Ακόμ' ο λόγος βάσταγε, τα ψάρι' απ' το τηγάνι,
την μια μεριά ψημένα,

πηδήξανε κι επέσανε στης λίμνης την λεκάνη,
γερά, ζωντανεμένα.

Ακόμ' ώς τώρα πλέουνε, κόκκιν' από το μέρος,
όπου τα είχε ψήσει.

Φυλάγουν το Βυζάντιο ν' αναστηθή κι ο γέρος
να τ' αποτηγανίση.

Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ήχος α'.
Ο ναός σου Θεοτόκε ανεδείχθη παράδεισος, ως ποταμούς αειζώους αναβλύζων ιάματα ώ προσερχόμενοι πιστώς, ως Ζωοδόχου εκ Πηγής, ρώσιν αντλούμεν, και ζωήν την αιώνιον, πρεσβεύεις γαρ συ τω εκ σου τεχθέντι, Σωτήρι Χριστώ, σωθήναι τας ψυχάς ημών.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος πλ. ἀ'. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Η αναβλύζουσα Θειον ύδωρ αθάνατον, η προχέουσα ρείθρα ζωής αέναα· τοις προστρέχουσι πιστώς τη Ζωοδόχο σου Πηγή και ταύτα αρυoμένοι, βραβεύεις νυν τε παρθένε ρώσιν και θεραπείαν, και συμφορών απολύτρωσιν.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Ἐξ ἀκενώτου σου Πηγῆς Θεοχαρίτωτε, ἐπιβραβεύεις μοι πηγάζουσα τὰ νάματα, ἀενάως τῆς σῆς χάριτος ὑπὲρ λόγον· τὸν γὰρ Λόγον ὡς τεκοῦσα ὑπὲρ ἔννοιαν, ἱκετεύω σε δροσίζειν με σῇ χάριτι, ἵνα κράζω σοι· Χαῖρε ὕδωρ σωτήριον.

Μεγαλυνάριον
Ύδωρ το ζωήρυτον της Πηγής, μάννα το προχέον, τον αθάνατον δροσισμόν το νέκταρ το Θείον την ξένην άμβροσίαν το μέλι το εκ πέτρας, πίστει τιμήσωμεν.
 
Οἱ Ἅγιοι Ἰάσονας καὶ Σωσίπατρος οἱ Ἀπόστολοι


Eις τον Iάσωνα.
Ζωῆς Ἰάσων λαμβάνει φθαρτῆς πέρας,
Ἀλλ' εὗρεν ἄλλην μὴ πέρας κεκτημένην.

Eις τον Σωσίπατρον.
Θανέντι δόξαν σοῦ προσώπου δεικνύεις
Σῷ Σωσιπάτρῳ, τοῦ Θεοῦ Λόγου, Πάτερ.

Εἰκάδι ἀμφ' ἐνάτῃ Ἰάσων ἀπεβήσατο γαίης.

Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι Ἰάσων καὶ Σωσίπατρος ἀνήκουν στὴ χορεία τῶν Ἀποστόλων τοῦ Κυρίου καὶ κατάγονταν ὁ μὲν Ἰάσων ἀπὸ τὴν Ταρσὸ ἢ τὴν Θεσσαλονίκη, κατὰ τὸ παλαιὸ χειρόγραφο, ὅπως σημειώνει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ δὲ Σωσίπατρος ἀπὸ τὴν Ἀχαΐα.

Τὸ ὄνομα τοῦ Ἰάσων ἀπαντᾶ σὲ δύο ἀπὸ τὰ βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης. Στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων καὶ στὴν πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολὴ τοῦ Παύλου.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, μετὰ τοὺς Φιλίππους, ἦλθε στὴν Θεσσαλονίκη, ὅπου δίδαξε ἐπὶ τρεῖς ἑβδομάδες. Ἡ διδασκαλία του ἐπέσυρε τὸ μίσος τῶν Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι στράφηκαν ἐναντίον του, παρακινώντας καὶ τοὺς ἀγοραίους τῆς πόλεως. Ἐπειδὴ φιλοξενοῦνταν στὸ σπίτι τοῦ Ἰάσονος, οἱ Ἰουδαῖοι τὸν ἀναζήτησαν ἐκεῖ. Δὲν τὸν βρῆκαν ὅμως, γι’ αὐτὸ ἔσυραν τὸν Ἰάσονα καὶ τοὺς ἄλλους ἀδελφοὺς στοὺς πολιτάρχες, δηλαδὴ στοὺς δημοτικοὺς ἄρχοντες. Στὴν ἀφήγηση αὐτὴ τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων ἀναφέρεται γιὰ πρώτη φορὰ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰάσονα. Στὴν πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολὴ ὁ Παῦλος ἀναφέρει τὸν Ἰάσονα μὲ ἐκείνους ποὺ ἀπηύθυναν χαιρετισμοὺς στοὺς παραλῆπτες τῆς Ἐπιστολῆς.

Ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, ἀπὸ τὴν ὁποία ἔχουμε τὶς πρῶτες πληροφορίες καὶ συγκεκριμένα στὴν πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολή, ὁ Ἰάσων καὶ ὁ Σωσίπατρος χαρακτηρίζονται «συγγενεῖς» τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ὁ χαρακτηρισμὸς αὐτὸς δημιούργησε ὁρισμένα ἐρωτήματα. Κατὰ πᾶσα πιθανότητα σημαίνει ὅτι ὁ Παῦλος καὶ ὁ Ἰάσων ἦταν ὁμότεχνοι, πάντως ὄχι συγγενεῖς ἐξ αἵματος. Ἐν τούτοις, ὅπως δέχονται οἱ ἐρευνητές, ὁ ἀναφερόμενος στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων καὶ στὴν Ἐπιστολὴ εἶναι ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ πρόσωπο. «Τούτου τοῦ Ἰάσονος», λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, «καὶ Λουκᾶς μέμνηται. 

Οὐ γὰρ ἁπλῶς συγγενῆν μέμνηται, εἰ μὴ καὶ τὴν εὐσέβειαν εἶεν ἑοικότως αὐτῷ». Μὲ τὸ ἴδιο πνεῦμα ὁμιλεῖ καὶ ὁ Θεοφύλακτος: «Εἰ μὴ γὰρ τοιοῦτοι ἦσαν, οὐκ ἂν αὐτῶν ἐμνήσθη». Στὸ ἴδιο συμπέρασμα καταλήγουν ὁ Θεοδώρητος Κύρου, ὁ Οἰκουμένιος καὶ ὅλοι οἱ νεότεροι ἑρμηνευτές· δέχονται δηλαδὴ ταυτισμὸ τοῦ Ἰάσονος τῶν Πράξεων καὶ τῆς Ἐπιστολῆς.

Ὁ Ἰάσων φαίνεται ὅτι διατηροῦσε μικρὸ ἐργαστήριο ὑφαντουργίας, στὸ ὁποῖο ὁ Παῦλος βρῆκε ἐργασία. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ συνεργάτης τοῦ Ἀποστόλου ἦταν ἐγκατεστημένος στὴ Θεσσαλονίκη καὶ ἴσως μονίμως. Τὸ Μηναῖον τῆς Ἐκκλησίας φέρει τὸν Ἰάσονα Ταρσέα ὡς πρὸς τὴν καταγωγή. «Τούτων ὁ μὲν Ἰάσων Ταρσεὺς ἦν, ὃς καὶ πρῶτος ἐκεῖθεν ζωγρεῖται πρὸς τὴν εὐσέβειαν». Ἴσως ἡ ἄποψη αὐτὴ σχηματίσθηκε ἀπὸ τὴν φράση τοῦ Παύλου «οἱ συγγενεῖς μου» καὶ κυρίως ἀπὸ παρερμηνεία σχετικῆς φράσεως τῶν λεγομένων «Πράξεων τῶν Ἁγίων», ἔργο κατὰ πᾶσα πιθανότητα τοῦ 9ου αἰῶνος μ.Χ. 

Οἱ «Πράξεις τῶν Ἁγίων» ἀναφέρουν ὅτι ὁ Ἰάσων καταστάθηκε ἀπὸ τὸν Παῦλο, Ἐπίσκοπος Ταρσοῦ. «Ἐξ ἀρχῆς», λέγει τὸ κείμενο τῶν «Πράξεων τῶν Ἁγίων», «ὁμοῦ Ἰάσων τῆς Ταρσοῦ μητρόπολιν κυβερνῶν ἐμπεπίστευτο παρὰ Παύλου ὡς οἰκείαν πατρίδα». Ἀλλὰ τὸ «οἰκείαν πατρίδα» δὲν ἀναφέρεται στὸν Ἰάσονα, ἀλλὰ στὸν Ταρσέα Παῦλο, ποὺ ἐμπιστεύθηκε τὴν πατρίδα του στὸν Ἰάσονα. Ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμη ὁ Ἰάσων καταγόταν ἀπὸ τὴν Ταρσό, δὲν θὰ ἦταν Χριστιανὸς πρὶν ἀπὸ τὴν ἐγκατάστασή του στὴ Θεσσαλονίκη. Τοῦτο εἶναι εὔκολο νὰ τὸ ἰσχυρισθοῦμε, διότι ἐὰν εἶχε γνωρίσει τὴν χριστιανικὴ πίστη στὴν Ταρσό, βρισκόμενος στὴν Θεσσαλονίκη ἔπρεπε τουλάχιστον νὰ εἶχε προλειάνει τὸ ἔδαφος. Τὸ μόνο βέβαιο εἶναι ὅτι ὁ Ἰάσων ζοῦσε στὴν Θεσσαλονίκη καὶ ὅτι ἔγινε μαθητὴς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου.

Ἡ γνώμη τοῦ Holzner ὅτι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἦλθε ἀπὸ τοὺς Φιλίππους στὴ Θεσσαλονίκη κομίζοντας Ἐπιστολὲς πρὸς τὸν Ἰάσονα, συνηγορεῖ ὑπὲρ τῆς ἀπόψεως ἐκείνης ὅτι ὁ Παῦλος δὲν γνώριζε τὸν Ἰάσονα καὶ ὅτι ὁ Ἰάσων γνώρισε τὸν Χριστιανισμὸ ἀπὸ τὸν Παῦλο. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὰ πρῶτα χρόνια τῆς ἱεραποστολικῆς δράσεώς του, ἐπισκεπτόταν καταρχὴν τοὺς Ἰουδαίους καὶ ἔπειτα ἀπευθυνόταν στοὺς Ἐθνικούς. Ἔτσι καὶ στὴ Θεσσαλονίκη, ὅπως εἶναι γνωστό, πρῶτα ἐπισκέφθηκε τὴ συναγωγή, ὅπου καὶ μίλησε. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἑρμηνευτὲς ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ Ἰάσων ἦταν Ἰουδαῖος. Τὸ ὄνομα Ἰάσων ἦταν συνηθισμένο στοὺς Ἕλληνες, τὸ ἔπαιρναν ὅμως καὶ πολλοὶ Ἑλληνιστὲς Ἰουδαῖοι. Ἡ πληροφορία τοῦ Δωροθέου Τύρου, ὅτι ὁ Ἰάσων ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς Ἑβδομήκοντα Μαθητὲς τοῦ Κυρίου ἔχει ἀποκρουσθεῖ.

Ἡ δράση τοῦ Ἰάσονος, ἀρχίζει ἀμέσως μετὰ τὴν μεταστροφή του στὸν Χριστό. Φιλοξενεῖ τὸν Παῦλο στὸ σπίτι του, προσφέρει στὸν δάσκαλο καὶ στοὺς πρώτους Χριστιανοὺς τὴ βοήθειά του, διαθέτει τὸ ἴδιο του τὸ σπίτι γιὰ τὶς συνάξεις καὶ ὑφίσταται διώξεις χάρη τοῦ Εὐαγγελίου. Ἡ ἀναζήτηση τοῦ Παύλου ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους καὶ ἡ σύλληψη τοῦ Ἰάσονος στὴ Θεσσαλονίκη ἦταν πράξη ἀνεύθυνη. Ἂν πράγματι οἱ κατηγορίες ὅτι ἐνεργοῦσε κατὰ τοῦ Καίσαρος ἦταν ἐπιβεβαιωμένες, τότε ἔπρεπε νὰ γίνει ἔρευνα ὄχι ἀπὸ τὸν ὄχλο, ἀλλὰ ἀπὸ τὶς ἀρχές. Οἱ πολιτάρχες, ὕστερα ἀπὸ ἐξέταση στὴν ὁποία ὑπέβαλαν τὸν Ἰάσονα καὶ τοὺς ἀδελφούς, τοὺς ἄφησαν ἐλεύθερους καὶ τοὺς διαβεβαίωσαν ὅτι δὲν ἐπρόκειτο νὰ ἐνοχληθοῦν. Παρ’ ὅλα αὐτά, ἡ θέση τοῦ Ἰάσονος δὲν ἔπαυσε νὰ εἶναι ἐπισφαλής.

Ὅλα αὐτὰ ἀποτελοῦν προοίμιο ἄλλων διώξεων ποὺ ἐπρόκειτο νὰ ὑποστεῖ ὁ Ἰάσων. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ἐπαινώντας τὸν Ἀπόστολο Ἰάσονα, τὸν χαρακτηρίζει θαυμαστό: «Θαυμαστὸς ὁ ἀνὴρ εἰς κινδύνους ἑαυτὸν ἐκδοὺς καὶ ἐκπέμψας αὐτούς».

Μετὰ τὰ συμβάντα στὴ Θεσσαλονίκη, ὁ Παῦλος ἀναχωρεῖ γρήγορα γιὰ τὴν Βέροια. «Οἱ δὲ ἀδελφοὶ διὰ νυκτὸς ἐξέπεμψαν τόν τε Παῦλον καὶ Σίλαν εἰς Βέροιαν». Πρωτοστάτης γιὰ τὴ φυγάδευση τοῦ διδασκάλου τους ἦταν ὁ Ἰάσων, ὁ ὁποῖος ἔμεινε στὴ Θεσσαλονίκη διοργανώνοντας τὴν πρώτη Ἐκκλησία.

Ὅταν οἱ Ἀπόστολοι Τιμόθεος καὶ Σίλας πῆγαν στὴν Κόρινθο, ὁ Ἰάσων τοὺς ἔδωσε χρήματα γιὰ τὸν Παῦλο. Καὶ ὅταν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔγραφε τὴν πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολή, ὁ Ἰάσων ἦταν στὴν Κόρινθο καὶ ἀπηύθυνε χαιρετισμοὺς στοὺς Χριστιανοὺς τῆς κοινότητος τῆς Ρώμης.

Μία παράδοση φέρει τὸν Ἀπόστολο Ἰάσονα Ἐπίσκοπο τῆς γενέτειρας τοῦ διδασκάλου του, τὸν δὲ Ἀπόστολο Σωσίπατρο Ἐπίσκοπο Ἰκονίου. Ἄλλη πάλι παράδοση, τὴν ὁποία ὅμως ἀποκρούουν οἱ ἑρμηνευτές, θέλει τὸν Ἰάσονα Ἐπίσκοπο Ἰκονίου. Τόσο ὁ Ἰάσων ὅσο καὶ ὁ Σωσίπατρος ἦλθαν στὴν Κέρκυρα, ὅπου ἀνέπτυξαν πλούσια δράση.

