Παντοῦ, τοὐλάχιστον τὴν μέρα τῆς Ἀναστάσεως ἀκουγόντουσαν αὐτὲς οἱ δύο λέξεις ἀπὸ κάθε γλῶσσα καὶ κάθε στόμα, καὶ ἐνεδεχομένως θὰ ἀκούγονται γιὰ τὸ ἑπόμενο διάστημα ἀπὸ κάποιους πιὸ «σχετικούς». Γιὰ τοὺς πολλοὺς διήρκεσε ὅσο καὶ τὰ πυροτεχνήματα. Καὶ πάντα ἡ τυπικὴ ἀπάντησις εἶναι : «Ἀληθῶς Ἀνέστη».
Ἄν ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε, ὁ θάνατος νικήθηκε. Ἄν ἀναστήθηκε, χάρισε ζωὴ στοὺς πεθαμένους ποὺ ἦταν στὰ μνήματα. «Τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος» καὶ ἔσβησε τὸν φόβο ἀπὸ τοὺς ζωντανούς. Ἀποτέλεσμα, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης στὸν κατηχητικό του λόγο, «Μηδεὶς φοβεῖσθω θάνατον». Ἐξ ἄλλου γι᾿ αὐτὸ ἦρθε ὁ Χριστὸς στὴν γῆ. Νὰ καταργήσῃ τὸ διάβολο καὶ νὰ ἀπαλλάξη τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ θανάτου ἦταν σ᾿ ὅλη τους τὴ ζωή δούλοι τοῦ φόβου.
«Ἵνα διὰ τοῦ θανάτου καταργήσῃ τὸν τὸ κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοῦτ' ἔστιν τὸν διάβολον, καὶ ἀπαλλάξῃ τούτους, ὅσοι φόβῳ θανάτου διὰ παντὸς τοῦ ζῆν ἔνοχοι ἦσαν δουλείας». (Πρὸς Ἑβραίους 2, 14-15)
Ἄρα ἀνάστασις σημαίνει ἐξάλειψι τοῦ φόβου, ἀπελευθέρωσι τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ κάθε φόβο ἀκόμη καὶ τοῦ φόβου τοῦ θανάτου. Τὰ λέει ὁ Παῦλος, (ἕνας «ψεκασμένος» τοῦ καιροῦ ἐκείνου), καὶ τὰ ἐπιβεβαιώνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος -καὶ στὸ παραπάνω παράθεμα, (ἄλλος «ψεκασμένος» ποὺ πέρασε ὅλη τὴ ζωή του στὶς ἐξορίες), ὅπως καὶ ὅλοι ποὺ πράγματι πίστεψαν στὸν Χριστό καὶ τὴν ἀνάστασί του.
Ἄν αὐτὰ εἶναι ἀληθῆ, ἄν αὐτὴ εἶναι ἡ ἐμπειρία τῶν ἁγίων καὶ τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, τότε αὐτὸ ποὺ βλέπουμε στὶς ἐκκλησιές μας μέσα τί εἶναι; Πῶς γίνεται μπροστὰ στὸ νικητὴ τοῦ θανάτου καὶ τὸν διαλύτη κάθε φόβου νὰ παρουσιάζονται οἱ «πιστοί» του μὲ τὰ σύμβολα τοῦ φόβου καὶ τῆς ἥττας; Πῶς μποροῦν νὰ πλησιάζουν τὸν ἐσταυρωμένο χεσμένοι ἀπὸ τὸν φόβο, μὲ μουτσοῦνες στὰ μοῦτρα, τὰ σύμβολα τοῦ φόβου, καὶ νὰ μὴν τολμοῦν οὔτε νὰ φιλήσουν τοὺς ἀχράντους πόδας; Ποιός ἔσπειρε τὸν φόβο στὶς ψυχές; Ποιὸς καλλιέργησε καὶ πότισε τὴν δαιμονικὴ σπορά; Ποιός πούλησε τὴν πίστι; Ποιός τακίμιασε μὲ τοὺς δοκούντας ἄρχειν, τοὺς διαβολικοὺς πράκτορες τῶν ὀργάνων τοῦ διαβόλου καὶ ὁμοιώθη αὐτοῖς;
