Τετάρτη 27 Απριλίου 2022

ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ - ΤΕΤΑΡΤΗ ΤΗΣ ΔΙΑΚΑΙΝΗΣΙΜΟΥ 27 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2022


Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Ἀδελφόθεος Ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων

 
Ἀδελφὰ πάσχεις, Συμεών, τῷ Κυρίῳ,
Ξύλῳ κρεμασθείς, ὡς ἀδελφὸς Κυρίου.
Ἐν ξύλῳ ἑβδόμη Συμεὼν πάγη εἰκάδι μακρῷ.

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Συμεών, ἀναδείχθηκε διάδοχος τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου († τὸ 62 μ.Χ.), μετὰ τὴν καταστροφὴ τῆς Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους τὸ 70 μ.Χ.

Κατὰ τὸν Ἡγήσιππο ἦταν υἱὸς τοῦ Κλωπᾶ, ἀδελφοῦ τοῦ Ἰωσὴφ καὶ ἀδελφὸς τοῦ Ἰούδα. Κατὰ ἄλλη δὲ ἐκδοχὴ ἦταν υἱὸς τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ Μνήστορος καὶ ἀδελφὸς τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου.

Ἐνῷ ἐπισκόπευε στὴν Ἱερουσαλήμ, ἐπὶ αὐτοκράτορος Τραϊανοῦ (98 – 117 μ.Χ.), διαβλήθηκε ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς στὸν ὕπατο Ἀττικὸ γιὰ τὸν ἀποστολικό του ζῆλο. Ὁ Συμεὼν κατηγορήθηκε ὄχι ἀπὸ Χριστιανοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ ἀπὸ Ἰουδαίους. Ἡ κατηγορία περιελάμβανε δύο σκέλη. Τὸ ἕνα ἦταν ὅτι καταγόταν ἀπὸ τὸ γένος Δαβὶδ καὶ τὸ ἄλλο ὅτι ἦταν Χριστιανός. Ἀφοῦ συνελήφθη, βασανίσθηκε σκληρὰ καὶ στὴν συνέχεια ὁδηγήθηκε σὲ σταυρικὸ θάνατο, τὸ ἔτος 107 μ.Χ., σὲ ἡλικία ἑκατὸν εἴκοσι ἐτῶν.
Στοὺς Παρισινοὺς Κώδικες βρίσκεται Ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου Συμεών, ποίημα τοῦ ὑμνογράφου Θεοφάνους.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Χριστοῦ σε συγγενῆ, Συμεὼν Ἱεράρχα, καὶ Μάρτυρα στερρόν, ἱερῶς εὐφημοῦμεν, τὴν πλάνην ὀλέσαντα, καὶ τὴν πίστιν τηρήσαντα· ὅθεν σήμερον, τὴν παναγίαν σου μνήμην, ἑορτάζοντες, ἁμαρτημάτων τὴν λύσιν, εὐχαῖς σου λαμβάνομεν.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.

Ὡς ἀστέρα μέγιστον ἡ Ἐκκλησία, κεκτημένη σήμερον, τὸν θεηγόρον Συμεών, φωταγωγεῖται κραυγάζουσα· χαίροις Μαρτύρων σεπτὸν ἀκροθίνιον.

Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τῆς ἄνω Σιῶν, πολίτης γενόμενος, τῆς κάτω Σιῶν, τὸν θρόνον ἐγκεχείρισαι, καὶ καλῶς τὸ ποίμνιον, ὁδηγήσας πρὸς μάνδραν οὐράνιον, ἐσταυρώθης Χριστῷ Συμεών, τὸ θεῖον πάθος αὐτοῦ μιμησάμενος.

Μεγαλυνάριον.
Συγγενὴς ὑπάρχων ὦ Συμεών, τοῦ μέχρι καὶ δούλου, κενωθέντος ὑπὲρ ἡμῶν, σύμμορφος καὶ μάρτυς, παθῶν αὐτοῦ έδείχθης, παγεὶς ὡς ὁ Δεσπότης, Σταυρῷ μακάριε.

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Ὁμολογητής

Παθῶν καθαρθείς, ὦ Ἰωάννη Μάκαρ,
Μονῆς προέστης τῶν Καθαρῶν εἰκότως.

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης γεννήθηκε στὴν Εἰρηνούπολη, ποὺ ὑπαγόταν στὴ Δεκάπολη τῆς Κοίλης Συρίας. Οἱ γονεῖς του, ὁ Θεόδωρος καὶ ἡ Γρηγορία, διακρίνονταν γιὰ τὴν εὐσέβειά τους, τὴν ὁποία καὶ μετέδωσαν μὲ κάθε φροντίδα στὸν εὐπειθὴ υἱό τους. Κατὰ τὴν παιδική του ἡλικία περνοῦσε τὸν χρόνο του μεταξὺ τῆς ἀνατροφῆς του αὐτῆς, τῶν σπουδῶν του καὶ πολλῶν ἀγαθοεργιῶν, μὲ τὶς ὁποῖες οἱ γονεῖς του προσπάθησαν ἀπὸ νωρὶς νὰ τὸν ἐξοικειώσουν. Ἡ ἴδια εὐσέβεια καὶ ἡ φιλάνθρωπη τάση τὸν διέκρινε καὶ κατὰ τὴ νεότητά του, κατὰ τὴν ὁποία μὲ τὴν τήρηση τοῦ θείου θελήματος διατηρήθηκε μακριὰ ἀπὸ κάθε ματαιότητα καὶ ἀκαθαρσία.

Ἀργότερα ἔγινε μοναχός. Καὶ στὴ νέα αὐτὴ ζωὴ δὲν εὐδοκίμησε λιγότερο. Ὁ ζῆλος του καὶ ἡ παιδεία του τὸν ἔκαναν νὰ ξεχωρίσει στὴν ἐκτίμηση τῶν λοιπῶν ἀδελφῶν, τὸν παρέλαβε δὲ μαζί του ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς στὴ Νίκαια, τὸ 787 μ.Χ., ὅπου τότε συγκαλεῖτο ἡ Ζ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Μετὰ ἀπὸ τὸ τέλος τῆς Συνόδου ἦλθαν καὶ οἱ δύο στὴν Κωνσταντινούπολη.

Καὶ ἐπειδὴ καὶ οἱ δύο τους κατὰ τὴν διάρκεια τῶν συνοδικῶν ἐργασιῶν ἀπέσπασαν τὴν εὐμενὴ προσοχὴ καὶ τῆς βασίλισσας Εἰρήνης καὶ τοῦ Πατριάρχη Ταρασίου, ὁ γέροντας καὶ ἡγούμενός του, ἀναδείχθηκε ἡγούμενος τῆς μονῆς τῶν Δαλμάτων, ὁ δὲ Ὅσιος Ἰωάννης χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος καὶ κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Νικηφόρου (802 – 811 μ.Χ.), πού διαδέχθηκε τὴν Εἰρήνη στὸν βασιλικὸ θρόνο, διορίσθηκε ἡγούμενος στὸ μοναστήρι, τὸ ἀποκαλούμενο τῶν Καθαρῶν.

Τὰ καθήκοντά του ἐκεῖ τὰ ἄσκησε μὲ κάθε εὐσυνειδησία, ἀφοῦ πρόσεξε νὰ προαγάγει τὴν πειθαρχία μεταξὺ τῶν ἀδελφῶν καὶ νὰ ὑψώσει τὴν πνευματικὴ καὶ ἠθικὴ ζωή τους. Καὶ ἐπειδὴ κατὰ τὰ χρόνια ἐκεῖνα ἐξακολουθοῦσαν ἀκόμα οἱ συνέπειες ἐκείνου τοῦ σαλοῦ ἐναντίων τῶν εἰκόνων, ὁ Ὅσιος Ἰωάννης μετέδιδε στοὺς μοναχούς του τὰ διδάγματα τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοὺς προετοίμαζε σὲ κάθε τόλμη καὶ κάθε κίνδυνο γι’ αὐτά. Καὶ ἡ μέρα τῆς μεγάλης δοκιμασίας φανερώθηκε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Λέοντος τοῦ Ε’, ὁ ὁποῖος κατέλαβε τὸν θρόνο τὸ ἔτος 813.

Ὁ βασιλέας αὐτὸς συμπαθοῦσε τὶς ἀρχὲς τῆς μεταρρυθμίσεως. Μεταξὺ δὲ τῶν ἄλλων, κρίνοντας ἐπιπόλαια τὰ πράγματα, πρέσβευε ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀνορθωθεῖ, ἐὰν ἐπιτέλους δὲν ἐπερχόταν ἡ πλήρης κατάργηση τῶν ἁγίων εἰκόνων ἀπὸ αὐτή. Ὅτι μία τέτοια δοξασία ἦταν ἀνόητη, ὅτι οἱ ὑπέρμαχοι τῆς λεγόμενης μεταρρυθμίσεως μέσῳ τοῦ λυσσαλέου ἀγῶνος κατὰ τῶν εἰκόνων, κατανάλωσαν χωρὶς λόγο δυνάμεις πολύτιμες γιὰ τὸ βυζαντινὸ κράτος καὶ τὴν Ἐκκλησία, τὸ ὁμολογοῦν καὶ περίφημοι ἱστορικοί.

Ὁ Λέων ὁ Ε’ ὅμως παρασυρόταν καὶ ὁ ἴδιος ἀπὸ τὴν τυφλὴ προκατάληψη κατὰ τῶν εἰκόνων. Σὲ αὐτὸ τὸν ὠθοῦσαν καὶ δύο ἄνδρες ποὺ ἀσκοῦσαν πάνω του μεγάλη ἐπιρροή, ὁ Θεόδοτος Μελισσηνὸς καὶ ὁ Ἰωάννης ὁ Γραμματικός. Προέβη λοιπὸν σὲ διατάγματα καὶ βίαια μέτρα γιὰ τὴν κατάργηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων καὶ ἐπεχείρησε φοβερὸ διωγμὸ ἐναντίων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων καὶ ἡγουμένων καὶ μοναχῶν, τὸ ὁποῖο ἐπέκτεινε καὶ ἐναντίον τῶν συγκλητικῶν, πατρικίων, ἀκόμα δὲ καὶ ἐναντίον γυναικῶν καὶ παρθένων. 