Καὶ οἱ δύο συνεργάτες τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἐξαιτίας τῆς ἱεραποστολικῆς τους δραστηριότητας, συκοφαντήθηκαν, συνελήφθησαν καὶ ρίχθηκαν στὴ φυλακὴ ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα Κερκυλλίνο. Στὴν φυλακὴ μετέστρεψαν ἑπτὰ ληστὲς στὸν Χριστό, οἱ ὁποῖοι ἀργότερα μαρτύρησαν γιὰ τὴν πίστη τους. Οἱ δύο Ἀπόστολοι παραδόθηκαν ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα στὸν ἔπαρχο Καπριανό, ὁ ὁποῖος μὴν μπορώντας νὰ τοὺς μεταπείσει, τοὺς ἔριξε στὴν φυλακή.

Τὰ βασανιστήρια ποὺ ὑπέστησαν ἀπὸ τὸν ἔπαρχο οἱ δύο Ἀπόστολοι, συγκίνησαν τὴν θυγατέρα τοῦ ἡγεμόνος, Κέρκυρα, ἡ ὁποία ἀσπάσθηκε τὸν Χριστιανισμό. Οἱ δύο Ἀπόστολοι ρίχθηκαν σὲ ἕνα σιδερένιο καζάνι, ὅπου ὑπῆρχε πίσσα καὶ ρητίνη. Ὁ Ἰάσων ἐξῆλθε ἀβλαβής, ἐνῷ ὁ Σωσίπατρος πέθανε. Ἀπὸ τὴ δοκιμασία αὐτὴ τῶν δύο Ἀποστόλων, ὁ ἡγεμόνας μετανόησε, κατηχήθηκε, βαπτίσθηκε καὶ μετονομάσθηκε Σεβαστιανός.

Ὁ Ἀπόστολος Ἰάσων, ὅπως ἀναφέρουν οἱ «Πράξεις τῶν Ἁγίων», ἔζησε μέχρι τὰ βαθειὰ γεράματα, διακονώντας τὴν Ἐκκλησία τῆς Κέρκυρας καὶ χτίζοντας ναούς. Οἱ Κερκυραίοι γιὰ τὴν προσφορὰ τῶν δύο Ἀποστόλων, τοὺς εὐλαβοῦνται καὶ πρὸς τιμὴν τους ὑπάρχει περικαλλὴς ναός, ποὺ θεωρεῖται ὁ ἀρχαιότερος στὴν πόλη.
Οἱ τίμιες κάρες τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Ἰάσονος καὶ Σωσιπάτρου φυλάσσονται μὲ εὐλάβεια στὴν ἱερὰ μονὴ Ὁσίου Λουκᾶ Βοιωτίας.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Δυὰς ἡ ὁμότροπος, τῶν Ἀποστόλων Χριστοῦ, Ἰάσων ὁ ἔνδοξος, Σωσίπατρος ὁ κλεινός, συμφώνως τιμάσθωσαν· οὗτοι γὰρ δεδεγμένοι, τὸν τῆς χάριτος λόγον, ηὔγασαν ἐν Κερκύρᾳ, εὐσεβείας τὸ φέγγος, πρεσβεύοντες τῷ Κυρίῳ, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Χειρόγραφον εἰκόνα.
Τοῖς δόγμασι τοῦ Παύλου καταυγασθέντες, γεγόνατε φωστῆρες τῆς οἰκουμένης, τρισμακάριοι· καταυγάζετε γὰρ ἀεὶ κόσμον θαύμασιν, Ἰάσων, ἡ πηγὴ τῶν ἰαμάτων, Σωσίπατρε, Χριστοῦ Μαρτύρων κλέος, Ἀπόστολοι θεοφόροι, προστάται τῶν ἐν ἀνάγκαις, καθικετεύσατε Θεῷ, τοῦ σωθήναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἀποστόλων ἡ ξυνωρίς, τῆς σεπτῆς Τριάδος, δημηγόροι καὶ ὑπουργοί, σὺν τῷ Σωσιπάτρῳ, Ἰάσων θεοφόρε· ὑμεῖς γὰρ ἀληθείας, ὤφθητε στόματα.

Ἡ Ἁγία Κέρκυρα ἡ Μάρτυς

 
Βελῶν Βασιλὶς ταῖς βολαῖς ἐστιγμένη,
Ἐκ στιγμάτων ἔλαμψεν, ὡς ἐκ μαργάρων.

Η Αγία Κέρκυρα έζησε τον 1ο αιώνα μ.Χ. και ήταν κόρη του Βασιλιά Κερκυλλίνου και πίστεψε στον Χριστό από τα μαρτύρια των Αγίων Αποστόλων Ιάσονος και Σωσιπάτρου. Ομολόγησε τον Χριστό και πούλησε όλα της τα κοσμήματα, και τα χρήματα τα έδωσε στους φτωχούς. Όταν το έμαθε ο πατέρας της και αφού δεν μπόρεσε να μεταστρέψει τη γνώμη της, την παρέδωσε σ' έναν Αιθίοπα για να τη διαφθείρει. Αλλά ο Αιθίοπας πίστεψε στον Χριστό δι' αυτής και θανατώθηκε. Η δε Κέρκυρα βασανίστηκε με πολλούς τρόπους και στο τέλος την κρέμασαν και τη θανάτωσαν με βέλη.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Καλοκτένης Μητροπολίτης Θηβῶν


Ἀρχαγγελικὼς ὁμιλῶν τῇ Παρθένῳ,
Τὸ χαιρ᾿ ἀκούεις παρ᾿ αὐτῆς, Ἰωάννη.
Πτωχοὺς ἐλεῶν ὁ νέος Ἐλεήμων,
Μισθὸν λαμβάνει μὴ κενούμενον πλοῦτον.
Εἰκᾶδ᾿ ἐνάτη ὁ νέος Ἐλεήμων,
Ἔλαβε πότμον εἰρηναιον Ἰωάννης.

«Τῇ 29η τοῦ μηνός Ἀπριλίου μνήμη του εν Ἁγίοις Πατρός ημών Ἰωάννου Μητροπολίτου Θηβῶν καί ἐξάρχου πάσης Βοιωτίας τοῦ Καλοκτένους καί νέου Ἐλεήμονος».

Κατά τον Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας «διά να μάθη τις τόν βίον ἀνθρώπου παλαιοτέρας ἐποχής, πρέπει νά γνωρίση την κοινωνικήν καί πολιτικήν κατάστασιν τῶν χρόνων ἐκείνων, να γνωρίζη τόν τρόπον τῆς ζωῆς τῶν τότε ἀνθρώπων, την χώραν, είς τήν ὁποίαν ἐκείνος ἔζησε, καί ἐπί τούτων στηριζόμενος ὡς ἐπί ἀσφάλῶν θεμελίων νά μελετήση καί περιγράψη τόν βίον τοῦ προσώπου».

Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο για τη ζωή και τη δράση του Αγίου Ιωάννη του Καλοκτένη. Η εποχή στην οποία έζησε ο Άγιος (12ος αιώνας μ.Χ.) χαρακτηρίζεται από σοβαρά ιστορικά γεγονότα και κοινωνικές ανακατατάξεις όχι μόνο στην περιοχή της Βοιωτίας, αλλά και σε ολόκληρη την Βυζαντινή Αυτοκρατορία από τα βόρεια σύνορα της μέχρι τα ακρότατα, τα νοτιότατα σύνορα. Η Αυτοκρατορία επί βασιλείας Μανουήλ Α΄ του Κομνηνού απειλείται από παντού από εχθρούς οι οποίοι οραματίζονταν τον πλούτο του Κράτους. Οι Νορμανδοί με το βασιλιά τους Ρογήρο κατέρχονταν προς τα νότια καί απειλούσαν τις ακραίες περιοχές του Βυζαντίου. Οι πρώτοι Σταυροφόροι εγκαθιδρυμένοι από πολλά χρόνια στην περιοχή των Ιεροσολύμων, απειλούνταν από τους Σαρακηνούς και ζητούσαν βοήθεια από τη Δύση την οποία και έδωσαν οι βασιλείς της Γαλλίας Λουδοβίκος Ζ΄ καί της Γερμανίας Κονράδος Γ΄.

Ταυτόχρονα οι Νορμανδοί εισβάλλουν στην Ελλάδα, καταλαμβάνουν την Κέρκυρα, περιπλέουν την Πελοπόννησο, λεηλατούν την Αιτωλοακαρνανία, εισπλέουν στον Κορινθιακό καί μέσω της Κρίσας (σημερινό Χρυσό) επιτίθενται εναντίον των Θηβών.

Η Θήβα την εποχή εκείνη είχε μεγάλη ακμή. Ήταν σπουδαίο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο. Φημισμένα ήταν τα μεταξουργεία των Θηβών. Η πόλη κατείχε τα πρωτεία στη Στερεά Ελλάδα καί ήταν πρωτεύουσα της. Εκεί είχε την έδρα του ο Μητροπολίτης Θηβών ο οποίος έφερνε τον τίτλο «Έξαρχος πάσης Βοιωτίας». Στην πόλη αυτή επέδραμαν οι Νορμανδοί, την βρήκαν ανυπεράσπιστη, επειδή τα βασιλικά στρατεύματα φρόντιζαν την Κωνσταντινούπολη, και την κατέλαβαν. 

Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή του εθνικού μας Ιστορικού Παπαρρηγόπουλου «Χρυσός, άργυρος, πολύτιμοι λίθοι, τα πάντα απήχθησαν, εμπορικαί αποθήκαι, ιδιωτικαί οικίαι, ιεροί Ναοί, τα πάντα εγυμνώθησαν καί έπειτα πάντες οι πολίται ηναγκάσθησαν να ομόσωσιν ότι ουδέν απέκρυψαν των πολυτίμων πραγμάτων, καί ουδέ τούτο ήρκεσεν, αλλά πολλοί ηχμαλωτεύθησαν και άνδρες καί γυναίκες, καί μάλιστα όσοι εφημίζοντο ως επιτήδειοι μεταξουργοί». Την ίδια εποχή λεηλατήθηκαν η Κόρινθος, η Ευβοια καί η Αθήνα. Οι Θηβαίοι αιχμάλωτοι μεταφέρθηκαν στο Πάνορμο της Σικελίας όπου δίδαξαν την τέχνη του μεταξιού στους κατοίκους.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες γεννήθηκε στα μέσα του 12ου αιώνα μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη από γονείς ευγενείς – τον Κωνσταντίνο Καλοκτένη και τη σύζυγό του Μαρία – ο Ιωάννης. Παιδί προσευχής (μιάς και οι γονείς του ήσαν για χρόνια άτεκνοι) ο Ιωάννης αφιερώθηκε από τη σύλληψη του ακόμη, από τους γονείς του στην Εκκλησία. Ανατράφηκε με επιμέλεια από τη μητέρα του η οποία φρόντισε να λάβει ο Ιωάννης την απαιτούμενη μόρφωση. «Από μαθήσεως εις μάθησιν προβαίνων ο Άγιος, χάρις εις την μεγάλην αυτού επιμέλειαν καί ευφυΐαν, εγένετο πρότυπο αληθούς μαθητού».

Δωδεκαετή τον παρέδωσε ο πατέρας του στον Μέγα Δομέστικο της Βυζαντινής Αυλής, στον αρχηγό των στρατιωτικών, προκειμένου να τον εκπαιδεύσει στα στρατιωτικά. Όμως η κλίση του προς την Εκκλησία παρά προς το στρατό, η επίδραση της μητέρας του, αλλά και η ευχή που είχαν κάνει οι γονείς του, υποχρέωσαν τον Μέγα Δομέστικο να τον κατατάξει στην τάξη των ιερομονάχων. Έκτοτε ο Ιωάννης άρχισε να προετοιμάζεται με περισσότερη δραστηριότητα για το υψηλό αξίωμα. Από μικρή ηλικία έδειξε την κλήση του στα γράμματα. Σπούδασε τα «ἱερά γράμματα», Ρητορική, Φιλοσοφία άλλες «θύραθεν ἔπιστῆμες». Λόγω της μεγάλης ευσέβειας και της αγάπης του προς τη Θεοτόκο αξιώθηκε να ακούσει τη φωνή Εκείνης όταν κάποια μέρα διάβαζε τους χαιρετισμούς: «Χαίρε, Νύμφη, Ανύμφευτε», «Χαίροις και εσύ των Θηβών προστάτα» ήταν η συνομιλία.

Εν τω μεταξύ η εκκλησιαστική κατάσταση στην πόλη των Θηβών ήταν απελπιστική. Ο Μητροπολίτης Θηβών από τη μεγάλη λύπη για την κατάσταση αυτή και λόγω των καταπιέσεων των Νορμανδών πέθανε. Ο νέος Μητροπολίτης που εκλέγεται στην Κωνσταντινούπολη, πεθαίνει καθ’ οδόν. Το Πατριαρχείο δεν είχε λάβει σοβαρά υπόψη την κατάσταση της Θήβας. Κάτω όμως από την πίεση των Θηβαίων επέλεξε ως καταλληλότερο πρόσωπο για την έδρα Πάσης Βοιωτίας τον Ιωάννη, ο οποίος μόναζε σε Μονή της Κωνσταντινούπολης. Ο ήδη εκλεγμένος από τη Θεοτόκο προστάτης των Θηβών δεν μπορούσε να αρνηθεί την εκλογή και τη χειροτονία του ως Μητροπολίτη Θηβών. Η εκλογή αυτή χαροποίησε τους Θηβαίους και τους έδωσε ελπίδες και δυνάμεις.

Ο Άγιος Ιωάννης υπήρξε άνθρωπος του πνεύματος και της δράσης. Όχι μόνο ανακούφιζε τους πτωχούς Χριστιανούς της επαρχίας του με την ελεημοσύνη, αλλά αγωνίσθηκε και έδωσε ώθηση στην κοινωνική και οικονομική ζωή. Βρήκε κατεστραμμένη την πόλη και την περιοχή και γι’ αυτό ξεκινά αμέσως το δύσκολο έργο του.

Και πράγματι με την είσοδο του ο Άγιος στην πόλη άρχισε αμέσως να εργάζεται για την ευτυχία της. Τα εμπόδια ήταν πολλά. Από τη μία οι Νορμανδοί είχαν στην κυριολεξία αφανίσει κάθε πλούτο από την περιοχή και από την άλλη οι 2.000 περίπου Εβραίοι, οι οποίοι εν τω μεταξύ είχαν καταφθάσει, προσπαθούσαν να αλλοιώσουν το φρόνημα των Θηβαίων προσφέροντες δουλειά και χρήματα. Η απουσία υλικών αγαθών και η διάβρωση της Χριστιανικής πίστης ήταν δύο μέτωπα εναντίον των οποίων έπρεπε να αγωνισθεί ο Άγιος.

Η ανέγερση του Ναού της Θεοτόκου με χρήματα από την πατρική του περιουσία, η πατρική διδασκαλία του, η διαρκής ελεημοσύνη του και βοήθεια έκανε πολλούς Εβραίους και Αρμένιους να ασπαστούν τη Χριστιανική πίστη, ο δε πιστός λαός από τότε του έδωσε το όνομα του Νέου Ελεήμονος.

Εκτός από αυτά ο Άγιος έκανε πολλά έργα κοινής ωφέλειας στην πόλη. Η εκτροπή του ποταμού Ισμηνου προσέφερε στην πεδιάδα των Θηβών, αλλά και στα προάστια, Πυρί και Άγιος Θεόδωρος γονιμότητα και δύναμη, θέτωντας σε λειτουργία υδρόμυλους και θεμελίωσε υδραγωγεία. Το ποτάμι αυτό πήρε αργότερα το όνομα Αγίαννης. Στο σημείο της εκτροπής οι Θηβαίοι έκτισαν ναό προς τιμήν του Αγίου, ερείπια του οποίου σώζονται μέχρι σήμερα. 