Οἱ δοκοῦντες ἐπίσκοποι, ἀλλὰ πράξει ἐπίσκοτοι δηλ. ὄργανα τοῦ σκότους. Οἱ δοκοῦντες πνευματικοὶ, ἀλλὰ ὄντως βολεματικοί. Οἱ ἐμφανιζόμενοι ὡς διάκονοι τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἐνεργείᾳ διάβολοι, ἤτοι συκοφάντες, τοῦ Θείου κηρύγματος. Οἱ συνετοί, οἱ ταπεινοί, οἱ σιγανοπαπαδίτσες, οἱ μακρὰν προσευχόμενοι, ἀλλὰ μακρυὰ νυχτωμένοι, οἱ εἰρηνάκηδες, ποὺ δὲν θέλουν νὰ χάσουν τὴν εἰρήνη τους. Ποιά εἰρήνη; Δὲν εἶναι εἰρήνη αὐτό. Δειλία εἶναι καὶ ἀποχαύνωσις. Βόλεμα καὶ ἀραλίκι. Βουδδισμὸς καὶ ὄχι ὀρθοδοξία. Νὰ βλέπεις τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ νὰ τὸν τρῶνε σὰν τὸ ψωμὶ τὰ ὄργανα τοῦ διαβόλου, «οἱ ἐσθίοντες τὸν λαόν μου ἐν βρώσει ἄρτου» λέγει ὁ ψαλμωδός (ψαλμὸς 13ος), καὶ σύ «ἀτάραχος» νὰ ἀνησυχῇς μὴ χάσῃς τὴ γαλήνη σου. Δὲν εἶναι κατὰ Θεὸν γαλήνη αὐτό, βρὲ παιδία. Διαβολικὴ ἀδιαφορία εἶναι. Χάνεται ἡ πίστι, πουλιέται ἡ πατρίδα, ἀπανθρωποποιεῖται ὁ ἄνθρωπος καὶ σοῦ λένε μεῖνε ἀτάραχος, μήν μιλᾶς, ἔχει ὁ θεός, δὲν κινδυνεύει ἡ ἐκκλησία, πύλες ἄδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς καὶ ὅλα τὰ ἄλλα εὐσεβῆ καὶ ταπεινόσχημα.
Δὲν καταλαβαίνουν ὅτι μιλᾶ ὁ διάβολος μέσα ἀπὸ τέτοια στόματα; Πρέπει νὰ κάνουμε πατερικὲς παραπομπὲς γιὰ νὰ τὸ ἀντιληφτοῦν; Τόσο χάσαμε κάθε ὑγιὴ αἴσθησι, ὄχι ὀρθόδοξη, ὄχι ὑπὲρ τὴν ἀνθρωπίνη φύσι, ἀλλὰ τὴν στοιχειώδη, τὴν ἀνθρώπινη, αὐτὴν τοῦ κατὰ φύσιν ἀνθρώπου;
Πιστεύουν αὐτοὶ στὴν Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου; Τί εἴδους πίστι ἔχουν; Τί σημαίνει αὐτὴ ἡ πίστις; Πῶς ἐκφράζεται; Τὸ νὰ μὴν ἀφήνεις τὸν ἄνθρωπο νὰ μπῇ στὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν Ἀνάστασι ἄν δὲν βάλλῃ μουρόπανο, τί δείχνει; Πίστι στὸν Χριστὸ καὶ τὴν ἀνάστασί του; Νὰ ἀφήνουν τοὺς ἀνθρώπους ἔξω στὸ κρύο καὶ νὰ μὴν τοὺς ἐπιτρέπουν οὔτε στὸν νάρθηκα νὰ μποῦν τί σημαίνει; Ὑπέρβασι τοῦ θανάτου; Τὸ νὰ κηρύττει ὁ «πνευματικός», ποὺ πρὶν λίγο ἔψαλε τὸ Χριστὸς Ἀνέστη, φορῶντας μάσκα, τί ἀποδεικνύει; Τὸ νὰ ἔχουν τὸ ἀντίδωρο σὲ νάϋλον σακουλάκια καὶ νὰ μὴν ἀφήνουν νὰ φιλήσουν τὸ χέρι τοῦ ἱερέως τί φανερώνουν; (Γιὰ τὸ βράδυ τῆς Ἀναστάσεως μιλᾶμε).