Τὸ μοναστήρι τῶν Καθαρῶν συμπεριελήφθη στὸν διωγμό. Μαινόμενοι στρατιῶτες ἅρπαξαν τὰ ὑπάρχοντά του, οἱ μοναχοὶ κακοποιήθηκαν καὶ διασκορπίσθηκαν, ἐνῷ ὁ ἡγούμενος Ἰωάννης ὁδηγήθηκε σιδηροδέσμιος στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ βασιλέας εἶχε ἀκούσει πολλὰ γι’ αὐτόν. Καὶ θέλησε νὰ τὸν δεῖ, θεωρώντας ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὸν μεταπείσει. Ἀλλὰ ὁ Ὅσιος, ἀφοῦ ἀπέδειξε τὸ ἀντιορθόδοξο καὶ ἐπιβλαβὲς πνεῦμα τοῦ διωγμοῦ κατὰ τῶν εἰκόνων, ἔλεγξε τὸν βασιλέα γιὰ τὸ πεῖσμα του καὶ τὶς δυσσεβεῖς ἀπόψεις του καὶ προανήγγειλε σὲ αὐτὸν ὅτι ἡ δυσμένεια τῶν Ἁγίων καὶ ἡ κατακραυγὴ τῶν θυμάτων πρὸς τὸν Θεὸ θὰ ἔφερναν κάποια ἡμέρα τὴν τιμωρία.

Ὁ βασιλέας ἐξοργίσθηκε καὶ διέταξε τὴν κράτηση τοῦ Ὁσίου σὲ μετόχι τοῦ μοναστηριοῦ του. Διότι δὲν σταμάτησε νὰ διατηρεῖ τὴ μάταιη ἐλπίδα ὅτι ὠριμότερα σκεπτόμενος ὁ Ὅσιος, θὰ συμμορφωνόταν πρὸς τὴν βασιλικὴ θέληση. Ὅταν ὅμως ἀντιλήφθηκε τὴν ἄκαρπη προσδοκία του, τὸν ἐξόρισε σὲ φρούριο ποὺ ὀνομαζόταν Πενταδάκτυλο καὶ βρισκόταν στὴ χώρα τῆς Λάμπης.

Ἀπὸ ἐκεῖ, μετὰ ἀπὸ αὐστηρὴ κάθειρξη δεκαοκτὼ μηνῶν, τὸν μετέφεραν πάλι στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου μάταιες, ὅπως καὶ πρίν, ἀπέβησαν οἱ προσπάθειες καὶ τοῦ νέου Πατριάρχη Θεοδότου Α’ τοῦ Μελισσηνοῦ (815 – 821 μ.Χ.), τοῦ ἐπονομαζόμενου Κασσιτερᾶ, νὰ παραπείσουν τὸν Ὅσιο νὰ ἀπαρνηθεῖ τὶς ἅγιες εἰκόνες. Ἀκολούθησε νέα κάθειρξη τοῦ Ἰωάννου, ἡ ὁποία διήρκησε δύο χρόνια, στὸ φρούριο Κριόταυρο τῶν Βουκελλαρίων. Καὶ ἐκεῖ ὑπέστη τὰ πάνδεινα, χωρὶς ὅμως νὰ μετριασθεῖ στὸ παραμικρὸ ὁ ζῆλος του πρὸς τὶς ἱερὲς εἰκόνες.

Ἡ πρόρρησή του ἐπαληθεύθηκε. Ὁ Λέων ὁ Ε’ σφαγιάσθηκε, διαδέχθηκε δὲ αὐτὸν ὁ Μιχαὴλ ὁ Β’. Αὐτὸς σχεδίαζε νὰ συμβιβάσει τὰ ἀντίπαλα στρατόπεδα, δηλαδὴ τῶν φίλων τῆς μεταρρυθμίσεως καὶ τῶν ὑπερασπιστῶν τῶν ἁγίων εἰκόνων, ἐπέτρεψε δὲ στοὺς διωχθέντες ἀπὸ τὸν Λέοντα τὸν Ε’, νὰ ἐπανέλθουν ἀπὸ τὴν ἐξορία τους. Ἐπανῆλθε τότε καὶ ὁ Ὅσιος Ἰωάννης. Ἀλλὰ οἱ ἀντίπαλοι τῶν εἰκόνων ἔπεισαν τὸν βασιλέα νὰ τοῦ ἐπιτρέψει διαμονὴ μόνο στὴ Χαλκηδόνα. Ἔτσι τοῦ ἀπαγορεύθηκε ἡ εἴσοδος στὴν Κωνσταντινούπολη.

Τὸν Μιχαὴλ διαδέχθηκε ὁ υἱὸς του Θεόφιλος, κατὰ τὸ 829 μ.Χ., θιασώτης καὶ αὐτὸς καὶ προστάτης τῆς μεταρρυθμίσεως καὶ ἐχθρὸς τῶν εἰκόνων. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης, τὸ ἔτος 836 μ.Χ., θέλησε νὰ εἰσέλθει στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νὰ μείνει κοντὰ στοὺς ὁμόφρονές του κληρικούς, στὴν περιοχὴ ἑνὸς ναοῦ. Ἀλλά, ὁ τότε Πατριάρχης Ἰωάννης ὁ Ζ’ ὁ Γραμματικὸς (836-842 μ.Χ.) δὲν τὸ ἐπέτρεψε καὶ ἐξόρισε τὸν Ὅσιο στὴ νῆσο Ἀφουσία. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος Ἰωάννης, μετὰ ἀπὸ δυόμισι χρόνια, πιθανῶς τὸ ἔτος 839 μ.Χ., κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Ὁ Ἅγιος Ποπλίων ὁ Μάρτυρας

Σφαγεὶς Ποπλίων, αἷμα σὸν Χριστῷ χέεις,
'Ὃς ἠγοράσθης αἵματι Χριστοῦ πάλαι.

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ποπλίων, τελειώθηκε διὰ μάχαιρας.

Ὁ Ὅσιος Εὐλόγιος ὁ λατόμος

Τὸν Εὐλόγιον, τὸν ξενιστὴν τῶν ξένων,
Θεοῦ ξενιστὴς Ἀβραὰμ ξενιζέτω.

Ο Άγιος Ευλόγιος έζησε στα μέρη της Θηβαΐδας της Αιγύπτου. Το επάγγελμα του ήταν λατόμος (πετροκόπος) και ονομάστηκε Ξενοδόχος, διότι σ' όλη του τη ζωή κύρια μέριμνα και απόλαυση είχε το να φιλοξενεί στο σπίτι του και να παρέχει κάθε βοήθεια στους πτωχούς και οδοιπόρους. Παρά τη βαριά και κοπιαστική εργασία του, το βράδυ, μόλις σχολούσε από τη δουλειά του, έτρεχε στην αγορά, κρατώντας φαναράκι το χειμώνα και αναζητούσε ξένους, για να τους δώσει στέγη και κάθε άλλη φιλοξενία. Αυτός μάλιστα κάποτε φιλοξένησε και τον Αββά Δανιήλ με τον υποτακτικό του, όταν αυτοί κατέβηκαν στην πόλη και έμειναν χωρίς ψωμί και στέγη. Ο Ευλόγιος έζησε πάνω από εκατό χρόνια, ευεργετώντας τους συνανθρώπους του και απεβίωσε ειρηνικά.

Ὁ Ἅγιος Λολλίων ὁ Μάρτυρας ὁ Νέος

Κονίεται τὸ σῶμα, Μάρτυς Λολλίων,
Κόνιν φύρεσθαι τὴν ἀπ' αὐτοῦ δοὺς κόνιν.

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Λολλίων, ὁ Νέος, τελειώθηκε συρόμενος κατὰ γῆς.

Άγιοι Συμεών ο Νέος Στυλίτης και Γεώργιος ο αδελφός του

Οἱ Ὅσιοι Συμεὼν ὁ νέος Στυλίτης καὶ Γεώργιος ὁ ἀδελφός του εἶναι ἄγνωστοι στοὺς Συναξαριστές. Ἡ μνήμη τοὺς ἀναφέρεται σὲ Κώδικα τῶν Ἱεροσολύμων, ὅπου ὑπάρχει καὶ ἡ Ἀκολουθία τους, ποίημα τοῦ ὑμνογράφου Θεοφάνους.

Ὁ Ἅγιος Θεόφιλος Ἐπίσκοπος Βρεσκίας

Ὁ Ἅγιος Θεόφιλος ἔζησε τὸν 5ο αἰώνα μ.Χ. καὶ χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Βρεσκίας τῆς Λομβαρδίας.
Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου Θεοφίλου.

Ὁ Ἅγιος Στέφανος Ἐπίσκοπος Βλαντιμίρ

 
Ὁ Ἅγιος Στέφανος ἔζησε στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 11ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε στὴ Λαύρα τοῦ Κιέβου. Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ὁσίου Θεοδοσίου († 3 Μαΐου) ἔγινε ἡγούμενος τῆς ἱερᾶς μονῆς τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου. Ἀπὸ τὴ νέα αὐτὴ θέση ἦταν πολὺ δραστήριος καὶ φρόντισε μὲ ἐπιμέλεια γιὰ τὴν κτηριακὴ ὁλοκλήρωση τῆς μονῆς. Παράλληλα ὅμως φρόντιζε καὶ γιὰ τὴν πνευματικὴ αὔξηση τῶν μοναχῶν. Ὅρισε νὰ τελεῖται καθημερινὰ στὴ μονή, ἡ Θεία Λειτουργία ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῶν μακαρίων κτιτόρων καὶ τῶν κεκοιμημένων ἀδελφῶν, καθὼς καὶ γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ζώντων ἀδελφῶν καὶ ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν.

Ὁ ἐπίβουλος διάβολος ὅμως φθόνησε τὸν ἔνθεο ζῆλο τοῦ Ἁγίου Στεφάνου καὶ ξεσήκωσε μερικοὺς ἀδελφοὺς ἐναντίον τοῦ Ἁγίου ἡγουμένου τους καὶ δημιούργησε ἔτσι μεγάλη ἀναταραχὴ στὴν ἀδελφότητα. Ὁ Ἅγιος ἀναχώρησε ἀπὸ τὴν ἡγουμενία καὶ ἐκδιώχθηκε ἀναίτια ἀπὸ τὴ μονή. Ὡστόσο τὰ ὑπέμεινε ὅλα ἀγόγγυστα, χωρὶς παράπονο καὶ μνησικακία.

Ὁ Θεὸς ὅμως εὐλόγησε τόσο τὸν πιστὸ δοῦλο Του, ὥστε ὁ Ἅγιος Στέφανος ἀξιώθηκε νὰ χτίσει νέα μονὴ στὸ Κλόβ, μὲ πέτρινο ναὸ ἀφιερωμένο στὴν Κατάθεση τῆς Τιμίας Ἐσθῆτος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.