Κατασκεύασε γέφυρες, διευκολύνοντας τη διέλευση των ανθρώπων. Ονομαστή η «Ιωαννιάδα» του, (κατά μίμηση της Βασιλειάδας). Ίδρυσε Γηροκομείο, Πτωχοκομεία, Νοσοκομεία και Σχολεία τόσο χρήσιμα τα έργα αυτά για την εποχή του Αγίου. Σαν άλλο δε Υπουργείο περιβάλλοντος ο Άγιος με την μεταφορά των υδάτων στην πόλη φρόντισε για την δεντροφύτευση ιδιαίτερα μουριών κατάλληλων για την σηροτροφία. Όλα τα έργα τα επέβλεπε καθημερινά προσωπικώς. Ρηξικέλευθο έργο του ο Παρθενώνας (Σχολή Γυναικών). Μάθαιναν γράμματα και τέχνες. Με τα χειροτεχνήματα τους, βοηθούσαν τους εμπερίστατους. «Δεν άφησε το πλοίον εις την διάκρισην των ανέμων και της τρικυμίας, αλλ’ως επιδέξιος κυβερνήτης προεφύλαττε τούτο από πάσης επικινδύνου πορείας, ίνα μη επιπίπτουν εις τους βράχους συντριβή» σημειώνει ο Συναξαριστής.

Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι ο Άγιος τη δύσκολη εκείνη εποχή όχι μόνο έσωσε την πόλη από ολοσχερή καταστροφή, τέτοια που ούτε τα θεμέλια της δεν θα βρίσκαμε σήμερα, αλλά και την ανύψωσε σε θέση περιωπής και την κατέστησε μεγάλο βιομηχανικό και εμπορικό κέντρο. Γι’ αυτό οι Θηβαίοι ενόσω ακόμη ζούσε ο Άγιος τον είχαν ανακηρύξει προστάτη τους.

Έλαβε μέρος στη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως το 1166 μ.Χ. επί Αυτοκράτορος Μανουήλ Κομνηνού. Από τα πρακτικά αυτής της Συνόδου, διασώζεται η θεολογική διδασκαλία του Αγίου: «Ἐρωτηθεὶς ὁ Θηβῶν Ἰωάννης εἶπεν: Ἐπεί τὸν Υἱὸν συγκτίστην καὶ συνδημιουργὸν τῷ Πατρὶ οἶδα, δι’ Αὐτοῦ γὰρ καὶ τοὺς αἰῶνας ἐποίησεν , ἴσον ἔχω Τοῦτον τῷ Πατρί. Ἐπεί δ’ εἶπεν ὅτι ὁ Πατήρ μου μείζων μού ἐστι, καὶ ἐτυπώθη τῆ προτεραία κατεξετασθῆναι, πῶς τινες τῶν Ἁγίων προσέθεντο. Καὶ κατὰ τὸ ἀνθρώπινον νοῶ τοῦτο εἰρῆσθαι παρ’ Αὐτοῦ διὰ τὴν ταπείνωσιν καὶ τὴν ἄκραν συγκατάβασιν πρὸς τὴν φύσιν τὴν ἀνθρωπίνην ἣν προσελάβετο, καθ’ ἣν παραπλησίως ἡμῖν σαρκὸς καὶ αἵματος κεκοινώνηκεν». Η μαρτυρία αυτή είναι πολύ σημαντική, διότι αποδεικνύει τη μεγάλη θεολογική κατάρτιση και τη βαθιά πίστη του Αγίου.

Μετά την ειρηνική κοίμηση του μεταξύ του 1182 και 1193 μ.Χ. και την αναγνώριση της αγιότητος του ανήγειραν μεγαλοπρεπή Ναό όπου κατέθεσαν τα Λείψανα του. Σήμερα ο ναός αυτός δεν σώζεται. Στα θεμέλια του κτίστηκε στα τέλη του περασμένου αιώνα περικαλλής Ναός ο οποίος και σώζεται μέχρι τις μέρες μας.

Υπάρχουν φήμες πως τα Τίμια & Χαριτόβρυτα Λείψανα του βρίσκονται στην Ιταλία.

Μέχρι σήμερα διατηρείται η ανάμνηση των έργων υποδομής του Αγίου μεταξύ των κατοίκων των Θηβών, και της γύρω περιοχής.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ'.
Ἐκ μέσης τὸν Κύριον, ἐπιποθήσας ψυχῆς, τὰ ῥέοντα ἔφυγες, καὶ ἐπιπόνῳ ζωή, τὴν σάρκα ἐξέτηξας· ἔσπευσας Ἱεράρχα, Βοιωτὼν Ἰωάννη, φίλος Χριστοῦ γενέσθαι, διὰ οἶκτον πενήτων· διὸ καὶ νέος ἐλεήμων, ἐκλήθης μακάριε.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ'. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ σοφὲ τοὺς οἴακας, ἐπιστημόνως χειρισθεὶς ταύτην ἀκύμαντον, διεχήρησας μακάριε Ἰωάννη, τὰς ζαλώδεις καταιγίδας ἐκκρουσάμενος, καὶ βιαίας τρικυμίας τῶν αἱρέσεων· ὅθεν κράζω Σοι· Χαίροις, Πάτερ πανεύσπλαγχνε.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ´. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Ἀναβὰς εἰς τὰ ὕψη τῶν ἀρετῶν, καὶ τῇ θεία ἐκείνη καταυγασθείς, ὢ Πάτερ λαμπρότητι, τῶν δογμάτων τοῦ Πνεύματος, ἀληθῶς ἐδείχθης φωστὴρ διαυγέστατος, ἀστραπαῖς φωτίζων, τοῦ Πνεύματος ἅπαντας· ὅθεν καὶ ὁμίχλην, τῶν παθῶν ἐκδιώξας, λαὸν σου ἐποίμανας, θεαρέστως μακάριε· διὰ τοῦτο βοῶμεν σοι· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν φωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος α´. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Ποιμένα σε Θηβῶν, καὶ προστάτην τιμῶντες, χήρων καὶ ὀρφανῶν, μὴ κενούμενον πλοῦτον, ἀξίως δοξάζομεν, Ἰωάννη τὴν μνήμην σου, ἢν ἐδόξασεν, ὁ τῶν ἁπάντων Δεσπότης, ὃν ἱκέτευε, ἐκ πειρασμῶν καὶ κινδύνων, σωθῆναι τοὺς δούλους σου.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος γ´. Τὴν ὡραιότητα.
Τὴν καθαρότητα, Πάτερ τοῦ βίου Σου, καὶ τὴν λαμπρότητα,τῆς πολιτείας Σου, ἡ Θεοτόκος Μαριάμ, ἐδήλωσε παραδόξως· ὅθεν καὶ Ποιμένα σε, Βοιωτία προσήκατο, ἤν περ καὶ ἐποίμανας, θεία ῥάβδῳ τῶν λόγων σου, τὴν θάλασσαν παθῶν διαῤῥήξας, τὸν νέον Ἰσραὴλ ἐκλυτρούμενος.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ´. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῶ.
Τὸν Ἱεράρχην τοῦ Χριστοῦ Ἰωάννην, τὸν Βοιωτίας ἐλεήμονα νέον, χρεωστικὼς τιμήσωμεν φιλέορτοι, πόθῳ ἐκμιμούμενοι, τὴν αὐτοῦ πολιτείαν, ἵνα ὑπαντήσωμεν, τῷ Χριστῷ ἐν ἐλέω, λαμπαδηφόροι πάντες οἱ πιστοί, ἐν οὐρανίοις σκηναῖς ἀγαλλόμενοι.

Ὁ Οἶκος
Ἄγγελος σαρκοφόρος, ἐπὶ γῆς ἀνεφάνης, τὴν φλόγα τῆς σαρκὸς κατασβέσας· καὶ τὰ θανατηφόρα Σατάν, καὶ πυρφόρα βέλη κραταιῶς Ὅσιε, συνέτριψας· διὰ τοῦτο Σοι κράζω Ἰωάννη ταὐτά:

Χαῖρε, ποιμὴν λογικῶν προβάτων·
Χαῖρε, λιμὴν τῶν ἐν ζάλη τοῦ βίου.
Χαῖρε, τῶν πενήτων τροφὴ ἀδαπάνητε·
Χαῖρε, τῶν Ὁσίων ἁπάντων ἐφάμιλλε.
Χαῖρε, ὅτι διεσκέδασας τὴν ὁμίχλην τῶν παθῶν·
Χαῖρε, ὅτι κατεφώτισας τὰς καρδίας τῶν πιστῶν.
Χαῖρε, τοῦ Βυζαντίου ὁ θεοφυτος κλάδος·
Χαῖρε, τῆς Βοιωτίας ὁ σεπτὸς Ἱεράρχης.
Χαῖρε, λαμπρὸν Θεοῦ ἐνδιαίτημα·
Χαῖρε, σεπτὸν Ναοῦ ἐγκαλλώπισμα.
Χαῖρε, γυμνῶν ἀναπήρων τε σκέπη·
Χαῖρε, Θηβῶν μέγα κλέος καὶ στῦλε,
Χαίροις, Πάτερ πανεύσπλαγγνε.

Μεγαλυνάριον
Τῶν Ἀρχιερέων ἡ καλλονή, καὶ τῶν ἐν κινδῦνοις, ἀντιλήπτωρ καὶ βοηθός· Χαίροις ὁ τὸ χαῖρε, παρὰ τῆς Θεοτόκου, λαβὼν ω Ἰωάννη, Θηβῶν τὸ καύχημα.

Άγιοι Ευσέβιος, Ζήνων, Βιτάλιος και Νέων


Εις τον Ευσέβιον
Ἐκ σοῦ τὸ πῦρ ὁποῖον ἐκσμήξει ῥύπον,
Ὄβρυζον, Εὐσέβιε, Χριστοῦ χρυσίον.

Εις τον Ζήνωναν και Βιτάλιον
Μὴ δειλιάσῃς, Βιτάλιε, πρὸς φλόγα,
Ἡγήσομαι γάρ, καὶ προεισέλθω Ζήνων.

Εις τον Νέων
Θεοίς λατρεύειν μη θέλων Eλληνίοις,
Kαθείλε καυθείς πίστιν Eλλήνων Nέων.

Οι άγιοι αυτοί, ήταν άπ' τους κατοίκους της Κέρκυρας, οι όποιοι πρώτοι ειλκύσθησαν από τα κηρύγματα των Αγίων Ιάσονα και Σωσίπατρου, και έγιναν ένθερμοι συνεργάτες στο αποστολικό τους έργο. Ο άρχοντας Κερκυλλινος τους κατεδίωξε και αφού τους συνέλαβε, τους γύμνωσε και τους μαστίγωσε σκληρά. Επειδή όμως αρνήθηκαν να θυσιάσουν στα είδωλα, τους φυλάκισε και κατόπιν αφού άναψε μεγάλη φωτιά, τους έριξε μέσα και έτσι αξιώθηκαν του αθανάτου μαρτυρικού στεφάνου.

Οἱ Ἅγιοι Ἰακισχόλος, Ἰανουάριος, Εὐφράσιος, Μάμμινος, Μαρσάλιος, Σατορνίνος καὶ Φαυστιανὸς οἱ Μάρτυρες πρώην ληστές

Λῃσταί, μαθόντες τὴν Ἐδὲμ λῃστοῦ λάχος,
Πίσσῃ λαχεῖν ἔσπευσαν αὐτὴν ἐμφλόγῳ.

Οι Άγιοι αυτοί Μάρτυρες, ήταν στον πρότερό τους βίο ληστές. Όταν ήταν φυλακισμένοι στην Κέρκυρα, πίστεψαν στον Χριστό διά των Αγίων Αποστόλων Ιάσονος και Σωσιπάτρου.

Κατόπιν μαρτύρησαν μέσα σε βρασμένη πίσσα.

Οἱ Ἅγιοι Ἀττικὸς καὶ Κυντιανὸς οἱ Μάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀττικὸς καὶ Κυντιανὸς ἀναφέρονται στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἱππολύτου Delehaye.

Άγιος Χριστόδουλος ο Αιθίοψ

Ο Άγιος Χριστόδουλος πέθανε τον 1ο αιώνα μ.Χ. Πιθανόν να είναι ο ίδιος μ' αυτόν της 26ης Φεβρουαρίου.

Άγιοι Αγάπιος και Σεκουνδίνος οι Ιερομάρτυρες και οι συν αυτοίς Τέρτουλα και Αντωνία οι Παρθένες, ανωνύμου Μάρτυρος μετά των δύο τέκνων αυτής

Οι Άγιοι Ιερομάρτυρες Αγάπιος και Σεκουνδίνος γεννήθηκαν στην Ισπανία. Ήταν Επίσκοποι στην περιοχή της Νουμιδίας της Αφρικής και υπέστησαν μαρτυρικό θάνατο, το έτος 259 μ.Χ., επί αυτοκράτορα Βαλεριανού (253-259 μ.Χ.), μαζί με τις παρθένες Τέρτουλα και Αντωνία και μία ανώνυμη Μάρτυρα με τα δύο της τέκνα.

Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ Θαυματουργός ἐκ Σερβίας


Ὁ Ἅγιος Βασίλειος, Ἐπίσκοπος Ζακχόλμσκ, γεννήθηκε ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς τὸν 16ο αἰώνα μ.Χ. στὴν περιοχὴ τοῦ Πόποβ τῆς Ἐρζεγοβίνης. Ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸ μοναχικὸ βίο ἐγκατέλειψε τὴν πατρικὴ οἰκία καὶ εἰσῆλθε στὴ μονὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τοῦ Τρέμπινκ, ὅπου ἐκάρη μοναχός.
Λόγῳ τῆς ἀρετῆς του ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ζάκχολμσκ καὶ Σκεντερίας. Ἀνέλαβε τὸν Μητροπολιτικὸ θρόνο στὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 16ου αἰῶνος, ὡς διάδοχος τοῦ Ἐπισκόπου Παύλου καὶ προκάτοχος τοῦ Ἐπισκόπου Νικοδήμου. Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἦταν ἕνας πραγματικὸς ποιμένας γιὰ τὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ καὶ ὁ Κύριος τὸν ἀξίωσε τοῦ χαρίσματος τῆς Θαυματουργίας.
Γιὰ νὰ γνωρίσει ὁ Ἅγιος τὴ βυζαντινὴ μοναστικὴ καὶ ἡσυχαστικὴ παράδοση, ἐπισκέφθηκε τὸ Ἅγιον Ὄρος.

Ὁ Ἅγιος Βασίλειος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴν πόλη Ὄστρογκ, στὴν Τσερνογκόρια, ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὰ σύνορα μὲ τὴν Ἐρζεγοβίνη.

Σύναξη της Παναγίας της νήσου Τελένδου

Ο Ναός της Παναγίας στην Τέλενδο χτίστηκε και ιστορήθηκε από δωρεές ναυτικών στις αρχές του 19ου μ.Χ. αιώνα.

Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Παλαιοκαστρίτισσας στὴν Κέρκυρα


Τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας τῆς Παλαιοκαστρίτισσας πῆρε τὸ ὄνομά του ἀπὸ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας ποὺ εἶχε βρεθεῖ στὸν ἀπέναντι λόφο ποὺ λεγόταν Παλαιὸ Κάστρο. Τὸ Μοναστήρι σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση καὶ τὶς λίγες γραπτὲς μαρτυρίες πρέπει νὰ κτίστηκε τὸ 1228 μ.Χ. Πανηγυρίζει τὴν Παρασκευὴ τῆς Διακαινησίμου, τῆς Ζωοδοόχου Πηγῆς καὶ ἀνήκει στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Κερκύρας.