Ἀλλὰ τὸ χειρότερο, τὸ ὀδυνηρότερο, αὐτὸ ποὺ δὲν ξέρω ἄν μπορεῖ νὰ συγχωρηθῇ εἶναι νὰ βλέπῃς τρίχρονα καὶ πεντάχρονα παιδάκια, καλυμένα μέχρι τὰ μάτια, καὶ νὰ βλέπεις τὰ τρομαγμένα ματάκια τους νὰ τὰ τραβολογοῦν οἱ ἐπίσης μασκοφορεμένοι γονεῖς μπροστὰ στὸν σταυρὸ τοῦ Κυρίου ἤ τὸν ἐπιτάφιο. Ποιός θὰ δώσῃ λόγο γιὰ αὐτὸ τὸν ἐκταχηλισμὸ, γι᾿ αὐτὸ τὸ ἔγκλημα , γι᾿ αὐτό τὸ ἄγος; Τὶ θὰ μένει στὴν ψυχὴ αὐτῶν τῶν παιδιῶν; Τί θὰ μπῇ μέσα στὶς ψυχοῦλες τους; Τὸ φῶς τῆς ἀναστάσεως ἤ τὸ σκοτάδι τοῦ φόβου; Ἡ ἀνοιχτωσιὰ τῆς ἐλευθερίας ἤ ἡ σφραγίδα τῆς σκλαβιᾶς καὶ τῆς ὑποταγῆς; Στὰ δώδεκά τους θὰ τοὺς ζητοῦν στὰ σχολικὰ κρεμαντόρια νὰ ἐπιλέξουν φύλο οἱ μισθοφόροι παιδοφθόροι τῆς ἀφορισμένης ὑπουργοῦ, καὶ θὰ τὰ μπολιάζουν οἱ «εἰδικοὶ» τὶς μίζας καὶ ἀπόστολοι τῶν φαρμακοεταιρειῶν.
Ποῦ πᾶμε; Γιὰ ποιὰ ἀνάστασι μιλᾶμε; Ἀναστήθηκε τελικῶς ὁ Κύριος; Στὶς καρδιὲς ἐννοοῦμε. Στὶς δικές μας καρδιές. Τὰ γεγονότα δὲν δείχνουν κάτι τέτοιο.
Ξέρω ὅτι πάλι θὰ ἀγανακτήσουν οἱ εὐσεβεῖς καὶ θὰ κουνήσουν συγκαταβατικῶς τὰ κεφάλια τους οἱ πνευματικοὶ τῆς σιωπῆς καὶ τῆς ὑπακοῆς. Σιωποῦν ἐκεῖ ποὺ ἔπρεπε νὰ μιλοῦν καὶ ὑπακούουν σὲ λάθος κελεύσματα. «Σὺ ἕστηκας σιγῶν, καὶ οὐ καταγγέλλεις»;(PG48 856) ἀπορεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.
Ξέρω ὅτι πάλι θὰ μιλήσουν γιὰ ψεκασμένους καὶ συνωμοσιολόγους. Μακάρι νἄμαστε ψεκασμένοι σὰν τὸν ἀπόστολο Παῦλο καὶ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο. Αὐτοὶ λένε τὰ παραπάνω. Αὐτοὶ ψεκασμένοι δὲν ἦταν; Ὁ ἕνας πέρασε ὅλη του τὴν ζωὴ διωκόμενος , ραβδιζόμενος, ναυαγῶν καὶ τυρανούμενος. Ὅ ἄλλος πιὸ πολὺ καιρὸ ἦταν στὶς ἐξορίες, ὅπου καὶ πέθανε ἀπὸ τὶς κακουχίες, παρὰ στὴν ἐπισκοπή του. Δὲν ἐπιζητοῦσαν τὴν «εἰρήνη» τους, τὴ βολή τους, οὔτε τἄκαναν πλακάκια μὲ τὶς ἐξουσίες τοῦ καιροῦ τους. Μακάρι νὰ τοὺς μοιάζαμε. Ἐπειδὴ ὡς ἅγιοι γνωρίζουν τὰ κρύφια, καὶ τὰ βαθέα ἐλπίζω νὰ ποῦνε τὴν ὥρα τῆς κρίσεως μιὰ καλὴ κουβέντα. Ξέρουμε ὅτι πολεμεῖται λυσσαλέως ἡ πίστις. Ξέρωμε ὅτι πρωτοστατοῦν οἱ ἴδιοι οἱ ποιμένες. Βλέπουμε ὅτι τὸ φετινὸ Πάσχα εἶναι πολὺ χειρότερο ἀπὸ τὰ δύο προηγούμενα, γιατὶ ἡ φθορὰ τῆς πίστεως δὲν φαίνεται κραυγαλέως, ὅπως τὶς δύο προηγούμενες χρονιές. Ὅταν σοῦ κλείνουν τοὺς ναοὺς καταλαβαίνεις ὅτι κάτι δὲν πάει καλά. Ὅταν ἑορτάζουν Ἀνάστασι τὸ μεγάλο Σάββατο, ὅσο καὶ νὰ κοιμᾶσαι νοιώθεις ὅτι κάτι μυρίζει. Φέτος φαίνεται ὅτι ὅλα ἦσαν κανονικά. Ὄχι! Τότε ἦταν τὸ γκρέμισμα τῆς πίστεως καὶ ἀκουγόντουσαν οἱ χτύποι καὶ οἱ ἐκρήξεις. Τότε γινόταν τὸ ὄργωμα τῶν ψυχῶν καὶ ἀκουγόντουσαν οἱ ἀξῖνες καὶ τὰ τρακτέρ τοῦ διαβόλου. Τώρα φυτρώνει ἡ κακὴ δαιμονικὴ σπορά. Μὴν ἐφησυχάζετε. Ὁ διάβολος δὲν χορταίνει, δὲν ἰκανοποιεῖται, δὲν σταματᾶ. Ἔχει πάρει ἄδεια ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μᾶς κοσκινίσει, σὰν τὸν ἀπόστολο Πέτρο. Τὰ ἀκούσαμε τὴν Μεγάλη Πέμπτη.