Ἡ ἀρετή του προσείλκυσε πολλὲς εὐσεβεῖς ψυχές, ποὺ ἦλθαν κοντά του καὶ δέχθηκαν ἀπὸ τὰ τίμια χέρια του τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Ἡ φήμη τοῦ Ἁγίου ἁπλώθηκε σὲ ὅλη τὴ Ρωσικὴ γῆ. Γι’ αὐτό, ὅταν τὸ ἔτος 1091 ὁ Ἐπίσκοπος τοῦ Βλαντιμὶρ κοιμήθηκε, ὁ Ἅγιος Στέφανος χειροτονήθηκε Ἀρχιερέας καὶ διάδοχός του στὸ Βλαντιμὶρ ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Κιέβου Ἰωάννη.
Ὁ Ἅγιος Στέφανος ποίμανε θεοφιλῶς τὸ ποίμνιό του καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1094.

Εγκαίνια του Ναού της Αγίας Ειρήνης «αρχαίας και νέας»
 
Η εορτή των εγκαινίων του ναού της Αγίας Ειρήνης, αναφέρεται στον Πατμιακό Κώδικα 266. Δεν έχουμε περισσότερες λεπτομέρειες για το γεγονός.
 
Όσιοι Απόστολος και Θεοχάρης οι αυτάδελφοι


Αδελφὰ Θεόχαρες σὺν ̓Αποστόλῳ
̓Εν γῇ ἐν πόλῳ τε φρονεῖτε σωφρόνως.

Θεόχαρες τέρφθητι χαρὰν τὴν θείαν
Σὺν ̓Αποστόλῳ ἐν πόλῳ σελασφόρῳ
Θεοχάρους τε Αποστόλοιο ἀθλοσύνην ἀείδω.

Σε κάθε εποχή ο Θεός αναδεικνύει αγίους ανθρώπους οι οποίοι αν και ζουν στις ίδιες συνθήκες ζωής με όλους τους άλλους συνανθρώπους τους, οι ίδιοι «αγωνιζόμενοι τον καλόν αγώνα της πίστεως», φωτίζουν ως πνευματικοί φάροι τον κόσμο τον οποίο και διακονούν εν ονόματι του Κυρίου μας.

Σε μια εποχή δύσκολη για όλο το γένος μας (τέλος του 18ου αρχές του 19ου αιώνα μ.Χ.) ο Θεός έδωσε την ευλογία Του στην πόλη της Άρτας να γεννηθούν, να ζήσουν, να ασκηθούν, να διδάξουν και να αγιάσουν δύο κατά σάρκα αδέλφια οι όσιοι Θεοχάρης και Απόστολος.

Οι Όσιοι αυτάδελφοι Θεοχάρης και Απόστολος ήταν παιδιά του ευσεβή ιερέα Γεωργίου Ντούϊα, εφημέριου του Ιερού Ναού της Αγίας Σοφίας Άρτας, και της ενάρετης πρεσβυτέρας Φωτεινής. Ο Θεός τους χάρισε τρεις γιους (ο τρίτος λεγόταν Κωνσταντίνος), τους οποίους ανάθρεψαν «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου».

Φρόντισαν πρώτα απ’όλα να γίνουν άνθρωποι του Θεού και η πορεία της επίγειας ζωής τους να είναι και πορεία προς τον ουρανό και τον αγιασμό τους. Παράλληλα ενδιαφέρθηκαν να μορφώσουν τα παιδιά τους με την όποια καλύτερη παιδεία υπήρχε στην πόλη την εποχή εκείνη.

Ο μεγαλύτερος γιος τους ο Θεοχάρης (γεννήθηκε γύρω στα 1760 μ.Χ.) διέθετε μεγάλη έφεση για τα γράμματα. Διδάχθηκε την «θύραθεν σοφία» στην περίφημη τότε σχολή της Άρτας, τη σχολή Μανολάκη Καστοριώτη. Εκεί την εποχή εκείνη δίδασκε ο μεγάλος δάσκαλος και ιεροψάλτης, Δημήτριος Οικονομόπουλος Βενδραμής από το Μεσολλόγι. Στη σχολή διδάσκονταν ο όσιος Θεοχάρης, αλλά ο ίδιος με την αγία του ζωή και τις θεόπνευστες παραινέσεις δίδασκε τους συμμαθητές του, πολλοί από τους οποίους παρακινήθηκαν και έγιναν ιερείς και μοναχοί. Από την ηλικία αυτή φανερώθηκε η δύναμη και η πειθώ του λόγου του Αγίου, αφού έβγαινε φυσικά από μια καρδιά που τη φλόγιζε η αγάπη του Θεού.

Τον δε «ἁπλὸ καὶ ἀκέραιον στὴν ψυχὴ» Απόστολο ανέλαβε ο ίδιος ο πατέρας του.

Τα δύο αδέλφια ο Θεοχάρης και ο Απόστολος είχαν ιδιαίτερη έφεση και αγάπη προς την εκκλησιαστική ζωή και με ιδιαίτερη ταπείνωση και επιμέλεια διακονούσαν τον ιερέα πατέρα τους στα λειτουργικά του καθήκοντα. Παράλληλα όλη η οικογένεια ήταν ανεξάντλητη πηγή αγάπης και προσφοράς, υλικής και πνευματικής προς τους συνανθρώπους και τους ενορίτες τους.

Η χαρά των γονιών ήταν μεγάλη για την πρόοδο και την καλλιέργεια των παιδιών τους. Η καρδιά του ευλαβέστατου ιερέα σκιρτούσε από την επιθυμία και την προσδοκία να δει και να απολαύσει τους δυο γιους του λειτουργούς στο άγιο και υπερουράνιο θυσιαστήριο. Τέτοια άγια φιλοδοξία είχε ο ενάρετος ιερέας! Πραγματικά με πολλή προσοχή έκανε την πρόσκληση στα δυο του παιδιά να γίνουν ιερείς ό,τι πιο ευλογημένο και άγιο μπορεί να υπάρξει επί της γης. Πλήρωσε μάλιστα και τα εμβατίκια (χρηματικά ποσά προς τον Αρχιερέα, για την χειροτονία και τοποθέτηση σε ιερέα σε συγκεκριμένο ναό) στην Μητρόπολη Άρτης για να χειροτονηθούν τα παιδιά του ιερείς στον ναό της Αγίας Σοφίας που και ο ίδιος ιερουργούσε.

Η απάντηση των σοφών νέων ήταν: «Μη βιάζεσαι πατέρα. Έχει ο Θεός».Έβλεπαν οι Άγιοι το ύψος και το μεγαλείο της Ιερωσύνης του Χριστού και δεν έσπευδαν, αλλά όπως και οι μεγάλοι πατέρες της Εκκλησίας μας απέφευγαν με δέος και ευλάβεια τη μεγάλη αυτή τιμή.

Ο ευλογημένος ιερέας ήθελε ο πρώτος γιος του ο Θεοχάρης να νυμφευθεί πρώτα και μετά να ιερωθεί. Ο Θεός όμως είχε άλλα αποφασίσει γι' αυτόν. Ο Θεοχάρης είχε ήδη πάρει την απόφαση να ακολουθήσει το αγγελικό πολίτευμα, δηλαδή το δρόμο της ασκήσεως και της μοναχικής πολιτείας και αντέλεγε με πολύ σεβασμό: «επιθυμώ όταν τελειοποιήσω τις σπουδές μου και έλθω στη νόμιμη ηλικία, εκείνο το οποίο η Θεία Πρόνοια με φωτίσει, εκείνο και θα πράξω».

Μαζί με τους γονείς καμάρωνε και ο Μητροπολίτης την πρόοδο των νέων αυτών και προσδοκούσε να λαμπρύνουν την τοπική Εκκλησία με την απόφασή τους να ιερωθούν.

Όταν τελείωσε τις σπουδές του ο Θεοχάρης, η οικογένεια του σεβαστού Ιερέα Γεωργίου Ντούϊα, κατά παραχώρηση Θεού, δοκιμάστηκε. Εκοιμήθησαν εν Κυρίῳ και οι δύο γονείς, ο ιερέας Γεώργιος και η πρεσβυτέρα Φωτεινή. Έφυγαν όμως ειρηνικοί απ' τον κόσμο αυτό γιατί όσο μπόρεσαν έκαναν το χρέος τους προς τον Θεό και τους συνανθρώπους τους αφήνοντας πίσω στα παιδιά τους μια σημαντική περιουσία και κληρονομιά.

Και η περιουσία αυτή, που μπόρεσαν και μετέδωσαν στα παιδιά τους, ήταν η αληθινή και γνήσια πίστη τους, η αγία ζωή τους και η κατά Θεόν πορεία πάνω στις αξίες της πίστεως και της πατρίδας.

Ο Θεοχάρης και ο Απόστολος, σαν μεγαλύτεροι αδελφοί, μετά τον θάνατο των γονέων τους φρόντισαν τον μικρότερο αδελφό τους Κωνσταντίνο. Όταν ανδρώθηκε φρόντισαν να νυμφευθεί. Από το γάμο αυτό με την Σωσσάνη απέκτησε δύο γιους, τον Γεώργιο και τον Θεοχάρη. Οι ίδιοι, αφού αποκατέστησαν τον αδελφό τους Κωνσταντίνο στο πατρικό τους σπίτι, αποσύρθηκαν σε ένα μικρό σπιτάκι κοντά στο ναό της Αγίας Σοφίας «απαρνηθέντες τα εγκόσμια».

Τα δύο αδέλφια απερίσπαστα πια από τα του κόσμου, ρίχνονται με θάρρος και γενναιότητα σε μεγάλους ασκητικούς αγώνες. Η αδιάλειπτη προσευχή, η μελέτη του λόγου του Θεού, η ολονύκτια στάση, η ψυχοτρόφος νηστεία, η σιωπή και η εγκράτεια, η μετάνοια και η ολόθερμη αγάπη προς τον Θεό ήταν η καθημερινή τους πράξη και ζωή.