Σύναξη της Παναγιάς της Αργοκοιλιώτισσας στην Νάξο




Με το όνομα Παναγία Αργοκοιλιώτισσα φέρεται ιερό εικόνισμα που ανευρέθηκε στην ορεινή Νάξο, στη θέση Αργοκοίλι, εξ ου και το προσωνύμιο, καθώς και το Μοναστήρι που έχει ανεγερθεί στο σημείο εύρεσης, το οποίο και καταλαμβάνει έκταση περίπου 25 στρεμμάτων.

Το 1835 μ.Χ. κατόπιν «καθ΄ ύπνου υπόδειξης», κατοίκου του χωριού Κόρωνος Νάξου και μετά από επανάληψη δεύτερης έρευνας επίσης ομοίας υπόδειξης στη θέση Αργοκοίλι βρέθηκαν τελικά δύο παλαιές βυζαντινές εικόνες της Παναγίας εκ των οποίων η μία παρουσίαζε την Παναγία επί της Ζωοδόχου Πηγής. Οι δύο αυτές εικόνες μεταφέρθηκαν αρχικά στο χωριό Κόρωνος και από εκεί στη Μητρόπολη Παροναξίας.

Τον επόμενο χρόνο, και ανήμερα της εύρεσης, εμφανίσθηκε αγίασμα σε επιφάνειο φρεάτιο μπροστά σε αντικρινό βράχο, από το σημείο εκείνο της εύρεσης. Σκάβοντας στη συνέχεια στο σημείο αυτό αποκαλύφθηκε είσοδος μικρού σπηλαίου εντός του οποίου μέσα από μια μικρή κρύπτη, αριστερά, υπήρχαν λαξευμένες βαθμίδες σχεδόν σε κάθετη διάταξη που οδηγούν στην από οροφής έξοδο. Ολόκληρο αυτό το σπήλαιο αποδίδεται σήμερα ως βυζαντινό παρατηρητήριο φυλάκιο παρά τη βάση του οποίου είχαν αποκρύψει τις εικόνες πιθανώς στη περίοδο της εικονομαχίας. Το σημείο αυτό του βράχου του αγιάσματος είναι ορατό από τη θάλασσα όχι όμως από την ακτή. Βρίσκεται δε σε απόλυτη ευθυγράμμιση με δύο κατ΄ έναντι κορυφές λόφων με κατεύθυνση Ανατολή - Δύση.

Σε σύντομο σχετικά διάστημα στο σημείο εύρεσης αναγέρθηκε στην αρχή μικρή εκκλησία σε ρυθμό βασιλικής, που με το πέρασμα του χρόνου επεκτάθηκε σε μήκος. Περι το 1985 μ.Χ. αναγέρθηκε ο μικρός ναός του αγιάσματος ακριβώς παρά το αρχικό επιφάνειο φρεάτιο το οποίο και περιλήφθηκε στο αριστερό σημείο του εικονοστασίου του ναϊδρίου, ενώ όλη η αριστερή πλευρά είναι η είσοδος του αποκαλυφθέντος σπηλαίου - παρατηρητηρίου. Η άνοδος από τη κρύπτη στην έξοδο της οροφής γίνεται από κάθετες σχεδόν λαξευμένες βαθμίδες φρεατίου που επιτρέπουν λόγω στενότητας μόνο την κατ΄ άτομο διέλευση και με δυνατότητα στήριξης μόνο από τα τοιχώματα του φρεατίου. Παρά ταύτα δεν έχει συμβεί κανένα ατύχημα.

Επίσης στον ίδιο χώρο ολοκληρώθηκε η ανέγερση νέου μεγαλοπρεπή ναού, ανατολικότερα του αρχικού που σε διαστάσεις κρίνεται ο μεγαλύτερος των Κυκλάδων. Πέριξ αυτού προγραμματίζεται η ανέγερση περιμετρικών κελιών φιλοξενίας πιστών καθώς και αίθουσες πολιτιστικών εκδηλώσεων μεταξύ των οποίων και μεγάλο αμφιθέατρο.

Σύναξη της Παναγιάς της Καλόπετρας στην Ρόδο



Σε μια πανέμορφη τοποθεσία στα Ν.Α. του χωριού (Θεολόγου Ρόδου) Θολού στην περιοχή Καλαμώνα και στα όρια της Ψίνθου βρίσκεται το Μοναστήρι της Παναγιάς Καλόπετρας.

Μπορεί κανείς να φθάσει από τη Ψίνθο μα και από το δρόμο μέσω Πεταλουδών περνώντας τα Μαλά και αντικρίζοντας δεξιά το Καστρί.

Η Εκκλησία είναι σ’ ένα μικρό πλάτωμα του βουνού «Λευκόποδα» ή «Λευτόπαγος» χτισμένη από τον ηγεμόνα της Βλαχίας Αλέξανδρο Υψηλάντη (1782 μ.Χ.). Στο χάρτη το βουνό γράφεται και Λευκόπεδα , από το χρώμα του χώματος.

Το Μοναστήρι υπήρχε στα 1489 μ.Χ., γιατί αν δεν προϋπήρχε της κατακτήσεως της Ρόδου το 1522 μ.Χ., οι Τούρκοι δεν θα επέτρεπαν επισκευή ή ανέγερσή του, σύμφωνα με την πολιτική που ακολουθούσαν κατά των χριστιανών. Η δημοσίευση των αρχείων των Ιπποτών επιφύλαξε εκπλήξεις, αλλά είναι αδύνατη η αρχαιολογική ανίχνευση του κτίσματος.

Η πρώιμη αναφορά της Καλόπετρας στα 1314 μ.Χ., μας αναγκάζει να τη συσχετίσουμε μ’ άλλα αξιόλογα μοναστήρια που ανήκουν στην ίδια εποχή, όπως ο Ταξιάρχης στο Καμμυρί, ο Αρταμίτης, το Θάρρι, το Σκιάδι, ο Αγ. Φιλήμονας Αρνίθας, το Φουντουκλί και το Φιλέρημο. Καταδεικνύεται ότι όλα μαζί αποτελούσαν κομβικά σημεία ενός εσωτερικού δικτύου του νησιού που ένωνε σπουδαία χωριά και ήλεγχε στρατιωτικές διαβάσεις. Αποτελούσαν τόπο ξεκούρασης των διερχομένων, άρα συνέλεγαν σημαντικές πληροφορίες υψίστης σημασίας.

Επιπλέον, εμπόδιζαν σε περίοδο επιχειρήσεων τους επιτιθέμενους ή απέκρυπταν στρατιωτικές δυνάμεις σε μυστική αποστολή. Μετέδιδαν, ως φρυκτωρίες, μηνύματα με φωτιά που έφθαναν εγκαίρως στην πόλη της Ρόδου. Ταυτόχρονα αποτελούσαν σημαντικές οικονομικές μονάδες για τον τόπο και θεραπευτήρια ψυχής.

Γραπτές ιστορικές πηγές αποδεικνύουν τη σχέση της Μονής με την οικογένεια του Αλεξάνδρου Υψηλάντη, του ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας. Είναι δύο μαρμάρινες επιγραφές που σήμερα βρίσκονται εντοιχισμένες πάνω από την είσοδο του ναού. Μια μικρή που φέρει τη χρονολογία 1784 μ.Χ. και τα αρχικά ΑΛ ΞΑ ΥΨ ΒΒ ΜΛ ΔΒ (Αλέξανδρος Υψηλάντης, Βοεβόδας Μολδοβλαχίας). Μια άλλη μεγαλύτερη κτητορική επιγραφή, σε διαστάσεις 43x46 εκ. και πάχους 0,7 εκ. από την επιγραφή πληροφορούμεθα ότι ο ναός είναι αφιέρωμα του Αλέξανδρου Υψηλάντη και ανοικοδομήθηκε στα 1782 - 1784 μ.Χ. έπειτα από τάξιμο που έκανε ο ηγεμόνας στην Παναγία. Προήγηθηκε το 1779 μ.Χ. σεισμός. Την πληροφορία για το σεισμό του Σεπτεμβρίου 1779 μ.Χ. την βρήκαν γραμμένη επάνω στο μηναίο του Σεπτεμβρίου. «Γεννάται τώρα το ερώτημα πως και διατί ο Υψηλάντης κατέφυγεν εις Ρόδον και έκτισεν την μονήν της Καλόπετρας.

Η παράδοση αναφέρει δύο εκδοχές:

«Ενώ η κόρη του Υψηλάντου υπό βαρείας ασθενείας κατατρυχομένη ήτο ετοιμοθάνατη, η δε επιστήμη είχε παραιτηθή πάσης βοηθείας, ο Υψηλάντης καθήμενος πλησίον της κλίνης της πασχούσης θυγατρός του, εκοιμήθη και βλέπει όνειρον ότι γυνή τις δίδει φάρμακον τι προς την θυγατέρα του, ήτις γίνεται εντελώς καλά. Έντρομος αφυπνίζεται ούτος και βλέπει την θυγατέρα του να χαίρει άκρας υγείας. Έκτοτε εβασάνιζε τον Υψηλάντη η ιδέα ποία ήτο η γυνή εκείνη. Μίαν νύκτα βλέπει καθ’ ύπνους την αυτήν γυναίκα, η οποία του είπεν ότι ήτο η Καλόπετρα. Αμέσως ο Υψηλάντης με πλοία σπεύδει εις αναζήτησιν αυτής και μετά πολλάς ημέρας φέρεται εις την παραλίαν του χωρίου Θολού, όπου έμαθεν εις ποίον μέρος ευρίσκεται η Καλόπετρα, εις ην και προσέφερε τας ευχαριστίας του».

Η δεύτερη εκδοχή έχει ως εξής:

Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ηγεμόνας της Βλαχίας, μαζί με τους δύο γυιους του για πολλούς λόγους θεωρήθηκαν ένοχοι ανταρσίας ενάντια στην Υψηλή Πύλη και εστάλησαν εξόριστοι στη Ρόδο, που ήταν νησί εξορίας μαζί με την Κύπρο. Ήταν Σεπτέμβριος του 1782 μ.Χ. και ο Αλέξανδρος Υψηλάντης με τα δυο παιδιά του περιέπλεαν τη Ρόδο όταν άρχισε τρομερή καταιγίδα και το πλοίο κινδύνευε. Έκαναν τάμα, να κτίσουν μοναστήρι στην Παναγιά, αν σωθούν από την τρομερή τρικυμία, όπως και τελικά έγινε. Ένα δυνατό φως χύθηκε μέσα στο σκοτάδι, το οποίο έφτανε πάνω από ένα βουνό της περιοχής του Θολού. Όταν έφθασε εκεί από όπου έβγαινε το φως, βρήκε την εικόνα της Παναγιάς, στην οποία απέδωσε από θαύμα τη σωτηρία του και ανοικοδόμησε το Ναό. Επίσης, η αβλαβής προσάραξη του Υψηλάντη στη τοποθεσία «Πιλαβάκια» της παραλίας Θολού, απέναντι ακριβώς από την Καλόπετρα σε σημείο που δεν υπήρχε λιμάνι, θα μπορούσε να θεωρηθεί κι άλλο θαύμα προς την οικογένεια Υψηλάντη.

Όσο αφορά την εικόνα της Θεοτόκου, ο Χάρης Κουτελάκης μας κάνει λεπτομερέστατη περιγραφή της εικόνας, που απεικονίζει μια φουρτουνιασμένη θάλασσα, με μισοβυθισμένα καμιά εικοσαριά ιστιοφόρα. Ένα πλοίο φαίνεται μόνο να έχει διασωθεί και η σωτηρία του οφείλεται σε θαύμα της Παναγίας, που εικονίζεται στην πάνω αριστερή γωνία να ξεπροβάλλει μέσα από τον σκοτεινό ουρανό, κρατώντας στο δεξί της χέρι το βρέφος – Χριστό. Στο κάτω μέρος της εικόνας, μέσα σ’ ένα «άσπρο κυματοειδές πλαίσιο», βρίσκεται γραμμένη η λατινική επιγραφή «VOTUM FECIT ET GRATIAM ACCEPIT» δηλαδή «Ευχήν έκαμα και χάριν έλαβα». Με βάση αυτή την επιγραφή έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις. Άλλοι πιστεύουν ότι η εικόνα αφιερώθηκε από τον Υψηλάντη ως ευχαριστία, άλλοι ότι τη βρήκε εκεί και ανοικοδόμησε το ναό και άλλοι ότι είναι τάξιμο Ροδίου ναυτικού που σώθηκε.

Το Μοναστήρι ήταν Κοινοβιακή Μονή και βρισκόταν σε μεγάλη ακμή ως τις αρχές του 20ου μ.Χ. αιώνα. Διατηρούσε κελιά που χρησίμευαν για κοιτώνες των μοναχών, σαν αποθήκες και σαν αναγνωστήρια. Η προσφορά της Μονής ήταν μεγάλη στην Παιδεία. Κάθε χρόνο έδινε το ποσό των 450 γροσίων για να συντηρήσει την κεντρική σχολή.

Οι Ηγούμενοι που πέρασαν από την Καλόπετρα ήταν ο Φιλόθεος, ο Βενιαμίν, ο Σαμουήλ, ο Παρθένιος και ο τελευταίος Διονύσιος Παπαδάτος. Αυτός ήταν και δάσκαλος για τα παιδιά του Θολού. Στις 1 Οκτωβρίου 1908 μ.Χ. έχουμε ένα έγγραφο – επιστολή του Διονύσιου Παπαδάτου που απευθύνεται στα «φιλόμουσα και πατριωτικά αισθήματα των ομογενών ημών και ζητεί οικονομικήν ενίσχυση η οποία διατίθεται υπέρ της σπουδαζούσης νεότητος και ουχί προς άνετον βίον και ευμάρειαν των καλογήρων…».

Το Μοναστήρι, εκτός από τα κτήματα ως οικονομική μονάδα, εκμεταλλευόταν το δέντρο Ζυά που αφθονούσε, όχι μόνο για το φαρμακευτικό του έλαιο, αλλά γιατί όταν ξεραθεί, χρησιμοποιείται ως λιβάνι. Ταυτόχρονα, ο νερόμυλος στην κοιλάδα πελεκάνου εξασφάλιζε το απαιτούμενο ετήσιο εισόδημα αλεύρων, ενώ η μελισσοκομία και η σηροτροφία φαίνεται να ήταν ανεπτύγμενες. Αναφέρεται ότι χρησιμοποιώντας το φαρμακευτικό έλαιο και καταφεύγοντας στην Παναγιά, εθεραπεύοντο όσοι έπασχαν από βασκανία και εγκεφαλικές νόσους.

Σήμερα στη Μονή σώζονται μερικά εκκλησιαστικά βιβλία τυπωμένα στη Βενετία το 1754 μ.Χ., ένα Ιερό Ευαγγέλιο τυπωμένο στα 1745 μ.χ., ένας μπακιρένιος δίσκος με παραστάσεις του Αδάμ και της Εύας και ένα ασημένιο Δισκοπότηρο με χρονολογία του 1873 μ.Χ. Επίσης, δύο μπρούτζινοι δίσκοι του 14ου μ.Χ. αιώνα με γοτθικές επιγραφές στο χείλος, ίσως του εργαστηρίου της Νυρεμβέργης.

Η Παναγιά Καλόπετρα γιορτάζει εκτός από τις 15 Αυγούστου και την Παρασκευή της Διακαινησίμου.

Σύναξη της Παναγίας της Φιλερήμου στην Ρόδο


Τῆς Φιλερήμου ἡ Εἰκὼν πελαγίζει,
Τοῖς προσιοῦσιν ἰαμάτων τὰ ῥεῖθρα.
Εἰκάδι τετάρτῃ Κούρην Φιλέρημον ὕδωρ.