«Σίμων, Σίμων, ἰδού ὁ Σατανᾶς ἐξῃτήσατο ὑμᾶς τοῦ σινιᾶσαι ὡς τόν σίτον· ἐγώ δέ ἐδεήθην περί σοῦ ἵνα μή ἐκλίπῃ ἡ πίστις σου· καί σύ ποτε ἐπιστρέψας στήριξον τούς ἀδελφούς σου» (Σίμων, Σίμων, ὁ Σατανᾶς σᾶς ζήτησε γιά νά σᾶς κοσκινίσει ὅπως τό σιτάρι, ἐγώ ὅμως προσευχήθηκα γιά σένα νά μή σέ ἐγκαταλείψει ἡ πίστη σου καί ἐσύ, ὅταν ποτέ ἐπιστρέψεις, στήριξε τούς ἀδελφούς σου) Λουκ. 22, 31-33.
Καὶ τὴν ἔχει δώσει τὴν ἄδεια ὁ Θεὸς, γιατὶ ἐμεῖς βρισκόμαστε μέσ᾿ τὸν χειμῶνα τῶν παθῶν μας καὶ εἶναι Σάββατο, ἀργία, γιὰ μᾶς.
Ἕνας κόσμος εἰδωλολατρικὸς. Λεφτὰ, καλοπέρασι, βόλεμα, ἐπιτυχία, ἀνάδειξις. Δηλαδὴ ὑπερηφάνεια. Νὰ φαίνομαι πάνω ἀπὸ τοὺς ἄλλους, αὐτὸ σημαίνει. Καὶ καλὰ ἐμεῖς οἱ ποταποί. Ψοφᾶμε γιὰ καριέρα. Ἀλλὰ καὶ οἱ ἱερεῖς; Οἱ κληρικοί; Κληρικοὶ καριέρας; Δὲν εἶναι κάπως... ἀλλόκοτον τὸ πρᾶγμα; Κληρικός καριέρας; Δηλαδή ἐπαγγελματίας δοῦλος καὶ νὰ τὸ καυχᾶσαι; Γιατὶ ὁ κληρικὸς, ὑποτίθεται ὅτι, εἶναι δοῦλος Κυρίου καὶ δοῦλος τῶν προβάτων τοῦ Κυρίου. Καὶ οἱ ἀσκούμενοι, οἱ πνευματικοὶ λακατζῆδες; Λόγια καὶ ἀναλύσεις καὶ βολτίτσες. Σὲ λίγο θὰ βγοῦν ἀπὸ τὸ Ὅρος -ὑπακούοντας, πάντα, στὴν ἐντολὴ τῆς «ἐκκλησίας»- γιὰ νὰ ἀβαντάρουν κάπως τοὺς ξεπεσμένους στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων ἐπισκόπους, περιφέροντας τὴν ἱδιότητα τοῦ ἁγιορείτου...
Καὶ νὰ τὰ ἀποτελέσματα...