Η τροφή τους ήταν λιτή αποτελούμενη από ψωμί και νερό που έπιναν μετά τη δύση του ηλίου. Μερικές φορές έτρωγαν και λίγα φρούτα. Ο πρώτος βιογράφος τους, αρχιμανδρίτης Κωνστάντιος ηγούμενος της Ιεράς Μονής Κάτω Παναγιάς, αναφέρει ότι το ψωμί το έβαζαν σε ένα πήλινο σκεύος με μικρό άνοιγμα (ίσα που να χωρεί το ένα χέρι) για να υπογραμμίσει το λιτόν της τροφής τους. Αλλά και όταν κάποιοι ευσεβείς και ελεήμονες χριστιανοί τους πήγαιναν φαγητά, αυτοί με ευχαρίστηση, ευγένεια και πολλές ευχές τα δέχονταν, όχι για να τα γευτούν οι ίδιοι - ούτε κατ΄ελάχιστον - αλλά για να ελεήσουν πολλούς συνανθρώπους τους που βρίσκονταν σε ανέχεια και δύσκολη θέση. Μάλιστα για να τους πείσουν να τα πάρουν τους έλεγαν ότι αυτοί έφαγαν αρκετά και αυτά που τους προσφέρουν ήταν τα υπόλοιπα. Φυσικά όλους τους υποχρέωναν να μην αναφέρουν πουθενά την πράξη τους αυτή.

Ενώ δεν είχαν μοναχικό σχήμα και δεν είχαν καρεί μοναχοί έκαναν και τηρούσαν με ακρίβεια τον κανόνα του μεγαλόσχημου μοναχού. Κοινωνούσαν των αχράντων μυστηρίων μία φορά την εβδομάδα και ακολουθούσαν τη ζωή και το παράδειγμα των πατέρων και ασκητών της εποχής τους το πνεύμα των οποίων πέρασε σ' αυτούς και με τη διδασκαλία του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού.

Από το μικρό σπιτάκι τους δεν έβγαιναν παρά μόνο όταν είχαν απόλυτη ανάγκη και όταν η αγάπη προς τον πλησίον τους, υποχρέωνε σε διακονία και προσφορά. Έτσι ο Θεοχάρης δίδασκε τα πρώτα γράμματα στα Αρτηνόπουλα στο μικρό και χαριτωμένο εκκλησάκι της Παναγίας της Κασσοπίτρας (Κασσιόπης) μέχρι το 1818 μ.Χ. Εκεί δεν τους μάθαινε μόνο ξερά γράμματα και δεν τους μετέδιδε μονάχα στείρες γνώσεις αλλά έπλαθε κυρίως την ψυχή τους ποτίζοντάς τα με το καθάριο νερό της πίστεως και του Ευαγγελίου και ανάβοντας μέσα τους την αγάπη προς την έρμη και δούλα πατρίδα. Δεν είναι τυχαίο ότι απ΄αυτόν τον δάσκαλο βγαίνει σπουδαίος μαθητής, ο εθνεγέρτης και αρχηγός της Φιλικής Ετερείας, ο εκ Κομποτίου Νικόλαος Σκουφάς. Αλήθεια ποιος μπορεί να μετρήσει τους παλμούς της καρδιάς δασκάλου και μαθητή μέσα στη διαδικασία μετάγγισης ζωής; Ποιος μπορεί να σκιαγραφήσει, έστω και κατ΄ολίγον, τι συνέβαινε στην ψυχή του νεαρού Σκουφά, ακούγοντας το φλογερό δάσκαλο;

Σημαντικό το έργο του οσίου Θεοχάρη και μεγάλη η πνευματική ωφέλεια του Αρτηνού λαού από τις θεόπνευστες επίσης ομιλίες του στο μονύδριο των Αγίων Αναργύρων.

Ο Όσιος Θεοχάρης προσέφερε αφιλοκερδώς και ακούραστα τις υπηρεσίες του στην Μητρόπολη Άρτης όταν Αρχιερατικός επίτροπος ήταν ο ηγούμενος της Ιεράς Μονής Θεοτοκίου Βενέδικτος «ο μεγαλοπρεπής και ελεήμων». Ο Βενέδικτος εκτιμώντας την μεγάλη αυτή και αγία προσωπικότητα τον κάλεσε να εργαστεί ως γραμματέας του. Ο Θεοχάρης παρά το φόρτο και τον κόπο της εργασίας αυτής ουδέποτε παραπονέθηκε και αρνήθηκε κάτι, παρά μόνο σε περιπτώσεις διαζυγίου, αφωρισμού και τιμωρίας ιερέα. Η αγία του ψυχή και η συνείδησή του δεν το άντεχε, γι' αυτό προσποιούνταν τον άρρωστο και κατέφευγε στο αγαπητό του κελλί όπου έβρισκε παρηγοριά στην προσευχή του Ιησού και στις πολυάριθμες μετάνοιες.

Ο Βενέδικτος μετά από πολλές παρακλήσεις του Αγίου, κατάλαβε ότι ο Θεοχάρης δεν ήταν γι' αυτή τη δουλειά και τον απάλλαξε από τα καθήκοντά του δίνοντας το χρόνο όλο για προσευχή και μελέτη του λόγου του Θεού και των αγίων Πατέρων.

Στην ασκητική αυτή πορεία, συνοδοιπόρος και συνασκητής ο άγιος Απόστολος αδελφός κατά σάρκα και πνεύμα του Οσίου Θεοχάρη.

Οι Αυτάδελφοι όσιοι αγάπησαν πλήρως τώρα τον μονήρη βίο. Μόνο ο Απόστολος έβγαινε από το μικρό ασκηταριό που βρίσκονταν στην καρδιά της πόλης για να ψωνίσει τα αναγκαία και να καλλιεργήσει το μικρό αμπέλι τους.

Αναφέρεται επίσης ότι οι άγιοι είχαν δύο στάμνες (πήλινα δοχεία) για νερό. Κατά τη νύκτα πήγαιναν τη μία στάμνα στο πηγάδι που τη γέμιζαν οι γυναίκες την ημέρα. Το βράδυ πήγαινε ένας απ΄αυτούς την έπαιρνε και άφηνε για γέμισμα την άλλη στάμνα. Κι αυτό το έκαμαν γιατί ήταν εραστές της ησυχίας και της προσευχής. Με αυτή τους τη στάση και προσευχή συμπαραστάθηκαν δυναμικά στο λαό της πόλης κατά τη διάρκεια των μεγάλων και θανατηφόρων επιδημιών πανώλης (πανούκλας) που ενέσκυψαν στην Άρτα, η πρώτη στις 2 Μαΐου του 1816 μ.Χ. και η δεύτερη το 1823 μ.Χ.

Οι δύο αδελφοί δεν απομακρύνθηκαν από την πόλη αλλά νυχθημερόν κλεισμένοι στο ερημητήριό τους προσεύχονταν μέχρι που ο Θεός και διά πρεσβειών του Αγίου Βησσαρίωνος, του οποίου την κάρα έφεραν και λιτάνευσαν οι Αρτηνοί, απομάκρυναν το θανατικό και ο λαός ξαναγύρισε στα σπίτια τους. Με τη στάση τους αυτοί οι άγιοι αυτάδελφοι έδωσαν δύναμη και κουράγιο στους κατοίκους της πόλης οι οποίοι πλέον με πολύ σεβασμό τιμούσαν αυτούς.

Οσίας και φιλόθεας ζωής και το τέλος οσιακό και ειρηνικό έρχεται.

Ο Θεοχάρης προγνωρίζει την ώρα του θανάτου και παρακαλεί τον αυτάδελφό του και συναθλητή Απόστολο να ειδοποιήσει τον ιερέα να έλθει να τον κοινωνήσει την δωδεκάτη μεσημβρινή ώρα της Μεγάλης Παρασκευής. Ο ιερέας με θλίψη και σεβασμό έρχεται στο μικρό σπιτάκι όπου ο όσιος Θεοχάρης με ιδιαίτερη ευλάβεια κοινωνεί για τελευταία φορά τα Άχραντα Μυστήρια. Μετά δίνει τις τελευταίες οδηγίες και επιθυμίες στον «ἁπλοῦν καὶ ἀκέραιον τῇ ψυχῇ Ἀπόστολον».

Τον παρακαλεί πρώτα πρώτα να συνεχίσει με τον ίδιο ζήλο την ίδια φιλόθεη και φιλάνθρωπη ασκητική ζωή. Επιθυμία του είναι στην κηδεία του να παραστεί ο Μητροπολίτης Άρτης, να ενταφιασθεί στον ναό των Αγίων Αναργύρων και ουδέποτε να γίνει ανακομιδή των λειψάνων του. Την οικεία του τέλος δωρίζει στον ιερό ναό της Αγίας Σοφίας όπου εφημέρευε ο πατέρας του και όπου εκεί ο ίδιος είχε τις πρώτες και σημαντικές πνευματικές εμπειρίες.

Η αγγελία του θανάτου του την Μεγάλη Παρασκευή του 1828 μ.Χ. προκάλεσε οδύνη και θλίψη στον αρτηνό λαό που με σεβασμό και ευλάβεια έτρεξαν άπαντες στην εξόδιο ακολουθία του στην οποία χοροστάτησε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Άρτης Νεόφυτος. Ο Νεόφυτος με λόγια απλά και συγκινητικά εκφώνησε επικήδειο λόγο, ανέφερε τις αρετές, την πίστη και την ασκητική ζωή του Θεοχάρους και προέτρεψε τους πιστούς να μιμηθούν την αγία του ζωή. Ο ίδιος ευχήθηκε για τον εαυτό του να τύχει τέτοιας μεγάλης ευλογίας και να πεθάνει τέτοια μεγάλη μέρα. Πραγματικά την άλλη χρονιά, το 1829 μ.Χ., την Μεγάλη Παρασκευή εξεδήμησε προς Κύριον και ο σεμνός αυτός Ιεράρχης.

Στην κηδεία του Οσίου συνέβησαν «εξαίσια και μεγάλα θαύματα». Οι τέσσερις λαμπάδες του νεκροκρέβατου κατά την νεκρική πομπή ενώ ήταν σβησμένες, άναψαν, και άρρητη ευωδία σκόρπισε το άγιο σκήνωμά του. Η ευωδία αυτή πλημμύρισε και το ναό των αγίων Αναργύρων αλλά και το μικρό σπιτάκι που ζούσε ο Άγιος. Άλλη μαρτυρία επίσης αναφέρει, ότι κατά την ώρα της εξοδίου ακολουθίας, άναψαν από μόνα τους τα κεριά του πολυελαίου των Αγίων Αναργύρων, θαύμα και πιστοποίηση από το Θεό της αγίας και φωτεινής ζωής του.