Η σεβάσμια Εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου της «Φιλερήμου» ή «των Χαρίτων» είναι έργο του 10ου αιώνα μ.Χ. Κατά την παράδοση έφθασε στη Ρόδο από τα Ιεροσόλυμα και τοποθετήθηκε στο Καθολικό της Μονής του λόφου Φιλερήμου, την ακρόπολη της αρχαίας πόλεως Ιαλυσού, από τον οποίο πήρε και την προσωνυμία. Κατά τη γνώμη μερικών ερευνητών την Εικόνα έφεραν στην Ρόδο οι Ιωαννίτες Ιππότες. Πιθανότερο είναι να υπήρχε πριν την άφιξη των Ιπποτών γιατί διαφορετικά δεν δικαιολογείται η τιμή που απολάμβανε, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, από το Ορθόδοξο πλήρωμα της νήσου ήδη από τα πρώτα χρόνια της Ιπποτοκρατίας.

Η Εικόνα παρέμεινε στη Ρόδο μέχρι το 1523 μ.Χ., έτος καταλήψεως της Ρόδου από τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή, όταν φεύγοντας οι Ιππότες προς την Δύση, μεταξύ των πολλών άλλων κειμηλίων, την πήραν μαζί τους. Αρχικά μεταφέρθηκε στην Ιταλία (1523 - 1527 μ.Χ.), κατόπιν στη Γαλλία (1527 - 1530 μ.Χ.) και ύστερα στη Μάλτα (1530 - 1798 μ.Χ.). Όταν ο Μέγας Ναπολέων κατέλαβε τη Μάλτα η Εικόνα φυγαδεύτηκε και μέσω της Τεργέστης έφθασε στη Ρωσία, όπου ο τσάρος Παύλος ο Α’ την υποδέχθηκε με μεγάλες τιμές και διέταξε να την καλύψουν με χρυσή επένδυση και να την κοσμήσουν με πολύτιμους λίθους.

Κατά την Οκτωβριανή επανάσταση του 1917 μ.Χ., για να μην καταστραφεί η Εικόνα από τους άθεους, μεταφέρθηκε από τη Μόσχα στην Αγία Πετρούπολη και κατόπιν μέσω Εσθονίας έφθασε στην Κοπεγχάγη (1919 μ.Χ.) και παραδόθηκε, ως αυτοκρατορικός θησαυρός, στη μητέρα της τσαρίνας Μαρία Φιοντόροβνα, η οποία το 1928 μ.Χ. την παρέδωσε για να μεταφερθεί στο Βελιγράδι ή κατ’ άλλους στη Μονή Παντελεήμονος του Αγίου Όρους. Η Εικόνα, με ενδιάμεσο σταθμό τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία του Βερολίνου, έφθασε στο Βελιγράδι και παραδόθηκε στην βασιλική οικογένεια των Καρατζώρτζεβιτς. 

Στον Ναό των ανακτόρων του Βελιγραδίου παρέμεινε μέχρι την 6η Απριλίου 1941 μ.Χ., όταν, λόγω των βομβαρδισμών του Βελιγραδίου από τα Γερμανικά στρατεύματα, μεταφέρθηκε για ασφάλεια στην Μονή του Οστρόγου, απ’ όπου την πήρε η Κυβέρνηση του Μαυροβουνίου και την τοποθέτησε στο Εθνικό Θησαυροφυλάκιο (1952 μ.Χ.). Το 1978 μ.Χ. παραδόθηκε στο Εθνικό Μουσείο του Μαυροβουνίου, όπου και βρίσκεται, εντός ειδικά διαμορφωθέντος παρεκκλησίου.

Αντίγραφο της Εικόνας, το οποίο φιλοτεχνήθηκε από τον Μοναχό Λάζαρο, ύστερα από αίτημα του Μητροπολίτη Ρόδου Κυρίλλου, μεταφέρθηκε στη Ρόδο από τον Μητροπολίτη Μαυροβουνίου και Παραθαλασσίας Αμφιλόχιο και τοποθετήθηκε στο Καθολικό της Ιεράς Μονής Φιλερήμου την 24 Σεπτεμβρίου του έτους 2008 μ.Χ.

Σήμερα ο ναός της Ιεράς Μονής Φιλερήμου λειτουργεί κάθε Κυριακή και εορτάζει της Ζωοδόχου Πηγής.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
῾Ως ἀπόρθητον τεῖχος, καὶ ἀκρόπολιν ἄσειστον, Ῥόδος ἡ περίφημος νῆσος, τὸν Ναόν σου ἐκτήσατο, ἐν ᾧ ὥσπερ ἐν θρόνῳ ὑψηλῷ, ἐνίδρυται ἡ θεία σου Εἰκών, ἀναβλύζουσα τῆς χάριτος μυστικῶς, τὰ ῥεῖθρα τοῖς ἐκβοῶσι· Δόξα τοῖς μεγαλείοις σου Ἁγνή, δόξα τοῖς θαυμασίοις σου, δόξα Μῆτερ Φιλέρημε τῇ σῇ, πλουσίᾳ χρηστότητι.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τὴν θείαν Εἰκόνα σου, ὡς θησαυρὸν τιμαλφῆ, τοῦ πλούτου Φιλέρημε, τῆς μητρικῆς σου στοργῆς, τιμῶμεν οἱ δοῦλοί σου· βρύεις γὰρ ἀενάως, ἐξ αὐτῆς πᾶσι χάριν, τοῖς προσιοῦσι πόθῳ, καὶ πιστῶς ἐκβοῶσι· Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Τῆς Φιλερήμου τῷ Ναῷ ἐν πίστει δράμωμεν, καὶ τὴν Εἰκόνα εὐλαβῶς αὐτῆς τιμήσωμεν εὐφραινόμενοι τῷ πνεύματι ἑορτίως· ὡς πηγὴ γὰρ ζωηφόρος βρύει πάντοτε, οἰκτιρμῶν τῆς Θεομήτορος τὰ νάματα, τοῖς κραυγάζουσι· Χαῖρε Ῥόδου τὸ καύχημα.

Κάθισμα
Ἦχος α΄. Τὸν τάφον σου Σωτηρ.
Μετὰ τὴν α΄ Στιχολογίαν
Εἰκόνι τῇ σεπτῇ, τῆς Ἁγνῆς Φιλερήμου, προσπέσωμεν πιστοί, ἐν θερμῇ κατανύξει, καρδίας ὑποκλίνοντες, καὶ τοῦ σώματος γόνατα, καὶ βοήσωμεν· Θεοχαρίτωτε Κόρη, σκέπε πάντοτε, ἐκ πειρασμῶν πολυτρόπων, τοὺς σὲ μακαρίζοντας.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Κατεπλάγη Ἰωσήφ.
Μετὰ τὴν β΄ Στιχολογίαν
Τὸ ἀντίτυπον τῆς σῆς, θείας Εἰκόνος Ἀγαθή, τῶν Ῥοδίων ὁ λαός, ὥσπερ ταμεῖον ἀληθῶς, τῶν δωρεῶν κεκτημένος τῆς χάριτός σου, ᾄδει σοι ᾠδήν, χαριστήριον, καὶ τὸν ἀσπασμόν, ἀναφέρει σοι, τοῦ Γαβριὴλ Φιλέρημε Παρθένε, μετ᾿ εὐφροσύνης κραυγάζων σοι· Χαῖρε Μαρία, Εὐλογημένη, σωτηρία τοῦ κόσμου.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Μετὰ τὸν Πολυέλεον
Η῾ Ῥόδος ἀγάλλεται, Μῆτερ Ἁγνὴ πανδημεί, τιμῶσα τὸ τύπωμα, τῆς θεαυγοῦς σου Μορφῆς, Φιλέρημε σήμερον. Ὅθεν αὐτὴν ὡς πλοῦτον, οἰκτιρμῶν κεκτημένη, ῥύου ταῖς μητρικαῖς σου, πρὸς Χριστὸν ἱκεσίαις, κινδύνων πολυτρόπων ἀεί, καὶ πάσης κακώσεως.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Κατεπλάγη Ἰωσήφ.
Η῾ Ῥοδόνησος ἀεί, χαίρει Παρθένε ἐπὶ σοί, ὥσπερ θεῖον θησαυρόν, τῶν μητρικῶν σου οἰκτιρμῶν, τῆς σῆς Εἰκόνος τὸ Ἔκτυπον κεκτημένη, καὶ ἐν τῷ Ναῷ, τῷ ἁγίῳ σου, σπεύδουσα πιστῶς, μακαρίζει σε, χαῖρε βοῶσα Ἄχραντε Μαρία, Εὐλογημένη Φιλέρημε· μὴ οὖν ἀπώσῃ, τῶν οἰκετῶν σου, τὰς ἐκ πόθου δεήσεις.

Ὁ Οἶκος
Τάγματα τῶν Ἀγγέλων, ἐν ὑψίστοις ὑμνοῦσι, τὴν δόξαν σου Φιλέρημε Μῆτερ· ἡμεῖς δὲ οἱ ἐν Ῥόδῳ πιστοί, τῇ εὐαγεῖ σου Εἰκόνι προστρέχοντες, εὐνοίας σου λαμβάνομεν, τὰς δωρεὰς ἀναβοῶντες·

Χαῖρε, τοῦ κόσμου ἡ σωτηρία·
χαῖρε, ἀνθρώπων ἡ προστασία.

Χαῖρε, παρθενίας εὐῶδες κειμήλιον·
χαῖρε, σωφροσύνης ὡραῖον παλάτιον.

Χαῖρε, ὅτι ἐσωμάτωσας τὸν φιλάνθρωπον Θεόν·
χαῖρε, ὅτι ἐθανάτωσας τὸν ἀρχέκακον ἐχθρόν.

Χαῖρε, τοῦ Φιλερήμου ἄνασσα πανολβία·
χαῖρε, Δωδεκανήσου θαυμαστὴ θυμηδία.

Χαῖρε, δι᾿ ἧς ἰάσεις λαμβάνομεν·
χαῖρε, δι᾿ ἧς κινδύνων σῳζόμεθα.

Χαῖρε, πηγὴ ζωηφόρος θαυμάτων·
χαῖρε, ἀκτὶς φωτοφόρος χαρίτων.

Χαῖρε, Ρόδου τὸ καύχημα.

Μεγαλυνάριον
Βρύει τῶν θαυμάτων τοὺς ποταμούς, Φιλέρημε Κόρη, ἡ Εἰκών σου ἡ εὐαγής, πληροῦσα ἀῤῥήτου, χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης, τοὺς κατασπαζομένους, αὐτὴν ἐκ πίστεως.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίρει ἡ Ῥοδόνησος ἐπὶ σοί, Φιλέρημε Μῆτερ, ὥσπερ χάριτος θησαυρόν, πλουτοῦσα ἐν κόλποις, τὴν θείαν σου Εἰκόνα, ἣν σκέπε ἐκ παντοίων, δεινῶν καὶ θλίψεων.

Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος α΄.
Εὐφραίνου καὶ ἀγάλλου, ἡ περίφημος Ῥόδος, καὶ τὰς πέριξ νήσους συγκάλεσον, πρὸς ἑόρτιον πανήγυριν, τῆς Κεχαριτωμένης Φιλερήμου· ἰδοὺ γὰρ σήμερον ἡ Θεόνυμφος, τὴν τιμιωτάτην Εἰκόνα αὐτῆς, ὡς σκεῦος μυστικοῦ ἁγιασμοῦ, διὰ πολλὴν εὐσπλαγχνίαν προβάλλεται, καὶ παρέχει δαψιλῶς, τῆς εὐλογίας πᾶσι τὰ δωρήματα. Δεῦτε οὖν πνευματικῶς, αὐτὴν ἀσπασώμεθα, ὡς ἐξ ἑνὸς στόματος βοῶντες· Θεοτόκε Πανύμνητε, τῆς βοηθείας σου δίδου τὴν ἰσχύν, τῷ λαῷ σου ὡς φιλάγαθος.

Ἕτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος α΄.
Πνευματικὴ πανήγυρις σήμερον, εὐφροσύνης πρόξενος ἡμῖν, ὦ ἀδελφοὶ ἐπεδήμησε. Δεῦτε οὖν δαυϊτικῶς, εἰς οἶκον Κυρίου πορευσώμεθα, καὶ τῇ Εἰκόνι τῆς Ἁγνῆς Θεοτόκου, ἐν κατανύξει προσπέσωμεν· ὡς χρυσέα γὰρ μανναδόχος στάμνος, τὸ μάννα τῆς χάριτος παρέχει ἀεί, τοῖς εὐσεβῶς ἀναβοῶσι· Χαῖρε Κεχαριτωμένη, Φιλέρημε Κυρία Θεονύμφευτε, τῆς Ῥόδου τὸ καύχημα, καὶ Ὀρθοδόξων τὸ κραταίωμα· μετὰ σοῦ ὁ Κύριος, ὁ διὰ σοῦ δωρούμενος ἡμῖν, τὸ μέγα καὶ πλούσιον ἔλεος.

Ἕτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος β΄.
Δεῦτε σήμερον οἱ πιστοί, τῆς Φιλερήμου τὴν ἑόρτιον Σύναξιν, ἐν κατανύξει ἑορτάσωμεν, καὶ τὴν ὑπέρτιμον Εἰκόνα αὐτῆς, ἐν εὐλαβείᾳ τιμήσωμεν· τῶν ἰαμάτων γὰρ ἡμῖν, πηγὴ ἀστείρευτος δείκνυται, νόσους θεραπεύουσα, θλίψεις διασκεδάζουσα, δαίμονας ἀποδιώκουσα, καὶ τὰς δεήσεις πάντων ἐκπληροῦσα, τῶν ἐπ᾿ αὐτῇ πεποιθότων, καὶ ἐκ καρδίας βοώντων·

Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ἡ τῆς Ῥόδου ἀπόρθητος ἀκρόπολις, προστασία καὶ σκέπη, καὶ θεῖον καταφύγιον.

Ἕτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος πλ. δ΄.
᾿Εν εὐσήμῳ ἡμέρᾳ ἑορτῆς ἡμῶν σαλπίσωμεν, πνευματικῇ κιθάρᾳ, τῶν Ῥοδίων τὸ θεόλεκτον ποίμνιον· ἡ γὰρ Πανάχραντος Θεοτόκος, ηὐδόκησε τὴν νῆσον ἡμῶν, ὡς πολυτίμητον δῶρον, τὸ ἀντίτυπον τῆς Εἰκόνος αὐτῆς, ὡς εὔσπλαγχνος ἡμῖν δωρησάμενη. Ὅθεν βοήσωμεν αὐτῇ, σὺν τῷ Ἀρχαγγέλῳ Γαβριήλ, ἐν φωνῇ ἀγαλλιάσεως· Χαῖρε Κεχαριτωμένη, Κυρία Φιλέρημε Θεόνυμφε, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ· Εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξί, καὶ εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου, ὅτι Σωτῆρα ἔτεκες τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Σύναξη της Παναγίας της Κεφαλαριώτισσας στην Αργολίδα


Ο Ιερός Ναός της Παναγίας της Κεφαλαριώτισσας (Ζωοδόχου Πηγής) βρίσκεται στο χωριό Κεφαλάρι της Αργολίδας. Χτίστηκε κατά την παράδοση μετά το 1634 μ.Χ., όπου πιθανολογείται και η εύρεση της εικόνας της Παναγίας. Βρίσκεται ακριβώς πάνω από τις πηγές του Ερασίνου ποταμού, ο οποίος πηγάζει από τα έγκατα του όρους Χάον και στου οποίου στην κρημνώδη πλαγιά είναι κτισμένη η εκκλησία, ενώ δίπλα στην είσοδο της βρίσκονται δύο στόμια μιας μεγάλης σπηλιάς.