Καὶ μετὰ ψύγεται ἡ ἀγάπη. Ὅλα γίνονται ὑπολογιστικὰ, μηχανικά, εὐρωπαϊκά, στυγνά. Καὶ τὰ πάθη γιγαντώνονται καὶ χορταριάζει ὁ κῆπος καὶ ἔτσι φτάνουμε στὸν χειμῶνα. Καὶ μεῖς; Μακάριοι. Ἀραχτοί. Σαββατισμὸς. «Βρέ παιδιὰ ὁ κόσμος χάνεται, καιγόμαστε». «Εἶσαι ταραγμένος, δὲν ἔχεις εἰρήνη, ἡσύχασε, σιώπα, κάνε ὑπακοή». Καὶ φτάσαμε ἐδῶ. Κάθε τί ἔκφυλο καὶ ἀνώμαλο καὶ ἐμπαθὲς νὰ γίνεται σύμβολο ὑπερηφανείας καὶ νὰ ἀξιώνῃ νὰ κυριεύσῃ τὰ πάντα. Νὰ δυναστεύσῃ τὰ πάντα. Καὶ μεῖς σὲ ἀργία καὶ σὲ νιρβάνα βουδιστικὴ νὰ παριστάνουμε τοὺς ὀρθοδόξους... Ἔ! Πῶς νὰ μὴν παραχωρήσῃ ὁ Θεὸς στὸν διάολο νὰ μᾶς κοσκινήσῃ σὰν τὸ στάρι;
«Ἐν χειμῶνι δέ ἐσμεν, ὅταν τὰ πάθη τῆς σαρκὸς δυναστεύῃ ἐν ἡμῖν. Οὕτω τοίνυν νοητέον τὸ εὐαγγελικὸν ῥητὸν, μὴ γενέσθαι ἡμῶν τὴν φυγὴν, ὅταν τὰ χείρονα ἐν ἡμῖν κρατῇ, ἢ ὅταν ἀργίᾳ τὴν ζωὴν ἡμῶν παραπέμπωμεν. Τοῦτο γὰρ ὑποβάλλει νοεῖν διὰ τοῦ σαββάτου, ἵνα τύχωμεν τῆς εὐλογίας ἐκείνης· Μακάριος ὁ δοῦλος ἐκεῖνος, ὃν ἐλθὼν ὁ Κύριος εὑρήσει γρηγοροῦντα». ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ PG30 120
Καὶ ὅπως βλέπετε, καὶ εἶπε ὁ Κύριος στὸν Πέτρο, προσευχήθηκε νὰ μὴν τοῦ λείψῃ ἡ πίστις. Ὅταν χαθῇ ἡ πίστις ἔχουν ὅλα τελειώσῃ. Αὐτὸ ζητᾶ ὁ διάβολος, γι᾿ αὐτὸ παλεύει, αὐτὸ κάνουν καὶ οἱ ποιμένες ποὺ ἀδιάντροπα διακηρύττουν ὅτι δὲν κινδυνεύει ἡ πίστις. (1) Ὁ Θεὸς νὰ δώσῃ νὰ κρατήσουμε ὅσο μποροῦμε. Ἀλλιῶς δὲν γίνεται. Πρέπει ὅμως νὰ κουνήσουμε τὸ δαχτυλάκι μας, νὰ σηκωθοῦμε, νὰ διαρρήξουμε τοὺς «δεσμοὺς αὐτῶν» νὰ μὴν ἀκοῦμε τοὺς κήρυκες τὴς ὑποτέλειας, τοῦ συμβιβασμοῦ καὶ τῆς ἐθελοδουλείας. Ἄς δοῦμε τὸν ἡρωϊκὸ λαό μας πῶς κράτησε τὴν πίστι, ὅπως καὶ κάθε ὀρθόδοξος λαός. Ἄς δοῦμε τοὺς ἁγίους μας. Τοὺς ἁγίους Πατριάρχες, τοὺς ἁγίους ἐπισκόπους, τοὺς ἁγίους ἱερεῖς, τοὺς ἁγίους μοναχούς, τοὺς ἁγίους λαϊκούς. Αὐτοὺς νὰ βλέπουμε, αὐτοὺς νὰ μελετοῦμε, σ᾿ αὐτοὺς νὰ ὑπακούουμε. Ἤδη ἔχει ξεκινήσει ἡ προθέρμανσις γιὰ τὸ τί θὰ ἀκολουθήσῃ. Χρειάζονται ἐπεξηγήσεις, πλέον;
Ἀλλὰ ξέρουμε καλὰ ὅτι Ἀνέστη ὁ Κύριος, ὅτι πεπτώκασιν οἱ δαίμονες, ὅτι νικήθηκε ὁ θάνατος. (Τὸ ξέρει καὶ ὁ διάβολος καὶ τὰ ὄργανά του, ἀλλὰ δὲν τοὺς ἀφήνει ἡ ὑπερηφάνεια καὶ ἡ καριέρα).
Αὐτὴ ἡ πίστις, ὅτι ὁ Χριστὸς ἀνέστη, εἶναι τὸ καλύτερο δεκανίκι γιὰ νὰ διανύσουμε τὴν ρέουσαν τοῦ βίου διάβασιν. Καὶ πάντα, δι᾿ εὐχῶν τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν, οὔτε βῆμα πίσω.
Γεώργιος Κ. Τζανάκης Ἀκρωτήρι Χανίων. 27 Ἀπριλίου 2022.
__________________________________