Ο Άγιος ενταφιάσθηκε στο κοιμητήριο των Αγίων Αναργύρων, στο χώρο μπροστά από την είσοδο της νότιας πλευράς του ναού.

Κατά το 1866 μ.Χ. όταν ηγούμενος του μονυδρίου ιερομόναχος Κορνήλιος, ανακαίνισε το μονύδριο, βρήκε στο χώρο αυτό κάτω από μια πλάκα σκεπασμένη την «χαριτόβρυτον αὐτοῦ κάραν πνέουσαν ἄρρητον εὐωδίαν». Αφού την προσκύνησε ευλαβικά την κάλυψε όπως αρχικά ήταν, σεβόμενος την επιθυμία του Αγίου. Έτσι ο χώρος της ταφής του αγίου παραμένει μέχρι σήμερα απείρακτος.

Ο Απόστολος συνέχισε να ζει σύμφωνα με τις τελευταίες υποθήκες του μεγαλυτέρου αδελφού του. Μοναχικά, ασκητικά, φιλάνθρωπα και εκκλησιαστικά. Καθημερινά φρόντιζε να συμπαρίσταται στους πάσχοντας συναθρώπους και η ελεημοσύνη προς όλους ήταν υποδειγματική. Κοντά του οι κατατρεγμένοι, τα ορφανά και οι φτωχοί έβρισκαν παρηγοριά και ελπίδα.

Δεκαεπτά χρόνια ζει μετά την κοίμηση του αγίου αυταδέλφου του Θεοχάρη, κοντά στον άλλο τους αδελφό Κωνσταντίνο την ίδια θεοφιλή ζωή.

Όταν και ο ίδιος προείδε το τέλος του παρακάλεσε τον αδελφό του να ταφεί χωρίς τιμές στο κοιμητήριο της Αγίας Σοφίας. Πραγματικά όταν παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο κατά το έτος 1845 μ.Χ., το λέιψανό του ενταφιάσθηκε στο κοιμητήριο της Αγίας Σοφίας στο χώρο πίσω από το ιερό Βήμα του ναού. Τρεις μέρες μετά το θάνατο του Οσίου Αποστόλου ευσεβείς γυναίκες πήγαν στον τάφο - όπως είναι συνήθεια μέχρι σήμερα - να ρίξουν νερό και να τον καλλωπίσουν. Έκπληκτες βρέθηκαν μπροστά σ΄ένα απρόσμενο θέαμα. Βρήκαν «ἐκφυὲν εἰς τὸ μέσον τοῦ τάφου πρωτοφανὲς θαυμάσιον ἄνθος ἐκπέμπον ἄρρητον εὐωδίαν», πράγμα που φανέρωνε εκ Θεού την αγιότητα του οσίου Αποστόλου.

Η μνήμη των οσίων αυταδέλφων παρέμεινε ανεξάληπτη στους κατοίκους της πόλεως της Άρτας οι οποίοι από την ημέρα του θανάτου τους, τους τιμούσαν ως Αγίους μνημονεύοντάς τους κατά την Τετάρτη της Διακαινησίμου Εβδομάδος (Πάσχα).

Με τις ενέργειες του αειμνήστου ιερέως Σταύρου Παπαχρήστου, Εφημερίου του ιερού ναού της Αγίας Σοφίας, καθιερώθηκε επίσημα η γιορτή τους.

Η μνήμη τους σήμερα τελείται πάνδημα και μεγαλόπρεπα την Κυριακή των Μυροφόρων στον ιερό ναό της Αγίας Σοφίας.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν κλεινῶν αὐταδέλφων τὴν δυάδα τιμήσωμεν, τὸν θεοειδῆ Θεοχάρην καὶ τὸν σύμπνουν ̓Απόστολον· ὁσίαν γὰρ ἀνύσαντες ζωήν, ̔Αγίων ἠριθμήθησαν χοροῖς, καὶ πρεσβεύουσιν ἀπαύστως ὑπὲρ ἡμῶν, τῶν ἐκβοώντων πάντοτε· δόξα τῷ στεφανώσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ ἁγιάσαντι, δόξα τῷ δοξασθέντι δι ̓ ὑμῶν, ἐσχάτοις ἔτεσιν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.
Θεἶα θρέμματα ὢφθητε Ἄρτης, καί κειμήλια ἠθῶν ὁσίων, ὧ Θεόχαρες σοφὲ καὶ Ἀπόστολε· ἐν ἀρεταῖς γὰρ ἐνθέοις ἐμπρέψαντες, τῆς τῶν Ἁγίων τιμῆς ἠξιώθητε. Ἀλλ' αἰτήσασθε, Αὐτάδελφοι παμμακάριστοι, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἕλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῶν αὐταδέλφων τὴν ὁσίαν δυάδα, ἀνευφημήσωμεν ἐν ὕμνοις ἐνθέοις, σὺν Θεοχάρει τὸν κλεινὸν ̓Απόστολον· οὗτοι γὰρ βιώσαντες, τῶν ̔Αγίων τὸν βίον, ῞Αγιοι ἐδείχθησαν, καὶ Χριστοῦ κληρονόμοι· οἷς καὶ βοῶντες εἴπωμεν πιστοί· χαίρετε ῎Αρτης, βλαστοὶ εὐθαλέστατοι.

Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστὸν ἀγαπήσαντες, τῶν ἀγαθῶν τὴν πηγὴν, ζωήν ἀνεπίληπτον, ὁμοφωνίᾳ ψυχῆς, πιστῶς ἐβιώσατε· ὅθεν τῷ ούρανίῳ μεταστάντες νυμφῶνι, Θεόχαρες Θεοφόρε·, καῖ Ἀπόστολε μάκαρ, πρεσβεύσατε ἡμῖν δοῦναι, χάριν καὶ ἒλεος.

Ὁ Οἶκος
Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ. τοὺς νόμους ἐκπληροῦντες, ᾶγίαν ἔζησαν ζωὴν, ἐν μέσῳ τύρβης κοσμικῆς, αὐτάδελφοι οἰ θεῖοι· τὸ ἓν γὰρ Φρονήσαντες μιᾷ προθέσει ἀληθεῖ, ὅσα εὔφημα καί σεμνὰ, ὅσα δίκαια καί ἁγνὰ, ἐνεκολπώθησαν προθύμως. ἅπαν πρόσολον καί γεῶδες νόημα ἀποβάλλοντες· ἐντεῦθεν ἐν νηστείᾳ διηνεκεῖ, καὶ ἀγρυπνίᾳ συντόνῳ καὶ εὐχῇ ἀκαταπαύστῳ, ἡσύχως διαβιοῦντες, τὸν ἐν Αγίοις ἀναπαυόμενον, ἁγιοπρεπῶς ἐδόξασαν Λόγον ᾧ καί πρεσβεύουσιν ὑπὲρ ἡμῶν τῶν βοώντων αὐτοῖς συμφώνως· χαίρετε Ἄρτης βλαστοὶ εὐθαλέστατοι.

Μεγαλυνάριον
Σύμψυχοι ὁμότροποι ἀδελφοί, Θεόχαρες μάκαρ Καὶ Ἀπόστολε ἀληθῶς, ῶφθητε ἐν Ἄρτῃ, βιώσαντες ὁσίως· διὸ τῆς τῶν Ἁγίων δόξης ἐτύχετε.
 
Σύναξις Πάντων τῶν Σιναϊτῶν Ἁγίων


Θεοεικέλους Σιναΐτας Ὁσίους,
Καὶ Ἀθλητὰς ἄσμασι κοινοῖς δει μέλπειν.

Το Σιναϊτικό Αγιολόγιο περιλαμβάνει σπουδαίες επώνυμες και ανώνυμες μορφές που έδρασαν τόσο κατά την περίοδο της Παλαιάς όσο και της Καινής Διαθήκης. Στο Αγιολόγιο αυτό περιλαμβάνονται εκείνοι για τους οποίους διατηρήθηκαν μαρτυρίες και βάσει αυτών αναγνωρίσθηκαν Άγιοι. Πρόκειται για εκατόν ογδόντα μία άγιες μορφές, των οποίων η μνήμη εορτάζεται συνολικά κατ΄ έτος την Τετάρτη της Διακαινησίμου, ημέρα αφιερωμένη στην «Σύναξη πάντων των Σιναϊτών Αγίων». Το Ησυχαστήριο μάλιστα της Τάρφας τιμάται στην εορτή της Συνάξεως των Σιναϊτών Αγίων.

Από τις μορφές αυτές έξι συνδέονται με την Παλαιά Διαθήκη και είναι κυρίως γνωστές από το βιβλίο της Εξόδου όπου περιγράφεται η φυγή των Εβραίων από την Αίγυπτο προς τη γη της Επαγγελίας. Οι υπόλοιπες μορφές συνδέονται με την περίοδο της Καινής Διαθήκης και έζησαν από τον 3ο αιώνα έως τις ημέρες μας.

Οι Άγιοι που εορτάζουν είναι:

Α) Ααρών Προφήτης, αδελφός Προφήτου Μωϋσέως.
Β) Αβραάμιος όσιος δενδρίτης.
Γ) Αικατερίνα μεγαλομάρτυς, πολιούχος Ι. Μ. Σινά.
Δ) Αμμούν όσιος αββάς Ραϊθούς.
Ε) Αναστάσιος ηγούμενος Ι. Μ. Σινά, και Πατριάρχης Αντιοχείας ομολογητής.
Στ) Αναστάσιος Ιερομάρτυς διάδοχος στην ηγουμενία και στην πατριαρχεία του άνωθεν μνημονευθέντος και σφοδρού πολεμίου των Μονοφυσιτών.
Ζ) Αναστάσιος όσιος Ραϊθούς.
Η) Αναστάσιος όσιος ασκητής, συγγραφεύς των: Διηγήσεων περί των Σιναϊτών Πατέρων.
Θ) Ανατόλιος Όσιος εκ Ραϊθώ, Ιεροσολυμίτης.
Ι) Ανωνύμων οσιομαρτύρων των εν Σινά και Ραϊθώ αναιρεθέντων.
Ια) Ανωνύμων δυο οσίων αυταδέλφων διδύμων, εκ Κωνσταντινουπόλεως.
Ιβ) Ανωνύμων τριών, των οποίων Φαρανίτες ψαράδες, βρήκαν σε σπήλαια τα άγια λείψανά τους, τα οποία κατέπαυσαν τον κλύδωνα της θάλασσας.
Ιγ) Ανωνύμων οσίων αοράτων ασκητών της ερήμου Σίδδης.
Ιδ) Ανωνύμων οσίων δύο ευγενών αυταδέλφων ασκητών.
Ιε) Ανωνύμου οσίου δενδρίτου ασκητού.
Ιστ) Ανωνύμου οσίου ασκητού της ερήμου Σίδδης.
Ιζ) Ανωνύμου οσίου γυμνητεύοντος ασκητού.
Ιη) Ανωνύμου μάρτυρος, γόνου της Φαράν, εκ των αναιρεθέντων.
Ιθ) Βενιαμίν αββά Αιλίμ, οσιομάρτυρος εκ των αναιρεθέντων.
Κ) Γαλακτίωνος Μάρτυρος.
Κα) Γεωργίου Οσίου, μαθητή Οσίου Ιωσήφ Ραϊθηνού.
Κβ) Γεωργίου Οσίου Αρσελαΐτου, ηγουμένου Σινά, και θαυμαστώς τους πίθους της Μονής ελαίου γεμίσαντος.
Κγ) Γεωργίου ηγουμένου Σινά, αδελφού Ιωάννου Κλίμακος.
Κδ) Γεώργιος Όσιος Βυζάντιος, του ασκήσαντος εν τινί νήσω της Ερυθράς.
Κε) Γεώργιος Όσιος Φαραωνίτης, μαθητής του άνωθεν Γεωργίου.
Κστ) Γεώργιος Όσιος Γαδημήτης.
Κζ) Γρηγόριος Όσιος Σιναΐτης.
Κη) Δανιήλ Όσιος Φαραωνίτης.
Κθ) Δόμνος Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Λ) Δουλάς Όσιος ηγούμενος Σινά.
Λα) Δουλάς Όσιος πρεσβύτερος, ηγούμενος Σινά.
Λα) Ελένη Ισαπόστολος, της κτισάσης ναό επί της Βάτου
Λβ) Ελισσαίος Όσιος Αρμένιος.
Λγ) Επιστήμη Μάρτυς.
Λδ) Επιφάνιος Όσιος έγκλειστος.
Λε) Ευθύμιος πατριάρχης Ιεροσολύμων.
Λστ) Ευσέβιος Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Λζ) Ζαχαρίας Όσιος, ο ασκήσας εν Σινά και εν Γεράροις.
Λη) Ζήνων Όσιος σημειοφόρος.
Λθ) Ηλίας Προφήτης.
Μ) Ηλίας Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Μα) Ησαΐας Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Μβ) Ησύχιος Όσιος Χωρηβίτης.
Μγ) Ησύχιος Όσιος, ηγούμενος μονής του Βάτου.
Μδ) Θεόδουλος Όσιος, γιός Οσίου Νείλου Σιναΐτου.
Με) Θεόδουλος πρεσβύτερος, Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Μστ) Ιγνάτιος Όσιος, ιερομόναχος και πνευματικός, εκ Ρεθύμνου.
Μζ) Ιερεμίας Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Μη) Ιησούς του Ναυή.
Μθ) Ιουλιανός Όσιος ο απλός, ο εν τη Αγία Κορυφή ασκήσας.
Ν) Ιουστινιανός Όσιος ο βασιλόπαις, ο τη σιωπή ασκήσας.
Να) Ισαάκ Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Νβ) Ιωάννης Όσιος της Κλίμακος.
Νγ) Ιωάννης Όσιος ό Κίλικας, ηγούμενος Ραϊθούς.
Νδ) Ιωάννης Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Νε) Ιωάννης αρχιεπίσκοπος Σινά, Ιερομάρτυς, εξ Αθηνών.
Νστ) Ιωάννης Όσιος Σαββαΐτης.
Νζ) Ιωσήφ Όσιος Ραϊθούς.
Νη) Λογγίνος ή Ίσαυρος, Όσιος ο πνευματοφόρος, ηγούμενος Σινά.
Νθ) Μακάριος Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Ξ) Μαριάμ, αδελφή Προφήτου Μωϋσέως.
Ξα) Μαρίνα Οσία Ραϊθούς.
Ξβ) Μάρκος Όσιος, μαθητής Αββά Σιλουανού.
Ξγ) Μάρκος Οσιομάρτυς, εκ των αναιρεθέντων.
Ξδ) Μαρτύριος Όσιος, γέροντας Ιωάννου της Κλίμακος.
Ξε) Ματθαίος Όσιος ο ακτήμων, εκ Πελοποννήσου.
Ξστ) Ματθίας Όσιος του εν Αρανδουλά.
Ξζ) Ματόης Όσιος πρεσβύτερος Ραϊθούς.
Ξη) Μεγέθιος Όσιος ο ασκητής της κοιλάδας των Αγ. Τεσσαράκοντα.
Ξθ) Μιχαήλ Όσιος Ιβηρίτης, της ερήμου του Αρσελάου.
Ο) Μωϋσής Προφήτης.
Οα) Μωϋσής Όσιος νηστευτής Φαραωνίτης.
Οβ) Νείλος Όσιος Σιναΐτης.
Ογ) Νετράς Όσιος, επίσκοπος Φαράν.
Οδ) Νίκανδρος Όσιος.
Οε) Νίκων Όσιος.
Οστ) Νιστέρωος Όσιος Ραϊθούς.
Οζ) Ξόϊος Όσιος Θηβαίος.
Οη) Ορέντιος Όσιος.
Οθ) Παύλος Πατρεύς, ηγούμενος Ραϊθούς, οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Π) Παύλος Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Πα) Πέτρος Όσιος Πιονίτης.
Πβ) Πρόκλος Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Πγ) Σάββας Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Πδ) Σεραπίων Όσιος Ιερομόναχος και πνευματικός.
Πε) Σέργιος Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Πστ) Σέργιος Όσιος αναχωρητής.
Πζ) Σιλουανός Οσιομάρτυς.
Πη) Στέφανος Όσιος ερημίτης, Χωρηβίτης.
Πθ) Στέφανος Όσιος Βυζάντιος.
Ρ) Στέφανος Όσιος Κύπριος.
Ρα) Στέφανος Όσιος του Μαλωχά.
Ρβ) Στρατήγιος Όσιος ο έγκλειστος.
Ργ) Συμεών Όσιος ο πεντάγλωσσος.
Ρδ) Υπάτιος Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Ρε) Φιλόθεος Όσιος ο Σιναΐτης.
Ρστ) Χριστόφορος Όσιος ο Ρωμαίος.
Ρζ) Ψώης Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων, μαθητής Οσίου Μωϋσέως Φαρανίτου.
Ρη) Ωρ Προφήτης.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἐν Σινᾷ τῷ ἁγίῳ διαφόροις ἐν ἔτεσι, καὶ ἐν Ῥαϊθῷ ὑπὲρ φύσιν ἐν σαρκὶ ἠγωνίσασθε, Πατέρων τῶν Ὁσίων ἡ πληθύς, καὶ δῆμος θεοφόρων Ἀσκητῶν, διὰ τοῦτο εὐφημοῦμεν πάντας ὑμᾶς συμφώνως ἀνακράζοντες· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ ὑμῶν πᾶσιν ἰάματα.

Ανακομιδή Ιερών Λειψάνων του Οσίου Ιωσήφ του Γεροντογιάννη


 Τὴν ἐκκομιδὴν τῶν σεπτῶν σου λειψάνων,
ὑμνοῦντες Πάτερ σὴν χάριν ἐξαιτοῦμεν.

Η ανακομιδή των Ιερών Λειψάνων του Οσίου Ιωσήφ του Γεροντογιάννη (βλέπε 7 Αυγούστου) έγινε στις 7 Μαΐου του έτους 1982 μ.Χ., 108 χρόνια από την κοίμησή του, ύστερα από ολονύκτια αγρυπνία και η μνήμη της γιορτάζεται την Τρίτη προς Τετάρτη της Διακαινησίμου. Τα ιερά λείψανα τοποθετήθηκαν μέσα σε αργυρή λάρνακα μαζί με την τίμια κάρα του σε περίβλεπτη θέση του ναού και εκπέμπουν άρρητη ευωδία.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν σεπτῶν σου λειψάνων ἱερῶς ἑορτάζοντες, Ἰωσὴφ θεοφόρε, τὴν ἐκ τάφου ἐκκόμισιν, πληρούμεθα ὀσμῆς πνευματικῆς, καὶ χάριτος πλουσίας ἐξ αὐτῶν· θείας δόσεις γὰρ παρέχεις ὡς ἀληθῶς, τοῖς πίστει ἐκβοῶσί σοι· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον
Ἦχος β΄. Τοῖς τῶν αἰμάτων σου.
Ἀγγελικῶς ἐν Καψᾷ βιωσάμενος, τῆς τῶν Ἀγγέλων εὐκλείας ἠξίωσαι· ἡμεῖς δὲ τῶν θείων λειψάνων σου, περικυκλοῦντες τὴν θήκην βοῶμέν σοι· σὺ εἶ Ἰωσὴφ ἡμῶν καύχημα.

Μεγαλυνάριον
Ἡ τῶν σῶν λειψάνων θεία σορός, πίστει ἁγιάζει, τοὺς προσπίπτοντας εὐλαβῶς, Ἰωσὴφ τρισμάκαρ· διὸ πάσης ἀνάγκης, καὶ νόσων καὶ κινδύνων, ἡμᾶς ἀπάλλαττε.

Σύναξη της Παναγίας της Υψενής στη Ρόδο


Τῇ Μονῇ σου Πάναγνε τὴν σὴν Εἰκόνα,
Ὡς ταμεῖον δέδωκας τῆς χάριτός σου.

Η αγία και πανυπέρτιμος Εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου της «Υψενής» υπήρχε κρυμμένη κάτω από ένα δένδρο ελιάς, στην ομώνυμη περιοχή του χωριού Λάρδος, όπου παλαιά υπήρχεΜονή της Υπεραγίας Θεοτόκου. Στον τόπο αυτόν αποσυρόταν συχνά για άσκηση και προσευχή ο Όσιος Πατήρ Μελέτιος (βλέπε 12 Φεβρουαρίου), ο οποίος μία νύκτα έγινε αυτόπτης ενός θαυμαστού θεάματος. Φωτεινή στήλη κατέβαινε από τον ουρανό φωτίζοντας το δένδρο και τον γύρω χώρο.

Έκπληκτος πλησίασε και ερευνώντας βρήκε μία παλαιά Εικόνα της Θεομήτορος. Η Θεοτόκος την επομένη νύκτα του παρουσιάστηκε σε όνειρο λέγοντάς του, να οικοδομήσει επ ὀνόματί της στον τόπο της ευρέσεως Ναό, για να τοποθετήσει την Εικόνα, και, ιδρύοντας εκεί Μονή, να συνεχίσει σε αυτήν την ασκητική πολιτεία του.