Δυστυχώς, ο αρχαιότατος και ιστορικός αυτός ναός κατεστράφη στις 18 Μαΐου 1918 μ.Χ. από μια τρομακτική έκρηξη πυρομαχικών που φυλάσσονταν σε στρατιωτικές αποθήκες οι οποίες βρίσκονταν κοντά στο Ναό. Από την τρομερή αυτή έκρηξη ο ναός έγινε σωρός καπνιζόντων ερειπίων και μόνο η Αγία Τράπεζα και η Χάρις Της έμειναν όρθιες. Ο σημερινός ναός ξανακτίσθηκε και εγκαινιάσθηκε το 1928 μ.Χ. στη θέση του κατεστραμμένου ναού από τους Αργείους και ιδιαίτερα με δαπάνες του Παναργειακού Συλλόγου «Ο Δαναός» που βρίσκεται στην Ατλάντα της Αμερικής.

Ἀπολυτίκιον
Ύδωρ το ζωήρρητον της πηγής, μάννα το προχέον, τον αθάνατον δροσισμόν, το νέκταρ το θείον, την ξένην αμβροσίαν, το μέλι το εκ πέτρας, πίστει τιμήσωμεν.

Σύναξη της Παναγίας της Τρυπητής στο Αίγιο




Aπό τα ωραιότερα και πρωτότυπα θρησκευτικά μνημεία της Ελλάδος είναι το Ιστορικό Προσκύνημα «Ζωοδόχος Πηγή» γνωστό σαν «Παναγία η Τρυπητή» του Αιγίου. Ευρίσκεται στην παραλία Αιγίου, κτισμένο σε απόκρυμνο βράχο ύψους 30μ. από την επιφάνεια της θάλασσας, μέσα σε Σπήλαιο (τρύπα).

Όποιος επισκέπτεται για πρώτη φορά το προσκύνημα εντυπωσιάζεται από την ομορφιά του τοπίου: υψίκορμα κυπαρίσσια και σκιερά πεύκα δίνουν μία ξεχωριστή και υποβλητική μεγαλοπρέπεια. Μία κλίμακα με 150 σκαλοπάτια ενώνει το Ιερό Προσκύνημα με το δημόσιο δρόμο. Υπάρχει όμως και μία δεύτερη οδός από τον Κυπαρισσώνα. Μόλις ο επισκέπτης, πλησιάσει τα κράσπεδα του Ναού, παρατηρεί εντός του βράχου ένα μικρό σπήλαιο μήκους 3 μέτρων, πλάτους 2 μέτρων και ύψους πάλι 2 μέτρων. 

Το άνοιγμα είναι κτισμένο με πέτρες και έχει μία μικρή πόρτα και παράθυρο. Κατά την παράδοση εκεί ήταν το ασκητήριο του Καπετάνιου - Ναυαγού που βρήκε την εικόνα. Αν όμως ο θαυμασμός του προσκυνητή είναι μεγάλος από την ομορφιά του περιβάλλοντος χώρου, πολύ περισσότερο εντυπωσιάζεται και μένει έκθαμβος, όταν εισέρχεται στον Ιερό Ναό. Στη μαρμαρένια μετώπη του Ναού είναι χαραγμένο το παράγγελμα : «ΜΕΤΑ ΦΟΒΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗΣ ΠΡΟΣΕΛΘΕΤΕ», για να υπενθυμίζει στους προσκυνητάς την ιερότητα του χώρου και την υποχρέωση τους να πλησιάζουν την θαυματουργό εικόνα της Ζωοδόχου Πηγής με φόβο Θεού, πίστη και αγάπη στις καρδιές τους.

Στον πρόναο υπάρχει το Αγίασμα. Καλλιτεχνική μαρμάρινη κρήνη με σταυροειδές σχήμα. Από το στόμα τριών λαξευμένων Αγγέλων τρέχει συνέχεια το αγίασμα που χύνεται σε μαρμάρινη λεκάνη. Στην Κρήνη είναι χαραγμένη η γνωστή καρκινική επιγραφή (διαβάζεται και αντίστροφα) «ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΝΗΜΑΤΑ ΜΗ ΜΟΝΑ ΝΟΨΙΝ» δηλαδή καθάρισε πρώτα τα ανομήματά σου ειλικρινά με μετάνοια, και όχι την όψη σου επιφανειακά. Στην συνέχεια ο προσκυνητής ανερχεται στον κυρίως Ναόν - η ψυχή κατανύγεται από το υποβλητικό σύνολο του διακόσμου. Δεξιά στο σπήλαιο υπάρχει η εικόνα της Παναγίας με το γλυκύ πρόσωπο και τους δύο ζωηρούς και γεμάτους συμπάθεια οφθαλμούς, που σαγηνεύουν τον προσκυνητή, με το αριστερό της χέρι κρατεί το παιδίον Ιησού, το οποίο με το δεξί ευλογεί και εις το αριστερό κρατεί ειλιτάριο.

Σύμφωνα με την ευλαβή παράδοση - που στην Ορθόδοξη Εκκλησία είναι αξιόπιστη - στα μέσα του ΙΣΤ αιώνα δηλαδή περί το 1550 μ.Χ., κάποιος ναυαγός του Κορινθιακού Κόλπου, διακρίνει - μέσα στη νύκτα - ένα φως παρηγοριάς, σημάδι πως βρίσκεται κοντά σε στεριά. Γεμίζει θάρρος και ελπίδα. Επιστρατεύει όλες του τις δυνάμεις για να φθάσει εκεί που λαμπυρίζει το φως. Το πλησιάζει και διαπιστώνει με πολλή έκπληξη, πως βρίσκεται μπροστά σε μία εικόνα της Παναγίας, όπου φεγγοβολάει oλόκληρη και φωτίζει ολόγυρα.

Είναι η Χαριτόβρυτη εικόνα της Παναγίας κρυμμένη μέσα στο βραχώδες τούτο σπήλαιο, άγνωστο από πότε. Έτσι ανακαλύφθηκε η εικόνα της «Παναγίας της Τρυπητής». Ο ναυαγός με ευλάβεια και συγκίνηση γονατίζει και την προσκυνά. Την άλλη μέρα ειδοποίησε τις Αρχές της πόλης του Αιγίου. Κλήρος, λαός, άρχοντες ήλθαν, προσκύνησαν κάνοντας και Δοξολόγια.

Ο Ευρετής της εικόνας γίνεται ο πρώτος ασκητής και υπηρέτης της Παναγίας. Στη συνέχεια αρχίζει η μέριμνα για ανοικοδόμηση Ναού. Αρχικά αποφασίστηκε να γίνει ανατολικότερα του μέρους που βρέθηκε η Ιερά Εικόνα, επειδή το μέρος ήταν βράχος. Το βράδυ της πρώτης ημέρας που άρχισαν οι εργασίες οικοδομής, στο βράχο που είχε ευρεθεί η Εικόνα έγινε μία έκρηξη -κατά τρόπο θαυμαστό- και ο χώρος αναμορφώθηκε για μικρό ναό. Έτσι οι κάτοικοι θεώρησαν ότι η Παναγία «έφτιαξε το σπίτι της» και ο Ναός κτίστηκε μεγαλόπρεπα στη θέση που βρίσκεται σήμερα. 

Το κυρίως Σπήλαιο μπροστά στο οποίο ανηγέρθηκε ο Ναός έχει μήκος 11μ., πλάτος 7 μ. και ύψος 4 μ. Για να γίνει η Αγία Τράπεζα στη θέση που βρέθηκε η Ιερά Εικόνα, το Ιερό Βλημα είναι στραμμένο νοτιοανατολικά και όχι ανατολικά που επιβάλλει η Ορθόξη Παράδοση. Με την πάροδο του χρόνου το πρώτο ασκηταριό εξελίσσεται σε λαμπρή Μονή. Ο Ναός πήρε τη σημερινή του μορφή τον 19ο μ.Χ. αιώνα. Η μνημειακή, αναγεννησιακού τύπου, εξωτερική μαρμάρινη σκάλα, η οποία ενώνει τον παραλιακό δρόμο με τον Ναό, κατασκευάστηκε το έτος 1870 μ.Χ. με σχέδιο του μηχανικού Άγγελου Κορυζή.

Με Βασιλικό Διάταγμα της 8ης Μαϊου 1933 μ.Χ. η εορτή της Παναγίας της Τρυπητής καθιερώνεται σαν επίσημη Θρησκευτική Εορτή του Αιγίου. Την Παρασκευή της Διακαινησίμου τελείται η λιτάνευση της Ιερά Εικόνας με κάθε επισημότητα. Τέλος με την υπ' αριθ. 10/16-5-1970 κανονισμό της Ιερά Συνόδου της Ελλάδος αναγνωρίζεται σαν «ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΙΕΡΟ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ» και χαρακτηρίζεται Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου.

Με την ανακήρυξη της Παναγίας της Τρυπητής σε Πανελλήνιο Ιερό Προσκύνημα, επισημοποιήθηκε η ευλάβεια των πολυάριθμων ευσεβών Χριστιανών που αθρόα συρρέουν για προσκύνημα. Τα πολλά και εξαίσια Θαύματα της Παναγίας με την πάροδο του χρόνου αναδεικνύουν τον Ιερό τούτο τόπο σε μεγάλο πνευματικό κέντρο Πανελληνίου ακτινοβολίας.

Είναι πολύ συγκινητικό, - την Παρασκευή της Διακαινησίμου, - να βλέπεις χιλιάδες Χριστιανούς από όλη την Ελλάδα - κάθε ηλικίας - να ανεβαίνουν τη μεγάλη σκάλα (150 σκαλοπάτια), αρκετοί γονατιστοί, χωρίς υποδήματα, με δάκρυα στα μάτια και ευγνωμοσύνη στην καρδιά, προκειμένου να εκπληρώσουν το «Τάμα» τους στην Παναγία που τους άκουσε, και δέχθηκε την ικεσία τους και τους απάλλαξε από κάποια ανάγκη ή αρρώστια.

Πολλά είναι τα θαύματα της Παναγίας που έγιναν γνωστά από ομολογίες, επιστολές πιστών καθώς και δημοσιεύσεις σε ημερήσιο τύπο. Πιστό αντίγραφο της Ιερά Εικόνας εξεδόθηκε κατά το έτος 1991 μ.Χ. και διατίθεται σ' όσους πιστούς επιθυμούν.

Σύναξη της Παναγίας στους Αμπελόκηπους (Ταμπάκικα) Λαρίσης



Ως το τέλος της Τουρκοκρατίας οι κάτοικοι της συνοικίας Ταμπάκικα εκκλησιάζονταν στον γειτονικό Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Αχιλλίου. Το 1877 μ.Χ. οικοδομήθηκε σε κεντρικό σημείο της συνοικίας ένα παρεκκλήσι της Παναγίας Φανερωμένης όπου υπήρχε και κοιμητήριο.

Μετά από λίγο καιρό και την ίδια χρονιά, εμφανίστηκε μία μοναχή ονόματι Θεοφανία, αποφασισμένη να εργασθεί αμισθί στο παρεκκλήσιο και τα μνήματα του μικρού κοιμητηρίου. Η Θεοφανία θεώρησε ως άσκηση να ατενίζει καθημερινά τους τάφους έχοντας στον νου της τον Σοφό Σειράχ «Μιμνήσκου τὰ ἔσχατά σου καὶ εἰς τὸν αἰώνα ἀμαρτήσεται». Η Θεοφανία εγκαταστάθηκε πλησίον του μικρού ναΐσκου σε ένα μικρό κελάκι όπου έκανε και τον μοναχικό της κανόνα.

Ο παντογνώστης Κύριος βλέποντας τα βάθη της ψυχής της αποκαλύπτει με όνειρα ότι στο σημείο που υπάρχει το μαγγανοπήγαδο και στο βάθος του βρίσκεται εικόνα της Θεομήτορος από πολλά χρόνια.

Η μοναχή Θεοφανία ξαναβλέπει σε όνειρο, αυτή τη φορά την Υπεραγία Θεοτόκο, ως γυναίκα απαστράπτουσα, να την οδηγεί στο μαγγανοπήγαδο και να της δείχνει ότι στο βυθό του από όπου αναβλύζει το νερό βρίσκεται η εικόνα της, και της ζητάει να εξέλθει από εκεί.

Γνωστοποιούνται τα όνειρα στον νεωκόρο και στην συνέχεια στον τότε ιερέα του Ναΐσκου και τελικά στον Επίσκοπο Λαρίσης Νεόφυτο, ο οποίος και καλεί την μοναχή στην επισκοπή για να μιλήσουν. Η μοναχή Θεοφανία με δάκρυα στα μάτια διηγήθηκε στον Επίσκοπο τα όνειρά της και εκείνος δίνει εντολή στους ιερείς ανεύρεσης συνεργείου για να αντλήσει το νερό του πηγαδιού.

Με εγκύκλιο γνωστοποιεί το γεγονός στους ιερείς της Μητροπόλεως Λαρίσης και τον πιστό λαό και τους καλεί να παραστούν όλοι στην τελετή.

Έτσι και έγινε. Μία μέρα σχηματίζεται πομπή γύρω από το πηγάδι με τους ιερείς ενδεδυμένους τα ιερά τους άμφια, τον Επίσκοπο επικεφαλής, παρουσία των αρχών και πλήθους κόσμου και αφού προηγήθηκε παράκληση στην Υπεραγία Θεοτόκο, αρχίζει η άντληση του νερού οπότε στο βυθό εμφανίζεται η εικόνα λασπωμένη.

Μεγάλη η συγκίνηση και η χαρά όλων και αμέσως αρχίζει πανηγυρικά να ηχεί η καμπάνα του μικρού ξύλινου κωδωνοστασίου του Ναΐσκου.

Ο Μητροπολίτης Νεόφυτος παίρνει στα χέρια του την ιερά εικόνα την καθαρίζει από τις λάσπες και σχηματίζεται πομπή προς τον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Αχιλλίου όπου εναποτίθεται προς προσκύνηση για σαράντα ημέρες. Την εικόνα αυτή η οποία απεικονίζει την Υπεραγία Θεοτόκο και τον Κύριο (Ρόδον το Αμάραντον) την ονομάζει ο Επίσκοπος, Ζωοδόχο Πηγή, και δίνει εντολή να φιλοξενηθεί στον Μητροπολιτικό Ναό μέχρι ανεγέρσεως Ιερού Ναού. Αργότερα δε φιλοτεχνείτε ένα ασημένιο «πουκάμισο» το οποίο και τοποθετήθηκε επάνω και αναγράφει «ΖΩΟΔΟΧΟΣ ΠΗΓΗ».

Η εικόνα αυτή βρίσκεται μέχρι και σήμερα στον Ιερό Ναό της και από τις 2 Μαΐου 2008 μ.Χ., με την παραίνεση και ευλογία του Ποιμενάρχου της Λάρισας κ. Ιγνατίου και τις φιλότιμες προσπάθειες του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου σε έναν καλαίσθητο και επιβλητικό θρόνο, χαρίζοντας, χάρη, ευλογία, παρηγοριά αλλά και αναρίθμητα θαύματα σε κάθε πιστό άνθρωπο.

Μετά την κατάρτιση ερανικής επιτροπής ανεγέρσεως Ιερού Ναού, με εγκύκλιό του ο Μητροπολίτης Νεόφυτος διορίζει τον ιερέα παπά Δημήτρη Σακελλαρίου για την διενέργεια εράνου σε όλη την Θεσσαλική, ελεύθερη πλέον γη. Έτσι χτίζεται ο πρώτος ναός Βασιλικού ρυθμού, ο οποίος και διατηρήθηκε μέχρι και το 1990 μ.Χ. Με ενέργειες του τότε προϊσταμένου π. Νικολάου Μαυρογιάννη την 1η Ιουνίου 1990 μ.Χ. κατεδαφίζεται ο ναός και λίγο αργότερα στις 28 Ιουνίου 1990 μ.Χ. τελείται ο Αγιασμός των θεμελίων από τον τότε Μητροπολίτη Λαρίσης και Τυρνάβου κ. Δημήτριο τον Δ΄.

Ο υπόγειος Ναός αποπερατώνεται σε διάστημα μόλις 8 μηνών και γίνονται τα θυρανοίξια την Κυριακή των Βαΐων στις 31 Μαρτίου 1991 μ.Χ. Οι εργασίες του επάνω Ναού ξεκινούν στις 29 Οκτωβρίου 1992 μ.Χ. και τα θυρανοίξιά του γίνονται την 1η Αυγούστου 2001 μ.Χ.

Ο νέος Ιερός Ναός είναι ένα μεγαλοπρεπές κομψοτέχνημα, 850 τμ.(επάνω ναός) και 950 τμ.(κάτω ναός) 38 μ. ύψους, Σταυροειδής μετά τρούλου, με δύο κωδωνοστάσια και άλλους τέσσερις μικρότερους τρούλους, εγκαινιάσθηκε από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Λαρίσης και Τυρνάβου κ. Ιγνάτιο στις 2 Μαΐου 1997 μ.Χ. ο υπόγειος, και το Σάββατο του Ακαθίστου 20 Απριλίου 2002 μ.Χ. ο επάνω.

Μέχρι και σήμερα τα διάφορα έργα που χρειάζεται ένας ναός, όπως η Αγιογραφία, προχωράνε με φανταστικούς ρυθμούς χάρη στις άοκνες προσπάθειες των συμβουλίων του ναού αλλά και στην αγάπη του πιστού λαού της πόλης της Λάρισας και όχι μόνο. π. 

Κωνσταντίνος Δεληχρήστος
Προϊστάμενος του Ιερού Ναού

Σύναξη της Παναγίας της Κλειβωκάς στην Αρκαδία



Η Μονή της Παναγίας της Κλειβωκάς ή αλλιώς Παναγία η Ζωναρίτισσα, βρίσκεται κοντά στα χωριά Κοντοβάζαινα και Δήμητρα στην επαρχία Γορτυνίας, στον Νομό Αρκαδίας. Το μοναστήρι είναι χτισμένο στην είσοδο σπηλιάς, η οποία λόγω βάθους και στενής διαμέτρου από ένα σημείο και μετά είναι ανεξερεύνητη.

Η τραχιά φυσιογνωμία του τοπίου και το δύσβατο και απροσπέλαστο σχεδόν του εδάφους έχει τροφοδοτήσει πολλούς θρύλους και παραδόσεις σχετικά με την εύρεση της εικόνας της Θεομήτορος και την κτίση του μοναστηριού.

Κατά μια παράδοση, η εικόνα της Παναγίας, που λέγεται ότι είναι μια από τις έντεκα του Απόστολου Λουκά, ήταν στο σημείο όπου σήμερα είναι το εκκλησάκι της Αγίας Άννας στην Κάτω Κλειβωκά, στη θέση Μπέλκος, όπου στην προχριστιανική περίοδο λατρευόταν η θεά Αλουσία Δήμητρα. Στο σημείο αυτό υπήρξε μοναστήρι των Αγίων Θεοδώρων Καλαβρύτων. Το μοναστήρι αυτό διαλύθηκε και ο ναός κατεστράφη επί τουρκοκρατίας και πιθανότατα κατά την απόβαση του Ιμπραήμ πασά στην Πελοπόννησο κατά τα έτη 1825 - 1828 μ.Χ.

Για την τύχη της θαυματουργής εικόνας δεν υπάρχει κανένα επίσημο στοιχείο. Κατά μίαν άποψη, οι Χριστιανοί, οι οποίοι ήξεραν καλά τα κατατόπια και τις ασφαλείς κρυψώνες, μετέφεραν την εικόνα στη σπηλιά, όπου την έκρυψαν, και από το δύσβατο και μυστικό μονοπάτι πήγαιναν και προσεύχονταν. Κατά άλλη άποψη-παράδοση και θρύλο, λέγεται ότι η εικόνα ευρέθη μετά από σχετικό όνειρο από χωρικό, που καταγόταν από το διπλανό χωριό Δήμητρα Αρκαδίας.

Το εκκλησάκι κατασκευάστηκε στο τέλος της περασμένης εκατονταετίας από τον Κοντοβαζαινίτη Σοφιανόπουλο, εγκαταστημένο στο Κάιρο της Αιγύπτου. Το κλιμακοστάσιο κατασκευάστηκε δέκα χρόνια αργότερα με δαπάνη του ιδίου. Από την κτίση του και μετά, το μοναστήρι λειτούργησε σαν γυναικεία μονή. Τη μεγαλύτερη ακμή του γνώρισε επί ηγουμενίας της Μοναχής Μακαρίας Καρρά. Σήμερα (2010 μ.Χ.), στο μοναστήρι διακονεί μία μόνο μοναχή, η Χριστοδούλη, η οποία βρίσκεται εκεί από το 1953 μ.Χ.

Γιορτάζει την Παρασκευή του Πάσχα, της Ζωοδόχου Πηγής. Στα παλαιότερα χρόνια η γιορτή συνδυαζόταν με λαμπρά πανήγυρη στα Φραγκάλωνα και θεωρείτο ένα από τα μεγαλύτερα θρησκευτικά και κοσμικά γεγονότα όλων των γύρω χωριών.

Δυστυχώς, αυτό το έθιμο εξέλειψε και περιορίστηκε μόνο σε προσκύνημα στη χάρη της. Τελευταία καθιερώθηκε άλλη μια γιορτή στις 23 Αυγούστου, στα εννιάμερα της Παναγίας, με μια προσπάθεια αναβίωσης του παλιότερου εθίμου.

Σύναξη της Παναγίας της Σπηλαιώτισσας στα Άγραφα της Πίνδου


Στην πανέμορφη οροσειρά των Αγράφων της Πίνδου, κοντά στο χωριό Κουμπουριανά, μέσα σε δύσβατο τόπο, διακρίνουμε την Ι. Μονή Παναγίας Σπηλαιωτίσσης, αφιερωμένη στη Ζωοδόχο Πηγή.

Είναι κτισμένη επάνω στην προεξοχή ενός βράχου, κάτω από τον οποίο υπάρχει το σπήλαιο ευρέσεως της θαυματουργού εικόνος της Παναγίας, στο οποίο οφείλει και την επωνυμία της.

Στη θέα του απότομου γκρεμού που υπάρχει γύρω της, ο επισκέπτης νιώθει δέος και ίλιγγο. Στο βάθος του γκρεμού διέρχεται παραπόταμος του Αχελώου, ενώ στα ανατολικά της Μονής υπάρχουν απότομοι και απροσπέλαστοι βράχοι.

Η Μονή περιβάλλεται από οχυρωματικό τείχος. Εντός αυτού σώζεται το Καθολικό, ο μεγαλοπρεπής Ναός της Ζωοδόχου Πηγής, Βυζαντινού ρυθμού, καθώς και μικρό παρεκκλήσιο αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Σε επιγραφή που συναντάμε έξω από το Καθολικό διαβάζουμε τα εξής: «Ανοικοδομήθη ο θείος και Ιερός Ναός της Ζωοδόχου Πηγής επί έτους ΑΨΛς (1736) μηνί Απριλίω δια συνδρομής Παρθενίου ιερομονάχου και Παπα-Ιωνά και Παπαγαβριήλ και Παπαανανία». Η ανέγερση του παρεκκλησίου χρονολογείται τον 16ο αιώνα μ.Χ., ενώ η τοιχογράφησή του τον 17ο αιώνα μ.Χ.

Το επίχρυσο ξυλόγλυπτο τέμπλο του Καθολικού φιλοτεχνήθηκε από τους τεχνίτες Γεώργιο και Ιωάννη επί Ηγουμένου Γαβριήλ Ιερομονάχου το 1779 μ.Χ., όπως μας πληροφορεί σχετική επιγραφή, και αγιογραφήθηκε από τον αγιογράφο Θεόδωρο από τη Μεγαλοβλαχία το 1737 μ.Χ., όπως αναγράφεται κάτω στη δεσποτική εικόνα του Χριστού.

Η Μονή Σπηλιάς συνέβαλε σημαντικά στην Επανάσταση του 1821 μ.Χ.. Εκεί ο Γεώργιος Καραϊσκάκης διοργάνωνε συχνά πολεμικές συσκέψεις και συμβούλια λόγω της θέσης της.

Επίσης, κατά την επανάσταση των Αγράφων, την οποία υπεκίνησε η Ελληνική Κυβέρνηση για την απελευθέρωση της Θεσσαλίας, υπήρξε στραταρχείο. Εκεί το 1837 μ.Χ. εγκαταστάθηκε η Επαναστατική Κυβέρνηση υπό τον Αλεξανδρή, ενώ επάνω από τη Μονή σώζονται μέχρι σήμερα τα οχυρώματα.

Η Μονή πανηγυρίζει στις 15 Αυγούστου, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και την Παρασκευή της Διακαινισήμου εβδομάδος, της Ζωοδόχου Πηγής, ενώ καθ’όλη τη διάρκεια του έτους και ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες, προσέρχεται πλήθος προσκυνητών από όλη την Ελλάδα για να ασπασθεί την περίπυστη θαυματουργό εικόνα της Παναγίας Οδηγητρίας, η οποία κατά παράδοση είναι έργο του Ευαγγελιστού Λουκά.


Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος πλ. ἀ’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Την αγίαν εικόνα της θεομήτορος υπό Λουκά ποιηθήσα εν τοις αρχαίοις καιροίς. Σπηλαιώτισσα την θείαν προσκηνήσωμεν ότι Αγράφων ή χαρά, Αργιθέας τε φρουρός εδείχθη ημίν και δόξα και εισακούει ταχέως δεήσεις πάντων των τιμώντων αυτήν.

Μεγαλυνάριον
Ἔχει τήν Εἰκόνα Σου τήν σεπτήν, Ἄχραντε Παρθένε, ὡς θεόσδοτον θησαυρόν, πᾶσα Ἀργιθέα καί ἐν αὐτῆ καυχᾶται, ὑμνοῦσά Σου τά θαύματα, Σπηλαιώτισσα.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Πάθη θεραπεύονται χαλεπά, χάριτι Παρθένε, τῆς Εἰκόνος Σου τῆς σεπτῆς. Ὅθεν ἀεί δίδου, κἀμοί τῶ Σῶ ἱκέτῃ, βοήθειαν ἐν πᾶσιν, ὦ Σπηλαιώτισσα.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Ἔλυσας στειρώσεως τά δεσμά τῶν προσελθουςῶν Σοι, Σπηλαιώτισσα, εὐλαβῶς, γυναικῶν ἐν πίστει. Διόπερ κἀμοῦ λῦσον τήν στεόρωσιν, Παρθένε, ψυχῆς καί σῶσον με.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαῖρε Ἀειπάρθενε Μαριάμ, ὅτι ὑπερλόγως, Σήν εἰκόνα τήν τοῦ Λουκᾶ, ἔστησας σπηλαίῳ, δεικνύουσα κατ’ ὄναρ, δυάδι τῶν κτιτόρων, τόπον τεμένους Σου.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαῖρε τῶν θαυμάτων ὁ θησαυρός καί τῆς Ἀργιθέας ἡ προστάτις καί ἡ φρουρός. Χαῖρε τῶν Ἀγράφων καί πάσης Θετταλίας, ἀντίληψις ταχεῖα, ἐν περιστάσεσι.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίρει τοῦ Σπηλαίου λαμπρά Μονή, ἔχουσα ὡς πλοῦτον τήν εἰκόνα Σου τήν σεπτήν. Χαίρει καί ἡ θεία Μητρόπολις Καρδίτσης, τήν χάριν δεχομένη Σῆς παρακλήσεως.

Σύναξη της Παναγίας της Λαοδηγητρίας στην Θεσσαλονίκη


Η εκκλησία της Παναγίας Λαοδηγήτριας, γνωστή και ως Λαγουδιανή ή του Λαγουδιάτου, είναι αφιερωμένη στη Θεοτόκο Ζωοδόχο Πηγή και βρίσκεται στην Άνω Πόλη της Θεσσαλονίκης, στη συμβολή των οδών Ολυμπιάδος και Ιουλιανού. Ο ναός ανακατασκευάστηκε εκ βάθρων και ανακαινίστηκε ριζικά στις αρχές του 19ου μ.Χ. αιώνα με έξοδα του μεγαλέμπορα Ιωάννη Καυταντζόγλου. Ανήκει στον τύπο της τρίκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής με γυναικωνίτη, ο οποίος χρησιμοποιούνταν κατά κόρον στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική της Μακεδονίας στον 19ο μ.Χ. αιώνα. Στη νότια πλευρά του κτηρίου είναι προσαρτημένο παρεκκλήσι με καμαρωτή στέγη, στο οποίο βρίσκεται αγίασμα.

Η Λαοδηγήτρια ανοικοδομήθηκε στη θέση του καθολικού του βυζαντινού γυναικείου μοναστηριού της Παναγίας Λαγουδιανής ή του Λαγουδιάτου, το οποίο ιδρύθηκε πιθανότατα στον 14ο αιώνα και υπήρξε μετόχι της Μονής Βλατάδων. Η ονομασία του μοναστηριού αυτού οφείλεται, κατά την επικρατέστερη εκδοχή, στον κτήτορά του, τον Λαγουδιάτη ή Λαγουδάτη.

Σύμφωνα, ωστόσο, με την παράδοση, η μονή ονομάστηκε έτσι, επειδή συνέβη το εξής περιστατικό: ένας λαγός, στην προσπάθειά του να σωθεί από κάποιον κυνηγό, έσπευσε να κρυφτεί σε μία τρύπα, στην οποία εντοπίστηκε μία θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου· στον χώρο ανεύρεσης της εικόνας πραγματοποιήθηκε η ανέγερση του μοναστηριού. Αξιοσημείωτο, μάλιστα, και χαρακτηριστικό είναι ότι η μονή στα χρόνια της τουρκοκρατίας καλούνταν «Tavşan Manastır», δηλαδή «μοναστήρι του λαγού».

Σύναξη της Παναγίας της Φανερωμένης στην Ρόδο


Φανερωθεῖσα ἡ Εἰκών σου Παρθένε,
Πᾶσι φανεροῖ τὴν μεγίστην σου χάριν.

Η ιερά και θαυματόβρυτος Εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου «της Φανερωμένης» βρέθηκε (φανερώθηκε) κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα μ.Χ. στην παραλία της Ιξιάς, στον τόπο όπου σήμερα βρίσκεται η φερώνυμος Ιερά Μονή, και που τα χρόνια εκείνα αποτελούσε χώρο απομονώσεως ασθενών που έπασχαν από λέπρα.