Παράλληλα του υπέδειξε ένα μέρος κοντά στο σημείο εκείνο λέγοντάς του να σκάψει για να βρει τα αναγκαία χρήματα για ένα τόσο μεγάλο έργο. Ο Όσιος υπάκουσε στην εντολή της Υπεραγίας Θεοτόκου, έσκαψε στο μέρος που του υπεδείχθη και βρήκε θαμμένο στη γη θησαυρό με τον οποίο κατόρθωσε να ανταποκριθεί στις δαπάνες της οικοδομής. Έκτισε τον Ναό, μέσα στον οποίο θησαύρισε την τιμία Εικόνα, και επανίδρυσε την ερειπωμένη Μονή, όπου και έζησε ασκητικά μέχρι το τέλος της επιγείου ζωής του.

Η θαυματουργός Εικόνα φυλάσσεται μέχρι σήμερα στην ομώνυμη Μονή τιμωμένη από τους πιστούς και πηγάζουσα θαύματα στους προσερχομένους με πίστη και ευλάβεια.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὴν σεπτήν σου Εἰκόνα, θαυμαστῶς φανερώσασα, πάλαι τῷ Πατρὶ Μελετίῳ, τῷ Ὁσίῳ δομήτορι, ἐκβλύζεις νῦν ἐκ ταύτης Ὑψενή, τῶν θείων δωρεῶν σου τὴν πηγήν, καταρδεύουσα τὴν ποίμνην σου μυστικῶς, ἐκ πόθου σοι ἐκβοῶσαν· Δόξα τοῖς θαυμασίοις σου Ἁγνή, δόξα τῇ προμηθείᾳ σου, δόξα τῇ θαυμαστῇ σου πρὸς ἡμᾶς, Μῆτερ χρηστότητι.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Τῇ Ὑψενῇ οἱ εὐσεβεῖς τὸν ὕμνον ᾄσωμεν. καὶ ἀσπασώμεθα αὐτῆς ὅλης ἐκ πίστεως, τῆς Μορφῆς τὸν πανυπέρτιμον χαρακτῆρα· Ἀναβλύζει γὰρ τὰ ῥεῖθρα τῶν ἰάσεων, καὶ παρέχει τὴν ἐνέργειαν τῆς χάριτος, τοῖς κραυγάζουσι· Χαῖρε, Μῆτερ Ἀπείρανδρε.

Ὁ Οἶκος
῎Αγγελοι μετὰ δέους, ἀτενίζουσι Μῆτερ, τὴν θείαν σου Εἰκόνα· ἡμεῖς δέ, οἱ ἐν Ῥόδῳ πιστοὶ ἐξ αὐτῆς, τῶν πολλαπλῶν Ὑψενὴ χαρισμάτων σου, τὰς δωρεὰς λαμβάνοντες, βοῶμέν σοι ἐν εὐλαβεία·
Χαῖρε, τοῦ κόσμου ἡ σωτηρία·
χαῖρε, ἀνθρώπων ἡ προστασία.
Χαῖρε, θαυμαστὴ εὐσεβούντων ἀντίληψις·
χαῖρε, μυστικὴ μοναζόντων παράκλησις.
Χαῖρε, ἡ ἀποκυήσασα τὸν φιλάνθρωπον Χριστόν·
χαῖρε, ἡ καταποντίσασα τὸν παγκάκιστον ἐχθρόν.
Χαῖρε, ὅτι ἐκβλύζεις ἰαμάτων τὰ ῥεῖθρα·
χαῖρε, ὅτι παρέχεις σωτηρίας τὴν χάριν.
Χαῖρε, νυμφὼν χαρίτων ὁλόφωτος·
χαῖρε, πηγὴ θαυμάτων ἀκένωτος.
Χαῖρε, Μονῆς φερωνύμου ἡ σκέπη·
χαῖρε, ἡμῶν ἐν κινδύνοις ἡ ῥύστις.
Χαῖρε, Μῆτερ ἀπείρανδρε.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις Θεονύμφευτε Ὑψενή, τῶν ἀπεγνωσμένων, γλυκυτάτη καταφυγή· χαίροις τῆς Μονῆς σου, χαρὰ καὶ σωτηρία, καὶ τῶν ἐν ἀσθενείαις, θεία ἀντίληψις.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις Θεονύμφευτε Ὑψενή, ἔφορος καὶ σκέπη, τῆς ἁγίας ταύτης Μονῆς· χαίροις ἡ ἰάσεις, ἀφθόνως χορηγοῦσα, καὶ πάντας ἐκ κινδύνων, δεινῶν ἐξαίρουσα.

Όσιος Νίκανδρος ο Σιναΐτης ο εκ Καστελορίζου


Στο Σιναϊτικό Κώδικα του 1716 περιέχεται ο βίος και η πολιτεία του Όσίου Νικάνδρου του νέου ασκητού που έλαμψε με την αρετή και την αγιότητα του στην Ιερά Μονή της Αγίας Αικατερίνης του αγίου και θεοβαδίστου όρους Σινά. Σύμφωνα με τον κώδικα αυτό ο όσιος Νίκανδρος γεννήθηκε το 1581 μ.Χ. στο Ριζόκαστρο δηλαδή στο Καστελορίζο όπου υπήρχε μετόχι της Ιεράς Μονής του Σινά οι Άγιοι Απόστολοι. Έγινε μοναχός στο Σινά το 1611 μ.Χ. και κοιμήθηκε το 1631 μ.Χ. επί Αρχιεπισκόπου Ιωάσαφ.

Στην Ιερά Μονή του Σινά ήταν κάποιος πολύ ενάρετος ιερομόναχος από το Ρέθυμνο της Κρήτης ονομαζόμενος Ιγνάτιος. Ο Ιγνάτιος πήρε κοντά του ως υποτακτικό του τον Καστελορίζιο μοναχό Νίκανδρο. Επιθυμώντας και οι δύο να γνωρίσουν τα μοναστήρια και τα ησυχαστήρια του Αγίου Όρους πήγαν εκεί και έμειναν 5 χρόνια. Όμως ξαναγύρισαν και πάλι στη μετάνοια τους στο Σινά γιατί διεπίστωσαν οτι εκεί υπήρχε μεγαλύτερη ησυχία και εκεί πέρασαν και τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής τους.

Ο ιερομόναχος Ιγνάτιος ήταν πολύ καλός και ενάρετος πνευματικός. Είχε τέλεια ακτημοσύνη και εγκράτεια και ακατάπαυστο έργο του ήταν η προσευχή. Ο μαθητής του όμως Μοναχός Νίκανδρος ξερπέρασε το δάσκαλο του. Είχε περισσότερο εγκράτεια από εκείνον και τέλεια και ακούραστη υποταγή στο Γέροντα του και έτσι έφτασε σε πλήρη απάθεια. Ποτέ δε φάνηκε να χαίρεται ή να λυπάται αλλά πάντα στεκόταν στο ίδιο και απαράλλακτο ήθος. Έβαζε σε όλους μετάνοια και σε ότι του έλεγαν έβαζε μπροστά το «ευλόγησον πάτερ». 

Ο Νίκανδρος κοιμήθηκε ένα χρόνο και κάτι πριν από το Γέροντα του Ιγνάτιο. Όταν συμπληρώθηκε χρόνος από τη ταφή του άνοιξαν οι πατέρες το κοιμητήριο για να βάλλουν άλλον αδελφό. Μπήκε μέσα ο Γέροντας και πνευματικός του για να δεί το λείψανο του και το βρήκε σώο και ακέραιο έχοντας το χρώμα του κρόκου και αναβλύζοντας μύρο. Ο Γέροντας του Ιγνάτιος, βγαίνοντας απο το κοιμητήριο με δάκρυα στα μάτια είπε: «Σε ευχαριστώ Κύριε που και ζωντανό ακόμα μου έδωσες αυτή τη πληροφορία για τον υποτακτικό μου».

Σημείωση: Σε αρκετές διαδικτυακές πηγές αναφέρεται ως ημέρα εορτής του Οσίου Νικάνδρου η 29η Ιανουαρίου. Όμως σύμφωνα με την Ιερά Μητρόπολη Σύμης, ο Όσιος Νίκανδρος εορτάζει την Τετάρτη της Διακαινησίμου.

Ἀπολυτίκιον
Ήχος α΄ Της ερήμου πολίτης.
Του Σιναίου οικήτωρ και Μεγίστης αγλάϊσμα της Αγίας Μονής σου ιερόν, περιτείχισμα, εδείχθης ω Νίκανδρε σοφέ, βιώσας ώσπερ άγγελος εν γή, και παρέχεις την σην χάριν τοις ευλαβώς προστρέχουσι τη σκέπη σου. Δόξα το δεδωκότι σοι ισχύν, δόξα τω σε αγιάσαντι, δόξα τω δωρησαμένω σε ημίν πρέσβυν ακοίμητον.

Όσιος Λεόντιος ο εν Βλαχέρνα Αρκαδίας


Για τον βίο του Οσίου Λεοντίου δεν γνωρίζουμε πολλά. Οι κυριότερες πηγές για τα λιγοστά για τα βιογραφικά του στοιχεία είναι ο Κώδικας της Ιεράς Μονής του Τιμίου Προδρόμου Γορτυνίας και ο υπ' αριθμόν 163 Κώδικας της Δημόσιας Βιβλιοθήκης της Σχολής της Δημητσάνας. Πολλά άλλα στοιχεία διέσωσε η προφορική παράδοση της περιοχής.

Ο Όσιος Λεόντιος έζησε πριν το 1770 μ.Χ. (ίσως το διάστημα μεταξύ 1650 - 1750 μ.Χ.). Η καταγωγή του ήταν από το χωριό Στεμνίτσα Γορτυνίας και το επώνυμό του ήταν Πασωμένος.

Για τους γονείς του, την ακριβή ημερομηνία γέννησής του, την παιδική και την νεανική του ηλικία, δεν γνωρίζουμε κάτι. Η μοναχική του κουρά έγινε πιθανότατα σε μία από τις πολλές Μονές που ήκμαζαν την εποχή εκείνη στην περιοχή της Στεμνίτσας.

Τα στοιχεία περί του βίου του γίνονται πιο συγκεκριμένα, όταν ο Άγιος αρχίζει την ασκητική του πορεία στην κορυφή του όρους Καστανιά, που ίσως πρόκειται για το αρχαίο όρος «Κνάκαλος» όπως το αναφέρει ο Παυσανίας, με υψόμετρο 1.200 μέτρων, ακριβώς απέναντι από το χωριό της Βλαχέρνας. Η ευρύτερη περιοχή της Βλαχέρνας και τα σπήλαια που κοσμούν τα γύρω όρη ήταν τόπος ασκήσεως αναχωρητών.

Σε ένα τέτοιο, φυσικό σπήλαιο, κατοίκησε ο Όσιος Λεόντιος. Στην πορεία του χρόνου προχώρησε στην διάνοιξη του σπηλαίου και στην κατασκευή μονυδρίου προς τιμήν της Καταθέσεως της Τιμίας Εσθήτος της Θεοτόκου. Αφορμή ήταν η παρουσία, της ιεράς εικόνος της Κυρίας Θεοτόκου, στην οποία αναγράφεται «ΜΗΤΕΡΑ ΘΕΟΥ η Βλαχέρνα». Από την εικόνα αυτή πήρε το σημερινό του όνομα το χωριό και από Μπεζενίκος μετονομάστηκε σε Βλαχέρνα. Η εικόνα αυτή της Θεοτόκου είχε κρυφτεί κάτω από το κελί του Οσίου Λεοντίου μέσα σε μικρή κρύπτη του βράχου, ώστε να παραμείνει προστατευμένη και να μην πέσει στα βέβηλα χέρια των τούρκων. Η εικόνα ευρέθη θαυματουργικώς μετά την απελευθέρωση από τους τούρκους.

Στο σπήλαιο λοιπόν αυτό, και υπό την σκέπη της Θεοτόκου, ο Όσιος Λεόντιος έζησε χρόνους απομόνωσης και αφιέρωσης στην προσευχή και την άσκηση. Παράλληλα δεν παρέβλεψε να προσφέρει πνευματική ωφέλεια στους κατοίκους της περιοχής και σε όλους όσους περνούσαν από εκεί. Χαρακτηριστικό της αγάπης και της φιλανθρωπίας του είναι το ακόλουθο.

Το χωριό ήταν πέρασμα όσων εδιάβαιναν από την Τρίπολη προς τα Καλάβρυτα και τον Πύργο. Ο δρόμος ήταν χαραγμένος περίπου όπως η σημερινή οδική αρτηρία που ενώνει την Τρίπολη με την Βλαχέρνα και συνεχίζει για τα Καλάβρυτα και τον Πύργο. Στο τμήμα αυτό του δρόμου κοντά στην Βλαχέρνα δεν υπήρχε νερό προς ξεκούραση των οδοιπόρων.

Ο Όσιος επισημαίνοντας την ανάγκη των ανθρώπων για λίγη ξεκούραση και δροσερό νερό, μετέφερε νερό μέσα σε ασκί και το τοποθετούσε σε πιθάρι στον ίσκιο ενός δέντρου δίπλα στο δρόμο, εκεί όπου και σήμερα υπάρχει το τοπωνύμιο «δέντρος». Έτσι, οι οδοιπόροι εύρισκαν λίγη ανάπαυση στην μακρά οδοιπορία τους, κυρίως κατά τους ζεστούς μήνες του καλοκαιριού.

Το διακόνημα αυτό δεν ήταν μικρό. Ο Άγιος είχε μακρύ δρόμο να διανύσει κάθε φορά από την κορυφή του βουνού έως τον δρόμο για να μεταφέρει το νερό και να επιστρέψει και πάλι στο ασκητήριό του. Όμως, εκείνος συνδύαζε μέσα από το διακόνημα αυτό αγάπη για τον άνθρωπο και αγάπη για τον Θεό. Κάθε φορά που επέστρεφε, αφού είχε ήδη μεταφέρει το νερό για τους οδοιπόρους, έπαιρνε το ανηφορικό μονοπάτι προς το ασκητήριό του κουβαλώντας μία μεγάλη πέτρα κάθε φορά, ώστε να βρίσκεται συνεχώς σε σωματική άσκηση, να συγκεντρώνει υλικά για την ανοικοδόμηση του ναού προς τιμήν της Θεοτόκου της Βλαχέρνας, αλλά και την κατασκευή του τάφου του.

Δίπλα στο ασκητήριό του και τον ναό που έκτισε προς τιμήν της Παναγίας μας, κατασκεύασε μία μικρή δεξαμενή νερού και καλλιεργούσε κήπο για τις ανάγκες του.

Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός για να τον ανταμείψει για τον αγώνα του και την προθυμία του, που τον ακολούθησε και τον διακόνησε σε όλη του την ζωή, του έδωσε το χάρισμα να προγνωρίσει την κοίμησή του.

Ήταν Μεγάλο Σάββατο όταν ο Άγιος Λεόντιος ασθένησε, ένας φίλος του τσοπάνης της περιοχής θέλησε να τον επισκεφθεί και να του προσφέρει γάλα για να τον ανακουφίσει.

Ο Άγιος όμως δεν είχε δοχείο άδειο για να αδειάσει το γάλα, είπε έτσι στον ποιμένα να έρθει αύριο να πάρει το δοχείο του και συγχρόνως του έδωσε οδηγίες για την ταφή του εντός του σπηλαίου και στον τάφο τον οποίο ο ίδιος είχε κατασκευάσει.

Την άλλη μέρα την Κυριακή του Πάσχα πηγαίνοντας ο τσοπάνης να πάρει το δοχείο, βρήκε τον Άγιο κοιμηθέντα και αμέσως έκανε ό,τι ο Άγιος του είχε ανακοινώσει.

Ο τάφος του Αγίου σώζεται μέχρι σήμερα έχει σχήμα ορθογωνίου παραλληλεπιπέδου, η στέγη του είναι θολωτή, με μικρή τρύπα στη μέση. Εκεί βρισκόταν και το ραβδάκι του Αγίου το οποίο έχει απομείνει το μισό και φυλάσσεται μέχρι σήμερα μαζί με μικρά τεμάχια του Ιερού Λειψάνου που, εδώ εις τον Ιερόν Ναό του Αγίου Αθανασίου της Βλαχέρνας, έχουν τεθεί προς προσκύνηση.

Σύμφωνα με τον κώδικα της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Γορτυνίας, που αποτελεί πλέον την πιο έγκυρη πηγή της ζωής του Αγίου Λεοντίου, μαθαίνουμε «ότι μετά από παρέλευση ενός έτους οι χωρικοί μετά του ποιμένος εκχώσαντες το λείψανον του Οσίου, εύρον αυτό λελυμένον και ευωδίας ανάπλεων». Ένα μεγάλο δείγμα Αγιότητος, τιμής και ανταμοιβής από το Θεό προς τον Όσιο για τον αγώνα του και την οσιακή βιωτή του.

Η παράδοσις μας διασώζει ότι κάποιος τσοπάνης από το χωριό του Οσίου Λεοντίου μετά από προτροπή του Αγίου εργαζόταν στο αιγοποίμνιο του Ιωάννου Κατσούλη, κοντά στους πρόποδες του όρους του Οσίου, από εκεί μετέφερε το ιερό λείψανο του Οσίου στη Στεμνίτσα και συγκεκριμένα στην Ιερά Μονή Αγίου Δημητρίου.

Το 1779 μ.Χ. απόσπασμα Αλβανών πήγε στη Στεμνίτσα και έκαψε αρκετά σπίτια, πυρπόλησαν και την Ιερά Μονή του Αγίου Δημητρίου, όπου βρήκαν την κάρα του Οσίου Λεοντίου και την πούλησαν σε χριστιανούς της Πρέβεζας.

Ένα από τα θαύματα του Οσίου, που διασώζει η παράδοση, έγινε στο ποιμνιοστάσιο που προαναφέραμε. Ο ποιμένας διαπίστωσε ότι το γάλα από μία συγκεκριμένη γίδα μοσχοβολούσε.

Παρακολούθησε σε ποιο σημείο έβοσκε το συγκεκριμένο ζώο και είδε ότι έμπαινε στην σπηλιά του Οσίου και έτρωγε χόρτο που φύτρωνε στον τάφο του Αγίου. Την επόμενη ημέρα το χορτάρι είχε φυτρώσει και πάλι πάνω στον τάφο.

Ο Κώδικας της Μονής του Τιμίου Προδρόμου Γορτυνίας διασώζει ένα ακόμη θαύμα. Κοντά στην Ιερά Μονή του Αγίου Δημητρίου είχε ξεσπάσει ραγδαία βροχή και χαλάζι, με διάρκεια πολλών ημερών, δημιουργώντας τεράστια προβλήματα και μεταβάλλοντας την περιοχή σε χειμάρρους. Οι μοναχοί της Μονής είχαν απελπιστεί από την φυσική καταστροφή, ύψωσαν την κάρα του Οσίου Λεοντίου προς τον ουρανό και έκαναν δέηση. Αμέσως η βροχή σταμάτησε και η περιοχή σώθηκε από μεγαλύτερα δεινά.

Ο Όσιος Λεόντιος εορτάζει την Τετάρτη του Πάσχα στην Ιερά Μονή Παναγίας των Βλαχερνών (στο όρος Καστανιά).

Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ΄.
Στεμνίτσης το βλάστημα και της Βλαχέρνης φρουρόν, τιμώμεν σε, όσιε, των εν δακρύων ροαϊς και πόνοις ασκήσεως, λάμψαντα εν ερήμοις και εν όρεσι όντως ένθα και ωκειώθης τω Χριστώ θείω πόθω. Αυτόν ουν ικέτευε Λεόντιε σωθήναι τας ψυχάς ημών.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Τῆς Στεμνίτσης τόν γόνον καί Βλαχέρνης τόν ἒφορον, τόν τῆς Ἀρκαδίας σπηλαίων πνευματέμφορον λέοντα, τόν ὃσιον Λεόντιον πιστοί, λαμπάσι Ἀναστάσεως φαιδραῖς, ὑπαντήσωμεν τιμῶντες σεμνοπρεπῶς, καί πίστει αναβοῶντες˙ Δόξα τῷ Ἀναστάντι ἐκ νεκρῶν, δόξα τῷ σε ἀναστήσαντι, δόξα τῷ ἀνιστῶντι καί ἡμᾶς, ἐκ τάφου θλίψεων.

http://www.synaxarion.gr/gr/m/4/d/27/sxsaintlist.aspx 
«Πᾶνος»