Ένας από τους λεπρούς που ζούσαν εκεί ανακάλυψε την Εικόνα της Θεομήτορος μέσα στην άμμο του αιγιαλού. Η εύρεσή της χαροποίησε τους απεγνωσμένους εκείνους ανθρώπους και από ευγνωμοσύνη προς τη Μητέρα του Κυρίου, η οποία με ένα τέτοιο θαυμαστό τρόπο έδειξε τη μητρική πρόνοιά της προς αυτούς, οικοδόμησαν κοντά στο μέρος της ευρέσεως μικρό Ναό επ᾿ ονόματί της. Αργότερα, όταν έφυγαν οι λεπροί, οικοδομήθηκε γύρω από τον Ναο Ιερά Μονή, στην οποία θησαυρίζεται μέχρι σήμερα η φανερωθείσα Ιερά Εικόνα. Επειδή ο χώρος, όπου βρίσκεται σήμερα η μονή, ήταν τόπος απομονώσεως των λεπρών, γι᾽ αυτό και η μονή αναφέρεται και ως Παναγία «Λουβιαρίτσα».

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ω῾ς Πηγὴ Ζωοδόχος, Θεοτόκε Πανύμνητε, χύδην ἀναβλύζεις θαυμάτων, τὰ ζωήῤῥυτα νάματα, ξηραίνουσα τὰς νόσους τῆς σαρκός, καὶ πάθη ἀποπλύνουσα ψυχῆς, τῶν ἐν πίστει προστρεχόντων τῷ σῷ Ναῷ, καὶ πόθῳ σοι ἐκβοώντων· Δόξα τῇ εὐσπλαγχνίᾳ σου Ἁγνή, δόξα τοῖς θαυμασίοις σου, δόξα τῇ θαυμαστῇ σου πρὸς ἡμᾶς, Παρθένε χρηστότητι.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὴν Εἰκόνα σου πόθῳ, κατασπαζόμεθα, ἣν ἐφανέρωσας πάλαι, δι᾿ εὐσπλαγχνίαν πολλήν, τὴν ὀδύνην τῶν λεπρῶν ἐπικουφίζουσα, καὶ μητρικῶν σου δωρεῶν, τὰς ἐκφάνσεις ἐξ αὐτῆς, λαμβάνοντες ἐκβοῶμεν· Χαῖρε Παρθένε Θεοκυῆτορ, Φανερωμένη ἡ προστάτις ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Η῾ Εἰκών σου σήμερον, ὑπὲρ ἡλίου ἀκτίνας, μυστικῶς ἐκλάμπουσα, τῆς χάριτός σου τῇ αἴγλῃ, πρόσωπα, καταφαιδρύνει καὶ τὰς καρδίας, Ἄχραντε Φανερωμένη τῶν προσιόντων· διὰ τοῦτό σε ὑμνοῦμεν, χαῖρε βοῶντες, Μῆτερ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Ε᾿ξ ἀκενώτου σου Πηγῆς Θεοχαρίτωτε, ἐπιβραβεύεις μοι πηγάζουσα τὰ νάματα, ἀενάως τῆς σῆς χάριτος ὑπὲρ λόγον· τὸν γὰρ Λόγον ὡς τεκοῦσα ὑπὲρ ἔννοιαν, ἱκετεύω σε δροσίζειν με σῇ χάριτι, ἵνα κράζω σοι· Χαῖρε ὕδωρ σωτήριον.

Κάθισμα
Ἦχος α΄. Τὸν τάφον σου.
Μετὰ τὸν Πολυέλεον
Προσέλθωμεν πιστοί, τῇ Πηγῇ τῆς Παρθένου, καὶ ὕδωρ ζωηρόν, ἐξ αὐτῆς ἀπαντλοῦντες, ψυχῶν εἰς περιποίησιν, εὐλαβῶς ἐκβοήσωμεν· Χαῖρε Ἄχραντε, ἡ ἰατρὸς τῶν νοσούντων· χαῖρε Δέσποινα, τῶν ἀσθενούντων ἡ ῥῶσις, καὶ πάντων ἀντίληψις.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ΄. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Τὴν ἀένναον κρήνην καὶ ζωηράν, τὴν πηγάζουσαν ῥεῖθρα θείαν Πηγήν, συμφώνως αἰνέσωμεν, οἱ τὴν χάριν αἰτούμενοι· καθ᾿ ἑκάστην βρύει, καὶ γὰρ τὰ ἰάματα, ὡς ποταμῶν τὰ ῥεύματα, δεικνῦσα ἐλάχιστα. Ὅθεν κατὰ χρέος, προσιόντες ἐν πόθῳ, πιστῶς ἀρυσώμεθα, ἐκ Πηγῆς ἀνεξάντλητον, ῥῶσιν ὄντως ἀθάνατον, δροσίζουσαν σαφῶς τῶν πιστῶν, τὰς καρδίας καὶ χείλεσι κράξωμεν· Σὺ εἶ Θεόνυμφε πάντων, πιστῶν παραμύθιον.

Ὁ Οἶκος
῎Αχραντε Θεοτόκε, ἡ τεκοῦσα ἀῤῥήτως, Πατρὸς τὸν προαιώνιον Λόγον, πλάτυνόν μου τὸ στόμα Σεμνή, συνεισφέρουσά με πρὸς τὸν σὸν ἔπαινον, ὡς ἂν ἀνευφημήσω σε, κραυγάζων τῇ

Πηγῇ σου ταῦτα·
Χαῖρε, πηγὴ χαρμονῆς ἀλλήκτου·
χαῖρε, ῥοὴ καλλονῆς ἀῤῥήτου.
Χαῖρε, νοσημάτων παντοίων κατάλυσις·
χαῖρε, παθημάτων ποικίλων κατάκλυσις.
Χαῖρε, ῥεῖθρον διειδέστατον, ὑγιάζον τοὺς πιστούς·
χαῖρε, ὕδωρ χαριέστατον, τοῖς νοσοῦσι πολλαπλῶς.
Χαῖρε, νᾶμα σοφίας, ἀγνωσίαν ἐξαῖρον·
χαῖρε, κρᾶμα καρδίας, ἀμβροσίαν προῤῥέον.
Χαῖρε, κρατὴρ τοῦ μάννα ζωήῤῥυτε·
χαῖρε, λουτὴρ καὶ νέκταρ θεόῤῥευστε.
Χαῖρε, πορθμὸν ἀσθενείας δεικνῦσα·
χαῖρε, φλογμὸν ἀῤῥωστίας σβεννῦσα.
Χαῖρε, ὕδωρ σωτήριον.

Μεγαλυνάριον
Βλύζει ἡ Πηγή σου ὕδωρ ζωῆς, τοῖς προσερχομένοις, μετὰ πίστεως ἀκραιφνοῦς, καὶ πάθη ἐκπλύνει, ψυχῶν τε καὶ σωμάτων· διὸ Θεοκυῆτορ, σὲ μακαρίζομεν.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Τὴν τιμιωτέραν τῶν Χερουβίμ, καὶ ἐνδοξοτέραν, ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφίμ, σὲ Φανερωμένη, Παρθένε ἀνυμνοῦμεν, τὴν θείαν σου Εἰκόνα, κατασπαζόμενοι.

Σύναξη της Παναγίας της Κορυφιώτισσας στο Καμάρι Κορινθίας


Πάνω άπ'την κοινότητα Καμαρίου του Δήμου Ξυλοκάστρου υψώνεται μεγαλόπρεπα η Κορυφή, το βουνό της Παναγίας. Εκεί σε υψόμετρο 731 μέτρων βρίσκεται το ομώνυμο μοναστήρι που ονομάζεται και Κορυφιώτισσα (ή Κορφιώτισσα).

Η παράδοση αναφέρει ότι στα ερείπια αρχαίου κτίσματος, κτίστηκε στην αρχή ένα μικρό εκκλησάκι και αργότερα το μοναστήρι, η προεπαναστατική ύπαρξη και ακμή του οποίου προκύπτει από διάφορα «ομόλογα» που χρονολογούνται γύρω στα 1750 μ.Χ. και νωρίτερα. Η σημερινή εκκλησία οικοδομήθηκε στα 1767 μ.Χ. Στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 μ.Χ. το μοναστήρι συνέδραμε τους αγωνιστές «Εδωκεν απ'άρχης της επαναστάσεως εις όνομα του έθνους προς τους εφόρους δημογέροντας και προς τον στρατηγό Ι. Νοταρά, γρόσια 8.104».

Η διαβίωση των μοναχών στην Κορυφή, χωρίς νερό και εύκολη πρόσβαση, ήταν δύσκολη γι'αυτό αποφάσισαν να κατέβουν χαμηλότερα, όπου έκτισαν το κάτω μοναστήρι. Αφορμή για την επανεγκατάσταση των μοναχών στο αρχικό μοναστήρι όπου βρίσκεται και σήμερα ήταν η εξαφάνιση και η ανεύρεση στη συνέχεια στην Κορυφή της εικόνας της Παναγίας, με θαυμαστό τρόπο. Παρουσιάστηκε στον ύπνο μιας κωφάλαλης και της υπέδειξε τον τόπο που βρίσκετε η εικόνα Της. Αυτή αν και ήταν κωφάλαλη, μίλησε και αφηγήθηκε στους συγχωριανούς της το όραμα που είχε δει. Με τη συνδρομή κατοίκων απ' τα γύρω χωριά ανακαινίστηκαν τα κελία και η ερειπωμένη εκκλησία, που είναι αφιερωμένη στη Ζωοδόχο Πηγή.

Η Μονή εορτάζει τη Παρασκευή της Διακαινησίμου, μετά το Πάσχα και στις 15 Αυγούστου και πολλά θαύματα της Παναγίας έχουν καταγραφεί μέχρι σήμερα.

Η Θαυματουργή εικόνα της Κορφιώτισσας (1816 μ.Χ.) είναι τοποθετημένη σε σκαλιστό εικονοστάσι, έργο του ξυλογράφου Ιωάννου Βασιλείου (1916 μ.Χ.). Ο ηγούμενος Ζαφείρης αγιογράφησε τους τοίχους της εκκλησίας στις αρχές του εικοστού αιώνα.

Το μοναστήρι στα 1935 μ.Χ., μετατράπηκε σε γυναικείο. Επίσημα η γυναικεία κοινοβιακή Μονή ιδρύθηκε το 1980 μ.Χ. Οι μοναχές υπό την ηγουμένη Ευαγγελία συνεχίζουν σήμερα το σημαντικό έργο των προκατόχων τους και έχουν μετατρέψει το μοναστήρι σε μια όαση, που οι προσκυνητές βρίσκουν παρηγοριά και ψυχική ηρεμία.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῇ σεπτῇ Σου Εἰκόνι Κορυφιωτίσσης προσπίπτωμεν, κλίνοντες τό γόνυ, Παρθένε, τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος· δεόμενοι ἀντιλήψεως, Ἁγνή, πρεσβείαις πρός Υἱόν Σου καί λιταῖς· ἵνα τύχωμεν, Παρθένε, τῆς παρ’ Αὐτοῦ πλημμελημάτων ἀφέσεως. Δόξα τοῖς μεγαλείοις Σου, Σεμνή, δόξα τοῖς θαυμασίοις Σου, δόξα ὑπερβαλόντως, Κόρη, τῇ δυναστείᾳ Σου.

Μεγαλυνάριον
Ἑλλάδος ἁπάσης τήν ὁδηγόν, Γένους Ὀρθοδόξων τήν Ὑπέρμαχον Στρατηγόν, τῆς Κορυφιωτίσσης τήν Εἰκόνα νῦν τιμῶμεν, ὡς τῆς Παρθένου λαμπρόν ἀποτύπωμα.

Σύναξη της Παναγίας Βύσσιανης στις Σέρρες



Δέκα χλμ. βόρεια της πόλης των Σερρών και δύο από τον οικισμό του Μετοχίου, μέσα σ’ ένα καταπράσινο τοπίο η γυναικεία Ι.Μ. Παναγίας της Βύσσιανης.

Η μονή, στη σημερινή της μορφή, ιδρύθηκε το έτος 1972 μ.Χ. με πρωτοβουλία Σερραίων πιστών. Η Μονή πήρε το όνομά της από ένα χωριό που βρίσκεται κοντά της και ονομάζεται Βύσσιανη. Τις πρώτες πληροφορίες γι’ αυτό το χωριό τις παίρνουμε από ένα έγγραφο γραμμένο το έτος 1320 μ.Χ. Περισσότερες πληροφορίες όμως έχουμε από άλλα έγγραφα που γράφτηκαν λίγα χρόνια αργότερα (1328 - 1344 μ.Χ.). Το χωριό αυτό καταστράφηκε το 1916 μ.Χ. από τον βουλγαρικό στρατό και σήμερα σώζονται μόνο τα ερείπιά του. Η μονή κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα, χρησιμοποιήθηκε ως καταφύγιο Μακεδόνων και ως κρύπτη όπλων και πυρομαχικών. Υπέστη ζημιές την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων 1912 - 1913 μ.Χ. και ερημώθηκε.

Για την διόρθωση των ζημιών της οργανώθηκε μία αδελφότητα που ονομαζόταν «Αγαθοεργός Αδελφότης - Η Κοίμησις της Θεοτόκου Βύσσιανης». Πρώτη μέριμνα της Αδελφότητας, ήταν η ανακατασκευή του παλαιού ναού της μονής. Τα έργα της ανακατασκευής ξεκίνησαν τον Ιούλιο του 1925 μ.Χ. και τελείωσαν το 1928 μ.Χ., ενώ τα εγκαίνια έγιναν στις 17 Σεπτεμβρίου του 1925 μ.Χ. Την θέση αυτής της Αδελφότητας, παίρνει ένα άλλο σωματείο που ιδρύεται την ίδια εποχή. Το σωματείο αυτό ονομάζεται «Σύλλογος Κυριών και Δεσποινίδων Βησσάνης».

Στη μονή αυτή βρίσκεται και η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας. Η λαϊκή παράδοση λέει ότι αυτήν την εικόνα την βρήκε ένας γεωργός στο μέρος που χτίστηκε ο Ναός. Ο γεωργός έβλεπε ότι επί τέσσερις νύχτες εκπέμπετο από αυτό το μέρος μυστηριακό φως. Σε θαύμα επίσης αιτιολογούν την ύπαρξη άφθονου νερού.

Το Αγίασμα, επί σειρά ετών αποξηραμένο, σαν από θαύμα της Παναγίας, την παραμονή της γιορτής της (14 Αυγούστου 1996 μ.Χ.), άρχισε να αναβλύζει ασταμάτητα μέχρι και σήμερα. Το Καθολικό της μονής διευρύνθηκε το 1996 μ.Χ. με την προσθήκη νάρθηκα. Επίσης στη θέση του παλαιού καθολικού το οποίο κατεδαφίστηκε χτίσθηκε το Παρεκκλήσι της Παναγίας.

Σήμερα αποτελεί Ιερά Γυναικεία Κοινοβιακή Μονή. Η πρώτη μοναχή που εγκαταστάθηκε στη μονή ήταν η Πελαγία από τη μονή του Αγίου Μηνά Δράμας το έτος 1972 μ.Χ. Μόνο όμως το έτος 1984 μ.Χ. ο Μακαριστός Μητροπολίτης Σερρών και Νιγρίτης κυρός Μάξιμος στελέχωσε τη Μονή με γυναικεία Αδελφότητα.

Η εργατικότητα και φιλοκαλία των μοναχών, διακόσμησε τους χώρους της αυλής με λουλούδια. Έτσι καθαρή και όμορφη υποδέχεται τους πιστούς μέσα σε ένα φιλόξενο και ευλαβικό περιβάλλον, όπου κυριαρχεί απαλή και εκστατική γαλήνη.

Η Μονη γιορτάζει στις 15 Αυγούστου στην Κοίμηση της Θεοτόκου και της Ζωοδόχου Πηγής.


Πηγές:http://www.saint.gr/04/29/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/4/d/29/sxsaintlist.aspx 
«Πᾶνος»